,

Καυσόξυλα μέχρι πάνω

Όταν ήμουν μικρή, μου άρεσε να με αφήνει η μαμά μου στο μαγαζί του παππού μου, μια αποθήκη καυσόξυλων που διατηρούσε από νέος. Ο παππούς ήταν μεγαλόσωμος, δυνατός και γελαστός κι έτσι, θυμίζοντας ήρεμο γίγαντα και καθώς η αποθήκη μοσχοβολούσε ξύλο, ένιωθα να ζω σε κλασικό παραμύθι, όπου ένα κοριτσάκι χάνεται στο δάσος και εμφανίζεται ένας γίγαντας, φοβερός και τρομερός στην αρχή, αλλά  τελικά το σώζει.  Παίζαμε αρκετές παραλλαγές αυτής της ιστορίας με τον παππού μου, αλλά τις πιο πολλές ιστορίες απλά τις φανταζόμουνα και τις έπαιζα και μόνη μου, την ώρα που ο παππούς είχε δουλειά.

Όση ώρα ήμουν εκεί περνούσαν διάφοροι, πελάτες, πλανόδιοι, ζητιάνοι. Κανέναν τους δεν άφηνα έξω από τις νοερές ιστορίες μου. Ανάλογα με την εμφάνιση και τη συμπεριφορά τους, τους έδινα και ένα ρόλο, επηρεασμένη πάντα και από το πώς τους φέρονταν ο παππούς. Εκείνο που μου έκανε όμως τεράστια εντύπωση, ήταν η συμπεριφορά του παππού μου – του αγαθού μου γίγαντα – απέναντι στους ζητιάνους.  Σπάνια τους  έδινε κάτι. Και δεν ήταν τσιγγούνης. Εμένα πάντα μου έπαιρνε ό,τι ήθελα και παραπάνω. Όταν μάλιστα ήταν στην αποθήκη και ο θείος ο Γιάννος, μου έκανε ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση αυτή η αδιαφορία του παππού, γιατί ο θείος τους έδινε συνήθως κάτι και έλεγε μάλιστα τον παππού μου σπαγγοραμένο ανατολίτη. Ποτέ όμως δεν τον ένοιαξε τον παππού  αυτή η κατηγορία. Αργότερα κατάλαβα τον λόγο.

Παρόλο που περνούσαν διάφοροι ζητιάνοι, τρεις ήταν οι πιο συχνοί. Ο ένας, πολύ γέρος, ο άλλος όλο μισομεθυσμένος και ο άλλος απλά παράξενος. Όταν ρώτησα τον παππού μου γιατί δεν τους έδινε ποτέ τίποτα, μου απάντησε γιατί δεν υπάρχει πραγματική ανάγκη, αλλά αρρώστια στον χαρακτήρα. Ο γέρος είχε λέει περιουσία αλλά ζητιάνευε από μανία, ο ζαλισμένος ήθελε λεφτά για να πιεί και ο άλλος το είχε κάνει επάγγελμα.

«Τους κάνει κακό όποιος βοηθάει την αρρώστια τους»

«Και γιατί τότε οι άλλοι δίνουν; Δεν το ξέρουν ή δεν σκέφτονται;» ρώτησα.

«Και τα δύο, αλλά και κάτι άλλο, χειρότερο. Για να παραστήσουν στον εαυτό τους και στους άλλους, τους καλούς και μάλιστα  με πολύ φτηνό αντίτιμο. Προσωπείο είναι Κατερίνα! Όπως και εκείνο των ζητιάνων, τάχα. Τις κρυφές ανάγκες πρέπει να ψάχνει ο αληθινός άνθρωπος και εκεί να βοηθάει αθόρυβα. Και τότε μόνο, αν χρειαστεί, να φορέσει προσωπείο, ακόμα και του αφελή και  του ψεύτη, για να καλύψει την προσφορά, για να μην προσβάλλει τον άλλο».

Άναυδη εγώ. Και δεν ήξερα και καλά τι θα πει ‘προσωπείο’. Μου εξήγησε όμως ο παππούς μου,  που μιλούσε γενικά πολύ όμορφα. πολύ όμορφα και καλά Ελληνικά, γιατί είχε πάει σχολείο στην Πόλη.

Κόντευα να τελειώσω το Δημοτικό και ακόμη πήγαινα και καθόμουνα στην αποθήκη του παππού. Μια μέρα, εκεί που χόρευα μόνη μου τον αγαπημένο μου χορό από το Λύκειο Ελληνίδων, σκονίστηκα πολύ και πήγα στη βρυσούλα της αυλής δίπλα, να ξεπλυθώ. Δεν είχε νερό και  έτρεξα στον παππού να του πω τα νέα.

«Έχει διακοπή νερού παππού!»

«Πού το κατάλαβες;» με ρώτησε.

«Η βρυσούλα, δεν έχει νερό».

Όταν μου εξήγησε ότι δεν ήταν διακοπή, αλλά σταμάτησαν να πληρώνουν τον λογαριασμό, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Όπως μου εξήγησε, κάθε φορά ο παππούς πλήρωνε τον λογαριασμό για το κοινόχρηστο νερό της αυλής δίπλα και του έδινε ο θείος ο Γιάννος το μερίδιό του, δηλαδή τα μισά. Όμως πολλές φορές τα καθυστερούσε ή δεν του τα έδινε και καθόλου, κατηγορώντας  τον  ‘τσιγγούνη ανατολίτη’ όταν του τα ζητούσε. Ε! Και ο παππούς θύμωσε και αποχώρησε από την κοινή χρήση της βρυσούλας της αυλής. Και έμεινε έτσι. Το πιο παράξενο από όλα, ήταν η συμπεριφορά του θείου του Γιάννου. Εκείνος έδειχνε χουβαρντάς! Βέβαια όταν το καλοσκέφτηκα, εκτός από τις λίγες δραχμές που έδινε στους ζητιάνους και τα μεγάλα λόγια που έλεγε περί χρημάτων, δεν είχα δει ποτέ τίποτα παραπάνω. Εκεί ξαναθυμήθηκα αυτό που μου είχε πει ο παππούς παλιότερα για τα προσωπεία…

***

Πέρασαν κάποια χρόνια από τότε με τη βρυσούλα και την αποθήκη την είχε αναλάβει σχεδόν εξ’ ολοκλήρου πια ο θείος μου. Ο παππούς όμως εκεί. Βοηθούσε όσο γινότανε. Ένα απόγευμα που πήγα να τον δω, από τη γωνία κιόλας, ακούγονταν χαρούμενες φωνές και γέλια. Επιτάχυνα το βήμα μου και όταν έφτασα, είδα μαζεμένους αρκετούς γείτονες. Ένας γεράκος, ο κυρ-Βαγγέλης, είχε κερδίσει στο ΠΡΟ-ΠΟ. Όχι τεράστιο ποσό, αλλά πολύ μεγάλο. Μου έκανε εντύπωση που κάποιοι μιλούσαν για το θέμα, σαν να τους είχε τύχει κάτι κακό – ζήλεια λέγεται. Ο παππούς μου βέβαια, έλαμπε από χαρά, λες και είχε κερδίσει ο ίδιος. Όπως μου εξήγησε, ο κυρ-Βαγγέλης ήταν ανάπηρος πολέμου και πολύ φτωχός, αλλά τόσο αξιοπρεπής που δεν ζητούσε ποτέ χάρες ή δανεικά από κανέναν. Η κόρη του ήταν χήρα και ο γιός του τα κουτσοέβγαζε πέρα. Τώρα θα ανάσαιναν πια οι άνθρωποι!

Την επόμενη μέρα που ξαναπήγα, πέτυχα στην αποθήκη τον ίδιο τον κυρ-Βαγγέλη και τότε θυμήθηκα ποιος ήταν. Έλεγε στον παππού μου, πως θα τακτοποιούσε τώρα τα παιδιά του, τουλάχιστον από σπίτι και πως ήρθαν πολλοί να του ζητήσουν λεφτά αλλά δεν τους έδωσε και τον κουτσομπόλευαν γι’ αυτό. ‘Τσιγγούνης’ κι αυτός. Τότε ο παππούς μου του αποκάλυψε ότι κάτι του είπε η κυρά-Μαρία, για ένα μεγάλο ποσό που βρήκε σε φάκελο κάτω από την πόρτα της το πρωί και πιστεύει ότι της το έστειλε ο κυρ-Βαγγέλης.

«Αχ! Και το φοβήθηκα ότι θα το καταλάβει, αλλά ξέρω ότι είναι επείγον και βιάστηκα. Έχει πραγματική ανάγκη η Μαρία για το παιδί της, Γιώργο μου! Η μόνη που έχει πραγματική ανάγκη και παρ’ όλα αυτά δεν ήρθε να μου ζητήσει! Και να σου πω… Ξέρω ποιος της ξεχρεώνει τόσον καιρό τον κυρ-Ιορδάνη τον μπακάλη. Μου τα έλεγε μια μέρα κι αναρωτιόταν, εγώ υποψιάστηκα αλλά δεν της είπα τίποτα. Σεβάστηκα την επιθυμία σου…» απάντησε εκείνος και συγκλονισμένη άρχισα να ξαναφέρνω στο μυαλό μου εκείνη την παλιά συζήτηση για τα προσωπεία.

Πριν φύγει ο τυχερός του ΠΡΟ-ΠΟ  κυρ-Βαγγέλης, έβγαλε να πληρώσει τον παππού για τα ξύλα που είχε αγοράσει πρόσφατα.

«Τι μου δίνεις; Είναι πολύ περισσότερα Βαγγέλη!»

«Τα ξύλα που μου έφερνες τόσα χρόνια, ήταν πολύ περισσότερα από εκείνα που παράγγελνα. Γέμιζες την αποθήκη μου καυσόξυλα μέχρι πάνω, ενώ ήξερα πως είχα παραγγείλει λιγότερα.  Όταν σε ρώτησα, μου είχες πει είναι Προμυριώτικα τα πουρνάρια και είναι ελαφριά… Τάχα. Αλλά ήξερες και ήξερα Γιώργο».

 

Τώρα, τόσα χρόνια μετά, όποτε σκεφτώ τον παππού μου εκεί που βρίσκεται, τον φαντάζομαι να κάθεται αναπαυτικά πάνω σ’ εκείνα τα παραπανίσια καυσόξυλα της καρδιάς του και να απολαμβάνει τα καλούδια του κυρ-Ιορδάνη και ό,τι άλλο το προσωπείο του δεν άφησε να μάθουμε…

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: