«Δεν θα χαλάσω το σπιτικό μου για ένα κέρατο!», εξήγησε με φωνή ήρεμη η –συμφιλιωμένη με την κατάσταση- Ηρώ στην ανακατώστρα, πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα συννυφάδα της, την Τούλα. Η τελευταία έσπευσε να της αναγγείλει τα καινούργια μαντάτα, φρέσκα – φρέσκα. Ο προκομμένος της απολάμβανε φρέσκο ψαράκι παρά θιν’αλός με τη λεγάμενη. Της το καθάριζε μάλιστα και την τάιζε στο στόμα! Η Τούλα ήταν κομμώτρια και τα νέα της τα πρόλαβε η ταβερνιάρισσα, που ήταν πελάτισσά της. Ο Πάρης, ο άντρας της Ηρούς, βρισκόταν όντως σε μια παραθαλάσσια ταβέρνα και απολάμβαναν ψαράκι με την Εβελίνα, τη συνάδελφό του. Υπήρχαν όμως κι άλλα άτομα στην παρέα, δεν ήταν οι δυο τους.
«Αυτούς τους κουβαλάνε για ξεκάρφωμα! Δεν τους παίρνει να πάνε μόνοι τους σε ένα τόσο μικρό μέρος. Όπως και να ‘χει, σαν τα πιτσουνάκια κάνουν! Πρέπει να πάρεις τα μέτρα σου. Δεν μπορεί να μας ξεφτιλίζει έτσι!»
Η Τούλα το είχε πάρει πατριωτικά, ότι ο αδελφός του άντρα της ντρόπιαζε την ευρύτερη οικογένεια.
Η Ηρώ αφουγκραζόταν αυτά που ισχυριζόταν η συννυφάδα της. Σίγουρα δεν ήταν αποκυήματα της φαντασίας της. Η Τούλα μπορεί να διάνθιζε τις διηγήσεις της με σάλτσες, αλλά οι πηγές της ήταν έγκυρες και τα γεγονότα πραγματικά. Εξάλλου όπου υπήρχε καπνός υπήρχε σίγουρα και φωτιά.
Η Ηρώ το εννοούσε ότι δεν ήταν διατεθειμένη να λήξει το γάμο της για μία εξωσυζυγική σχέση, είτε ήταν επιπόλαιη είτε σοβαρή. Κατέβαλλε υπεράνθρωπες προσπάθειες να στήσει το σπιτικό της, μεταφορικά και κυριολεκτικά, και δεν θα επέτρεπε σε ένα ‘κέρατο’ να της το γκρεμίσει. Ένα σοβαρό χρόνιο πρόβλημα υγείας τη δυσκόλεψε πολύ να φέρει εις πέρας δύο εγκυμοσύνες. Η δεύτερη μάλιστα έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή της. Κι όμως τα κατάφερε και έφερε στον κόσμο τα δύο αγγελούδια της. Κατά δεύτερον, μόλις πέρυσι κατάφεραν με τον Πάρη να τελειώσουν το ολόδικό τους σπίτι. Η κόρη της είχε μόλις ξεκινήσει το γυμνάσιο και ο πιτσιρίκος πήγαινε στην τετάρτη δημοτικού. Πρώτη φορά είχε ο καθένας το δικό του δωμάτιο. Τα παιδιά ήταν πανευτυχή! Τα πάντα στο σπίτι ήταν καινούργια. Άργησαν να τα καταφέρουν αλλά με την υπομονή, την αγάπη και τη σωστή οικονομική διαχείριση κατάφεραν να προκόψουν και να φτιάξουν το σπίτι των ονείρων τους. Τώρα, αν ο Πάρης ήθελε μαζί με την επίπλωση να αλλάξει και σύντροφο, αυτή ήταν άλλη υπόθεση. Σημασία είχε τι ήθελε και η Ηρώ.
Εκείνη ήθελε τα πράγματα να μείνουν ως είχαν. Επιδίωκε τη σταθερότητα, την ηρεμία τη δική της και την ψυχική ισορροπία των παιδιών της. Δεν ήθελε αλλαγές και δεν ήταν διατεθειμένη για μία ατασθαλία του άντρα της να τα τινάξει όλα στον αέρα. Ούτε φυσικά θα επέτρεπε σ’ εκείνον να το κάνει. Διέθετε κι αυτή τα ‘όπλα’ της.
Η Εβελίνα ήταν η νεοφερμένη στο γραφείο της δημόσιας υπηρεσίας που εργάζονταν χρόνια η Ηρώ και ο Πάρης. Ήταν μία εντυπωσιακή κοπέλα γύρω στα τριάντα και κάτι, μετρίου αναστήματος με καλοφτιαγμένο κορμί και γλυκό πρόσωπο. Διέθετε μία φινέτσα και έναν καθωσπρεπισμό που την έκαναν να ξεχωρίζει. Ντυνόταν ακριβά, ήταν πάντα ευωδιαστή και περιποιημένη και κυκλοφορούσε μόνο με παπούτσι στιλέτο. Άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ‘σνομπ’. Πού να πιάσει χαρτωσιά η καημένη η Ηρώ που έτρεχε το πρωί να προλάβει να ετοιμάσει τα παιδιά και να κάνει όσες δουλειές προλάβαινε και έφευγε όπως – όπως από το σπίτι φορώντας casual και άνετα ρούχα, flat πατούμενα, άβαφη και χωρίς καμία ιδιαίτερη περιποίηση.
Η άψογη αυτή εξωτερική εικόνα της Εβελίνας έκρυβε μια έκφραση μελαγχολίας και έναν μεγάλο καημό. Τις πρώτες μέρες στο γραφείο, ενώ ήταν ευγενέστατη και πρόθυμη να αναλάβει αγόγγυστα το φόρτο εργασίας που της αναλογούσε, είχε ένα απλανές βλέμμα και η Ηρώ την είχε πιάσει να δακρύζει. Ήταν ενήμεροι στο γραφείο για την άτυχη έκβαση της εγκυμοσύνης της. Πριν από μερικούς μήνες είχε χάσει ένα μωρό τελειόμηνο που δυστυχώς γεννήθηκε νεκρό. Η ίδια το απέδιδε σε λάθος του γιατρού που δεν πήρε το μωρό νωρίτερα. Πριν την άτυχη αυτή γέννα είχε δύο αποβολές. Η Ηρώ ήταν σίγουρη ότι η κοπέλα περνούσε μία φάση κατάθλιψης που προσπαθούσε με τα λούσα να την καμουφλάρει. Η ίδια ήξερε από πρώτο χέρι τι σήμαινε να κάνεις αγώνα ώστε να φέρεις σε πέρας μια εγκυμοσύνη με αίσια έκβαση.
Πλησίασε την κοπέλα αυτή, την συμπόνεσε και της στάθηκε σαν αδελφή. Σαν την αδελφή που είχε χάσει η Εβελίνα λίγα χρόνια πριν. Άτυχη και στο θέμα αυτό. Η Εβελίνα είχε πειστεί ότι κάποιος την είχε μουντζώσει με τις τόσες συμφορές που είχε ως τώρα βιώσει. Πίστευε ότι η ζωή της πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Η Ηρώ την αγκάλιασε, της άνοιξε την καρδιά και το σπίτι της…
Η Εβελίνα ήταν παντρεμένη με το Σίμο, ιδιοκτήτη καφέ – μπαρ στην επαρχιακή πόλη που ζούσαν. Ο Σίμος ήταν από άλλο ανέκδοτο. Παιδί της πιάτσας και της νύχτας. Τίποτα στη ζωή δεν του χαρίστηκε, ούτε φυσικά η Εβελίνα. Έκανε μεγάλο αγώνα να κατακτήσει αυτή τη γυναίκα και ακόμα μεγαλύτερο να την καταφέρει να τον παντρευτεί. Στο τελευταίο συνετέλεσε η πρώτη (άτυχη) εγκυμοσύνη. Ο ίδιος ήταν ομορφόπαιδο, ψηλός και γυμνασμένος, γύρω στα τριάντα πέντε. Εξωτερικά ήταν ταιριαστοί. Εσωτερικά όμως ήταν η μέρα με τη νύχτα. Η Εβελίνα διέθετε ρομαντική φύση, της άρεσε η ποίηση, η έντεχνη μουσική, το ποιοτικό θέατρο, το διάβασμα και το χουζούρι στο σπίτι ( ακριβώς ό,τι συγκινούσε και τον Πάρη). Με τον Σίμο δεν ταίριαζαν σε τίποτα καθώς δεν διέθεταν κοινά ενδιαφέροντα. Η Εβελίνα ήταν κουλτουριάρα, ο Σίμος ένα λαϊκό παιδί. Η σχέση τους χαρακτηριζόταν από ένα έντονο πάθος, το οποίο από μόνο του, όμως, δεν την κάλυπτε.
Όταν άρχισαν τα σούρτα – φέρτα και τα κολλητιλίκια Εβελίνας και Πάρη, ο Σίμος κρατούσε μία επιφύλαξη. Εκείνος ήταν της παλιάς σχολής. Δεν πίστευε στις φιλίες αντρών και γυναικών. Πάντα υπέβοσκε, σύμφωνα με το Σίμο, το ερωτικό στοιχείο, έστω και μονόπλευρα. Γι΄ αυτό το πίτσι – πίτσι μεταξύ τους δεν του γέμιζε το μάτι. Η Ηρώ αντιθέτως, δεν προβληματιζόταν. Ίσα ίσα χαιρόταν που ο Πάρης, μπορούσε να προσφέρει βάλσαμο και παρηγοριά στο κορίτσι αυτό και να φωτίσει το έρεβος της ψυχής της. Διότι στα μάτια της Ηρούς δεν υπήρχε τίποτα επιλήψιμο ή πονηρό. Μπορεί βέβαια να διέθετε επιλεκτική όραση…
Ο Πάρης με τη σειρά του ήταν ένας σοβαρός, ευαίσθητος άντρας που δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα στην Ηρώ τα δεκαπέντε χρόνια της σχέσης τους. Δεν τον έλεγες εμφανίσιμο. Ήταν μετρίου αναστήματος, με λίγα κιλάκια παραπάνω και μία καραφλίτσα που είχε αρχίσει να διακρίνεται. Διέθετε όμως μία πολύ γοητευτική ψυχή και ένα πνευματικό ανάστημα που τον έκαναν ερωτεύσιμο, όταν οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές. Με τη γυναίκα του, την Ηρώ, γνωρίστηκαν στο γραφείο. Ο Πάρης ήξερε απ’ την αρχή για το σοβαρό πρόβλημα υγείας που είχε. Του το εμπιστεύτηκε η ίδια στη φάση της φιλίας τους. Αυτό δεν αποτέλεσε τροχοπέδη στην εξέλιξη της σχέσης τους από μία απλή συμπάθεια σε μια βαθιά αγάπη που διακρινόταν από κατανόηση και αλληλοσεβασμό. Αποφάσισαν να παντρευτούν και να πορευτούν μαζί στη ζωή, κρατώντας σφιχτά τόσα χρόνια ο ένας το χέρι του άλλου στα εύκολα αλλά κυρίως στα δύσκολα. Και δεν ήταν λίγες οι δυσκολίες. Κατάφεραν όμως, συνοδοιπόροι, με όπλα το πείσμα και την αγάπη, να δημιουργήσουν μια όμορφη οικογένεια και να χτίσουν λιθαράκι – λιθαράκι το σπίτι των ονείρων τους με τους μισθούς τους και ένα δάνειο πρώτης κατοικίας. Ο αγώνας και οι κόποι τους ευοδώθηκαν. Πάνω που είπε η Ηρώ «Δόξα τω Θεώ», έτυχε αυτό το φίδι που έτρεφε η ίδια στον κόρφο της. Διότι η ίδια άνοιξε το όμορφο σπιτικό της στη γυναίκα αυτή που έμελλε να της το γκρεμίσει, αν η ίδια φυσικά το επέτρεπε. Δε θα χάριζε όμως τον άντρα της!
Η Ηρώ είχε ψυχανεμιστεί την προβληματική και αταίριαστη σχέση της Εβελίνας και του Σίμου. Είχε την ευκαιρία να τους ζήσει σαν ζευγάρι καθώς στην αρχή έκαναν πολλή παρέα τα δύο αντρόγυνα. Αντάλλασσαν επισκέψεις, έβγαιναν στο μαγαζί του Σίμου, ακόμα και διακοπές είχαν πάει μαζί. Οι δυσκολίες τεκνοποίησης αποτέλεσαν μία μεγάλη δοκιμασία για το γάμο τους. Η Εβελίνα ένιωθε ότι το περνούσε όλο αυτό μόνη της. Ο δε Σίμος πίστευε ότι έκανε ότι μπορούσε για να είναι δίπλα της. Οι γιατροί την συμβούλεψαν να μην επιδιώξει άμεσα άλλη εγκυμοσύνη. Το σώμα της είχε ανάγκη να ξεκουραστεί και να βρει τους ρυθμούς του.
Η Εβελίνα ένιωθε ότι περισσότερη ανάγκη από το σώμα της είχε η ψυχή της να ξεκουραστεί, να βρει ένα απάγκιο, ένα καταφύγιο. Ο Σίμος το μόνο που της πρόσφερε ήταν ένταση και περαιτέρω στρες. Δεν μπορούσε να αφουγκραστεί τις ανάγκες της, να γιατρέψει τις πληγές της, να απαλύνει τον πόνο της. Η απάντηση του Σίμου στα προβλήματα της γυναίκας του ήταν ένα ακριβό κόσμημα, πρώτο τραπέζι σε φιρμάτα μπουζούκια ή διακοπές σε πεντάστερο ξενοδοχείο.
Την Εβελίνα τα υλικά αυτά αγαθά την άφηναν αδιάφορη. Αυτή, στη φάση που βρισκόταν, αναζητούσε έναν ώμο να κλάψει, μια αγκαλιά να κουρνιάσει, μια ψυχή πρόθυμη να την ακούσει και να της προσφέρει τη ζεστασιά της. Ψαχνόταν για ένα πραγματικό έτερον ήμισυ, μία αδελφή – ψυχή να της απαγγείλει ένα ερωτικό ποίημα, να της σιγοτραγουδήσει τον αγαπημένο της σκοπό, να την πάει σε ένα ήσυχο απόμερο ταβερνάκι και υπό τον παφλασμό των κυμάτων να την ταΐσει στο στόμα φρέσκο καθαρισμένο ψαράκι. Απ’ ό,τι έδειχναν τα στοιχεία, αυτός ήταν ο Πάρης.
Η Ηρώ δεν είχε θίξει στον Πάρη το ζήτημα της απιστίας. Ούτε εκείνος της είχε ανοίξει κουβέντα. Έκαναν με λίγα λόγια και οι δύο το κορόιδο. Η Ηρώ υπέμεινε στωικά το κέρατο. Η Εβελίνα είχε ζητήσει να αλλάξει γραφείο. Ήταν άβολο να δουλεύουν και οι τρεις μαζί σε καθημερινή βάση. Οι δύο γυναίκες κράτησαν επίπεδο και αξιοπρέπεια. Δεν σημειώθηκαν μαλλιοτραβήγματα ούτε σκηνές στημένου reality. Αυτός που δεν μπορούσε με τίποτα να υπομείνει το κέρατο ήταν ο Σίμος. Ήρθε στο γραφείο και το έκανε γης Μαδιάμ. Τουλούμιασε τον Πάρη στο ξύλο και άρχισε να απειλεί θεούς και δαίμονες αν ξαναπλησίαζε ο Πάρης τη γυναίκα του. Η Ηρώ ήταν παρούσα στη σκηνή. Άκουσε κι αυτή τα σχολιανά της. Μαζεύτηκε όλο το κτήριο από τη φασαρία.
Ενώ η Ηρώ άντεξε το κέρατο αυτό καθαυτό, αυτό που δεν μπόρεσε να αντέξει ήταν η δημοσιοποίησή του. Η κατάσταση τρωγόταν όσο ‘ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι’. Είπαμε, δε θα χάλαγε το σπίτι της για δαύτο. Αυτή η σκηνή που έγινε στο γραφείο, όμως, ήταν άνω ποταμών. Την ξεπερνούσε και δεν μπορούσε να την διαχειριστεί με την ανάλογη ψυχραιμία. Ο Πάρης έφαγε το βρωμόξυλο, η Ηρώ μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο. Δεν άντεξε η αδύναμη καρδιά της.
***
Στο ετήσιο μνημόσυνο της Ηρούς παρευρέθη η Εβελίνα μόνη της. Μόλις πριν δυο μήνες είχε γεννήσει ένα υγιέστατο κοριτσάκι. Στο τέλος, την σίμωσε για να την πάρει να φύγουν, ο άνθρωπος, που μετά τη δοκιμασία αυτή, αποδείχτηκε, εν τέλει, ο άντρας της ζωής της.