,

Δυο ψυχές ένα σώμα – Μέρος Τρίτο

Το πρώτο μέρος : https://thebluez.gr/%ce%b4%cf%85%ce%bf-%cf%88%cf%85%cf%87%ce%ad%cf%82-%ce%ad%ce%bd%ce%b1-%cf%83%cf%8e%ce%bc%ce%b1/

Το δεύτερο μέρος : https://thebluez.gr/%ce%b4%cf%8d%ce%bf-%cf%88%cf%85%cf%87%ce%ad%cf%82-%ce%ad%ce%bd%ce%b1-%cf%83%cf%8e%ce%bc%ce%b1-%ce%bc%ce%ad%cf%81%ce%bf%cf%82-%ce%b4%ce%b5%cf%8d%cf%84%ce%b5%cf%81%ce%bf/

 

Το ραντεβού του Μανώλη με την Τριανταφυλλιά πήγε πολύ καλά. Ένιωθε ότι ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον παρόλο που ήταν μόνο το πρώτο ραντεβού. Έμαθε τόσα πολλά για εκείνη. Είχε σπουδάσει Ιατρική στην Θεσσαλονίκη και έκανε μεταπτυχιακό στην Αγγλία. Εκεί, ένας συμφοιτητής της, ο Ρούπερτ, της είπε πως βρήκε δουλειά στην Αίγυπτο ως γιατρός σε ένα νοσοκομείο καινούριο και ψάχνουν άτομα. Δύο μήνες μετά τον ακολούθησε και η Τριανταφυλλιά. Ίλια την φώναζαν. Πληρωνόταν αρκετά καλά και η δουλειά ήταν πολύ καλή αλλά ένιωθε ένα κενό μέσα της που ποτέ δεν ήξερε σε τι οφειλόταν. Ένιωθε ότι τίποτα δεν την γέμιζε. Ό,τι λεφτά και να έπαιρνε, όσους ανθρώπους και να έσωζε. Της έλειπε η οικογένειά της. Της έλειπαν οι γονείς της και ο αδερφός της, που τόσο αγαπημένοι ήταν όλοι. Ο Μανώλης τα άκουγε όλα αυτά και την θαύμαζε. Ανησυχούσε όμως. Πώς θα της έλεγε όλα αυτά που είχε περάσει εκείνος; Όλη την βραδιά ρωτούσε την Τριανταφυλλιά λεπτομέρειες για την ζωή της μήπως και ξεχαστεί και δεν τον ρωτήσει για την δική του παιδική ηλικία. Πώς λες σε έναν άνθρωπο που έχει περάσει μια παιδική ηλικία μέσα στην αγάπη και την φροντίδα πως η δική σου ήταν μέσα στον πόνο και στο ξύλο;

Η Τριανταφυλλιά περιέγραψε το τέλος μιας τυπικής μέρα της ενήλικης ζωής της: γύριζε από την δουλειά της και έπαιρνε τηλέφωνο την μαμά της να πούνε τα νέα της ημέρας. Η δική του η μάνα ποτέ δεν τον ρώτησε πώς ήταν η μέρα του. Η Τριανταφυλλιά του εξηγούσε πως ήταν πολύ δύσκολο να μεγαλώνει με έναν μεγάλο αδερφό γιατί πολλές φορές τον κάλυπτε για τις αταξίες του και τιμωρούσαν εκείνη, κλείνοντάς την στο δωμάτιο για λίγες ώρες. Παράλληλα, ο Μανώλης θυμήθηκε μια συγκεκριμένη στιγμή που είχε σπάσει ο πατέρας του από τα νεύρα του ένα τασάκι όταν τσακωνόταν με την μάνα του και εκείνη άρπαξε τον Μανώλη και τον χτυπούσε με μένος στην πλάτη, στην μέση, στο πρόσωπο. Κατόπιν δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι ο λόγος που τον έδειρε ήταν γιατί είχαν ξεχάσει να τον πάρουν από το σχολείο και όταν τους πήρε η δασκάλα τηλέφωνο, η μητέρα του  ένιωσε πολύ μεγάλη ντροπή. Για κάποιο λόγο, εκείνος ήταν πολύ καλός και σωστός λόγος να αφήσει τον μικρό Μανώλη με τρεις μελανιές στην πλάτη και μια ακόμα πληγή στην καρδιά.

Φεύγοντας από το ραντεβού με την Τριανταφυλλιά σκέφτηκε ότι, αν όντως ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον, θα τον καταλάβαινε όταν κάποια στιγμή της εξιστορούσε την παιδική του ηλικία.

Την επόμενη μέρα ο Μανώλης είχε ένα ραντεβού πιο σημαντικό, πιο επίπονο. Ήταν η ώρα να βρεθεί με τον πατέρα του.

Μπαίνοντας στο εστιατόριο ο Μανώλης, είδε τον πατέρα του και κάτι σκίρτησε μέσα του. Είχε χρόνια να τον δει. Είχαν κρατήσει τυπικές σχέσεις μεν αλλά δεν βρισκόντουσαν. Εντολή της μητέρας. Το παντρεμένο ζευγάρι είναι ένα. Ένα σώμα. Ένα μυαλό.

«Γειά σου μπαμπά. Τι κάνεις;» χαιρέτησε τον μπαμπά του με μια ψυχρή αγκαλιά που άγγιζε το όριο της άβολης αγκαλιάς.

«Καλώς τον. Πώς είσαι αγόρι μου; Τι είναι αυτά τα σημάδια που έχεις στο πρόσωπο;»

«Είχα ένα ατύχημα πριν δυο εβδομάδες. Με πάτησε αμάξι. Ευτυχώς σώθηκα στο νοσοκομείο».

Ο Μανώλης είδε κάτι για πρώτη φορά στην ζωή του. Είδε τον πατέρα του να δακρύζει. Για εκείνον. Δεν ήξερε πώς αισθανόταν για αυτό. Από την μια ήταν χαρούμενος γιατί για πρώτη φορά ένιωσε ότι αξίζει τόσο στον πατέρα ώστε να τον κάνει να ρίξει ένα δάκρυ. Από την άλλη φοβόταν αυτό το πρωτόγνωρο συναίσθημα θλίψης και χαράς μαζί.

«Είμαι εντάξει τώρα, δεν είναι ανάγκη να κλαις μπαμπά».

«Το ξέρω παιδί μου και χαίρομαι. Δοξάζω τον Θεό που σε έσωσε. Δεν κλαίω για αυτό όμως. Κλαίω γιατί τώρα συνειδητοποίησα το κακό που σου προξενήσαμε. Ως πατέρας σου έπρεπε να το μάθω πρώτος και το έμαθα τελευταίος. Και φταίω εγώ. Θα ήθελα να έρθουμε πιο κοντά παιδί μου. Άσε με να είμαι στην ζωή σου. Όσο εσύ θες. Από το καθόλου προτιμώ το λίγο. Έχω μετανιώσει για όσα έχουμε κάνει. Με την μάνα σου είμαστε παντρεμένοι. Είμαστε ένα. Τα λάθη της είναι και δικά μου, ο εγωισμός της είναι και δικός μου. Αλλά δεν θα χάσω το σπλάχνο μου λόγω εγωισμού αγόρι μου. Δώσε μου μια ευκαιρία να λυτρωθώ και να επανορθώσω για τα λάθη μου. Σε παρακαλώ, για όσα χρόνια μου μένουν, θα με αφήσεις να είμαι μέρος της ζωής σου;»

Ο Μανώλης δάκρυσε. «Φταίω εγώ» είπε ο πατέρας του. Αυτό ήταν το κλειδί!

Για αυτό τόσα χρόνια δεν μπορούσε να ξεφύγει. Ενώ είχε αποδεχτεί ότι δεν έφταιγε εκείνος που δεν τον αγάπησε η μαμά του, δεν είχε καταλάβει ποτέ ποια ήταν τα λάθη του και τον έδερνε αλύπητα. Και αυτό τον επηρέαζε στην ενήλικη ζωή του. Δύσκολο να καταλάβεις τα λάθη σου όταν ξέρεις ότι η τιμωρία γι’ αυτά είναι το ξύλο. Τόσο καιρό ο Μανώλης πίστευε ότι έκανε λάθη των οποίων η τιμωρία θα έπρεπε να μην ήταν τόσο βάναυση. Δεν συνειδητοποίησε ποτέ ότι, εκτός από την αδιαφορία των γονιών του, αυτό που τον έτρωγε ήταν το ποιά ήταν τα λάθη του. Τύψεις. Αυτό ήταν που τον έτρωγε.

«Να σε ρωτήσω κάτι μπαμπά; Αυτό είναι και το πιστεύω της γυναίκας σου;»

Ο πατέρας έσκυψε το κεφάλι του από ντροπή.

«Εγώ και η μάνα σου είμαστε ένα Μανώλη μου. Ένα σε όλα. Όπου πάει η μάνα σου ακολουθώ και εγώ. Σε αυτό το θέμα όμως είναι ανένδοτη. Βλέπεις γιε μου, ο παπάς στην εκκλησία είπε “ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν”. Πώς να στο εξηγήσω; Είναι σαν να είμαστε δυο ψυχές σε ένα σώμα. Για την συμπεριφορά της ευθύνομαι και εγώ. Έτσι και εκείνη θα έπρεπε να πράττει το ίδιο με εμένα όσον αφορά το παιδί της. Αλλά δυστυχώς γιε μου, η μαμά σου πάντα λογάριαζε την δική μου ψυχή ακόλουθο της δικής της. Δεν είναι έτσι πλέον. Εγώ τον διάλεξα τον δρόμο μου. Προτιμώ να έχω το παιδί μου στην ζωή μου, παρά να ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου με την μητέρα σου και τα λάθη της. Ο λόγος που δεν της είπα για την σημερινή συνάντηση είναι γιατί δεν θέλω άλλο την καταπίεση της. Εγώ αναγνώρισα τα λάθη μου και το μέγεθός τους. Αν εκείνη αποφασίσει ότι δεν έχει κάνει λάθη, εγώ δεν θα την ακολουθήσω. Αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει τώρα να ακολουθήσω ξεχωριστούς δρόμους, θα το δεχτώ. Δεν θέλω να φύγω και να ξέρω ότι έφερα στον κόσμο το παιδί μου και το έκανα δυστυχισμένο».

Ο Μανώλης, συγκινημένος, κατάλαβε ότι πλέον θα μπορούσε να έχει μια πολύ καλή σχέση με τον πατέρα του. Θα χτιζόταν με τον χρόνο και δυστυχώς είχαν χαθεί πολλά χρόνια που δεν γύριζαν πίσω. Παρόλα αυτά ο Μανώλης ένιωθε μια αισιοδοξία μέσα του. Του έφτανε που πλέον θα ένιωθε ότι είχε έναν γονιό που τον αγαπάει και μπορεί να έχει μια φυσιολογική σχέση.

«Σε ευχαριστώ πολύ μπαμπά. Θα τα βρούμε παρακάτω όλα. Σε ευχαριστώ που πάλεψες για το παιδί σου».

«Έχε λίγο υπομονή και η μάνα σου θα καταλάβει το λάθος της. Είμαι σίγουρος»

Μετά από λίγες ημέρες, ο πατέρας του Μανώλη έκανε μια συζήτηση με την μητέρα του για την συμφιλίωση με το παιδί τους.

«Πήγες πίσω από την πλάτη μου και τα βρήκες μαζί του μετά από τον τρόπο που μου μίλησε; Ή μήπως ξέχασες τι είχε πει; “Ξέχνα ότι έχεις παιδί” είχε πει. Θα του ζητήσω και συγνώμη; Όλοι φάγαμε ξύλο, τόσο κατάκαρδα δεν το πήρε κανένας. Μην τολμήσεις να του ξαναμιλήσεις! Πώς με πρόδωσες έτσι;» είπε η μητέρα του νιώθοντας τον εγωισμό της πληγωμένο.

«Είναι παιδί μας και το έχουμε πληγώσει ανεπανόρθωτα. Έχεις και εσύ μερίδιο σε αυτό ξέρεις. Στο παιδί μου θα ξαναμιλήσω και θα γίνω ο πατέρας που έπρεπε να είχα γίνει από όταν γεννήθηκε. Αν δεν μπορείς να το δεχτείς οι δρόμοι μας θα χωρίσουν».

Ο πατέρας του Μανώλη ήταν αποφασισμένος να επανορθώσει και δεν είχε πρόβλημα να θυσίαζε τον γάμο του αν χρειαζόταν. Η μητέρα του κοντοστάθηκε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Η θέση της ήταν δύσκολη. Έτσι, αποφάσισε να διαλέξει τον πιο εύκολο δρόμο.

« Εντάξει λοιπόν. Πες του να έρθει αύριο για φαγητό να μιλήσουμε».

**

Το επόμενο βράδυ ο Μανώλης κατευθυνόταν προς το πατρικό του για το δείπνο απολογίας. Είχε τις επιφυλάξεις του για αυτό το τραπέζι καθώς πάντα κατέληγε με την μητέρα του να φωνάζει και τον Μανώλη να κουβαλάει σαν τον Άτλαντα τόνους τοξικότητας.

Μπαίνοντας στο σπίτι και αντικρίζοντας την μάνα του ένιωσε μια αντιπάθεια, ένα μίσος, αλλά παράλληλα και τόση ανάγκη να της πει όλα αυτά που είχε καταλάβει.

«Καλώς τον. Έλα παιδί μου, κάτσε να μιλήσουμε λίγο» είπε η μητέρα του με περισσή ευγένεια.

«Ευχαριστώ» είπε ο Μανώλης καθήμενος στην μόνη πολυθρόνα, έτσι ώστε η μαμά του να μην μπορέσει να κάτσει δίπλα του.

«Ο μπαμπάς μου είπε ότι ήθελες να μιλήσουμε. Σε ακούω» συνεχίζει ο Μανώλης.

«Άκουσε να δεις παιδί μου, καταλαβαίνω ότι είσαι πληγωμένος μαζί μου και από εγωισμό θες να ακούσεις και το δικό μου συγνώμη αλλά δεν έχεις δικαίωμα να βάζεις λόγια στον πατέρα σου για να με χωρίσει για να πάρεις εσύ αυτό που θες».

Σαστισμένος ο Μανώλης της απάντησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε:

«Πρέπει να καταλάβεις ότι φταις επιτέλους! Δεν ήσουν σωστή μάνα. Δεν ήσουν καν μάνα! Σε όλες τις αποφάσεις που έπρεπε να βάζεις ως προτεραιότητα το παιδί σου εσύ έβαζες τον εαυτό σου. Ποτέ δεν έβαλες πίσω τον εγωισμό σου και αυτό θα σου κοστίσει τον γάμο σου και εμένα».

Η αντίδραση της μητέρας του ήταν γνωστή και αναμενόμενη. Σαν μαστίγιο προσγειώθηκε το χέρι της στο πρόσωπο του Μανώλη. Δεν την ενδιέφερε καν για το ατύχημα του γιου της. Ούτε για τις πληγές του που ήταν ακόμα ανοιχτές. Για εκείνη ήταν ευαίσθητα σημεία που θα τα αξιοποιούσε στην προσπάθεια της να πονέσει τον Μανώλη προκειμένου εκείνος να ζητήσει συγνώμη. Έπρεπε εκείνος να παραδοθεί στην τρέλα της μαμάς του προκειμένου να βρει σωτηρία. Όταν πια κουράστηκαν τα χέρια της, άρπαξε το καλώδιο που φόρτιζε το κινητό της και τον μαστίγωνε στην πλάτη με δύναμη και μίσος.

Ο Μανώλης δεν έκλαιγε. Δεν πληγωνόταν. Εκείνη την στιγμή κατάλαβε ότι η μάνα του δεν ήταν τίποτα άλλο από μια γυναίκα που έχριζε ψυχολογικής και ψυχιατρικής βοήθειας. Μέσα στις σκέψεις του πρόλαβε και είδε τον πατέρα του να προσπαθεί να την σταματήσει και όταν εκείνη προσποιούταν ότι ηρεμούσε πετούσε στον Μανώλη όποιο γυάλινο διακοσμητικό μπολάκι έβρισκε δίπλα της. Ο Μανώλης υπέμενε για μια τελευταία φορά το ξύλο για να μπορέσει να φύγει ζωντανός από εκεί. Η πλάτη του πονούσε και το πρόσωπό του είχε σημάδια από τα δυο μπολ που τον βρήκαν ξυστά στο μάτι. Το δεξί του φρύδι είχε ματώσει.

Μετά από λίγο τα νεύρα της μητέρας του πέρασαν. Βοήθησε ο πατέρας του αρκετά αυτή τη φορά. Ήταν ασφαλής να φύγει. Άνοιξε την πόρτα και έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω του.

Πίσω στο σπίτι του, φροντίζοντας τις πληγές της πλάτης του από το καλώδιο με το οποίο τον είχε χτυπήσει η μαμά του, κατάλαβε ότι τελικά δεν ήταν ούτε φταίχτης ούτε κακό παιδί. Ήταν απλά άτυχος. Άτυχος γιατί η μητέρα του ήταν αυτήν η γυναίκα. Μια γυναίκα που δεν μπορεί να αισθανθεί την πιο όμορφη μορφή αγάπης όπως η μητρική. Δεν έχει ανιδιοτελή αγάπη. Οι πράξεις της βασίζονταν στο να παίρνει πάντα πίσω. Ακόμα και για το ίδιο της το παιδί. Η αγάπη που μπορούσε να νιώσει ήταν καθαρά εγωιστική και μόνο.

«Κακώς αισθανόμουν λίγος μπροστά της, κακώς απορούσα γιατί η μητέρα μου δεν με αγάπησε» είπε κοιτώντας τον εαυτό του στον καθρέφτη.

«Έπρεπε να την λυπάσαι και τίποτα άλλο. Δυστυχώς τίποτα άλλο δεν μπορείς να κάνεις πια. Είσαι ελεύθερος πια! Πέτα τις τύψεις από πάνω σου! Ήσουν το παιδί μιας μάνας που δεν μπορεί να νιώσει μητρική αγάπη. Κρίμα για αυτήν! Έχεις μια δεύτερη ευκαιρία στην ζωή για να ζήσεις και εσύ την ξοδεύεις σε άγονες τύψεις! Ηλίθιε! Από τώρα ζεις χωρίς τα βαρίδια του παρελθόντος!»

Εκείνο το βράδυ ήταν το πρώτο μετά από 35 χρόνια που έπεσε στο κρεβάτι του και ένιωσε ότι το αύριο θα είναι μια καλύτερη μέρα.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: