,

Ο ψεύτης

Ήταν πολλά χρόνια μαζί, ήταν μαζί του σχεδόν από παιδί. Ποτέ δεν πίστευε τα όσα θα γίνονταν εκείνο τον χρόνο. Η Αρετή γνώρισε τον Νικόλα όταν ακόμη ήταν 20 χρονών κοριτσάκι, μικρή και άβγαλτη δεν ήξερε από σχέσεις, εκείνος 26 και αρκετά έμπειρος καθότι ναυτικός στο επάγγελμα. Την γοήτευσε από την πρώτη στιγμή και ας μην του το έδειξε αμέσως και για εκείνον όμως η παρουσία της Αρετής δεν τον άφησε ασυγκίνητο, μιας και ήταν όμορφη κοπέλα. Ανέπνεε έναν αέρα διαφορετικό από όλες εκείνες που είχε συναντήσει μέχρι τότε στην ζωή του, του έβγαζε κάτι γλυκό και όμορφο μα πάνω από όλα του ενέπνεε εμπιστοσύνη, μιας και ήταν δύσκολο να κρατήσει οποιαδήποτε δίπλα του λόγω του επαγγέλματός του.

Δεν άργησαν να γίνουν ζευγάρι, ο Νικόλας την πολιόρκησε έντονα και όπως ήταν μικρή, δεν άργησε να υποκύψει στο φλερτ του. Έζησαν μαζί πολλά, κυρίως όμως τα ζούσαν μέσω τηλεφώνου αφού ο Νικόλας έλειπε πολύ λόγω δουλειάς, όχι μόνο επειδή έπρεπε αλλά κυρίως επειδή το ήθελε ο πατέρας του. Προερχόταν από ένα αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον όπου ο πατέρας ήταν αυτός που αποφάσιζε σχεδόν τα πάντα για όλα τα μέλη της οικογένειας. Ο Νικόλας, μαθημένος σε αυτή τη ζωή, προσπάθησε να μυήσει και την Αρετή, όμως εκείνη ήταν μαθημένη αλλιώς. Είχε ελευθερία κινήσεων από την οικογένειά της, είχε δύο γονείς που πάντα την άφηναν να κάνει τις δικές τις επιλογές ακόμη και τα λάθη που είχε κάνει μέχρι τότε, τα είχε επιλέξει η ίδια και οι γονείς της έπαιζαν έναν πολύ δυνατό συμβουλευτικό ρόλο.

Παρόλα τα προβλήματα και τις εντάσεις, οι οποίες είχαν προκληθεί από την άρνηση του πατέρα του Νικόλα, μιας και δεν την ήθελε καθόλου στο πλάι του, πόσο μάλλον για γυναίκα του, οι δυο τους συνέχιζαν να είναι μαζί και να κάνουν όνειρα για κοινό μέλλον και κοινή πορεία στην ζωή. Ήδη μετρούσαν 5 χρόνια σχέσης. Η Αρετή όμως πέραν της συμπεριφοράς του κυρίου Γιάννη, που ήταν πολλές φορές άσχημη και πικρόχολη, έβλεπε και πράγματα στην συμπεριφορά του Νικόλα που δεν της άρεσαν. Σε πολλές λεκτικές επιθέσεις του κυρίου Γιάννη απέναντί της έβλεπε έναν Νικόλα απαθή και πολλές φορές τις δικαιολογούσε λέγοντας πως είναι μεγάλος άνθρωπος, να μην δίνει σημασία. Μα εκείνη τρωγόταν, ήξερε πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Μέχρι που ήρθε η στιγμή και τα είδε όλα ξεκάθαρα μπροστά της.

Την ημέρα της επετείου τους, όπου έκλειναν 6 χρόνια σχέσης, ο Νικόλας έκανε την πλέον αναμενόμενη πρόταση γάμου στην Αρετή. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, όλοι ξεκινούσαν πυρετωδώς τις προετοιμασίες της ημέρας του γάμου, όμως ακόμη και τότε, τα πεθερικά δεν την άφηναν να τα κάνει όλα όπως τα ονειρευόταν, όπως ήθελε εκείνη να είναι η μέρα τους γάμου της. Γιατί όπως όλα τα κορίτσια έτσι και η Αρετή ήθελε η μέρα του γάμου της να είναι παραμυθένια. Όμως, με τον Νικόλα στο καράβι, τα πεθερικά της τής έκαναν τις ετοιμασίες σκέτο μαρτύριο, κατακρίνοντας όλες τις επιλογές της και προσπαθώντας να κάνουν κουμάντο στα πάντα. Οι γονείς της Αρετής από την άλλη, ήταν άνθρωποι διακριτικοί που ήθελαν να αφήσουν το ζευγάρι να αποφασίσει εκείνο για την πιο σημαντική μέρα της ζωής τους. Ο Νικόλας, όντας μακριά, μάθαινε τις εξελίξεις με πολύ διαφορετικό τρόπο και πολύ εσφαλμένο από τους γονείς του, διότι η Αρετή δεν ήθελε να του φορτώσει προβλήματα και άγχη τόσες χιλιάδες μίλια μακριά. Είχε αποφασίσει να του τα πει όλα μόλις ερχόταν Ελλάδα και για να τα βγάλει από μέσα της, αλλά και για να είναι και εκείνος ενήμερος για την κατάσταση που η ίδια βίωνε τόσους μήνες.

Και ήρθε και του τα είπε, μα δεν πήρε την απάντηση και την συμπαράσταση που περίμενε. Ούτε κατανοούσε τα παράπονά της και τις ανησυχίες της. Την θεωρούσε υπερβολική, η οικογένειά του το έκανε καθαρά και μόνο από ενδιαφέρον. Μα εκείνη ήξερε πολύ καλά τι ζούσε και τι άκουγε. Εκεί ήταν η στιγμή που τα κατάλαβε όλα. Ήξερε πως η ζωή της δεν θα είναι μόνο με τον άντρα που παντρεύτηκε, αλλά μαζί με όλη του την οικογένεια και αυτό ούτε το δεχόταν, αλλά ούτε θα το δεχόταν. Ήθελε το σπίτι και την οικογένειά της δική της και όχι με την συμβολή και την εισβολή όλων των υπολοίπων.

Πήρε την μεγάλη απόφαση να μιλήσει στον Νικόλα, να του τα πει όλα, να του εξηγήσει όσα γίνονταν κατά την απουσία του αλλά και γενικώς πίσω από την πλάτη του. Μόλις τελείωσε έμεινε να την κοιτάζει για ώρα πολλή. Δεν πίστευε όσα άκουγε, όσα του εξιστορούσε η Αρετή τόση ώρα. Αποκλείεται η οικογένειά του να έκανε όσα τους καταλόγιζε, αποκλείεται οι δικοί του άνθρωποι να φέρονταν ποτέ με τέτοιο τρόπο. Και τότε θυμήθηκε, συζητήσεις και μισόλογα των γονιών του, μπηχτές και σχόλια μεταξύ σοβαρού και αστείου. Όμως ήταν η οικογένειά του, δεν μπορούσε να τους κακοκαρδίσει. Έτσι, επέλεξε να επιπλήξει την Αρετή, να την πει παράλογη και αχάριστη, λέγοντάς της πως δεν ήξερε να εκτιμάει, πως εκείνη ήταν η ίδια εμπόδιο για την σχέση τους. Η Αρετή τον παρακολουθούσε να ωρύεται και να φωνάζει για ώρα, δεν ήξερε τι να πει και αν έπρεπε να πει. Έσπασαν όλα μέσα της, όλα έγιναν κομμάτια. Τότε ήταν που πήρε την μεγαλύτερη απόφαση της ζωής της.

Ζήτησε συγγνώμη από το Νικόλα, εξήγησε πως ήταν το άγχος του γάμου και των ετοιμασιών που την έκαναν υπερβολική. Λίγες μέρες μετά και 5 μέρες πριν τον γάμο, ο Νικόλας πήγε να δει τους δικούς του και να διευθετήσει τις τελευταίες λεπτομέρειες για εκείνη την ημέρα. Αυτό όμως που δεν ήξερε, μιας και η Αρετή δεν του το είπε ποτέ, ήταν πως μία βδομάδα πριν γυρίσει από το ταξίδι του, είχε λάβει ένα γράμμα με το οποίο την ενημέρωναν πως είχε γίνει δεκτή σε μεγάλο πανεπιστήμιο του εξωτερικού, με υποτροφία για το μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο οποίο είχε υποβάλει τα χαρτιά της αλλά όλοι πίστευαν πως δεν θα γινόταν ποτέ δεκτή. Μετά από εκείνη την μεγάλη συζήτηση με τον Νικόλα, είχε ετοιμάσει τα πράγματά της. Ενώ εκείνος νόμιζε πως ήταν για το ταξίδι τους μετά τον γάμο, στην πραγματικότητα ήταν τα πράγματά της για να φύγει μακριά του, μακριά από όλα όσα την έπνιγαν.

Πάνω στο νυφικό της, η κυρά Αλίκη, η μητέρα της Αρετής, βρήκε ένα γράμμα για τον Νικόλα. Μετά από ό,τι συνέβη, ο Νικόλας κατάλαβε πως έχασε τη γυναίκα που τον λάτρεψε και τον αγάπησε όσο ποτέ καμία άλλη, που ήταν για εκείνον βράχος άσπαστος και ακλόνητος. Μα ήταν πια αργά. Η Αρετή ήταν ήδη σε ένα αεροπλάνο και πετούσε μακριά του. Άδικα την έψαχνε για μήνες, κανείς δεν ήξερε και η μητέρα της που ήξερε δεν του έλεγε λέξη, το μόνο που του είχε πει εκείνο το ένα βράδυ που δέχτηκε να τον δει, ήταν πως πια ήταν αργά. Θα έπρεπε να τα είχε σκεφτεί όλα αυτά πριν διώξει την Αρετή από κοντά του. Μετά από εκείνο το βράδυ, ο Νικόλας έφυγε για το καράβι και δεν γύρισε ποτέ ξανά στην Ελλάδα, παρά μόνο για να αλλάζει τα χαρτιά και να φεύγει σε άλλο καράβι. Έστελνε κάθε μήνα ένα γράμμα για την Αρετή στο πατρικό της, δεν έμαθε ποτέ αν τα διάβαζε, δεν έμαθε ποτέ πού βρίσκεται. Η Αρετή ήξερε για εκείνα τα γράμματα, μα κάθε φορά που η μητέρα της τής τα έστελνε, εκείνη απλά τα έκαιγε.

Καθώς έκαιγε το τελευταίο, ανάγκασε την μητέρα της να μην της δώσει ποτέ ξανά γράμμα του, κρατώντας στην αγκαλιά της το πανέμορφο αγοράκι της…

Αθηναΐδα Κ.

Μία απάντηση στο “Ο ψεύτης”

  1. Ενώ η ιδέα στην οποία βασίζεται το συγκεκριμένο κείμενο είναι ενδιαφέρουσα, η αδύναμη σύνταξη του αφαιρεί την απαραίτητη ροή και το καθιστά δύσκολο στην ανάγνωση.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading