«Μαργαρίτα, τρέχα! Θα μας πιάσουν και αν μας πιάσουν, θα κερδίσουν!»
«Δε θα μας κερδίσουν, Δημήτρη! Το δέντρο είναι δικό μας!».
Ο ήχος από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας δεν τον τάραξε. Συνέχισε να κοιτάζει προσηλωμένος την κορνίζα που κρατούσε στα χέρια του.
«Τα καταφέραμε! Κερδίσαμε! Κερδίσαμε, Μαργαρίτα! Το δέντρο είναι δικό μας!»
«Μόνο δικό μας! Κανένας και τίποτα δεν θα μας το πάρει!»
Ένα ζευγάρι χέρια τυλίχτηκαν γύρω του και τότε μόνο μπόρεσε να ξεκολλήσει τα μάτια, αλλά και το μυαλό του από τη φωτογραφία. Την ακούμπησε προσεκτικά στη θέση της και ανταπέδωσε με πάθος την αγκαλιά που δέχτηκε. Όταν άνοιξε τα μάτια του, εκείνη δεν ήταν δίπλα του. Σηκώθηκε, έκανε ένα ντουζ και μια αόρατη δύναμη τον τράβηξε ξανά στη φωτογραφία.
Την έπιασε στα χέρια του ξανά. Χάιδεψε με ευλάβεια την κορνίζα από λευκό ξύλο και παρατήρησε προσεκτικά την φωτογραφία. Δύο παιδιά. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι γύρω στα δέκα, σκαρφαλωμένα σε ένα μεγάλο δέντρο λάμποντας από ευτυχία. Το αγόρι ήταν εκείνος και το κορίτσι, η Μαργαρίτα. Η Μαργαρίτα του.
Πήρε τη φωτογραφία και την ακούμπησε στην πολυθρόνα. Πήγε στην κουζίνα, έφτιαξε έναν καφέ και επέστρεψε κοντά της. ΄Άφησε την κούπα δίπλα του και συνέχισε να χαζεύει την φωτογραφία. Ως δια μαγείας, ήρθε ξανά η φωνή της στα αυτιά του… «Αυτό το δέντρο είναι μόνο δικό μας!». Πόσο δίκιο είχε η Μαργαρίτα!
Άφησε το μυαλό του ελεύθερο να ταξιδέψει είκοσι χρόνια πίσω. Όταν συνάντησε τη Μαργαρίτα για πρώτη φορά, ένα μακρινό καλοκαίρι, στη θάλασσα. Προσπαθούσε να χτίσει έναν πύργο με τα κουβαδάκια της και εκείνος, σαν σωστός ιππότης, προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει. Έκτοτε, ήταν αχώριστοι. Τα σπίτια τους γειτονικά και εκείνοι κάθε μέρα μαζί. Το πρωί για μπάνιο στη θάλασσα, το μεσημέρι πότε έτρωγαν στο δικό του σπίτι και πότε στης Μαργαρίτας, μετά το φαγητό μια ώρα ύπνος και μετά θάλασσα μέχρι το βράδυ. Κάθε μέρα, η ίδια ρουτίνα. Μαγικό καλοκαίρι!
Εκείνο το καλοκαίρι, βρήκαν και εκείνον τον γερο-πλάτανο κρυμμένο στην αυλή της εκκλησίας. Τον ερωτεύτηκαν και οι δύο κεραυνοβόλα. Έδωσαν μάχη με κάτι μεγαλύτερους για να κερδίσουν τη σκιά και τον κορμό του κι έκτοτε, αυτός ο πλάτανος έγινε το καταφύγιό τους. Εκεί περνούσαν ατελείωτες ώρες παίζοντας και καταστρώνοντας σχέδια.
Όταν όμως πλησίασε ο Σεπτέμβριος, οι δρόμοι χώρισαν. Εκείνος στην Αθήνα και εκείνη στη Θεσσαλονίκη. Με δάκρυα στα μάτια και σφιχτές αγκαλιές αποχαιρέτησε ο ένας τον άλλον και έδωσαν υπόσχεση συνάντησης το επόμενο καλοκαίρι. Κάτω από τον πλάτανο. Εκείνη την ημέρα τραβήχτηκε και η πρώτη τους φωτογραφία.
Η υπόσχεση κρατήθηκε και κάθε καλοκαίρι συναντιόντουσαν στο ίδιο σημείο. Επί δέκα χρόνια, δεν τους χώριζε κανείς. Όπου ο Δημήτρης, τσουπ και η Μαργαρίτα και το αντίστροφο. Κάθε Σεπτέμβρη χάραζαν και μια καρδιά στο δέντρο, ώστε στο τέλος να μετρήσουν πόσες φορές τήρησαν την υπόσχεσή τους και όταν έλεγαν «τέλος», εννοούσαν όταν θα παντρευόντουσαν. Γιατί αυτό ήταν το όνειρό τους. Να παντρευτούν κάτω από τον πλάτανο.
Όταν έκλεισαν τα δεκαέξι, άλλαξαν πολλά. Ο Δημήτρης έκανε πολλές και πολύωρες προπονήσεις γιατί ήθελε να ασχοληθεί επαγγελματικά με το μπάσκετ και η Μαργαρίτα άρχισε να πίνει και να ξενυχτάει. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην περνούν τόσο χρόνο μαζί. Έκαναν νέες παρέες, αλλά πάντα, έστω και για λίγο, έβρισκαν χρόνο για τον γερο-πλάτανο.
Εκείνη τη χρονιά, ξέσπασε και ο πρώτος καβγάς. Ο Δημήτρης προσπαθούσε να συνετίσει τη Μαργαρίτα και η Μαργαρίτα τον έβριζε γιατί με τον αθλητισμό είχε σταματήσει να ζει. Δεν μίλησαν για δέκα μέρες κι ας ήταν στο ίδιο σημείο. Ένα βράδυ είχαν βγει μια βόλτα χωριστά, αλλά στο ίδιο μέρος. Ο Δημήτρης δεν μιλιόταν. Ένιωθε μισός χωρίς εκείνη και όταν την είδε να μπαίνει από την πόρτα, σταμάτησε ο χρόνος.
Δεν είχε συνειδητοποιήσει πως είχαν μεγαλώσει. Η Μαργαρίτα φορούσε μια φούστα που άφηνε εκτεθειμένα τα καλλίγραμμα πόδια της, το άσπρο κοντό φανελάκι της άφηνε ελεύθερη μια υποψία δέρματος και τα ξανθά μακριά μαλλιά της σε συνδυασμό με τα πράσινα μάτια της την έκαναν να λάμπει. Ο Δημήτρης ένιωσε την ανάσα του να λιγοστεύει και τους χτύπους της καρδιά του να τον κουφαίνουν. Κατακόκκινος από ντροπή σηκώθηκε βιαστικά και έτρεξε προς την έξοδο. Η Μαργαρίτα τον είδε και τον ακολούθησε.
«Δημήτρη, όλα καλά;», ακούστηκε γεμάτη απορία η φωνή της πίσω του. Δεν γύρισε να την κοιτάξει. Ντρεπόταν για όσα ένιωσε μέσα στο μαγαζί. Την άκουσε να πλησιάζει. «Δημήτρη μου;», είπε ακουμπώντας τον στην πλάτη. Τότε γύρισε και την κοίταξε. Ένιωσε τα γόνατά του να λύνονται μόλις τα μαύρα μάτια του συνάντησαν τα δικά της.
«Σε παρακαλώ, Μαργαρίτα. Πρέπει να μείνουμε χώρια για λίγο!», κατάφερε να ψελλίσει νιώθοντας την καρδιά του να σκίζεται στα δύο.
«Έλα τώρα! Ένας χαζοκαβγάς ήταν. Λίγα μούτρα κάναμε! Σιγά το πράγμα!», ακούστηκε η τρεμάμενη φωνή της, αλλά ο Δημήτρης δεν αντέδρασε. Της φίλησε το μάγουλο και άρχισε να τρέχει προς το σπίτι αφήνοντάς την να τον κοιτάει με μάτια κλαμένα. Εκείνη τη χρονιά, ο Δημήτρης έφυγε πρώτος. Πήγε στον πλάτανο, σκάλισε μισή καρδιά και έφυγε δίχως να τη χαιρετήσει. Η Μαργαρίτα, μόλις αντίκρισε τη μισή καρδιά ξέσπασε σε λυγμούς και έμεινε μόνη της κάτω από τον πλάτανο.
Την επόμενη χρονιά, ο Δημήτρης δεν επέστρεψε στο χωριό για καλοκαίρι. Η Μαργαρίτα πέρασε το καλοκαίρι της διαβάζοντας, ψαρεύοντας και βλέποντας ταινίες. Περνούσε όλη την ημέρα της κάτω από τον γερο-πλάτανο είτε ζωγραφίζοντας, είτε παρακολουθώντας τους αγώνες του Δημήτρη από το κινητό της τηλέφωνο. Δεν είχαν καμία επικοινωνία τη χρονιά που πέρασε. Λες κι άνοιξε η Γη και τον κατάπιε. Η Μαργαρίτα όλη τη χρονιά καθόταν και χάζευε τις φωτογραφίες του στα social media. Ήταν τόσο όμορφος που ένιωθε το στομάχι της να σφίγγεται, αλλά δεν έδωσε ποτέ σημασία. Ήθελε απλά να τον δει. Πριν φύγει, χάραξε τη μισή καρδιά εκείνης της χρονιάς.
Την επόμενη χρονιά, κλεισμένα δεκαοχτώ πια και έχοντας ένα σωρό εμπειρίες να διηγηθεί στους φίλους, έφτασε ο Δημήτρης στο χωριό. Μόλις βγήκε από το αμάξι, την είδε μπροστά του. Το κορμί της είχε αποκτήσει καμπύλες, ενώ παρέμενε σφριγηλό και σοκολατένιο, τα μαλλιά της βρεγμένα και κατάξανθα και το χαμόγελό της λαμπερό όπως πάντα. Ένιωσε έναν μαγνήτη να τον τραβάει κοντά της και αμέσως την έκλεισε στην αγκαλιά του. Η Μαργαρίτα, μόλις συνειδητοποίησε ποιος την αγκάλιασε, άφησε τα δάκρυά της ελεύθερα. Τον έσφιξε πάνω στο κορμί της και ένιωσε επιτέλους γεμάτη. Εκείνος την έπιασε από το χέρι και την οδήγησε στον πλάτανο.
«Η περσινή καρδιά είναι ολόκληρη!», αναφώνησε η Μαργαρίτα και γύρισε να τον κοιτάξει.
«Ήρθα όταν τελείωσαν οι αγώνες! Πάντα έρχομαι. Δεν γινόταν να μην τηρήσω την υπόσχεσή μου!», είπε εκείνος χαμογελώντας.
«Άλλαξες!», είπε η Μαργαρίτα και τον πλησίασε. Πέρασε τα χέρια της μέσα απ’ τα μαύρα ανέμελα μαλλιά του, χάιδεψε το γυμνασμένο σώμα του. Πλέον η διαφορά ύψους ήταν αισθητή και η μυρωδιά από το κορμί του της δημιούργησε το σφίξιμο στο στομάχι. Η απόσταση ανάμεσά τους ήταν μηδαμινή και χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε απαλά στο στόμα. Αυτό το φιλί ήταν μονάχα η αρχή.
Εκείνη τη χρονιά ο Δημήτρης και η Μαργαρίτα έγιναν ένα. Ψυχικά και σωματικά. Εξομολογήθηκαν ο ένας στον άλλον όλα όσα ένιωσαν τη χρονιά που πέρασε, μίλησαν για κρυφές σκέψεις και ανομολόγητα πάθη έχοντας πάντα τα χέρια τους πλεγμένα και την καρδιά τους ορθάνοιχτη. Δεν είχε τολμήσει κανένας απ’ τους δύο να ερωτευτεί κάποιον άλλον. Περίμεναν να ζήσουν τα πάντα μεταξύ τους.
Ένα βράδυ, στη σοφίτα του σπιτιού της Μαργαρίτας, ανακάλυψαν τα μυστικά του έρωτα. Ενός δυνατού και αγνού έρωτα. Δίχως φόβο κυλίστηκαν σε ένα πάθος πρωτόγνωρο. Εξερεύνησαν τα σώματά τους και αφέθηκαν σε ένα συναίσθημα που όμοιό του δεν είχαν ξανανιώσει. Έπαψαν πια να είναι ο Δημήτρης και η Μαργαρίτα. Ήταν ο Δημήτρης της και η Μαργαρίτα του. Εκείνη τη χρονιά, η χαραγμένη καρδιά στον κορμό του γέρο-πλατάνου ήταν η πιο μεγάλη. Και η τελευταία…
Ο ήχος απ’ τα κλειδιά στην πόρτα, τον γύρισε στην πραγματικότητα. Ο καφές δίπλα του είχε κρυώσει και η κορνίζα είχε πέσει πάνω στο χαλί. Έκανε να τη μαζέψει, μα τα χέρια της τον πρόλαβαν.
«Ήρθε η ώρα! Πρέπει να φύγουμε… Δε θέλουμε να μας πιάσει η νύχτα! Πρέπει να ετοιμάσουμε και τα τελευταία πράγματα για το ταξίδι!», του είπε και του άφησε την κορνίζα στα χέρια. Ο Δημήτρης σηκώθηκε όρθιος, πλησίασε τη γυναίκα του και τη φίλησε. Έπειτα, πήγε στην κρεβατοκάμαρα να ντυθεί αφήνοντας την κορνίζα στην θέση της. Μετά από δύο ώρες οδήγησης βρέθηκαν μπροστά στον γέρο-πλάτανο. Μαζί τους ήταν οι γονείς του και οι γονείς της Μαργαρίτας. Κανένας δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση του παρά μόνον εκείνος.
Πήγε στον κορμό, τον χάιδεψε, γονάτισε μπροστά του και σκάλισε μια καρδιά. Ολόκληρη αυτή τη φορά. Κοίταξε τον κορμό. Έντεκα μισές καρδιές. Η τελευταία ολόκληρη από εκείνη τη χρονιά του έρωτά τους δώδεκα χρόνια πριν. Άφησε τα δάκρυά του να τρέξουν για τελευταία φορά. Το επόμενο πρωί θα έφευγε με τη γυναίκα του για την Αμερική. Θα έπαιρνε μαζί και τους γονείς του. Την χρειαζόταν αυτή την αλλαγή.
Όσο ήταν σκυμμένος, τον πλησίασε η μητέρα της Μαργαρίτας. Έκατσε δίπλα του, του έπιασε το χέρι και τον κοίταξε στα μάτια. Μόλις ο Δημήτρης αντίκρυσε τα μάτια της, ένιωσε την παρουσία της Μαργαρίτας κοντά του.
«Να θυμάσαι πως σε αγαπούσε! Αυτό να κρατήσεις! Κανένας μας δεν το περίμενε. Κανένας μας δεν το φαντάστηκε. Έχουν περάσει έντεκα χρόνια από τότε που τη νίκησε το τέρας. Μέσα σε έναν χρόνο μου την πήρε μακριά. Μέχρι το τέλος όμως ήλπιζε πως θα νικήσει και θα καταφέρει να σε παντρευτεί κάτω από τον πλάτανο. Μέχρι το τέλος, σε είχε μαζί της και σε ευχαριστώ γι’ αυτό. Φτάνει όμως! Έντεκα χρόνια πέρασαν. Σπούδασες, δούλεψες σκληρά, ερωτεύτηκες, παντρεύτηκες και τώρα θα έρθει και το μωρό σας. Φύγε! Ζήσε τη ζωή σου! Γέμισε τη με φως όπως γέμισες και τη ζωή της Μαργαρίτας μου. Πήγαινε στην γυναίκα σου, παιδί μου! Φτάνει πια!».
Όταν ο Δημήτρης κατάφερε να ελέγξει τα δάκρυά του, σηκώθηκε όρθιος, φίλησε τη μητέρα της Μαργαρίτας, κοίταξε τον γέρο-πλάτανο για τελευταία φορά και κατευθύνθηκε προς τη γυναίκα του. Έπλεξε το χέρι του στο δικό της, τη φίλησε και πήραν τον δρόμο της επιστροφής.
Κανένας δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω. Την υπόσχεσή του στη Μαργαρίτα την τήρησε. Μια καρδιά στον κορμό για κάθε φορά που θα επέστρεφε κι αυτή ήταν η τελευταία…