Η Αύρα ήταν βυθισμένη στην απελπισία. Πώς ήρθαν, έτσι ξαφνικά, τα πάνω-κάτω στη ζωή της;
Πριν από ένα χρόνο ζούσε υπέροχα. Ο άντρας της, ο Βασίλης, κουβαλητής και εξαιρετικό παιδί. Δυο δουλειές έκανε για να μην λείψει τίποτα στην οικογένειά του. Τον ελεύθερο χρόνο τον περνούσε με τον πιτσιρίκο. Τα βράδια, όσο κουρασμένος κι αν ήταν απ’ τη δουλειά, θα έπαιζε μαζί του ή θα του έλυνε τυχόν απορίες που είχε στα μαθήματα. Πλήρωνε εξάλλου και δασκάλα που ερχόταν το απόγευμα για να τον ‘διαβάσει’. Ο γιος του ήταν ο κόσμος του όλος. Και το παιδί τον λάτρευε. Τη δε Αύρα την είχε στα όπα όπα. Τα Σαββατοκύριακα που δε δούλευε μαγείρευε εκείνος, της είχε γυναίκα για τις δουλειές του σπιτιού και το μισθό της τον ξόδευε η Αύρα αποκλειστικά σε δικές της ανάγκες, χωρίς να συμμετέχει στα έξοδα του σπιτιού. Χώρια που δεν της έλειπαν τα δώρα απ’ τον άντρα της. Έτσι ήταν ο Βασίλης, γαλαντόμος και κιμπάρης. Ο Βασίλης άνετα έπαιρνε βραβείο για τον καλύτερο σύζυγο του κόσμου. Πρόσφερε στη Αύρα ασφάλεια, μια άνετη ζωή και την αμέριστη αγάπη και στήριξή του. Μία φορά που η πεθερά της πήγε να της κάνει παρατήρηση, ποιος είδε το Βασίλη και δεν τον φοβήθηκε.
«Σου απαγορεύω να μιλάς έτσι στη γυναίκα μου!», είπε νευριασμένα και χτύπησε το χέρι στο τραπέζι. Με τις κλωτσιές έδιωξε τη μάνα του εκείνη την ημέρα. Νερό έπινε στο όνομα της Αύρας ο Βασίλης και δε σήκωνε καμία κουβέντα για τον άνθρωπό του.
Φωτιά θα έπεφτε να την κάψει αν είχε η Αύρα παράπονο από το Βασίλη.
Και ο Φώτης, όμως, μια χαρά παλικάρι. Όμορφος, ευγενικός, μ’ ένα σώμα γραμμωμένο, σκέτη κόλαση. Ο Φώτης ήταν ο εραστής της Αύρας. Τον είχε γνωρίσει στο γυμναστήριο. Ήταν ο personal trainer της, που πλήρωνε φυσικά ο Βασίλης. Η Αύρα διέθετε ήδη ένα καλλίγραμμο κορμί, με τις ασκήσεις όμως που της έδειξε ο Φωτάκος το κορμί αυτό έγινε θανατηφόρο μεταφορικά αλλά… και κυριολεκτικά. Ο άντρας αυτός ήταν αρκετά νεότερός της και τη γέμιζε ενέργεια και όρεξη για ζωή. Η Αύρα ούτως ή άλλως ήταν φιλάρεσκη γυναίκα. Ήθελε ν’ αρέσει. Καμάρωνε όταν κυκλοφορούσε συνοδευόμενη από το Φώτη. Έπαιρνε και τις φίλες της μαζί για ξεκάρφωμα. Ο Βασίλης δεν είχε κολλήματα να βγαίνει η γυναίκα του με τις παρέες της. Της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Εξάλλου δεν του είχε δώσει ποτέ δικαιώματα να αμφιβάλει για την πίστη και αφοσίωσή της – έτσι τουλάχιστον ήθελε να πιστεύει. Ήξερε ότι η γυναίκα του μετρούσε και μάλιστα επαιρόταν γι’ αυτό. Ο Βασίλης κάποια βράδια γυρνούσε πολύ αργά από τη δεύτερη δουλειά. Δεν μπορούσε να απαιτήσει από τη γυναίκα του να μείνει κλεισμένη μέσα σαν το ποντίκι. Όταν ήθελε, έβγαινε ελεύθερα. Ο Βασίλης πλήρωνε babysitter να προσέχει το παιδί ή το πρόσεχε ο ίδιος όταν ήταν σπίτι και έβγαινε μόνη της η Αύρα.
Διπλό ταμπλό, διπλές απολαύσεις. Ο ένας άντρας συμπλήρωνε τον άλλον και το σώμα και η ψυχή της Αύρας ήταν χορτάτα. Η σχέση με τον Φώτη είχε πάθος, έγειρε περισσότερο προς το σαρκικό, χωρίς ωστόσο να υπολείπεται συναισθήματος. Νοιάζονταν ο ένας τον άλλον και η παράλληλη σχέση, αυτή καθαυτή, ήταν μονογαμική. Αντάλλασσαν μηνύματα, επικοινωνούσαν στα κοινωνικά δίκτυα, μιλούσαν με τις ώρες στο τηλέφωνο όταν η Αύρα ήταν μόνη στο σπίτι. Ο Βασίλης δεν έψαχνε ποτέ κινητό ούτε παρακολουθούσε τις κινήσεις της Αύρας. Δεν είχε λόγο εξάλλου. Η γυναίκα του τον υπεραγαπούσε και του το ’δειχνε συνέχεια.
Η αλήθεια ήταν ότι η Αύρα πασά τον έκανε να νιώθει το Βασίλη. Εκτιμούσε τον ακέραιο χαρακτήρα του και κοντά του δεν καταπιεζόταν και δεν ασφυκτιούσε. Αυτό που της άρεσε περισσότερο πάνω στον άντρα της ήταν ότι είχε αυτοπεποίθηση, δεν ήταν κομπλεξικός και δεν τη ζήλευε. Γούσταρε που είχε δίπλα του μια εμφανίσιμη και τσαχπίνα γυναίκα και φυσικά δεν ήθελε να τη χάσει. Γι’ αυτό έπαιζε τα χαρτιά του σωστά για να μη του φύγει το δέκα το καλό. Η ίδια δεν ήθελε επίσης να χάσει τη βολή της και αυτόν τον υπέροχο και υποστηρικτικό σύζυγο και πατέρα του παιδιού της. Αυτή με τη σειρά της έκανε το Βασίλη να νιώθει ξεχωριστός. Παίνευε πάντα τη νοικοκυροσύνη και προκοπή του, τον ευχαριστούσε πάντα για ό,τι πρόσφερε στην οικογένειά τους, δεν τον γκρίνιαζε, του έφτιαχνε τα αγαπημένα του φαγητά και δεν παρέλειπε κάθε λίγο και λιγάκι τις ‘ιδιαίτερες περιποιήσεις’ και τις φιλοφρονήσεις για τις επιδόσεις του Βασίλη. Δεν τον παραμελούσε. Απεναντίας, ο Βασίλης ήταν πάντα στο επίκεντρο.
Με τον Φώτη γέμιζε τις μπαταρίες της για να τα προσφέρει όλα αυτά στο Βασίλη. Ο Φώτης ήταν το ελιξίριο της νεότητας για το σώμα και για την ψυχή της. Επ’ ουδενί τρόπω βέβαια θα χάλαγε το σπίτι της. Α, όλα κι όλα! Το στεφάνι στεφάνι και οι ασκήσεις ασκήσεις. Είχε κι ένα ηθικό υπόβαθρο!
Οι συναντήσεις/συνευρέσεις με το Φώτη γίνονταν όπου λάχει, ακόμα και στο σπίτι της. Τι στο καλό personal trainer ήταν αν δεν έκανε κατ’ οίκον επισκέψεις. Συμφωνούσε και ο Βασίλης. Όταν το πεδίο ήταν ελεύθερο, Βασίλης στη δουλειά και το παιδί στο σχολείο, η Αύρα χτυπούσε καμιά αδειούλα απ’ τη δουλειά (είχε τον τρόπο της με τον διευθυντή) και επιδιδόταν στις… ασκήσεις υπό την καθοδήγηση φυσικά του προπονητή της. Οι γείτονες και ο περίγυρος ψιθύριζαν διάφορα, ποιος να τολμούσε βέβαια να σφυρίξει κάτι στο Βασίλη. Εδώ αποπήρε την ίδια του τη μάνα δι’ ασήμαντον αφορμή!
Τις περισσότερες φορές το παράνομο ζευγάρι βρισκόταν κάπου πιο απόμερα. Η Αύρα πήγαινε με το αυτοκίνητό της, που της έκανε δώρο ο Βασίλης, και ο Φώτης με την μεγάλου κυβισμού μηχανή του. Ένα βράδυ που είχαν κανονίσει ραντεβού, η Αύρα δεν είχε πολύ χρόνο καθώς η babysitter δεν μπορούσε εκείνη τη νύχτα να μείνει ως αργά και ο Βασίλης δούλευε. Πήρε τον Φώτη να βιαστεί να έρθει, για να προλάβουν. Μετά το τηλεφώνημα της αγαπημένης του έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα για να προλάβει. Δεν έφτασε ποτέ…
Η Αύρα επέστεψε σπίτι της ράκος. Ο Βασίλης είχε γυρίσει. Φοβήθηκε μόλις την είδε σε αυτά τα χάλια. Αυτή έπρεπε μέσα στην τεράστια, ενοχική της θλίψη να καλύψει τον εαυτό της και να μην καρφωθεί.
«Ο Φώτης, το παιδί από το γυμναστήριο, τον είχες γνωρίσει…», ξεκίνησε ξεσπώντας σε λυγμούς, «…σκοτώθηκε απόψε. Με πήραν τα κορίτσια πριν λίγο και μου το ’παν», συνέχισε με μεγάλη δυσκολία τη διήγησή της.
«Κρίμα το παλικάρι. Πολύ συμπαθητικός νέος. Πώς έγινε;»
«Δεν ξέρω λεπτομέρειες», αποκρίθηκε και αποσύρθηκε στο υπνοδωμάτιο.
Δεν παρέστη στην κηδεία. Δεν είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό της, φοβόταν μην προδοθεί. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που ήξεραν ή είχαν υποψιαστεί τη σχέση τους, μεταξύ των οποίων και η πεθερά της που κάτι της είχε πετάξει στα μουλωχτά. Ο διάολος είχε πολλά ποδάρια. Αν ήξερε κάποιος ότι ο Φώτης το μοιραίο βράδυ είχε πονηρό ραντεβού με την Αύρα και της επέρριπτε ευθύνες, μέσα στον κόσμο, τι θα έκανε μετά; Παντρεμένη γυναίκα ήταν. Είχε μία υπόληψη να προστατεύσει. Όχι. Θα τον πενθούσε βουβά και από μακριά. Δεν θα διακινδύνευε το γάμο της, τώρα μάλιστα που δεν υπήρχε καν εραστής!
Η απώλεια, αλλά κυρίως οι τύψεις, τη βασάνιζαν για μήνες. Ο Βασίλης, όπως πάντα υποστηρικτικός καθώς δεν είχε υποψιαστεί τίποτα. Απέδωσε τη θλίψη της στο ιδιαίτερο δέσιμο που είχαν αναπτύξει λόγω της συνεργασίας τους. Ίσως η γυναίκα του να ένιωθε μητρική στοργή για το παλικάρι αυτό.
Άρχισε κάπως να συνέρχεται η Αύρα και να θυμίζει τον παλιό καλό της εαυτό, όταν ήρθε το δεύτερο χτύπημα. Ο Βασίλης διεγνώσθη με ανίατη ασθένεια. Τη γη έχασε κάτω από τα πόδια της. Ο Βασίλης, ο δικός της Βασίλης που έστυβε την πέτρα, ήταν βαριά άρρωστος με καμία ελπίδα σωτηρίας. Και το παιδί, τι θα γινόταν το παιδί, αυτό του είχε τρομερή αδυναμία. Η ίδια δεν είχε φοβερά αναπτυγμένο το μητρικό ένστικτο. Ήταν και αγόρι, τον χρειαζόταν τον πατέρα του. Συμφορά που την βρήκε!
Η Αύρα του στάθηκε του άντρα της. Στους καλύτερους γιατρούς τον έτρεξε. Δυστυχώς και εκεί επήλθε το μοιραίο. Συντετριμμένη ήταν. Τελικά είχε πολύ αρνητική αύρα! Τον Βασίλη μπόρεσε να τον πενθήσει και να τον κλάψει, χωρίς παρεξήγηση, ήταν ο σύζυγός της.
Μετά από τον καφέ της παρηγοριάς και το τραπέζι της συγχωρέσεως, κάποιοι τη συνόδευσαν στο σπίτι να της δώσουν κουράγιο. Αφού έφυγε και ο τελευταίος, έκλεισε η πόρτα.
«Και τώρα οι δυο μας», της είπε, με ένα βλέμμα μίσους, η πεθερά της.