Όλοι λένε πως θυμούνται την πρώτη φορά που ένιωσαν τον έρωτα. Εκείνη την απειροελάχιστη στιγμή που ο κόσμος παύει να γυρίζει και μένει σαν φάρος, μόνο το αγαπημένο πρόσωπο. Όταν όλα μουδιάζουν κι ο χρόνος εκρήγνυται σε πυροτεχνήματα που φωτίζουν τον ουρανό με χρώματα λαμπερά.
Εγώ όμως δεν θυμάμαι τίποτα τέτοιο από σένα.
Πώς ήταν η πρώτη φορά που συναντηθήκαμε; Με πρόσεξες; Μάλλον όχι, αφού δεν έχω καμιά ξεκάθαρη ανάμνηση από τότε. Ίσως έφταιγε που ήταν ταυτόχρονα κι η πρώτη μου φορά σε ένα καινούριο περιβάλλον. Σε μια καινούρια σχολή, σε μια άλλη πόλη, μακριά από την ασφάλεια που χαρακτήριζε ως τότε τη ζωή μου.
Πώς ήμουν πριν; Φυσικά και υπήρχα, ζούσα και απολάμβανα τα απλά πράγματα της ζωής. Είχα την ησυχία μου, είχα ξεκινήσει τις σπουδές μου κι ήμουν ασφαλής, ήξερα ποια ήμουν και τι δεν ήμουν διατεθειμένη να κάνω προκειμένου ν’ αποκτήσω την εύνοια οποιουδήποτε άντρα.
Όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελάει, λένε.
Γι’ αυτό δεν θέλω να θυμάμαι.
Όλα όσα είχα καταφέρει, απλώς κάηκαν σε μια στιγμή σαν ξερά φύλλα που λαμπαδιάζουν ακαριαία κι απομένει μόνο μια θλιβερή γκρίζα στάχτη μετά τον θηριώδη χορό της φωτιάς. Το αστείο είναι πως έχω λησμονήσει αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή, γιατί όταν συνέβη δεν το είχα καν καταλάβει. Το μόνο που θυμάμαι να ένιωσα, ήταν μια ευχάριστη ζεστασιά να με τυλίγει που το απέδωσα στην έκπληξή μου, επειδή τώρα μου μιλούσες με χαμόγελο. Γιατί την πρώτη φορά που σε είχα συναντήσει, ήμασταν στο λεωφορείο κι όταν μας σύστησαν, είχες κουνήσει απλώς αμίλητος το κεφάλι σου σε χαιρετισμό. Είχες μια τόσο βλοσυρή έκφραση, που υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως δεν υπήρχε περίπτωση να σε πλησιάσω ξανά, τόσο αμήχανα είχα νιώσει.
Έχω ξεχάσει πού ακριβώς βρισκόμουν τη δεύτερη φορά που μου μίλησες. Μάλλον στο προαύλιο. Κάτι ήθελες να με ρωτήσεις και ήταν προφανώς τόσο τετριμμένη η ερώτησή σου, που απάντησα μηχανικά. Και τότε μου χαμογέλασες. Όσο απωθητικός ήσουν την πρώτη φορά, τόσο ακτινοβόλα καλόγνωμος έμοιαζες τώρα. Θυμάμαι ακόμα την αίσθηση του αντανακλαστικού χαμόγελου που απλώθηκε στο πρόσωπό μου με την επιδοκιμασία σου. Λες και ήμουν κανένα μωρό που το επαινούν για τα πρώτα του λογάκια. Τόσο ανόητη, αλλά και τόσο ευτυχισμένη. Τουλάχιστον αν χρειαστεί να συνεργαστούμε σε κάποιο μάθημα, σκεφτόμουν, δεν θα είναι και τόσο άσχημα.
Από εκεί και ύστερα, το χρονικό διάστημα από την απλή γνωριμία μέχρι που έγινες το κέντρο της ζωής μου, είναι ένα θολό κενό. Έχω διάσπαρτες αναμνήσεις από το ζεστό σου χαμόγελο και μετά άλλες βουβές εικόνες όπου καθόμαστε παρέα με τους άλλους κι εμείς να τους αγνοούμε και να μοιραζόμαστε υπαινικτικές ματιές. Μετά φιλιά και μετά ένα κοινό μέλλον, τουλάχιστον μέχρι να πάρουμε τα πτυχία μας. Ήταν τόσο δεδομένο που δεν υπήρξε καν ανακοίνωση, το ήξεραν όλοι. Η Μαργαρίτα και ο Αρίστος είναι μαζί.
