,

Το Ημερολόγιο της Άμμου

Κάθε κόκκος και μια ανάμνηση. Οι στιγμές γλιστρούν όπως οι κόκκοι της άμμου από το χέρι μου. Και μένει η γεύση της αλμύρας στο στόμα. Κάτι που νοστιμίζει τη ζωή. Αλατισμένα καλοκαίρια.

Και ενώ ο ήλιος χαϊδεύει ηδονικά το βρεγμένο κορμί σου, αφαιρεί μία μία τις αναστολές σου σαν τον εραστή που σου αφαιρεί ένα ένα τα ρούχα. Τα κορμιά γυμνά όπως και οι ψυχές κάτω από έναν αδέκαστο δικαστή και τιμωρό. Για τις αμαρτίες που ονειρευτήκαμε αλλά δεν κάναμε. Το νερό της θάλασσας τα ξεπλένει όλα, τις αμαρτίες, τις τύψεις, τις ενοχές σου, ό,τι σε λερώνει. Και ξύνεις το κατακάθι από τον πάτο της ψυχής μήπως και τελικά αγγίξεις την ουσία. Βαπτίζεσαι στο γαλάζιο και εξαγνίζεσαι στο λευκό.

Χιλιάδες τζιτζίκια τραγουδάνε μέσα στο κεφάλι σου. Η μελωδία του καλοκαιριού. Η ορχήστρα των τζιτζικιών παίζει επανειλημμένα τον ίδιο γνώριμο ρυθμό. Συντονίζεται με τους ήχους της καρδιάς σου  και με την αναπνοή σου, βαριά από τη ζέστη.

Ο ήχος του κύματος ενορχηστρωτής μιας μουσικής σύνθεσης που ηχεί στα αυτιά σου από καταβολής κόσμου, από τη γέννηση σου. Εκεί στα βαθιά και σκοτεινά νερά της ιερής μήτρας όπου άρχισαν όλα. Και σε τραβάν ξαφνικά στον ήλιο και το φως του σε τυφλώνει. Με μια λάμψη και μια κραυγή ξεκινούν όλα. Το φως σβήνει και η σιωπή σε ξεκουφαίνει. Και έτσι τελειώνουν όλα.

-Διψάω. Το νερό είναι αλμυρό.

-Δεν είναι νερό. Είναι τα δάκρυα μου. Μια μικρή θάλασσα τρέχει από τα μάτια μου.

-Γιατί κλαις;

-Κλαίω για το καλοκαίρι που τελειώνει.

-Το καλοκαίρι ποτέ δεν τελειώνει αν το έχεις μες στην καρδιά σου.

Το Θέρος στολισμένο με στάχυα γονατίζει, ακουμπά το αυτί του στη μάνα γη και αφουγκράζεται. Στα σπλάχνα της ακούει το σπόρο που αναδεύεται, γυρίζει πλευρό και συνεχίζει το γαλήνιο τον ύπνο του. Περιμένει την Άνοιξη για να ξυπνήσει. Μέχρι τότε μπορεί να ονειρεύεται. Ονειρεύεται πως έγινε δέντρο τρανό και απλώνει τα κλαδιά του ψηλά στον ουρανό σαν χέρια υψωμένα σε μια προσευχή. Μια προσευχή στο Θεό ήλιο. Στο ζωοδότη ήλιο, στην ίδια τη ζωή.

Ένα καλοκαίρι η ζωή μακρύ και καυτό, ποτισμένο στο αλάτι και μυρωδιά ρίγανης ή ατέλειωτο και μελαγχολικό, ποτισμένο στον ιδρώτα. Μετράς τις ώρες της αποχαύνωσης. Αναζητάς λίγες στιγμές δροσιάς και μεμιάς η καλοκαιρινή αύρα τα διαλύει όλα. Ο άνεμος σηκώνει κύμα, η άμμος σε μαστιγώνει. Γυρεύεις ένα καταφύγιο αλλά σκιά δεν υπάρχει πουθενά. Τα γυμνά μάρμαρα αντανακλούν πόθους λευκούς, θύμησες που πονάνε. Κάπου ακούγεται ένα ταξίμι.

-Δεν ξέρω το σκοπό.

-Κανείς δεν ξέρει το σκοπό.

-Ας ρωτήσουμε τον ήλιο. Μόνο από αυτόν θα μάθουμε την αλήθεια.

-Δεν τολμώ. Και αν με κάψει;

-Δε θα σε κάψει ο ήλιος αλλά η φωτιά μέσα σου.

-Σσσς. Άστη να σιγοκαίει. Αν φουντώσει θα κάψει τα πάντα.

-Μη φοβάσαι, ό,τι καίγεται ξαναγεννιέται από τις στάχτες του. Ιερή στάχτη στο βωμό μιας αρχέγονης θυσίας.

-Κατέβασε το βλέμμα. Αυτό είναι ύβρις.

-Ύβρις σε ποιόν, στο Θεό ή στον άνθρωπο?

-Στην ουσία. Στην αιώνια αναζήτηση. Κάθε τι το αιώνιο δεν έχει αρχή και τέλος.

-Δε θέλω να φτάσω στο τέλος. Θα μείνω αιώνιος περιπλανώμενος και εξερευνητής της αιώνιας ουσίας. Αναζητητής του ατέρμονου.

 

 

Γιώτα Μάνου

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: