,

Το όνομα μου είναι Μπελ

Ήταν δεν ήταν δέκα χρόνων. Είχε χάσει όλη της την οικογένεια, τους γονείς και τα αδέρφια της από την πείνα και τις αρρώστιες. Πουλούσε λουλούδια με ένα μικρό καλαθάκι στους δρόμους του Παρισιού. Είχε ξέπλεκα τα μακριά μαύρα μαλλιά της, φορούσε παλιά χιλιοτρυπημένα παπούτσια και ένα παλτό σκισμένο σαν κουρέλι πάνω στο καχεκτικό της σώμα. Η πείνα είχε βαθουλώσει τα καστανά της μάτια και τα κόκαλα στα μάγουλά της πετάγονταν σαν τόξα από το δέρμα της.

Ήταν ένα κρύο χειμωνιάτικο πρωί και το Παρίσι ήταν στολισμένο με χριστουγεννιάτικα φώτα. Τότε γνώρισε την κυρία Μπεθ. Σταμάτησε με την άμαξά της μπροστά στη Νοτρ Νταμ, την ξέρεις αυτήν την εκκλησία, είναι η Παναγία των Παρισίων. Εκεί, η κυρία Μπεθ είχε επιφοίτηση. Κοίταξε το δεκάχρονο κορίτσι που κρατούσε τα κρίνα με τα λεπτά χεράκια της που έτρεμαν.

«Πώς σε λένε, μικρή μου;» την ρώτησε.

Τί να θέλει αυτή η κυρία από εμένα; Μήπως αγαπάει τα λουλούδια; αναρωτήθηκε η μικρή.

Η κυρία Μπεθ είχε όντως αδυναμία στα κρίνα και στα παιδιά. Όπως επίσης και στον χορό, την όπερα, την μόδα, την σαμπάνια και την πολυτελή ζωή. Τα πλούτη της δεν μπορούσε να τα μετρήσει, αλλά ήξερε ότι δεν είχε κάπου να τα αφήσει. Ίσως σε ένα φτωχό παιδί, αυτή ήταν η ιδέα που φώτισε τον νου της.

«Μπερτίλ, κυρία», απάντησε διστακτικά το κορίτσι.

«Από σήμερα θα σε λένε Μπελ».

Πέρασαν κάτω από μια αψίδα πανύψηλων δέντρων και έφτασαν στο σπίτι της κυρίας Μπεθ. Κάστρο ήταν; Παλάτι ήταν; Δεν ήξερε η μικρή, δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Το βλέμμα της χάθηκε στους απέραντους κήπους, ώσπου την πλησίασε η οικονόμος και την βούτηξε για να την πάει μέσα. Πέρασαν έξω από εικοσιπέντε δωμάτια, κάπου εκεί έχασε το μέτρημα η Μπελ. Όλα χρυσά της φαίνονταν, όλα αστραφτερά, όλα καινούργια και αναρωτιόταν πώς θα ζούσε εκεί μέσα από την μια στιγμή στην άλλη.

Γρήγορα όμως η κυρία Μπεθ επιστράτευσε όλα τα μέσα που διέθετε για να μεταμορφώσει το φτωχό κορίτσι σε σωστή δεσποινίδα, έτοιμη να παρουσιαστεί στην υψηλή κοινωνία. Το μόνο που απέμεινε από την παλιά ζωή του κοριτσιού ήταν μια φωτογραφία της οικογένειάς της που ως τότε την φυλούσε στην τσέπη του σκισμένου της παλτό και τώρα κοσμούσε, μέσα σε μια χρυσή κορνίζα, το κομοδίνο της δίπλα στο τεράστιο κρεβάτι της.

Στις βόλτες πλέον στην αγορά ήταν μια από τις δεσποινίδες με τα λαμπερά ρούχα, τα περίτεχνα καπέλα και τα μεταξωτά γάντια. Διασκέδαζαν σε σπίτια αριστοκρατών υπό την μελωδία του βιολιού και δειπνούσαν σε εστιατόρια όπου σύχναζαν προσωπικότητες από τον χώρο της τέχνης και του πολιτισμού. Η όπερα των Παρισίων με τις ατελείωτες σκάλες άφησε άφωνη την Μπελ, όπως και τα παρισινά καφέ όπου σύχναζαν όλοι οι πλούσιοι.

Οι ρυθμοί της ζωής ήταν τόσο γρήγοροι που δυσκολευόταν να τους ακολουθήσει. Όσο μεγάλωνε ένιωθε περισσότερο υπόχρεη και ευγνώμων, αλλά η καρδιά της δεν γέμιζε με τον χρυσό. Η ματαιοδοξία και η ελαφρότητα της κυρίας Μπεθ έρρεαν άφθονα, όπως η σαμπάνια στο ποτήρι της. Κάποιες νύχτες μάλιστα την άκουγε που θρηνούσε για την ζωή της. Τα δάκρυα της ανακατεύονταν με τα παράπονά της και η νύχτα μουρμούριζε τους δικούς της σκοπούς.

Η Μπελ αγάπησε παράφορα τα βιβλία και χανόταν μέσα σε αυτά. Η τεράστια βιβλιοθήκη στο τέλος του διαδρόμου έγινε το αγαπημένο της μέρος στο σπίτι. Όταν διάβαζε ένιωθε σαν να ζει πολλές ζωές μαζί και να ταξιδεύει σε χίλια μέρη. Όσο πιο καλά μάθαινε να διαβάζει τόσο πιο πολλά βιβλία έπιανε στα χέρια της. Όσο πιο πολλά μάθαινε τόσο πιο ελεύθερη ένιωθε. Η ψυχή της βρήκε καταφύγιο πίσω από τις λέξεις και τις γραμμές.

Είχε τελειώσει ο πόλεμος όταν η κυρία Μπεθ υποδέχτηκε μια φίλη της στο σπίτι.

«Γκαμπριέλα!» αναφώνησε με την τσιριχτή της φωνή.

«Καλή μου Μπεθ, ακόμα με αποκαλείς έτσι; Πες μου τα νέα σου. Μα, ποια είναι η χαριτωμένη δεσποινίδα;»

«Το όνομα μου είναι Μπελ».

«Ω! Μπελ, υπέροχο όνομα. Εξαίσιο το φόρεμά σου. Πόσο ανάλαφρο! Πάντα μισούσα τον κορσέ».

Ύστερα ξεκίνησαν να κουβεντιάζουν ξανά με την κυρία Μπεθ και κατευθύνθηκαν προς στο σαλόνι όπου η οικονόμος τους σέρβιρε σαμπάνια.

Πού να ήξερε η Μπελ τί έλεγε η κυρία εκείνη, αφού ποτέ της δεν φόρεσε αυτά τα φορέματα με τους ασφυκτικούς κορσέδες, παρά μόνο όσα της έραβε η μαμά της από τα τσουβάλια. Πρώτη φορά φόρεσε όμορφα ρούχα την μέρα που την τράβηξε η οικονόμος από το χέρι, την έπλυνε και την έντυσε με τα ακριβά φορέματα που είχε αγοράσει η κυρία Μπεθ όταν την πήρε από τον δρόμο. Και για αυτό χαμογέλασε ευγενικά και αποσύρθηκε διακριτικά να διαβάσει. Μέχρι να κλείσει πίσω της την πόρτα της βιβλιοθήκης, κλεφτές κουβέντες έφταναν στα αυτιά της από την συζήτηση των δύο γυναικών, για έναν οίκο μόδας, για γραβάτες και ταγέρ, για ιδέες, για επανάσταση.

Η διάθεση της κυρίας Μπεθ ανέβαινε και κατέβαινε όπως ο ήλιος κάθε μέρα. Το χαμόγελο στο μικροσκοπικό της στόμα και η χαρά στα ρυτιδιασμένα της πια μάτια ήταν μια μάσκα. Ο πλούτος τα κενά της ψυχής δεν τα γεμίζει. Αν το συνειδητοποίησε δεν μάθαμε ποτέ, αλλά σίγουρα η Μπελ βρήκε το νόημα της ζωής της.

«Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν λεφτά και άνθρωποι που είναι πλούσιοι», της είχε ψιθυρίσει στο αυτί η επισκέπτρια της κυρίας Μπεθ πριν αποχωρήσει εκείνη την ημέρα. Και δεν την ξέχασε ποτέ αυτή την κουβέντα.

Όταν η κυρία Μπεθ άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο, η Μπελ κληρονόμησε τα πάντα. Ολόκληρη την περιουσία της, μόνο για εκείνη. Η Μπελ με την σειρά της έδωσε το κάστρο στην κουβερνάντα της και τα υπόλοιπα σπίτια στην δασκάλα της, στην οικονόμο, στην μαγείρισσα, στον σοφέρ, στους κηπουρούς και στο υπόλοιπο προσωπικό.

Αγόρασε ένα μικρό χαριτωμένο σπίτι και άνοιξε ένα βιβλιοπωλείο κοντά στον σταθμό Σαν Λαράζ. Την υπόλοιπη περιουσία την μοίρασε στους φτωχούς. Ποτέ δεν ξέχασε από πού ξεκίνησε αλλά κατάλαβε πού δεν ήθελε να καταλήξει.

«Βλέπεις λοιπόν, μικρή μου, αυτή ήταν η ιστορία της Μπελ», είπε και χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπο της εγγονής της.

Η Μπελ έφυγε από την ζωή πλήρης ημερών και πλήρης ευτυχίας. Είχε γνωρίσει έναν υπέροχο άντρα στο βιβλιοπωλείο της και ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά. Παντρεύτηκαν και ολοκλήρωσαν την ζωή τους με τον ερχομό της κόρης τους. Εκείνη με την σειρά της έκανε την δική της οικογένεια και όλες οι επόμενες γενιές διέσωσαν και διέδωσαν την ιστορία της που μια μέρα θα φάνταζε σαν μύθος.

«Μα, αφού μοίρασε την περιουσία! Τί μας άφησε η προγιαγιά η Μπελ;»

«Ελευθερία, θάρρος, ελπίδα».  Άνοιξε τα χέρια στον αέρα σαν να κρατούσε εκεί μέσα όλο τον κόσμο και με μάτια που έλαμπαν από αληθινή χαρά, πρόσθεσε: «Διάβασα κάποτε, γλυκιά μου, μια συμβουλή και στην δίνω και εσένα. Στα παιδιά σου να δώσεις πρώτη κληρονομιά την αρετή και ύστερα να μοιράσεις την περιουσία σου. Αυτό μας άφησε κι η Μπελ».

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: