Της άρεσε πολύ της Δανάης να επιστρέφει με τα πόδια σπίτι στο σχόλασμα. Ηρεμούσε το μυαλό της, έβαζε τα πάντα σε σειρά. Άλλωστε ήταν δυο στάσεις απόσταση. Ένα απ΄ τα καλά του επαρχιακού νοσοκομείου. Φυσικά, ο άνδρας της εννέα φορές στις δέκα την περίμενε στην πόρτα, καθώς η ίδια προτιμούσε τις νυχτερινές βάρδιες. Το καλοκαίρι είχε ξημερώσει αλλά τον χειμώνα συνήθως έκανε ολόκληρη τη διαδρομή χωρίς να της χαμογελάσει ούτε μία ακτίνα ήλιου. Εδώ και δυο χρόνια που είχαν μετακομίσει στην κωμόπολη και έπιασε αυτή τη δουλειά, έγινε η αγαπημένη συνήθειά της. Δυο ξημερώματα μόνο αναγκάστηκε να στερηθεί την βόλτα της. Μία που έβρεχε καταρρακτωδώς και την άλλη, είχε ανυπόφορο καύσωνα.
Καθώς βάδιζε αργά, το απολάμβανε. Είχε την ευκαιρία να σκεφτεί και τα περιστατικά που χειρίστηκε. Ήταν ένας τρόπος ν΄ αποφορτιστεί, να μην κουβαλά την απαιτητική εργασία της στο σπίτι. Όμως περπατώντας αχάραγα σήμερα, δεν μπορούσε να ξεκολλήσει απ΄ το νου της μια εικόνα. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, την είχε στοιχειώσει. Έκλεινε τα μάτια και έβλεπε μπροστά της την έκφραση της Χαράς: το δωδεκάχρονο κορίτσι που έφερε μες στην νύχτα αλαφιασμένος ο πατέρας του. Δεν άφηνε κανέναν να την ακουμπήσει, η Δανάη μόνο κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της. Είχε κάταγμα πέμπτου μετακαρπίου όπως αποδείχτηκε και πονούσε πολύ η έφηβη ψυχούλα. Την περιποιήθηκε όσο πιο τρυφερά μπορούσε, ηρεμώντας το κορμάκι της μικρής. Όταν έσφιξε με το καλό χέρι της την παλάμη της Δανάης για αποχαιρετισμό, δεν την άφηνε. Φώλιασε εκεί, παρόλο που ο πατέρας της είχε απλώσει το δικό του, δεν του το έδωσε αμέσως. Της έκανε εντύπωση η κίνηση. Το βλέμμα που της έριξε, γυρνώντας το κεφάλι πριν φθάσει στην έξοδο, σα βέλος καρφώθηκε πάνω της. Μιλώντας με τις παλιές νοσοκόμες αργότερα, έμαθε πως ήταν ορφανή από μητέρα. Για την ακρίβεια, τους είχε εγκαταλείψει ενώ θήλαζε ακόμα. Δεν την ξαναείδαν ποτέ. Θα είχε κλεφτεί με κανέναν πρωτευουσιάνο, λέγαν οι κακές γλώσσες. Ο πατέρας της είχε σταθεί και μάνα, όσο προλάβαινε δηλαδή. Άνθρωπος του μεροκάματου, έτρεχε σε ξένα χωράφια, η Χαρά ήταν πασίγνωστη τελικά. Όλοι την είχαν για ζωηρή και άτακτη, καθώς σχεδόν κάθε χρόνο κατέληγε στα επείγοντα με μικροτραυματισμούς. Η Δανάη όμως είδε ένα πολύ φοβισμένο παιδί. ΄Η έτσι της φάνηκε, όντας υπερευαίσθητη με το συγκεκριμένο θέμα. Βλέπεις δεν κατάφεραν να αποκτήσουν απόγονο, μετά από τρεις παλίνδρομες, εγκατέλειψαν, ίσως δεν ήταν γραφτό.
