Στην Κρήτη λένε, πως την χωριάτικη σαλάτα χρειάζεται ένας σοφός για να την λαδώσει, ένας τσιγγούνης για να την αλατίσει κι ένας τρελός για να την ανακατέψει. Εγώ από την βιωματική μου εμπειρία, θα πρόσθετα πως χρειάζεται και ο κατάλληλος αποδέκτης που θα της φερθεί με τον σεβασμό που απαιτεί το βαρύ σαν ιστορία όνομα που κουβαλάει.
Να σας συστηθώ λοιπόν. Είμαι η χωριάτικη σαλάτα, το πιο ηχηρό brand name στην ελληνική φολκλόρ κουλτούρα. Είμαι η μούσα του ελληνικού καλοκαιριού, το πιο βαρύ χαρτί στο χρηματιστήριο του γαστρονομικού τουρισμού, η φράση που συμπληρώνει τον στίχο «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου» και πολλά άλλα που θα μπορούσα να τα παραθέσω εδώ, αλλά δεν θα το κάνω για να μην νομίσετε ότι έχω ψωνιστεί και περιαυτολογώ ακατάσχετα. Άλλωστε, ο λόγος που σας απευθύνομαι σήμερα, δεν είναι για να δηλώσω ποια είμαι, αλλά για να καταγγείλω την βάναυση κακοποίηση που υφίσταμαι κάθε χρόνο τέτοια εποχή από τον κάθε τυχάρπαστο τουρίστα που με πιάνει στο στόμα του.
Κι ας ξεκινήσουμε από το όνομά μου. Πείτε την αλήθεια, μεταξύ μας είμαστε! Πόσες φορές δεν έχετε ακούσει ψηλούς, ξανθούς, γαλανομάτες ή δίμετρες υπάρξεις με μαλλί σαν στάχυ, να με αποκαλούν «κορεάτικη»; Εντάξει, να το δεχτώ ότι στις γλώσσες τους δεν έχουν το χ αλλά και πάλι, κορεάτικη; Εκείνο το ε δηλαδή γιατί; Όπως ένα κόμμα μπορεί να σου αλλάξει την σύνταξη, έτσι κι ένα γράμμα μπορεί να σου αλλάξει την εθνικότητα. Το ακούω και σαλτάρω, ξεχωρίζουν τα σπόρια από τις ντομάτες μου, θέλω να φτύσω τα κουκούτσια από τις ελιές μου! Δεν έχω τίποτα με τους Κορεάτες, αρκεί να μην μπλέκονται στα χωράφια μου. Τι πάει να πει δεν το έκαναν επίτηδες; Δεν μπορεί έστω και εν αγνοία τους, να μας παίρνουν τα καλύτερα ονόματα και να μας αλλοιώνουν τον μπολιτισμό μας!
Επόμενη στάση, Κεντρική Ευρώπη. Λοιπόν θα σας πω κάτι… Οι Ευρωπαίοι οι γνήσιοι, οι παντελονάτοι, τα πρώτα αστέρια στη σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι φίλε απίστευτοι μοναχοφάηδες! Με παραγγέλνουν μία ο καθένας, για πάρτη τους, ούτε που τους περνάει από το μυαλό ότι είμαι ένα φαΐ φτιαγμένο για να το βάζεις στη μέση και να το μοιράζεσαι. Με παίρνουν λοιπόν μπροστά τους και κάπου στα μισά της διαδρομής αρχίζουν τα «Oh sorry! Too much! I can’ t manage!”. Τι να μανατζάρεις, ρε αδερφέ; Δεν είμαι καμιά πολυεθνική, μια απλή σαλάτα είμαι! Δεν χρειάζομαι μανατζάρισμα, να με μοιραστείς χρειάζομαι! Ναι, μην φρικάρεις. Αυτό που νομίζεις εννοώ. Να με βάλεις στη μέση και να φάτε όλοι από το ίδιο πιάτο. Και μην ακούτε τίποτα φτηνές δικαιολογίες περί κορονωιού και υγιεινής. Τους ξέρω και πριν από την πανδημία, πάλι μόνοι τους με τρώγανε.
Υπάρχουν βέβαια και οι αιθέριες υπάρξεις που με παραγγέλνουν ως κυρίως πιάτο για λόγους δίαιτας. Στα χέρια τους δεινοπαθώ ίσως χειρότερα, γιατί οι χειρισμοί τους πληγώνουν τα μύχια της ύπαρξής μου. Ξεκινούν ξεχωρίζοντας τη φέτα μου και παραπετώντας την στην άκρη σαν αποπαίδι. Την τομάτα την κόβουν σε μικρά κυβάκια και την τρώνε λίγη-λίγη για να μην βαρύνουν, ενώ το αγγούρι απολαμβάνει την εύνοιά τους, καθότι πλούσιο σε νερό και φτωχό σε θερμίδες. Οι πιπερίτσες μου μένουν για το τέλος, σαν γεροντοκόρες στο ράφι, ενώ στο κρεμμύδι δεν φτάνουν ποτέ, γιατί τους φέρνει φούσκωμα στο άμαθο στομαχάκι τους. Την χειρότερη μεταχείριση όμως την κρατάνε για το ζουμί μου! Εκεί βγάζουν από την φιρμάτη τσάντα τους κάτι άυλα σκευάσματα χωρίς γλουτένη, χωρίς αλάτι, χωρίς θερμίδες, χωρίς λόγο ύπαρξης και με αυτά κακοποιούν ξεδιάντροπα το απόσταγμα του ελληνικού καλοκαιριού, δηλαδή το ζουμάκι μου.
Ευτυχώς ο Αύγουστος είναι σαν τις εφήμερες σχέσεις του καλοκαιριού. ‘Έρχεται και παρέρχεται. Και πάντα φτάνει ο Σεπτέμβρης ώριμος και κατασταλαγμένος, με τις γλυκές του μέρες που δεν έχει ακόμα βρέξει, με τα ρόδια που σκάνε και με τις ορεινές τομάτες του, που είναι οι πιο νόστιμες και οι πιο αρωματικές. Και μένουνε οι λίγοι και καλοί. Τα καρντάσια, οι σύντεκνοι, τα πατριωτάκια, οι αμοιβαία αποκαλούμενοι μαλ@κες. Κι αυτοί παρόλα τα κουσούρια τους, ξέρουν πώς πρέπει να φερθούν σε μια μεγάλη κυρία σαν και μένα, που τους κάνει την τιμή να βρίσκεται στο τραπέζι τους. Με εξυμνούν, με βάζουν στο κέντρο, με μοιράζονται, με πασπαλίζουν με ρίγανη και θυμάρι, με συνοδεύουν με γλυκόπιοτο ουζάκι και καλαμάρι, κάνουν μυθικές παπάρες στο λαδάκι μου με φρέσκο ζυμωτό ψωμί… Κι εγώ επιτέλους αγαλλιάζω και χαίρεται η ψυχή μου, γιατί νιώθω πως οι καλεσμένοι έχουν πια φύγει, μπορώ να βγάλω από πάνω μου το ψεύτικο χαμόγελο της ευγενικής οικοδέσποινας και να είμαι ο εαυτός μου. Με τους δικούς μου ανθρώπους που ξέρουν να με εκτιμούν. Σπίτι μου!
Ειρήνη Κουτσουβέλη