«Αν τον θέλεις τόσο πολύ και επιμένεις να τον πάρεις θα σου δώκω την ευκή μου. Να μου το θυμηθείς, όμως, ότι αυτός δεν κάνει για σένα!».
Μ’ αυτά τα λόγια ο μπάρμπα Θόδωρας πριν από μισό αιώνα και βάλε έδωσε την συγκατάθεσή του για το γάμο της θυγατέρας του, της Θεοδοσίας.
«Αν την θέλεις τόσο πολύ και επιμένεις να την πάρεις, θα σου δώσω την ευχή μου. Να μου το θυμηθείς, όμως, ότι αυτή δεν κάνει για σένα!», είπε η Θεοδοσία στο μικρό της γιο, το Θοδωρή, για την επιλογή της συζύγου του. Οι καιροί είχαν κατά πολύ αλλάξει και φυσικά δεν ετίθετο πλέον θέμα συγκατάθεσης. Και την ευχή ακόμα, οι νεότερες γενιές δεν την υπολόγιζαν ιδιαίτερα. Η Θεοδοσία όμως ένιωθε υποχρεωμένη σαν μάνα να πει τη γνώμη της και να αποτρέψει το κακό. Τα δρώμενα ελάμβαναν χώρα στην ελληνική επαρχία, όπου ήξεραν ή ήταν πολύ εύκολο να μάθουν από πού κράταγε η σκούφια του καθενός.
Ο μπάρμπα Θόδωρας δεν τον ήθελε το Δημητρό για γαμπρό γιατί ήταν ένας αμόρφωτος και άξεστος χωριάτης, χωρίς καν κοινωνική μόρφωση. Πού να τον παρουσίαζε η Θεοδοσία του, που είχε τελειώσει το εξατάξιο γυμνάσιο και ήταν δημόσιος υπάλληλος στη νομαρχία, αυτόν τον αγρότη-κτηνοτρόφο, που ούτε πιρούνι δεν χρησιμοποιούσε και σκουπιζόταν με το βρώμικο μανίκι του; Η Θεοδοσία του ήταν μια πανέμορφη μορφωμένη κοπέλα με λεπτούς τρόπους και φινέτσα. Δεν ήταν για τα δόντια του μασκαρά του Δημητρού. Τόσα προξενιά είχαν καταφτάσει στο σπιτικό του για τη Θεοδοσία. Χώρια που και στη δουλειά της, με πολύ ευγενικό τρόπο και με σοβαρό σκοπό, την είχαν πλησιάσει κάποιοι καθώς πρέπει συνάδελφοι αναλόγων προσόντων και κοινωνικής τάξης. Ο μπάρμπα Θόδωρας θεωρούσε την οικογένειά του κλάσης ανώτερης απ’ αυτή του Δημητρού. Μπορεί να μην ήταν κάνας πλούσιος από τζάκι, είχε όμως τον τρόπο του. Ήταν έμπορος και συναναστρεφόταν με πολύ και καλό κόσμο. Εξ ού και το ανοιχτό του το μυαλό, να στείλει τη Θεοδοσία να συνεχίσει το σχολείο αντί να μικροπαντρευτεί, όπως οι περισσότερες της σειράς της. Μετά φρόντισε με έναν γνωστό που είχε σε έναν τοπικό βουλευτή να την τακτοποιήσει σε δουλειά. Προχωρημένα πράγματα για ένα κορίτσι εκείνη την εποχή. Χώρια που είχε και την υπολογίσιμη προίκα της. Διέθετε λοιπόν όλο το πακέτο.
Ας όψονται όμως τα νιάτα και ο έρωτας! Όταν ντύθηκε και στολίστηκε ο Δημητρός για να πάει να τακτοποιήσει κάτι χαρτιά στη νομαρχία, ποια τον είδε εκείνη την ημέρα και δεν τον ερωτεύτηκε! Ο Δημητρός είχε θεωρία καθώς ήταν ψηλός και ευθυτενής με πλούσιο σκαλωτό μαλλί. Είχε μια έκδηλη αρρενωπότητα, αδρά χαρακτηριστικά, αυτό που αποκαλούμε σήμερα brutal στυλ. Τα χέρια του ήταν σκληρά και δουλεμένα, όχι άσπρα και βουτυρένια σαν αυτά των κυριλέ συναδέλφων της που με δυσκολία κουβαλούσαν έναν χαρτοφύλακα.
«Εσύ δεν είσαι η κόρη του μπάρμπα Θόδωρα με το εμπορικό; Σ΄ έχω δει στο μαγαζί του πατέρα σου. Σε πρόσεξα γιατί είσαι ομορφούλα. Δουλεύεις κι εδώ; Δεν ήξευρα ότι παίρνουν και γυναίκες σ’ αυτά τα πόστα. Μου παν να ‘ρθω να δηλώσω κάτι γελάδια», είπε, με έναν χειμαρρώδη τρόπο ο Δημητρός, απευθυνόμενος στην υπάλληλο του γραφείου που δεν ήταν άλλη από τη Θεοδοσία!
«Συμπληρώστε αυτή την αίτηση», του είπε αναψοκοκκινισμένη η Θεοδοσία.
«Αν ήξευρα κοπέλα μου να συμπληρώνω αιτήσεις θα καθόμουν εγώ τώρα σ’ αυτή την καρέκλα και όχι εσύ. Γράφ’ τη κει χάμου τώρα να τελειώνουμε γιατί απ’ ώρα σε ώρα γεννάει η φοράδα μου», της είπε επιτακτικά ο Δημητρός.
Ούτε η αμορφωσιά, ούτε η αγένεια, ούτε η υποτιμητική του συμπεριφορά ήταν ικανά να αποτρέψουν τα απανωτά και ανελέητα βέλη του Έρωτα. Συν τοις άλλοις ο Δημητρός ήταν θρασύτατος. Την άλλη κιόλας μέρα, έστειλε προξενιό για τη Θεοδοσία, η οποία ξέχασε μόρφωση, κοινωνική θέση, πόστο εργασίας και χωρίς δεύτερη σκέψη είπε το ‘Ναι’.
Πόσο δίκιο είχε από τη μία ο πατέρας της ότι δεν ταιριάζανε. Πόσο αγύριστο και ερωτοχτυπημένο κεφάλι ήταν από την άλλη η Θεοδοσία. Ο γάμος έγινε γρήγορα. Δεν πρόλαβε να μπει η κουλούρα και άρχισαν οι ζήλιες και οι απαιτήσεις του Δημητρού να παραιτηθεί από τη δουλειά η Θεοδοσία. Δεν ήθελε η γυναίκα η δική του να σαλιαρίζει με τον έναν και τον άλλον. Ποια, η Θεοδοσία, που δεν είχε δώσει ποτέ της δικαιώματα.
«Τι τη θες τη δουλειά, μου λες; Να σε χαλβαδιάζει ο καθένας; Εσύ τώρα είσαι παντρεμένη γυναίκα. Κακώς στο επέτρεψε ο πατέρας σου αρχής εξ αρχής! Χαράς τις τρεις και εξήντα που παίρνεις! Μωρέ σπουδαίος μισθός!», ειρωνευόταν κάθε τόσο ο Δημητρός.
Αυτές οι σταθερές –βρέξει, χιονίσει- τρεις και εξήντα κράτησαν την οικογένεια όρθια όταν έπεσε αρρώστια στο κοπάδι του Δημητρού, όταν το χαλάζι κατέστρεψε τη σοδειά του, o μισθός αυτός βοήθησε να αποπληρωθούν τα αγροτικά δάνεια που είχε πάρει ο Δημητρός και να σπουδάσουν τέσσερα παιδιά!
Το ένα μετά το άλλο τα έκανε η Θεοδοσία. Πού τότε 9μηνες άδειες ανατροφής; Μόλις γεννούσαν οι γυναίκες επέστρεφαν στο πόστο τους, ας ήταν και θηλάζουσες. Δύσκολες εποχές. Η Θεοδοσία βράχος. Δεν το έβαλε κάτω και ούτε παραιτήθηκε. Αχάραγα σηκωνόταν να ετοιμάσει τα παιδιά και να φύγει κι αυτή για τη δουλειά της. Ο Δημητρός την πήγαινε κάθε πρωί μ’ ένα σαραβαλιασμένο αγροτικό στη στάση για να πάρει το λεωφορείο για το κτήριο της νομαρχίας. Στο δρόμο του ήταν εξάλλου, δεν ήταν ότι της έκανε καμιά σπουδαία εξυπηρέτηση. Ο Δημητρός κίναγε κάθε πρωί με τα παλιόρουχα και τις γαλότσες να πάει στη στάνη και η Θεοδοσία στην πένα με το ταγιεράκι της, τη γόβα της, το μαλλί κομμωτηρίου. Υπήρχε dress code τα χρόνια εκείνα. Δεν πήγαινε ο υπάλληλος με ένα μπλου τζιν στην υπηρεσία του. Ο Δημητρός έβραζε από μέσα του σαν την έβλεπε έτσι κοκκέτα. Άρχιζαν τα κατεβατά με τις ζήλειες! Ο Δημητρός μέχρι και σήμερα, μισό αιώνα μετά, το χαβά του. Τη ζηλεύει ακόμα. Του έχει καρφωθεί η ιδέα ότι η Θεοδοσία ψωνίζει από ένα συγκεκριμένο μαγαζί γιατί έχει γκόμενο τον μπακάλη! Η ζήλεια τελικά είναι αρρώστια.
Η Θεοδοσία μετάνιωσε πολύ γρήγορα για το γάμο αυτό. Έπρεπε να είχε ακούσει τον πατέρα της και να μην τον έπαιρνε. Αχ πόσο δίκιο είχες πατέρα! μονολογούσε συχνά μέσα της. Ο Δημητρός ποτέ του δεν εκπολιτίστηκε. Μία ζωή άξεστος και οπισθοδρομικός έμεινε. Τα συμπλέγματα κατωτερότητας δεν άργησαν να εμφανιστούν. Ευκαιρία δεν έχανε να μειώσει την Θεοδοσία και να τη φέρει σε δύσκολη θέση. Τα χρόνια αυτά βέβαια, οι γυναίκες και οικονομική ανεξαρτησία να είχαν, δεν μπορούσαν να φύγουν από ένα γάμο. Πόσο μάλλον με τέσσερα παιδιά. Η Θεοδοσία όλα τα υπέμεινε για χάρη των παιδιών της. Αρωγοί και συμπαραστάτες της τα πεθερικά της. Δύο άγιοι άνθρωποι που δεν πίστεψαν την τύχη του γιου τους και τη δική τους που μπήκε νύφη στο σπίτι τους η κόρη του μεγαλεμπόρου, που ήταν κορίτσι πανέμορφο και ηθικό. Τη λιμπιζόταν για νύφη κάθε φορά που την έβλεπε στην εκκλησία η κυρά Μαρία αλλά πού να τολμήσει να πει κουβέντα. Σιγά μη γύριζε η νεράιδα αυτή να κοιτάξει τον αγροίκο το γιο της, που αν και λεβεντόπαιδο, ποτέ δε σουλουπωνόταν και μία ζωή σαν το λέτσο κυκλοφορούσε στο χωριό. Χώρια που η κοπέλα αυτή ήταν μορφωμένη και λεπτεπίλεπτη όχι σαν τον αγριάνθρωπο τον δικόν τους! Αυτοί οι δύο άνθρωποι νουθετούσαν το γιο τους κάθε φορά που ξέφευγε. Γλώσσα άσχημη μπορεί να είχε ο Δημητρός αλλά χέρι βαρύ δεν είχε. Ποτέ δεν έκανε κίνηση να χτυπήσει τη Θεοδοσία. Περιοριζόταν στη λεκτική και ψυχολογική βία, που είναι όμως εξίσου κακοποιητικές.
Η ιστορία επαναλαμβανόταν, καθώς ο μικρός γιος της Θεοδοσίας επέμενε σε μία λίαν ακατάλληλη επιλογή για σύζυγο. Η Μαριέττα ήταν μια πανέμορφη κοπέλα, μια ντίβα, με τα μυαλά πάνω από το κεφάλι και τη μύτη ως τον ουρανό. Σκοπός της ζωής της ήταν να βρει όλο το πακέτο: ομορφιά, λεφτά, κοινωνική θέση και να δέσει το γάιδαρό της. Ήταν πολύ μεθοδική. Συναισθηματισμοί δεν την ενδιέφεραν, φτάνει να έβρισκε αυτό που ήθελε. Οι επιλογές στην επαρχία ήταν μεν κάπως μετρημένες, ωστόσο υπήρχαν κάποιες καλές περιπτώσεις. Η Μαριέττα, καθ΄ υπόδειξιν και με την ευχή της μητέρας της, τις είχε εντοπίσει και δοκιμάσει σχεδόν όλες, μέχρι να καταλήξει στο Θοδωρή, το μικρό γιο και την μεγάλη αδυναμία της Θεοδοσίας.
Ο Θοδωρής είχε σπουδάσει Ιατρική. Με το εφάπαξ της μητέρας του, όταν συνταξιοδοτήθηκε, και τις υποτροφίες που κέρδισε ο ίδιος, κατάφερε να κάνει μετεκπαίδευση στο εξωτερικό και να ειδικευτεί, ώστε να γίνει ένας πράγματι πολύ καλός και αξιόπιστος γιατρός. Άνοιξε ιατρείο στην καρδιά της Αθήνας με εκλεκτή πελατεία και ένα στη γενέτειρά του, όπου κατέβαινε κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο. Το ιατρείο στην επαρχία το άνοιξε περισσότερο για συναισθηματικούς λόγους, για να προσφέρει στους συντοπίτες και στον τόπο του. Ευκαιρία ήταν να έβλεπε και τους δικούς του. Ο Θοδωρής παρόλη την επιτυχία του ήταν ένα απλό παιδί χωρίς έπαρση, με καθαρή ψυχή.
Εδώ είμαστε! σκέφτηκε η πανούργα η συμπεθέρα της Θεοδοσίας. Στόλισε και δασκάλεψε τη θυγατέρα της, τη Μαριέττα, και βουρ για το ιατρείο του Θοδωρή ως ‘ασθενής’! Δε χρειάστηκε και πολύ για να πέσει στη φάκα ο γιατρός. Δεν υπολόγισε καν το γεγονός ότι βρισκόταν σε σοβαρή σχέση με μια συνάδελφό του, επίσης γιατρό, που τελείωνε ειδικότητα και μετά σχεδίαζαν να παντρευτούν. Οι κινήσεις των δύο γυναικών ταχυδακτυλουργικές. Για πότε γνωρίστηκαν, τα έφτιαξαν, έμεινε έγκυος η Μαριέττα είναι για το βιβλίο Guinness!
Η Θεοδοσία είχε πέσει να πεθάνει. Ήξερε το ποιόν της Μαριέττας αλλά κυρίως της μάνας της. Ήταν αδίστακτες γυναίκες, ανήθικες στην ψυχή και στο σώμα! Κρύος ιδρώτας την είχε πιάσει τότε, σαν είδε τις δύο κάργιες να περνάνε το κατώφλι του ιατρείου του γιου της, στο οποίο εκτελούσε χρέη γραμματέως. Τη ζώσανε τα φίδια σαν άκουγε τα χαχανητά από την κλειστή πόρτα και κείνο το «Θα περιμένω τηλέφωνό σου» που ξεστόμισε η Μαριέττα φεύγοντας. Επίσης αρνητική εντύπωση της είχε κάνει αυτή η ματιά ‘θριάμβου’ που της έριξε η μάνα της Μαριέττας στο τέλος. Και τι δεν έκανε η Θεοδοσία να προειδοποιήσει το γιο της και να ‘προλάβει το κακό’. Ακόμα και το Δημητρό επιστράτευσε, που ήξερε από πρώτο χέρι τι κουμάσι ήταν μάνα και κόρη. Μπορεί ο Δημητρός να παρίστανε τον καμπόσο και τον ηθικολόγο στη Θεοδοσία, αλλά ο ίδιος, ευκαιρίας δοθείσης, της έκανε τις λαδιές του. Αγροίκος – αγροίκος, αλλά είχε αυτό το brutal που εξίταρε. Η δε μάνα της Μαριέττας, η Σούλα, όλο και πήγαινε αυτοπροσώπως στη στάνη του Δημητρού για ‘φρέσκα προϊόντα’. Οι πομπές του άντρα της έφταναν στα αυτιά της Θεοδοσίας αλλά κυριολεκτικά την άφηναν αδιάφορη είτε ήταν αλήθεια είτε ψέματα.
«Αγόρι μου τι ήταν αυτό που πέταξε το κορίτσι φεύγοντας, ότι περιμένει τηλέφωνο; Κοίταξε μη μπλέξεις με δαύτην και κράτα τη θέση σου. Αυτό είναι ένα άμυαλο παρτσακλό που δεν κάνει για σένα. Ακούς τι σου λέω;», τον ορμήνεψε η μάνα του.
Μάταια του μιλούσε και αυτή και ο πατέρας του. Ο Θοδωρής κατέβαινε πλέον κάθε Σαββατοκύριακο στην επαρχία. Ούτε συνέδρια παρακολουθούσε πια, ούτε βρισκόταν με τον κύκλο του και φυσικά είχε απομακρύνει από κοντά του τη μνηστή του. Ήταν ερωτοχτυπημένος με τη Μαριέττα.
Αφού έγινε ο γάμος και πριν ακόμα γεννήσει η Μαριέττα κατάλαβε το μεγάλο του λάθος. Αχ πόσο δίκιο είχες μάνα, μονολογούσε και χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο. Η κοπέλα ήταν τόσο ξιπασμένη και ακαλλιέργητη που δεν μπορούσε να την παρουσιάσει πουθενά. Μονίμως με μία τσίχλα στο στόμα, πέταγε το ένα μαργαριτάρι μετά το άλλο. Όλο απαιτήσεις και ακριβά γούστα ήταν. Χώρια που μαζί μ’ αυτήν ‘παντρεύτηκε’ και τη μάνα της που δεν το κουνούσε ρούπι, δήθεν να βοηθήσει με το παιδί και το σπίτι, ασχέτως αν ο Θοδωρής πλήρωνε νταντά και καθαρίστρια από πάνω. Στο δε χωριό, μάνα και κόρη πατούσαν μόνο σε καμιά μεγάλη γιορτή που είχε πολύ κόσμο για να κάνουν τη φιγούρα τους.
«Μάνα, δεν πάει άλλο. Δεν αντέχω», εξομολογήθηκε ο Θοδωρής στη μητέρα του ένα χρόνο μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού του.
Η Θεοδοσία τον παρηγόρησε.
«Σε καταλαβαίνω γιε μου. Τα χρόνια άλλαξαν. Αφού δεν πάει άλλο και δεν αντέχεις, κάνε ό,τι χρειάζεται για να ξαναβρείς το χαμόγελό σου. Απομάκρυνε την τοξικότητα και ανάπνευσε πάλι καθαρό αέρα. Όσο για τα παιδιά, δεν θα τα στερείσαι. Η ζωή είναι μικρή γιε μου. Δεν αξίζει να την χαραμίζουμε κοντά σε ανθρώπους που δεν αξίζουν»
«Πώς την πάτησα έτσι ρε μάνα;»
«Όπως την πατήσαμε όλοι γιε μου. Στερνή μου γνώση… να σε είχα πρώτα!».