Το παρόν κείμενο είναι το δεύτερο μέρος της παρακάτω ιστορίας : https://thebluez.gr/%ce%b4%cf%85%ce%bf-%cf%88%cf%85%cf%87%ce%ad%cf%82-%ce%ad%ce%bd%ce%b1-%cf%83%cf%8e%ce%bc%ce%b1/
Πώς καταλαβαίνεις ότι είσαι τυχερός; Πώς καταλαβαίνεις ότι η ζωή σου έχει δώσει μια δεύτερη ευκαιρία; Ο μόνος τρόπος να το καταλάβεις είναι να σου δώσει όντως η ζωή μια δεύτερη ευκαιρία. Στα τελευταία λεπτά ζωής του Μανώλη, το μόνο που σκεφτόταν ήταν ότι τελικά ποτέ δεν κατάλαβε τι είχε κάνει λάθος και η μάνα του δεν τον αγάπησε. Πέθανε. Το ήξερε ότι πέθανε, γιατί έχασε τις αισθήσεις του. Δεν ένιωθε τίποτα. Δεν βρισκόταν πουθενά.
Δεν ήξερε όμως ότι ενώ εκείνος έχανε τις αισθήσεις του, ήδη κάποιοι περαστικοί είχαν καλέσει το ΕΚΑΒ. Έκανε λίγα λεπτά μόνο να έρθει. Αρκετά για τον Μανώλη να χάσει τις αισθήσεις του αλλά να μην φύγει από την ζωή. Η καρδιά του σταμάτησε για μερικά δεύτερα. Επανήλθε ευτυχώς. Χρειαζόταν όμως επειγόντως χειρουργείο.
Στην άλλη μεριά της πόλης, λίγα τετράγωνα παρακάτω, το τηλέφωνο χτύπησε.
«Κυρία Συμεωνίδου τρέξτε γρήγορα! Έχουμε επείγον χειρουργείο. Πεζός πέρασε με κόκκινο και τον χτύπησε αμάξι και είναι σοβαρά!» είπε ο νοσοκόμος στο τηλέφωνο.
«Έρχομαι αμέσως! Σε 20 λεπτά το πολύ θα είμαι εκεί»
Γύρισε στην παρέα της έτοιμη να απολογηθεί.
«Συγνώμη παιδιά που σας χαλάω έτσι την βραδιά αλλά πρέπει να φύγω. Επείγον χειρουργείο από ατύχημα. Τελικά είτε είμαι χειρουργός στην Αίγυπτο είτε στην Ελλάδα, λίγα πράγματα αλλάζουν» είπε χαμογελώντας γλυκά.
«Δεν πειράζει κορίτσι μου. Μόνο πρόσεχε στον δρόμο σε παρακαλώ!» είπε η φίλη της.
Στο νοσοκομείο τα πράγματα ήταν δύσκολα. Ακόμα και μετά το πολύωρο χειρουργείο ο Μανώλης ήταν σοβαρά. Δύο εικοσιτετράωρα αφού είχε τελειώσει η γιατρός το χειρουργείο, ο Μανώλης ήταν στην εντατική σε τεχνητό κώμα για να μπορέσει να συνέλθει ο οργανισμός του. Την τρίτη μέρα πια, ήταν ασφαλές να βγει από το κώμα, αλλά όχι και από το νοσοκομείο.
Την πρώτη μέρα που ξύπνησε ήταν χαμένος. Η πολύ ευγενική νοσοκόμα του εξήγησε ακριβώς τι είχε συμβεί.
«Σε λίγο θα περάσει η γιατρός. Εκείνη θα σας πει περισσότερα. Έχετε λίγο υπομονή και όλα θα πάνε καλά»
Όντως, μετά από λίγο εμφανίστηκε η γιατρός.
«Καλησπέρα Μανώλη. Πώς κοιμήθηκες; Πώς αισθάνεσαι;»
«Γεια σου γιατρέ. Σοκαρισμένος μπορώ να πω αλλά δόξα τω Θεώ ζω. Και το οφείλω σε εσένα. Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω. Ούτε το όνομά σου δεν ξέρω!»
«Α, φαίνεται δεν σε επισκέφθηκαν οι φίλοι σου ακόμα. Τριανταφυλλιά Συμεωνίδου λέγομαι. Έχουμε κάποιους κοινούς φίλους ξέρεις» είπε χαμογελώντας πονηρά.
«Τριανταφυλλιά; Και έχουμε και κοινούς φίλους;» Το κουβάρι στο μυαλό του Μανώλη ξεκίνησε να ξετυλίγεται.
«Εσύ είσαι η Τριανταφυλλιά που ήσουν προσκεκλημένη στο σπίτι του Αντώνη χθες;»
Η Τριανταφυλλιά γέλασε.
«Εγώ είμαι, ναι. Μόνο που το τραπέζι ήταν την προηγούμενη εβδομάδα, όχι χθες. Αλλά στην κατάσταση σου και που θυμάσαι ότι υπήρχε τραπέζι, είναι πολύ καλή ένδειξη».
«Σε εσάς ερχόμουν όταν με πάτησε το αυτοκίνητο. Δεν πρόσεξα το φανάρι από την βιασύνη μου και να πού κατέληξα. Για να ξέρεις ότι είμαι φίλος του Αντώνη φαντάζομαι έχει περάσει από εδώ, σωστά;»
«Κάθε μέρα. Τον ειδοποίησαν από το νοσοκομείο αφού σαν επαφή ανάγκης είχες εκείνον. Από τότε κάθε μέρα μετά την δουλειά έρχεται και σε βλέπει. Έτσι τον πέτυχα εδώ μια μέρα και συνειδητοποιήσαμε ότι το επείγον περιστατικό εκείνο το βράδυ ήταν αυτός που περιμέναμε για δείπνο».
Ο Μανώλης χαμογέλασε άβολα. Πήρε την πρώτη πίκρα του μετά το ατύχημα. Ο Αντώνης ο φίλος του είχε έρθει να τον δει. Ήταν η επαφή ανάγκης του. Ο φίλος του και συνεργάτης του. Όχι οι γονείς του. Γιατί ήταν πιο κοντά με τον φίλο του παρά με τους γονείς του. Το αγκάθι της μάνας του υπήρχε ακόμη. Όχι για πολύ όμως. Ένιωθε ότι πλέον ήταν έτοιμος να πάρει και να δώσει αγάπη. Θυμήθηκε τον ενθουσιασμό που ένιωθε όταν ο Αντώνης του είχε πει να έρθει εκείνο το βράδυ στο σπίτι του, που θα ήταν και η Τριανταφυλλιά.
Η ζωή του έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία και δεν θα την άφηνε να πάει χαμένη. Θα κυνηγούσε την ευτυχία του και όποιος την εμπόδιζε δεν θα ήταν κομμάτι της ζωής του πια. Η αρχή θα γινόταν τώρα. Με την Τριανταφυλλιά.
«Ευχαριστώ Τριανταφυλλιά που με έσωσες. Δεν ξέρω πώς να στο ξεπληρώσω»
Η Τριανταφυλλιά πίστευε πολύ στην μοίρα. Δεν το θεώρησε σε καμία περίπτωση τύχη που είτε μέσω του δείπνου είτε μέσω του ατυχήματος γνώρισε τον Μανώλη εκείνο το βράδυ. Ο Αντώνης της είχε πει ότι είχε μια δύσκολη παιδική ηλικία αλλά δεν της είχε πει παραπάνω λεπτομέρειες. Έτσι λοιπόν, η Τριανταφυλλιά αποφάσισε να κάνει το πρώτο βήμα και να ακολουθήσει το ένστικτό της.
«Μόλις αναρρώσεις μπορούμε να βρεθούμε για φαγητό. Αυτή την φορά θα έρθω να σε πάρω εγώ με το αυτοκίνητο, μην έχεις κανένα ατύχημα πάλι. Τι λες;» είπε χαμογελώντας η Τριανταφυλλιά.
Ο Μανώλης συμφώνησε ενθουσιασμένος.
**
Την πρώτη μέρα αφού βγήκε από το νοσοκομείο, πήρε τον πατέρα του τηλέφωνο. Με τον πατέρα του είχαν τυπικές σχέσεις. Όπως και με την μητέρα του έτσι και με εκείνον, ο Μανώλης δεν είχε νιώσει πατρική αγάπη.
«Γειά σου μπαμπά, τι κάνεις;»
«Καλά είμαι γιέ μου, εσύ πώς είσαι; Έχεις πολύ καιρό να με πάρεις τηλέφωνο»
«Ναι είχα πολλή δουλειά και δεν προλάβαινα. Πώς είσαι μπαμπά;»
Ο Μανώλης δεν ήθελε να πει στον πατέρα του για το ατύχημα. Δεν ένιωθε δα και τόσο άνετα.
«Καλά είμαι παιδί μου. Ξέρεις σε έπαιρνα τηλέφωνο αυτές τις μέρες γιατί θα ήθελα να βρεθούμε. Θέλω να σου ζητήσω συγνώμη γιε μου για όλο το κακό που σου έχω προξενήσει. Δεν ήμουν σωστός πατέρας».
Ο Μανώλης έκπληκτος άκουγε τον πατέρα του. Μιλούσε πλέον σαν πατέρας και όχι σαν κάποιος που αισθάνεται βάρος που έχει ένα παιδί.
«Πάμε για φαγητό αν θες αύριο βράδυ, οι δύο μας».
«Έγινε παιδί μου. Δεν θα πω κουβέντα στην μαμά σου. Αυτό το συγνώμη είναι από μένα για σένα και δεν αφορά κανέναν άλλον».
Έτσι έκλεισαν το τηλέφωνο πατέρας και γιος, με την ελπίδα να γεννιέται για ακόμη μια φορά στην καρδιά του Μανώλη. Τόσο καιρό νόμιζε ότι τον μεγαλύτερο πόνο, το μεγαλύτερο κενό το είχε δημιουργήσει η μάνα του. Οι δυο αυτές κουβέντες του πατέρα του όμως, είχαν καλύψει πολύ μεγαλύτερο κενό από όσο πίστευε.
Με αυτή την ιδέα χαράς λοιπόν ετοιμάστηκε για το αποψινό ραντεβού του με την Τριανταφυλλιά, ελπίζοντας να την μάθει καλύτερα και να δώσει τροφή στην ελπίδα που είχε για μια ευτυχισμένη σχέση στην ζωή του. Μια σχέση που δεν θα είχε μέσα φαντάσματα ή μαύρα σύννεφα. Μόνο έναν γαλάζιο ουρανό και έναν λευκό καμβά να τον ζωγραφίσει με τα πιο χαρούμενα χρώματα.
Χαρούμενος κατέβηκε τα σκαλιά του σπιτιού του. Στην πόρτα του τον περίμενε η Τριανταφυλλιά με το αυτοκίνητό της. Ντυμένη με ένα απαλό ροζ φόρεμα και λευκά παπούτσια, ήταν ο ορισμός της ομορφιάς. Της αληθινής. Όχι εκείνης που την βλέπεις μόνο με προκλητικό ντύσιμο και έντονο βάψιμο. Είχε μια γλυκιά ομορφιά. Καστανά λυτά μαλλιά και ένα πολύ γλυκό χαμόγελο.
«Καλησπέρα. Είσαι πολύ όμορφη»
«Σε ευχαριστώ πολύ. Και εσένα σου πάει πολύ αυτό που φοράς» είπε η Τριανταφυλλιά έχοντας κοκκινήσει από την ντροπή της. «Πάμε;» τον ρώτησε με ανυπομονησία.
«Φύγαμε!» της απάντησε ο Μανώλης.
Έτσι, με αυτήν την μια λέξη ξεκίνησε μια περιπέτεια αγάπης για τον Μανώλη που επιτέλους μετά από καιρό δεν ένιωθε φόβο να αισθανθεί.