Κανά δυο βδομάδες μετά ήταν πρωινή, κατ΄εξαίρεση, καθώς είχαν δώσει τις πρώτες καλοκαιρινές άδειες. Ο ήλιος έκαιγε αλύπητα, αν συνέχιζε έτσι θα έλεγε στον άνδρα της αύριο να έρθει να την πάρει απ΄ τη δουλειά, δεν πάλευε το λιοπύρι. Ας ήταν ακόμα Ιούνης, εκείνη ήταν νυκτόβιο πλάσμα, ρουφούσε υγρασία, ανέπνεε καλύτερα στο σκοτάδι! Ξαφνικά και ενώ διέσχιζε την τελευταία περίφραξη πριν στρίψει για το σπίτι της, είδε μια φιγούρα να κάθεται στο βάθος του χωραφιού. Καλοκοίταξε, σχεδόν διπλωμένη στα δυο, στη σκιά του πηγαδιού διέκρινε την φιγούρα της Χαράς. Την πρόδωσε ο γύψος! Δεν την είχε πάρει χαμπάρι, γι΄ αυτό της φώναξε. Απρόθυμα σηκώθηκε η μικρή, έσερνε τα βήματά της καθώς πλησίαζε με το ζόρι το συρματόπλεγμα. Με κατεβασμένο κεφάλι και τα μάτια της κατακόκκινα απ΄ το κλάμα. Σκίστηκε η ψυχή της Δανάης που δεν μπορούσε να την αγκαλιάσει, να την παρηγορήσει! Με τα πολλά παρακάλια, της είπε πως ο πατέρας της φρόντιζε χρόνια αυτή την έκταση και η ίδια μόλις σχόλαγε, ερχόταν να τον περιμένει να τελειώσει για να γυρίσουν μαζί σπίτι. Με τίποτα όμως δεν της εκμυστηρευόταν γιατί ήταν έτσι. Έκατσε λοιπόν και εκείνη οκλαδόν κάτω και παρέμεινε σιωπηλή. Θυμήθηκε πως την είχε κεράσει devil΄s cake ο φύλακας στην πύλη και άνοιξε την τσάντα να της το προσφέρει. Χαζομάρα έκανε που δεν το έφαγε επί τόπου, είχε αρχίσει να λιώνει. Τύλιξε πιο προσεχτικά το αλουμινόχαρτο και της το πέταξε πάνω από την περίφραξη. Ήταν τρομερά αδύνατη από τότε που την πρωτογνώρισε τη Χαρά, μα τώρα φαινόταν και υπερβολικά χλωμή. Μονομιάς άστραψε το βλέμμα της, είπε, «το αγαπημένο μου, σοκολάτα μέσα-έξω» και έφαγε και τα δύο κομμάτια. Έγλειψε μάλιστα και όσο είχε κολλήσει στο χαρτί. Μόλις τελείωσε, την ευχαρίστησε και την ρώτησε τι ώρα πήγε. Της απάντησε πως κοντεύει τέσσερεις. Τσακίστηκε να φύγει για να μην την περιμένει ο πατέρας της. Η Δανάη της φώναξε ενώ απομακρυνόταν, πως αν την ξαναβρεί αύριο, θα της φέρει πάλι κέικ.
Έφτιαξε ολόκληρο ταψί το απόγευμα, κέρασε την επόμενη τους συναδέλφους και φύλαξε τα καλύτερα κομμάτια με περισσή στοργή. Πρώτη φορά μετρούσε τα λεπτά για να σχολάσει. Ήταν όντως εκεί η Χαρά! Καθισμένη πάλι στην ελάχιστη σκιά του πηγαδιού, την πλησίασε αγόγγυστα αυτή την φορά. Και ενώ μπουκωνόταν με γλυκό, της εξομολογήθηκε πως δεν άντεχε άλλο! Ήξερε πως όσο μεγάλωνε, θα γινόταν σαν τη μάνα της, να μην υπολογίζει τίποτα, το ίδιο άχρηστη. Δεν μπορούσε να αλλάξει την μοίρα της ή τα γονίδια. Όσο και να προσπαθούσε να την προφυλάξει ο πατέρας της, έβλεπε πως την κοιτούσαν οι άνδρες. Δεν την άφηνε να φάει πολύ επίτηδες, μην ζουμπουρλέψει σαν την μητέρα της και επιπλέον την έπαιρνε παντού μαζί του. Γι΄ αυτό τής είχε σπάσει το χέρι, για να την λυπούνται αντί να την λιγουρεύονται. Είχε ορκιστεί, δε θα τον άφηνε ποτέ, σαν τη μάνα της που δεν ήταν άξια για τίποτα. Αλλά δεν άντεχε άλλο να ζει. Θ΄ αυτοκτονούσε.
Έντρομη την κοίταζε η Δανάη. Πόσο δηλητήριο είχαν στάξει στην καρδιά και το μυαλό της μικρής! «Και εσύ, της είπε, ορκίσου να μην εγκαταλείψεις ποτέ την κόρη σου».
Της αποκρίθηκε, «Μα δεν έχουμε παιδιά».
«Έχεις», της απάντησε και τέντωσε το χέρι της μέσα απ΄ τις τρύπες στο σύρμα να της χαϊδέψει την κοιλιά.
Η Δανάη ανατρίχιασε. Θα έβρισκε τρόπο, λύση οπωσδήποτε να μην πραγματοποιήσει την απειλή και πέσει στο πηγάδι η Χαρά. Ήταν κατάξερο, παρατημένο χρόνια, έπρεπε να το κλείσουν οριστικά και γρήγορα. Σε δυο μέρες θα ξαναγύριζε βραδινή, μπορούσε να την αναλάβει η ίδια τα πρωινά, να κάθονται παρέα σπίτι, να της μιλά, να βοηθήσει στα μαθήματά της και όπου μπορεί! Είχε έτοιμη την πρόταση, απόψε θα ενημέρωνε και τον άνδρα της. Θα μιλούσε σε κοινωνική λειτουργό αύριο κιόλας, έπρεπε προσεχτικά να πλησιάσουν την έφηβη και να απομακρυνθεί άμεσα από τον πατέρα της. Σε κάτι τέτοια την τρόμαζε η επαρχία, ύψωνε τείχη και άμυνες εκεί που δεν έπρεπε. Θυμήθηκε με πόσο καλά λόγια είχαν μιλήσει όλοι για τον κηδεμόνα της. Θα ήταν ο λόγος της εναντίον όλων. Έσφιξε τα δόντια, μέσα της έγινε δράκος, έτοιμος με μια εκπνοή να κάψει τον πατέρα που ακρωτηρίασε την ψυχή της Δανάης!
Γύρισε πίσω στο νοσοκομείο. Στ΄αρχεία βρήκε το κινητό του. Κάλεσε αμέσως, δεν χτυπούσε καν, ήταν συνεχώς απενεργοποιημένο. Τηλεφώνησε στον σύζυγό της να έρθει να την πάρει θα του τα εξηγούσε όλα στο δρόμο. Πήρε και τη διεύθυνση τους, θα πηγαίνανε να τον αντιμετωπίζανε παρέα. Λίγο πριν φύγει, της ήρθε να ρωτήσει την γραμματεία μήπως είχαν ξαναπεράσει και δεν είχε προλάβει να ενημερώσει το σύστημα, άλλωστε έπρεπε να της είχαν ξαναδεί το σπάσιμο από χθες. Απόρησε η κοπέλα, πώς δεν είχε πάρει χαμπάρι την εξαφάνιση της Χαράς, δέκα μόλις μέρες μετά το συμβάν με το τραυματισμένο χέρι. Μάλιστα την ενημέρωσε πως ο πατέρας της δεν άντεξε τον καημό, να περιφέρεται μόνος του στο έρμο σπίτι, τα βρόντηξε όλα και έφυγε για την πρωτεύουσα, να την ψάξει εκεί μόνος του!
Σοκαρισμένη, έφθασε παραπατώντας ως την έξοδο. Μπήκε στο αμάξι, κοίταξε τον άνδρα της και δεν μπορούσε να αρθρώσει κουβέντα. Τι να του πει; Πως μιλούσε με την εξαφανισμένη Χαρά μέχρι πριν λίγο; Πως την έβλεπε ολοζώντανη μπροστά της; Πως τους χώριζε το συρματόπλεγμα αλλιώς θα την είχε ήδη αγκαλιάσει και πάρει μαζί της;
Το βράδυ κανείς τους δεν κοιμήθηκε. Η φωνή της λογικής ήταν πάντα ο σύζυγός της, το στήριγμά της. Αλλά και αυτός δεν είχε βρει άκρη, μόνο επιπλέον προβληματισμό στο άλυτο μυστήριο. Το πρωί αποφασισμένοι, πήγαν στο αστυνομικό τμήμα, με απαίτηση να αποκαλύψουν το πρόχειρα καλυμμένο πηγάδι και να ψάξουν εξονυχιστικά. Δεν έδωσε όλες τις λεπτομέρειες που της εξιστόρησε η Χαρά, θα την περνούσαν για τρελή. Αλλά αόριστα τους ενημέρωσε πως είδε το κορίτσι εκεί κάποιες φορές. Ευτυχώς είχε κάτι άκρες στην περιφέρεια ο άνδρα της και έτσι τα καταφέραν, έστειλαν γρήγορα κλιμάκιο.
Βρήκαν το σώμα της δεμένο πισθάγκωνα, τυλιγμένο πρώτα σε σεντόνι και μετά σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών στον πάτο. Το κορμάκι της ήταν διαλυμένο από τα χτυπήματα στα τοιχώματα κατά την πτώση. Ή μπορεί και από πριν. Η έρευνα αποκάλυψε τα εναπομείναντα οστά και μιας άλλης γυναίκας. Αποδείχτηκε πως ήταν η μητέρα της. Βγήκε ένταλμα για τον πατέρα της. Βούιξε ο τόπος και οι δημοσιογράφοι. Τον συνέλαβαν σχεδόν αμέσως σε ένα ξενοδοχείο στην πόλη. Ομολόγησε πως η παράφορη ζήλια του, οδήγησε το χέρι του να σκοτώσει μάνα και κόρη. Καταδικάστηκε.
Τον μεταφέραν στις μοναδικές αγροτικές φυλακές στην άλλη άκρη της χώρας.
Λίγα χρόνια μετά, πήγε στο επισκεπτήριο πρώτη και τελευταία φορά η Δανάη. Δεν ανταλλάξανε ούτε βλέμμα για αρκετή ώρα. Στο τέλος αναγκάστηκε να σηκώσει το κεφάλι ο δράστης, όταν του έδειξε μια φωτογραφία της μπέμπας της και του είπε :
«Την βαπτίσαμε Χαρά. Η κόρη σου στο στέλνει αυτό!».
Και του έδωσε ένα κομμάτι κέικ σοκολάτα. Μόνο τότε κοιτάχτηκαν κατάματα ενώ του έλεγε την αποχαιρετιστήριά της κουβέντα:
«Ήταν το αγαπημένο της, devil΄s cake».
Την επόμενη μέρα τον βρήκαν νεκρό στο κελί του. Ούτε ένας δεν έψαξε ή αναρωτήθηκε, άλλωστε δε θα έβγαινε ποτέ ζωντανός από εκεί μέσα. Η Δανάη μόνο ήξερε πως ακόμα και να γινόταν έρευνα, κανείς δε θα έβρισκε τι είχε βάλει μέσα στο γλυκό…
Μαρίτσα Καρά