Ήμασταν μαζί, αλλά ήμασταν χώρια.
Θυμάμαι εκείνες τις νύχτες που έκλαιγα μόνη μου γιατί σε αγαπούσα υπερβολικά, αλλά διαισθανόμουν πως εσύ δεν ένιωθες έτσι. Ήσουν πάντα ευγενικός μαζί μου, με πείραζες, αλλά πάντα καλοπροαίρετα, σαν να φοβόσουν πως κάποιος θα σε μάλωνε αν μου συμπεριφερόσουν απότομα. Ήταν όμορφα, εννοείται. Και φυσικά δεν ήθελα να μου ξαναδείξεις εκείνο το εχθρικό βλέμμα της πρώτης φοράς.
Αλλά… Αλλά ένιωθα πως ήμουν μόνη.
Καθόμουν και σ’ άκουγα να μου λες όλα όσα σε απασχολούσαν, τα συζητούσαμε διεξοδικά σαν να ήμασταν καλοί φίλοι. Μια φορά μου είχες πει ότι θαύμαζες την ηρεμία και την ευγένειά μου και ότι δεν πίστευες πως θα μπορούσε να υπάρχει άνθρωπος που να ήθελε να μου φερθεί άσχημα. Μου έλεγες πως εσύ δεν μπορούσες να συμπεριφερθείς έτσι, είχες εχθρούς και ανθρώπους που δεν ήθελαν να σου μιλάνε. Δεν ήταν υπερβολή, αφού σε είχα τύχει κάποιες φορές που έμπλεκες σε παρεξηγήσεις ή αρπαζόσουν με μια τυφλή οργή που έσκαγε σαν λάβα από ηφαίστειο.
«Εσένα όμως, Μαργαρίτα» μου έλεγες με χαμόγελο «όλοι σ’ αγαπούν».
Δεν μ’ ένοιαζε να μ’ αγαπούν οι άλλοι. Αυτό που με έκαιγε ήταν πως εσύ δεν μ’ αγαπούσες, αφού ποτέ δεν μου είχες πει πως μ’ αγαπάς. Ακόμα και στις πιο παθιασμένες μας στιγμές, έμενες σιωπηλός σαν να φοβόσουν ότι θα έλεγες κάτι που θα μετάνιωνες. Είναι παράξενο πόσο σίγουρη ήμουν γι’ αυτό. Πόσο εύκολα ξεχώριζα τις σιωπές ανάμεσά μας. Δεν είχα νιώσει ποτέ, μετά την αμήχανη πρώτη φορά μας, το βάρος μιας σιωπής γεμάτη εχθρότητα που γίνεται αβάσταχτη.
Τη μόνη σιωπή που μοιραζόμασταν οι δυο μας, ήταν μια συντροφική σιωπή, όπως τότε που μετά από μια νύχτα που είχαμε περάσει μαζί, είχαμε καθίσει στο μπαλκόνι του διαμερίσματός σου πίνοντας τους καφέδες μας και κοιτάζαμε πέρα την ανατολή στη θάλασσα. Θυμάμαι ακόμα την αίσθηση της γαλήνης που αναδυόταν κι από τους δυο μας. Ήμασταν εκεί που θέλαμε, ελεύθεροι από τα δεσμά της καθημερινότητας και απλώς ζούσαμε. Από κάπου ερχόταν ένα άρωμα τριαντάφυλλων, εκείνη η γλυκιά καμπυλωτή οσμή που αιωρούνταν στο ελαφρύ αεράκι. Μου έφερνε στο μυαλό παιδικές μνήμες από αυλές σε μονοκατοικίες και την παλιά τριανταφυλλιά της γιαγιάς μου. Ήταν από εκείνες τις γεμάτες μικρά αγκάθια και μεγάλα, εκατοντάφυλλα ρόδα στο χρώμα του ροζ κουφέτου, που σκόρπιζαν παντού ένα μεθυστικό, τρυφερό άρωμα. Όταν ήμουν μικρή και περνούσα τα καλοκαίρια στο σπίτι της γιαγιάς μου, τα αναζητούσα με λαχτάρα. Τύχαινε πολλές φορές η γιαγιά μου, να με πετυχαίνει να στέκομαι ολότελα ακίνητη μπροστά στην ολάνθιστη, βαριά τριανταφυλλιά και να οσφραίνομαι εκστασιασμένη τη μυρωδιά των λουλουδιών της. Ήμουν, δεν ήμουν εφτά χρονών τότε. Ίσως για να με επιβραβεύσει που καθόμουν ήσυχη χωρίς να της χαλάω τα αγαπημένα της φυτά, μου έδινε ένα αυτοσχέδιο γλυκό που πάντα είχε σε αφθονία, ένα λουκούμι κρυμμένο ανάμεσα σε δυο τετράγωνα μπισκότα. Και πάντα ήταν ροζ το λουκουμάκι με ροδόνερο κι όταν το δάγκωνα μπλεκόταν η πλούσια, γλυκιά γεύση του μαζί με το άρωμα της τριανταφυλλιάς στο πλάι μου. Κι ως σήμερα, το θεωρώ σαν την εικόνα της απόλυτης, ανέφελης και αιώνιας ευτυχίας.
Κάπως έτσι είχα νιώσει εκείνο το ξημέρωμα που καθόμασταν μαζί. Σαν να είχαν σβήσει για λίγο όλοι μου οι φόβοι και οι ανασφάλειες και στη θέση τους είχε φανεί το μέλλον μας, μαζί, ολόλαμπρο σαν τον ήλιο που ξημέρωνε. Για λίγο όμως. Γιατί η αλήθεια ήταν πως, από τη μέρα που μοιραστήκαμε το πρώτο μας φιλί, λίγο μετά την ζάλη της ευτυχίας που με είχε κυριεύσει, το στομάχι μου δέθηκε κόμπος. Και η αγωνία πήρε τη θέση της ευδαιμονίας και παρέμεινε για όλον τον καιρό που ήμασταν μαζί. Τα ερωτήματα πετάγονταν βροχή μέσα στο μυαλό μου, όσο σώπαινα. Κι όσο περνούσε ο καιρός γίνονταν και πιο επιτακτικά, πιο απελπισμένα.
Γιατί εμένα; Γιατί όχι μια από τις τόσες άλλες; Με θέλει στ’ αλήθεια;
Για τα δικά μου αισθήματα δεν είχα αμφιβολία. Ήταν μια απόλυτη, καίρια και αληθινή αγάπη, ένας τρελός, παράφορος έρωτας που δεν γνώριζε όριο στο τι μπορούσα να ανεχτώ για χάρη σου. Και ταυτόχρονα ένιωθα μια τρελή ζήλεια για κάθε πλάσμα που σε πλησίαζε και σου αποσπούσε εκείνο το πολύτιμο χαμόγελο. Μέσα από τη δική μου ανασφάλεια σε έβλεπα να γίνεσαι τόσο σαγηνευτικά όμορφος όταν σε πλησίαζε κάποια γυναίκα, που μ’ έπιανε ζαλάδα. Έλεγες αλήθεια πως ήσουν μαζί μου και δεν κοιτούσες καμιά άλλη. Όσο ήμασταν μαζί, ποτέ δεν έκανες κάποια κίνηση που να μπορούσα να την παρεξηγήσω, ακόμα κι όταν γινόσουν υπέρμετρα ευγενικός και ιπποτικός με τις γυναίκες. Όμως η αβεβαιότητα με έκανε να θεωρώ ότι όλες σε κοίταζαν με ποθητό τρόπο, πως σου απευθύνονταν με μελιστάλαχτο ύφος βρίσκοντας δήθεν τυχαία ευκαιρίες να σε αγγίξουν, να σε αγκαλιάσουν, να σε φιλήσουν σταυρωτά ενώ τις θωρούσες με απόμακρο βλέμμα. Ακόμα κι αυτό, έμαθα σιγά σιγά ότι ήταν ένας τρόπος να παρατηρείς τους άλλους χωρίς να σε καταλαβαίνουν. Κι όταν η ζήλεια με άδραχνε στις αρπάγες της κάτω από το ατάραχο προσωπείο μου, μια κακόβουλη φωνή μου ψιθύριζε με ηδυπάθεια, όσο πιο απότομος είναι στην αρχή, τόσο πιο πολύ καίγεται μετά. Και δεν είχα τι να αντιτάξω σ’ αυτό. Άλλωστε και μ’ εμένα έτσι δεν έκανες;
Ντρεπόμουν για αυτή την πρωτοφανή για μένα ζήλια. Κι ίσως γι’ αυτό δεν σου φανέρωσα ποτέ τίποτα. Υποκρινόμουν, αλλά όχι στα αισθήματά μου για σένα, απλώς σου έδειχνα μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου. Χαμογελούσα μέχρι που πονούσαν τα χείλη μου, περιφερόμουν άνετη και χαλαρή και χαριεντιζόμουν με όλα τα πρόσωπα που σε τριγύριζαν διατηρώντας το επίπεδο της “φιλικής αλλά όχι πολύ φιλικής” κοπέλας. Κι έτσι θυμάμαι να είμαι ανάμεσα σε παραδόσεις και εξετάσεις μαθημάτων και καφέδες στα φοιτητικά στέκια, ενδιάμεσα από παρτίδες επιτραπέζιων, μέσα σε γέλια ή συζητήσεις που κρατούσαν ώρες, με παρέες άλλων, ετερόκλητων ατόμων. Όλοι μας ήξεραν ότι ήμασταν μαζί, όλοι ήξεραν πως εσύ ήσουν συνήθως απασχολημένος με τα δικά σου προβλήματα κι εγώ πάντα ευγενική και αφοσιωμένη καθόμουν και σε άκουγα, σε ενθάρρυνα ή σε παρηγορούσα. Με πείραζαν κιόλας κάποιες φορές, πάντα μόνο μπροστά σου, «πώς τον αντέχεις τον γκρινιάρη, τον δύστροπο;» για να εισπράξουν ένα βουβό, υπαινικτικό χαμόγελο από μέρους μου. Όταν τύχαινε να με συναντούν χωρίς να είσαι κοντά μου, ήταν σαν να μη με γνώριζαν, τόσο διάφανη και αόρατη σχεδόν, γινόμουν. Αν ήξερες ότι το μειδίαμά μου ήταν μονάχα ένα προπέτασμα μπροστά από μια άδεια σκαλωσιά που έχασκε, δεν θα χαμογελούσες κι εσύ δήθεν απαυδισμένος, όπως το συνήθιζες. Αλλά δεν το ήξερες.
Δεν ήξερες ότι ενώ οι δυο μας ήμασταν ένα ζευγάρι που έμοιαζε πολύ δεμένο, εγώ σ’ αυτή τη σχέση ήμουν απούσα. Έστεκα μονίμως στη σκιά σου, όσο μου επέτρεπες να πλησιάσω. Η έμφυτη τάση μου να εξομοιώνομαι με το περιβάλλον και να εναρμονίζομαι με τα πρόσωπα που με ενδιέφεραν, είχε φτάσει στον κολοφώνα της. Ίσως γι’ αυτό όλοι αναφέρονταν σε μας, ως ο Αρίστος κι η κοπέλα του. Ποτέ ο Αρίστος κι η Μαργαρίτα, ή έστω η Μαργαρίτα του Αρίστου. Οι παρέες μας ήταν στην πραγματικότητα παρέες δικές σου, ενώ οι δικές μου φιλίες ήταν ξέχωρες και περιορισμένες σε χρόνο και χώρο μακριά από την κοινή μας συνύπαρξη.
Και ύστερα, όταν στο τέλος της μέρας έφευγα μακριά σου και αποχαιρετιζόμασταν με την τυπικότητα αυτών που ζουν χρόνια μαζί, όταν επέστρεφα μόνη στο διαμέρισμα που νοίκιαζα, υπήρχαν αμέτρητες νύχτες που ζάρωνα κι έκλαιγα σιωπηλά με ένα ανόητο παράπονο σαν μαλωμένο παιδί. Κι η κακεντρεχής εκείνη φωνή όλο και μουρμούριζε, τι θέλει τώρα με σένα, έχει όποια θέλει, νομίζεις πως σ’ αγαπάει; Γελιέσαι, περνά απλώς την ώρα του, τι ανάγκη έχει;
Τόσο αλληλένδετο ήταν όλο αυτό, η σχέση μας και η κρυφή μου απόγνωση, που δεν μπορούσα να φανταστώ πως ο έρωτας μπορούσε να είναι αλλιώς. Η αγάπη είναι βάσανο. Όποιος αγαπάει, παιδεύει. Έτσι δεν λένε άλλωστε; Κι ήταν οξύμωρο το γεγονός πως, ενώ σ’ όλα τα άλλα στη ζωή μου ήμουν αποφασιστική και προχωρούσα χωρίς να διστάζω μπροστά σε κανένα πρόβλημα, με το που έμπαινες στο κάδρο, απλώς έσβηνα. Γινόμουν διάφανη και σιωπηλή, άφηνα πίσω μου ό,τι μπορεί να με εμπόδιζε να είμαι κοντά σου.
Ίσως επειδή ήμουν ακριβώς η σκιά σου, δεν μπορούσα να αφεθώ και να είμαι κυριολεκτικά παρούσα. Παρέμενα χαμένη στις ζοφερές μου σκέψεις, γεμάτη μοναξιά παρότι καθόμουν πλάι σου. Γι’ αυτό και δεν θυμάμαι και πολλά από τη σχέση μας. Η σχέση μας έμοιαζε περισσότερο σαν κάτι που ονειρεύτηκα και ευχήθηκα απελπισμένα να γίνει πραγματικότητα, παρά κάτι που όντως συνέβαινε. Το μόνο γεγονός που παραμένει ως σήμερα, είναι ο πόνος της μοναξιάς μου από σένα. Αρκεί να σε σκεφτώ και είναι εκεί, σαν ξεχασμένη καρφίτσα χωμένη μέσα στα ρούχα. Κρατάει κλάσματα του δευτερολέπτου, λίγο μετά το έχω κιόλας ξεχάσει. Αλλά όταν με τρυπάει, πονάει το ίδιο δυνατά όπως και την πρώτη μέρα.
Τι συζητούσαμε; Τι όνειρα είχαμε; Μιλούσαμε καν για οποιοδήποτε μέλλον; Μιλούσες μαζί μου ή απλώς μονολογούσες; Η μνήμη μου μένει κενή. Τίποτα.
Η μόνη ξεκάθαρη ανάμνησή μου, είναι τη μέρα που έφυγες.
Όχι γιατί υπήρξε κάποια αξιοσημείωτη αφορμή για κάποιο καβγά, στην πραγματικότητα δεν ειπώθηκε ούτε λέξη από μέρους σου. Αντίθετα, με τη θεατρικότητα που είχε η παρουσία σου και που προκαλούσε πάντα κάποια αντίδραση –καλή ή κακή– όταν έφυγες, δεν το συνειδητοποίησα καν. Δεν ένιωσα εκείνη τη στιγμή ότι είχες φύγει, παρά αρκετό καιρό μετά, όταν καταλάγιασε η νυχτερινή απόγνωσή μου και διαπίστωσα έκπληκτη πως δεν έκλαιγα πια.
Ήταν ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα, η τελευταία μέρα των διακοπών που είχαμε πάει. Μια ολόκληρη παρέα από φοιτητόκοσμο σε ένα ξενοδοχείο της Χαλκιδικής, γιορτάζοντας την αποφοίτησή μας. Το μέρος ήταν κοσμοπολίτικο και γεμάτο από ένα πλήθος ανθρώπων που έρεε σαν πολύχρωμο ποτάμι στα λιθόστρωτα δρομάκια και στις παραλίες με την ψιλή άμμο που κολλούσε στα βρεγμένα σώματα. Μπαράκια που δονούνταν από δυνατή μουσική και κόσμος να σείεται χορεύοντας με τα ποτά στα χέρια. Μέρες ανεμελιάς, μιας συνηθισμένης παρέας με έντονη νυχτερινή ζωή και κανένα σύννεφο στον ορίζοντα. Ακόμη.
Ήμασταν στην παραλία, η μέρα τέλειωνε και ο ήλιος είχε βυθιστεί μέσα στην γαλήνια θάλασσα, σαν φωτεινή μπάλα μέσα στο ασημένιο μετάξι του νερού, που μετά βίας ρυτίδωνε από περαστικό αεράκι. Η θάλασσα, ένας αινιγματικός καθρέφτης, έκρυβε τα βάθη της αντανακλώντας τον αχνορόδινο ουρανό.
Ήμουν αραγμένη στη σεζλόνγκ, νιώθοντας κενή και κουρασμένη για πρώτη φορά στη ζωή μου από τότε που σε είχα γνωρίσει. Για άλλη μια φορά είχε επαναληφθεί ο ατέλειωτος χαριεντισμός των κοριτσιών μαζί σου και τα δήθεν αθώα, λιγωμένα χαμόγελα των γυναικών που δεν έλεγαν να ξεκουμπιστούν και να μας αφήσουν στην ησυχία μας. Γιατί κι εσύ, παρότι ήσουν απόμακρος, δεν άφηνες να τελειώσουν, όλο ανακάλυπτες κάποια ευγενική χειρονομία ή το ενδιαφέρον σου για όσες σου απεύθυναν τον λόγο. Πάντα ήσουν κοινωνικός, παρότι ποτέ η ψυχή της παρέας, αλλά ήταν η πρώτη φορά που είχε αρχίσει να μου δίνει στα νεύρα και να ραγίζει το προσωπείο της άνετης που περιέφερα επιτυχημένα ως τότε. Κι ίσως ένιωθα εξουθενωμένη, γιατί τώρα δεν είχα κάποιο μέρος για να κλάψω εξαιτίας σου, όπως το συνήθιζα. Μοιραζόμασταν το ίδιο δωμάτιο και η ιδέα να με ανακαλύψεις να ρίχνω βουβά δάκρυα στο μπάνιο, μου ήταν αποκρουστικά γελοία.
Τίποτα δεν είχε αλλάξει μεταξύ μας. Συναντιόμασταν στο κρεβάτι, ξεκλέβαμε φιλιά και μετά περιφερόμασταν χαλαροί παρέα με τους άλλους στις καφετέριες και τα φαγάδικα. Ήσουν πάντα αβρός απέναντί μου κι όλα είχαν τη συνηθισμένη τους γαλήνια αταραξία.
Ωστόσο, κάτι είχε χαθεί, κάτι που δεν μπορούσα να το εκφράσω με λόγια.
Το φως αναχωρώντας είχε αφήσει πίσω του ένα απόκοσμο τοπίο, σχεδόν χωρίς σκιές, μικραίνοντάς τον σαν αυλαία θεάτρου που είχε στηθεί μόνο για μας. Κάποια στιγμή σηκώθηκες και στάθηκες με την πλάτη προς το μέρος μου κι απέμεινα να σε παρατηρώ αφηρημένη καθώς τεντωνόσουν για να ξεμουδιάσεις. Παρότι είχαμε αρκετές μέρες, έβλεπα πως δεν είχες μαυρίσει πολύ, η πλάτη σου ήταν ακόμα ένα τόνο πιο χλωμή. Δεν μου είπες κάτι, παρά προχώρησες προς την γαλήνια θάλασσα που χάιδευε ράθυμα λίγα βότσαλα στην ακτή. Τυλιγμένος από το λυκόφως, έμοιαζες με απομεινάρι από αρχαίο ελληνικό ναό, στολισμένος με χρώματα του μπρούντζου από το φως που αργόσβηνε. Σ’ έβλεπα που προχωρούσες αγέρωχος, χωρίς καν να με κοιτάξεις.
Και ένιωσα μια περίεργη θλίψη. Σαν να ήταν η τελευταία φορά που σ’ αντίκριζα. Μέσα σε κατανυκτική σιωπή βυθίστηκες αργά μέσα στον υδάτινο καθρέφτη του απογευματινού ουρανού, μέσα σε μια θάλασσα από λιωμένο ασήμι. Με χρώματα απαλά, διάφανο ασημί, ξεπλυμένο χρυσαφί και το τρυφερό χρώμα του ρόδινου τριαντάφυλλου. Έπαιρνες με τα χέρια σου το αργυρό νερό, το άπλωνες στο πρόσωπό σου ασημώνοντάς το, γινόσουν ένα διάφανο άγαλμα που βούλιαζε και εξαϋλωνόταν μέσα στο θαλασσινό τοπίο. Δεν άκουγα τον ήχο του νερού, έβλεπα μόνο το λαμπρό, ψυχρό φέγγρισμά του πάνω στο σώμα σου, σαν μαγικό ξόρκι. Χανόσουν μέσα στο ασήμι της θάλασσας, μέσα στις σκιές του αρχέγονου αλμυρού νερού που ρουφούσε όλα τα χρώματα απαλύνοντάς τα, σαν μελαγχολικές αναμνήσεις.
Ήταν εκείνη τη στιγμή που μου καρφώθηκε η σκέψη, πλένεται μέσα στα δάκρυά μου, μέσα στην απώλειά μου. Χάνεται μέσα στη θλίψη μου γιατί ποτέ δεν ήταν δικός μου.
Ήμουν συγκλονισμένη, αλλά δεν μπορούσα να κινήσω ούτε βλέφαρο. Απέμεινα να σε βλέπω ν’ αχνοφέγγεις από το αργυρό φως, διάφανος σαν φάντασμα. Και μετά να βουτάς και να κολυμπάς με απλωτές σκορπώντας γύρω το υγρό μέταλλο και να γίνεσαι μια κουκίδα όλο και πιο μικροσκοπική μέχρι που χάθηκες στα βαθιά.
Σαν να μην υπήρξες ποτέ.
Κι ύστερα, το ίδιο ξαφνικά, ο κόσμος που είχε μείνει μετέωρος, άρχισε να κινείται πάλι. Οι ήχοι επανήλθαν, διαμορφώνοντας το τοπίο στην καθησυχαστική του καθημερινότητα, με τη μουσική και τις περαστικές κουβέντες και τον ατέλειωτο παφλασμό της θάλασσας. Όμως εσύ δεν ήσουν πια εκεί.
Φυσικά και ήταν όνειρο εκείνη η κατάληξη της φυγής σου.
Δεν χάθηκες στο ασημένιο πέλαγος. Επέστρεψες όπως πάντα, αλλά δεν ήσουν ο ίδιος, ή μάλλον εγώ πια δεν ήμουν η ίδια. Όλα ξαφνικά, με έναν αλλοπρόσαλλο κι αμετάκλητο τρόπο, είχαν αλλάξει. Δεν ήταν ότι έπαψα να σ’ αγαπώ, αλλά δεν σ’ αγαπούσα πλέον με την ίδια απόγνωση, όπως μέχρι τότε. Είχες ξεθωριάσει, είχες γίνει ένας από όλους τους άλλους με τον ίδιο σιωπηλό τρόπο, καθώς ισοπεδωνόσουν στην καθημερινότητα.
Το ίδιο βράδυ στις παρέες που μαζεύτηκαν για τον αποχαιρετισμό του καλοκαιριού, τα κορίτσια μαζεύτηκαν φυσικά γύρω σου κι εσύ δεν τις απώθησες, παρά τις άφησες να σε τριγυρίζουν σαν τις μέλισσες. Όμως δεν μ’ ένοιαζε πια. Η ζήλια μου είχε εξαφανιστεί, σαν να είχε ξεπλυθεί την ίδια στιγμή με το θαλασσινό νερό που είχε ξεπλύνει το σώμα σου, παίρνοντας μακριά εκείνο το πολύτιμο πράγμα που είχες και που τόσο λαχταρούσα να έχω. Τώρα όμως το είχες χάσει μέσα στο θαλασσινό ασήμι και μαζί του χάθηκε η αδιέξοδη αγάπη μου.
Δεν χρειάστηκε αφορμή για να χωρίσουμε. Για λίγο καιρό, ίσως επειδή παραξενεύτηκες που έπαψα να είμαι πια η σκιά σου, άρχισες να με τσιγκλάς, να μου φέρεσαι αντιδραστικά. Δεν φτάσαμε όμως ποτέ να μαλώσουμε, υπήρχε μια σιωπηλή συνθήκη από μέρους σου, δεν ξεπέρασες ποτέ τα όρια. Με σεβόσουν άραγε ή με λυπόσουν; Δεν έχει σημασία πια. Την τελευταία φορά συναντηθήκαμε όπως πάντα, καθισμένοι σε ένα από τα καφέ της παραλίας, ψελλίσαμε για λίγη ώρα μερικές τετριμμένες κουβέντες, αποχαιρετιστήκαμε με υπερβολική ευγένεια και δεν ξαναειδωθήκαμε ποτέ.
Δεν ένιωσα προδομένη, ωστόσο. Λίγο γελοία ίσως, αλλά αυτό απλώς με έκανε να το πάρω απόφαση. Άλλαξα την πορεία της ζωής μου, χωρίς δισταγμό, σαν να ήμουν μια άλλη τόσο καιρό που υπνοβατούσε, αυτή που ήμουν μαζί σου. Σαν να έκλεισε μια καταπακτή και στρώθηκε ένα χαλί πάνω από τα ζοφώδη έγκατα, δεν ήρθες ούτε για στιγμή στις σκέψεις μου. Στην αρχή γινόταν αυτόματα, κάποιες φορές συνειδητά, όταν κάτι που έβλεπα ή άκουγα σε θύμιζε. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια πριν μπορέσω να κοιτάξω για λίγο πίσω, πέρα μακριά στα θραύσματα μιας άλλοτε απεγνωσμένης αγάπης. Κι ήταν εύκολο πια να βρω τι είχε φταίξει. Δεν μ’ αγαπούσες αρκετά. Δεν μ’ αγαπούσες τόσο απόλυτα κι απεγνωσμένα, όσο εγώ. Δεν μ’ αγαπούσες καν τόσο που να με αποτρέπεις να προσπαθώ να εναρμονιστώ μαζί σου, να γίνομαι ένα ψεύτικο ομοίωμά σου στην απέλπιδα προσπάθειά μου να σε νιώσω δικό μου.
Δεν έκλαψα ποτέ ξανά για αγάπη.
Απλά κι αθόρυβα, προχώρησα μπροστά και σ’ άφησα. Άνοιξα το χέρι μου και έπαψα πια να κρατάω το δικό σου. Έπαψα να είμαι εκείνη που ήμουν, όταν ήμουν μαζί σου, γεμάτη φόβο, ζήλια και ανασφάλειες, σιωπηλή και ευγενική σαν φοινικιά με ρηχές ρίζες να ψήνεται από τον αδυσώπητο ήλιο και την αλμύρα. Βρήκα αλλού την ευτυχία του να είμαι με κάποιον και ταυτόχρονα να είμαι ο εαυτός μου. Την ευδαιμονία του να συγκλίνουμε τόσο μόνο ο καθένας μας, όσο για να ζούμε αρμονικά μεταξύ μας. Να χαιρόμαστε τη ζωή παρέα και να αντέχουμε μαζί τις αναποδιές, χωρίς να χρειάζεται να αλλάζουμε ο ένας για χάρη του άλλου.
Κι έτσι, δεν έχω ανάγκη πια, ούτε να σ’ αγαπώ, ούτε να σε θυμάμαι.
Έμαθα για σένα αργότερα. Τετριμμένα λόγια, ήσουν καλά, συνέχιζες τη πορεία σου στον κόσμο και τα λοιπά και τα λοιπά. Ομολογώ πως για μια στιγμή ένιωσα μια στάλα λαχτάρας, την αστραπή εκείνου του πρώτου σου χαμόγελου με την πρόσκαιρη αγαλλίαση που μου είχες χαρίσει.
Ύστερα όμως ήρθε η αργυρή θάλασσα και σε βύθισε στα νερά της, συντρίβοντάς σε.
Χάθηκες, σαν τον ήλιο που σβήνει κάθε δειλινό στον ορίζοντα κι αποκαθηλώνεται η πρόσκαιρη βασιλεία του μέσα στο θαλασσινό ασήμι.
The Two Godmothers