,

Η Κουτσομπόλα

Στην Ελλάδα λένε οι κάμερες ασφαλείας της γειτονιάς είναι οι νοικοκυρές των σπιτιών. Αυτές ξέρουν τι γίνεται σε κάθε σπίτι, το πρόγραμμα των γειτόνων, ακόμα και τα πιο κρυφά μυστικά τους.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η κυρά Φιλιώ έμενε χρόνια σε αυτή τη γειτονιά της Ξάνθης. Μια ήρεμη γειτονιά, με τα περισσότερα σπίτια να είναι γλυκές μονοκατοικίες που η όψη τους θυμίζει ένα ζεστό σπιτικό. Κάποιες πιο παλιές μονοκατοικίες όμως, ήταν ακατοίκητες για χρόνια. Έτσι ο δήμος τις γκρέμισε και έχτισε θεόρατες πολυκατοικίες. Εκεί θα νοίκιαζαν ή θα αγόραζαν νέα ζευγάρια που ήθελαν να ξεκινήσουν μια ζωή με καλύτερη ποιότητα και λιγότερο άγχος, ή μοναχικοί άνθρωποι που ήθελαν να κρυφτούν σε μια μικρή και ήρεμη πόλη. Σαφώς υπήρχαν και εκείνα τα ζευγάρια που η ζωή τους δεν ήταν ποτέ σταθερή και κάθε δυο χρόνια η δουλειά τους μετέθετε σε άλλη πόλη ή νησί.

Μια από αυτές τις πολυκατοικίες λοιπόν χτίστηκε και απέναντι από το σπίτι της κυρά Φιλιώς. Έξι ορόφους είχε και στην γειτονιά κυκλοφορούσε κουβέντα ότι τα σπίτια είχαν αγοραστεί ή νοικιαστεί πριν καν τελειώσει το χτίσιμο της πολυκατοικίας. Ένα χρόνο μετά, μετακόμισε στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας σε ένα γωνιακό και ωραίο διαμέρισμα ένα ζευγάρι. Την ημέρα της μετακόμισης, η κυρά Φιλιώ έπινε καφέ στην αυλή με την γειτόνισσά της και κοιτούσαν τους μεταφορείς. Το ζευγάρι είχε έρθει με ένα δικό τους αμάξι, ακριβό, μεγάλο και ωραίο. Η κοπέλα ήταν γλυκιά, ευγενική πολύ με τους εργάτες και πολύ ντροπαλή. Ο άντρας της από την άλλη, φαινόταν ένας ήρεμος άνθρωπος, λίγο απόμακρος όμως.

«Είναι πολύ νωρίς ακόμα Παναγιώτα για να βγάλουμε συμπεράσματα. Κάτσε να μπούνε στο σπίτι, να μάθουμε από πού κρατάει η σκούφια τους και θα δούμε τι λογής άνθρωποι είναι»

«Άντε μωρέ Φιλιώ τι να περιμένουμε. Δεν βλέπεις; Αυτός είναι σοβαρός όλη την ώρα και κρύος με την κοπέλα και η καημένη η κοπελίτσα τον κοιτάει και λιώνει. Αυτός είναι προβληματικός. Την κοπελίτσα θα πάρουμε από κοντά να μαθαίνουμε τι γίνεται»

«Καλά. Αλλά όχι αύριο. Δώσε μια εβδομάδα από τώρα να δούμε το πρόγραμμά τους. Αν είναι ο άντρας στο σπίτι, πώς θα ψαρέψουμε την κοπελίτσα; Άντε πιες τον καφέ σου τώρα και πάμε μέσα γιατί έχω και να μαγειρέψω και για τον Ανδρίκο μου. Ζήτησε παστίτσιο για σήμερα. Θέλω να είναι έτοιμο όταν έρθει από το μαγαζί το μεσημέρι».

«Αχ μωρέ Φιλιώ, πασά τον έχεις τον άντρα σου. Αχ, άπονη ζωή. Και εγώ έτσι τον είχα τον δικό μου μέχρι που με άφησε και έφυγε με εκείνη την πόρνη. Μα καλά αφήνεις το σπίτι σου, τα παιδιά σου, την γυναίκα σου για να το σκάσεις στην Γερμανία με μια που έκανε κονσομασιόν στα μαγαζιά;»

«Μην τα σκέφτεσαι αυτά τώρα. Έλα πάμε να με κάνεις παρέα όσο μαγειρεύω και μετά να πάμε σπίτι σου να κατεβάσουμε τις κουρτίνες».

Η υπόλοιπη μέρα πέρασε ήρεμα. Και η επόμενη μέρα και η μεθεπόμενη. Μια εβδομάδα μετά από αυτή την γλυκιά ρουτίνα, η Φιλιώ έφτιαξε ένα κέικ καρότο και περίμενε πότε θα βγει η γλυκιά κοπελίτσα από την πολυκατοικία για την συνηθισμένη βόλτα μέχρι τον κάδο να πετάξει τα σκουπίδια. Εδώ και μια εβδομάδα η Φιλιώ την είχε φακελώσει. Κάθε μέρα στις 11 με 12 το πρωί ξεκινούσε το μαγείρεμα, κατά τις 2 πετούσε τα σκουπίδια και κατά τις 3 ερχόταν ο λεγάμενος και τρώγανε. Μετά κάποια βράδια ο άντρας της έβγαινε δίχως εκείνη και μέχρι να κοιμηθεί η Φιλιώ δεν είχε γυρίσει. Δεν τον είχε συμπαθήσει η Φιλιώ. Σκεπτόμενη όλα αυτά λοιπόν, είδε ότι η ώρα είχε πάει 2 σχεδόν. Εκείνη την ώρα άρπαξε τα σκουπίδια και έτρεξε στον κάδο να τα πετάξει για να πιάσει κουβέντα με την νεαρή κοπέλα.

«Κάθε μέρα το ίδιο πρόγραμμα ε; Να είχαν όλες οι κοπέλες την νοικοκυροσύνη σου. Πώς σε λένε μάτια μου εσένα;» είπε η Φιλιώ.

«Δήμητρα. Με λένε Δήμητρα. Εσάς;» είπε η κοπέλα κόκκινη από την ντροπή της.

«Φιλιώ κορίτσι μου. Έλα να σε κεράσω ένα κέικ να τα πούμε. Μόλις το έβγαλα από τον φούρνο».

Η Δήμητρα κοντοστάθηκε.

«Άντε έλα να κάνουμε και λίγο παρέα. Μόνη σε ένα σπίτι όλη μέρα θα σε φάνε οι τοίχοι».

Με αυτά τα λόγια, η Φιλιώ κατάφερε την Δήμητρα και έκατσαν μαζί για έναν ελληνικό και λίγο κέικ.

Σιγά – σιγά ο καιρός περνούσε και η Δήμητρα ανοίχτηκε στην Φιλιώ, την έβλεπε σαν φίλη πια. Μάθανε η μια την ζωή της άλλης. Η Δήμητρα λοιπόν ήταν παιδί ομογενών από την Αμερική. Εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε μέχρι τα 18 της. Μετά ήρθε στην Ελλάδα για καλοκαιρινές διακοπές στην γιαγιά της στην Θεσσαλονίκη, ερωτεύτηκε την χώρα και δεν ξαναέφυγε ποτέ. Το ίδιο καλοκαίρι γνώρισε και ερωτεύτηκε και τον Νίκο, τον άνδρα της. Στρατιωτικός εκείνος, κάθε δυο χρόνια άλλαζαν σπίτι και πόλη. Πλέον ήταν 10 χρόνια μαζί.

«Δήμητρά μου ξέρεις πόσο σε συμπαθώ και αυτό που θα σου πω θα στο πω για το καλό σου και μόνο. Δεν είναι σωστό αγάπη μου ο άντρας σου να βγαίνει τόσο συχνά και χωρίς εσένα. Πού πάει; Με ποιους βγαίνει; Ο άντρας μου έχει το μαγαζί στο κέντρο της Ξάνθης και όσες φορές έχει δει τον άντρα σου έξω είναι πάντα μόνος του. Τον είδε δυο τρεις φορές να μπαίνει σε μια πολυκατοικία κατά τις δέκα το βράδυ. Πρόσεχε αγάπη μου, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πώς θα σου τα φέρει η ζωή».

«Πολυκατοικία; Θα είναι η ψυχολόγος του να δεις κυρά Φιλιώ. Στρατιωτικός τόσα χρόνια, έχει και αυτός προβλήματα. Ίσως πάει τόσο αργά στα ραντεβού για να μην τον πάρει κανένα μάτι».

Η Δήμητρα δικαιολόγησε τον άντρα της, αλλά τα λόγια της Φιλιώς ήταν σαν καρφί στην καρδιά. Εκείνο το βράδυ λοιπόν μίλησε με τον άντρα της στο βραδινό τραπέζι.

«Ξέρεις Νίκο μου, σε έχουν δει έξω οι γείτονες να μπαίνεις σε μια πολυκατοικία τα βράδια όταν φεύγεις από εδώ. Τι σου συμβαίνει; Τι μου κρατάς μυστικό;»

«Τι δουλειά έχεις εσύ και μιλάς για μένα με τους γείτονες; Αυτά κάνεις όταν λείπω; Με κουτσομπολεύεις με τις άλλες τις κατίνες; Δεν δέχομαι εγώ η γυναίκα μου να είναι κουτσομπόλα και γυναικούλα. Και δεν κατάλαβα; Ποια είσαι εσύ που θα μου κάνεις έλεγχο πού πάω και τι κάνω; Δουλειά σου εσένα είναι να φροντίζεις το σπίτι και τον άντρα σου. Αι σιχτίρ πια. Ένα φαΐ ήρθα να φάω και ούτε αυτό δεν με αφήνεις. Πάω να φάω έξω. Θα αργήσω. Μην με περιμένεις».

«Συγνώμη Νίκο μου δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω. Έλα να φάμε μαζί μην με αφήσεις μόνη μου και σήμερα»

«Άντε παράτα με!» ο Νίκος κοπάνησε την πόρτα και έφυγε.

Εκείνο το βράδυ η Δήμητρα δεν έκατσε άπραγη. Τον ακολούθησε. Ευτυχώς τον είχε πείσει να της πάρει ένα μικρό αυτοκινητάκι να το χρησιμοποιεί όταν πηγαίνει για ψώνια. Τον ακολούθησε σε όλα τα φανάρια, σε όλα τα στενά. Πού να πήγαινε; Μετά από 10 λεπτά περίπου τον είδε να μπαίνει σε μια πολυκατοικία και ενώ τον περίμενε για δυο ώρες, εκείνος δεν βγήκε ποτέ. Δεν ήξερε τι να κάνει. Έκανε το μόνο που ήξερε. Γύρισε πίσω, χτύπησε την πόρτα της Φιλιώς και της είπε τον πόνο της.

«Με είπε κουτσομπόλα κυρά Φιλιώ μου. Μου είπε ότι δεν είναι δουλειά μου να τον ρωτάω πού πάει και τι κάνει. Ποτέ δεν του έφερνα αντίρρηση, ότι ήθελε έλεγα ναι. Αλλά τι να κάνω; Τι είναι αυτό το σπίτι που πηγαίνει; Και δεν είναι η πρώτη φορά. Σε όποια πόλη και να μέναμε, πάντα έβγαινε, κυρίως μόνος του, αλλά ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι θα έμπαινε σε σπίτι που ποιος ξέρει τι είναι».

«Θα τα βρούμε όλα κορίτσι μου μην ανησυχείς».

Την επόμενη μέρα κιόλας η κυρά Φιλιώ πήρε την κυρά Παναγιώτα από δίπλα και πήγαν έξω από την πολυκατοικία. Ένα “ενοικιάζεται” φαινόταν στην πολυκατοικία κολλημένο απ’ έξω. Χτύπησαν τα κουδούνια του τρίτου, δεν ήταν και πολλά, δύο όλα και όλα. Στο ένα απάντησε ένας παππούλης και στο άλλο απάντησε μια γυναίκα. Σκέφτηκε η Φιλιώ ποιος είναι πιο πιθανό να γνωρίζει τον Νίκο.

«Γειά σας, ενδιαφερόμαστε να νοικιάσουμε το διαμέρισμα στην πολυκατοικία. Μπορούμε να σας κάνουμε κάποιες ερωτήσεις; Θα μας βοηθούσε πολύ να αποφασίσουμε».

«Ναι φυσικά. Ελάτε στον τρίτο, σας ανοίγω».

Ανοίγοντας την πόρτα η Φιλιώ με την Παναγιώτα, αντίκρυσαν μια γυναίκα γύρω στα 30, κοκκινομάλλα, όμορφη με ένα ακόμα πιο εντυπωσιακό σπίτι. Μοντέρνα έπιπλα. Και ακόμα πιο όμορφη ήταν η φωτογραφία στο τραπεζάκι με εκείνη και τον Νίκο.

«Είμαι η Άννα, χάρηκα. Ενδιαφέρεστε να νοικιάσετε το σπίτι, σωστά;»

«Ναι είναι για την κόρη μου. Είναι νιόπαντρη και σε λίγο καιρό θα έρθει μόνιμα εδώ. Εσείς είστε παντρεμένη;»

«Δεν είμαι παντρεμένη, όχι. Παρόλα αυτά, η πολυκατοικία είναι πολύ ήσυχη και κατάλληλη και για οικογένεια».

«Πολύ καλά. Εσείς; Μένετε μόνη σας εδώ; Νιώθετε δηλαδή ασφαλής να μείνετε μόνη σας;» ρώτησε ανυπόμονα η Φιλιώ αφού ήθελε να μάθει την σχέση της Άννας με τον Νίκο.

«Κυρίως ναι, ο σύντροφός μου έρχεται κάποιες μέρες την εβδομάδα. Είναι στρατιωτικός ξέρετε, οπότε νιώθω πάντα ασφαλής».

«Μπράβο μπράβο. Είστε τυχερή. Να είχαν όλες την τύχη σας!» είπε η Παναγιώτα.

Η Άννα όμως ήθελε να δείξει την ζωή που ζούσε και δεν σταμάτησε εκεί.

«Ναι, ισχύει. Είμαστε χρόνια μαζί. Σε όποια πόλη πηγαίνει ακολουθώ και εγώ. Τα πλεονεκτήματα βλέπετε είναι πολλά» είπε και έδειξε τα πλούσια έπιπλα και τα ακριβά της ρούχα.

Η συζήτηση κράτησε για λίγα λεπτά ακόμα, αλλά τα πιο σημαντικά είχαν ήδη ειπωθεί.

Το βράδυ, η Φιλιώ και η Παναγιώτα τα είπαν όλα στην Δήμητρα. Χαρτί και καλαμάρι. Ο Νίκος έλειπε από το σπίτι πάλι. Όλοι πλέον γνώριζαν πού πήγαινε. Η Δήμητρα τον περίμενε να γυρίσει για να τον ξεμπροστιάσει και να του ζητήσει να αφήσει την Άννα ως μια ύστατη προσπάθεια να σωθεί ο γάμος τους.

«Δεν πας καλά! Και εσύ πού τα έμαθες όλα αυτά; Αλλά τι ρωτάω; Τέτοια κατίνα που είσαι! Αμόρφωτη και ανίδεη. Άντρας είμαι και αυτή είναι η σωστή ζωή. Έχω την γυναίκα για το σπίτι να μου μαγειρεύει, να μου πλένει, να καθαρίζει και έχω και την γκόμενα για να χαίρομαι την ζωή μου».

Τα λόγια αυτά ήταν μαχαίρι στην καρδιά της Δήμητρας.

«Μα είμαι η γυναίκα σου. Με εμένα χαίρεσαι την ζωή σου».

«Δεν κάνεις εσύ για αυτά. Εσένα η θέση σου είναι στο σπίτι να κάνεις ό,τι σου λέω. Άντε παράτα με τώρα μην φας καμία ανάποδη. Θες και να το παίξεις και γκόμενα. Δεν είσαι άξια να κάνεις τίποτα άλλο πέρα από το σπίτι».

Η Δήμητρα είχε τόσα πολλά να πει αλλά δεν μίλησε. Ήξερε όμως ότι έπρεπε να πάρει εκδίκηση.

Την επόμενη μέρα αφού εξιστόρησε τα πάντα στην Φιλιώ, την αποχαιρέτησε και της ανακοίνωσε το σχέδιό της.

«Πήγα σήμερα στην τράπεζα και έβγαλα ό,τι λεφτά είχε και δεν είχε, πήρα και τα λεφτά που είχε στο σπίτι και θα φύγω. Σήμερα κιόλας πετάω για Αμερική. Θα γυρίσω πίσω στους δικούς μου για μια νέα αρχή. Λυπάμαι μόνο που άργησα να ξυπνήσω. Θα κάνω αίτηση διαζυγίου και δεν θέλω να τον ξαναδώ μπροστά μου. Με το μυαλό που έχει, θα καταστραφεί από μόνος του».

«Αχ κορίτσι μου, τι έμελλε και εσύ να πάθεις. Πήγαινε να φτιάξεις την ζωή σου και μην ανησυχείς. Αν έρθει ο άξεστος ο άντρας σου από εδώ, θα σε καλύψω εγώ. Μπορεί να είμαστε κουτσομπόλες κορίτσι μου, αλλά ξέρουμε πότε πρέπει να μιλάμε»

Έτσι, η Δήμητρα έφυγε και ξαναέφτιαξε την ζωή της ευτυχισμένη πια στην Αμερική, και η Φιλιώ έμεινε στην μνήμη της Δήμητρας αλλά και της οικογένειάς της ως η Φιλιώ η κουτσομπόλα που χάρη στην δική της καρδιά και εξυπνάδα σώθηκε η Δήμητρα από έναν καταραμένο γάμο.

Άννα Σοφιανού

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: