«Διακοπές δίχως ταλαιπώρια δεν έχουν νοστιμάδα!» αναφώνησε ακόμα μια φορά η Ειρήνη, παίρνοντας ένα ύφος ονειροπόλο καθώς κοιτούσε γύρω της τα ασβεστωμένα σπιτάκια με τα πολύχρωμα πορτοπαράθυρα και τη θάλασσα στο βάθος να στραφταλίζει σαν λιωμένο ασήμι.
Η Έλσα δεν είχε πια κουράγιο να της στείλει ένα από ΄κείνα τα φαρμακερά της βλέμματα. Απλά κοιτούσε τα πυρωμένα από τον μεσημεριανό ήλιο σκαλοπάτια, τα στρωμένα με πλάκες περιγραμμένες με λευκό ασβέστη. Κοιτούσε και μετρούσε «ογδόντα ένα, ογδόντα δύο….» καθώς ανέβαινε ξεσέρνοντας μια βαλίτσα με ροδάκια και κουβαλώντας δύο μεγάλες τσάντες. Ένα αεράκι, σαν πνοή δράκου παρέσυρε το καινούριο ψάθινο καπελάκι της. Χωρίς να το σκεφτεί έγειρε το κορμί της προς τα πίσω, αμφιταλαντεύτηκε επικίνδυνα και στην προσπάθεια της να μην πέσει άφησε τη βαλίτσα που άρχισε να κουτρουβαλά κάνοντας ένα δαιμονισμένο θόρυβο.
Η Έλσα κοιτούσε ανήμπορη πότε τη ροζ βαλίτσα της να κατρακυλά και πότε το καινούργιο, πανάκριβο καπελάκι της να χορεύει ανέμελο swing, παρασυρμένο από τον αέρα και να χάνεται από το οπτικό της πεδίο περνώντας πίσω από ένα ψηλό πέτρινο φράκτη. Εν τω μεταξύ, η βαλίτσα έκανε ένα εντυπωσιακό σάλτο περνώντας ξυστά από το κεφάλι ενός νεαρού που ανέβαινε και προσγειώθηκε στα χέρια ενός άλλου νεαρού άντρα που ερχόταν ξοπίσω του. Ο νεαρός άντρας βόγγηξε και λύγισε από το ξαφνικό βάρος και καθώς δεν πρόκανε να τη συγκρατήσει, η βαλίτσα ανοίγοντας διάπλατα έπεσε στα πόδια του, σκορπίζοντας το περιεχόμενό της. Η Έλσα παράτησε τα πράγματα που κουβαλούσε και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά όσο πιο γρήγορα μπορούσε κάνοντας ένα χαρακτηριστικό ταπ ταπ ταπ, καθώς οι δερμάτινες σαγιονάρες της χτυπούσαν το λιθόστρωτο δρομάκι και φώναξε «Χίλια συγγνώμη! Μου έφυγε!».
«Πο ρε φίλε, στο τσακ τη γλίτωσα! Φαντάσου να ρωτάνε από τι πήγε και να λένε, από βαλίτσα καμικάζι!» γύρισε και είπε ο Κώστας στον Λεωνίδα που είχε σκύψει και μάζευε τα πράγματα από γύρω ρίχνοντας τα μέσα στην ανοιχτή βαλίτσα. Οι δυό τους χασκογελούσαν την ώρα που κατέφθασε η Έλσα αναψοκοκκινισμένη κι επανέλαβε, «Συγγνώμη, χίλια συγγνώμη!».
«Τι συγγνώμη, ρε κοπελιά, κόντεψες να μας σκοτώσεις!», είπε χαμογελώντας πλατιά ο Κώστας και σήκωσε με το δάκτυλό του το δαντελένιο στρινγκ που κρεμόταν πάνω σε μια βουκαμβίλια. Η Έλσα, που τα μάγουλα της ήταν πια κόκκινα, το άρπαξε από την βουκαμβίλια και το έχωσε στη βαλίτσα την οποία προσπάθησε να κλείσει νευρικά. Ο Λεωνίδας της χαμογέλασε καθησυχαστικά κρατώντας ένα σουτιέν, μα η Έλσα απέφυγε να τον κοιτάξει, του το άρπαξε κι εκείνος βρήκε την ευκαιρία να σκύψει για να την βοηθήσει να μισοκλείσει τη βαλίτσα.
«Ποπό σας ευχαριστούμε πολύ παιδιά!» ακούστηκε η φωνή της Ειρήνης που είχε καταφθάσει και αυτή.
«Σιγά δεν έγινε και τίποτα!» είπε μαλακά ο Λεωνίδας χαμογελώντας πλατιά στην Έλσα που συνέχισε ν΄ αποφεύγει το βλέμμα του.
«Ε πως! Σταματήσατε τη βαλίτσα και μας βοηθάτε…» έκανε ναζιάρικα η Ειρήνη. «Θα πρέπει να σας το ξεπληρώσουμε…» πρόσθεσε γέρνοντας το κεφάλι της στο πλάι και χαρίζοντας ένα λαμπερό χαμόγελο στον Κώστα.
«Δεν είναι ανάγκη…» έκανε να πει ο Λεωνίδας, μα ο Κώστας τον έκοψε.
«Με λένε Κώστα και από εδώ ο Λεωνίδας, σήμερα ήρθατε και εσείς;»
«Καλέ, εσύ δεν είσαι ο γιατρός από εχθές;», είπε η Ειρήνη απευθυνόμενη στον Λεωνίδα. «Στο ιατρικό κέντρο; Με θυμάσαι, είμαι η Ειρήνη και από εδώ η φίλη μου η Έλσα, η πρησμένη…», είπε δείχνοντας την Έλσα, που προσπαθούσε με χειρουργική ακρίβεια να ξεσκαλώσει ένα φορεμάτακι από τ΄ αγκάθια ενός κάκτου, φουσκώνοντας τα μάγουλά της.
«Α ναι, βλέπω η φίλη σου είναι καλύτερα!» είπε προσπαθώντας να ακουστεί ουδέτερος αν και τα μάτια του άλλα φανέρωναν.
«Ήρθαμε σήμερα με το μεσημεριανό…», επενέβη ο Κώστας.
«Α μάλιστα!», είπε η Ειρήνη και ξεκίνησε να μιλάει μαζί του.
Η Έλσα δεν άκουγε τίποτα πια. Έκλεισε τη βαλίτσα και τη σήκωσε, αν και ο Λεωνίδας πολύ ευγενικά προσφέρθηκε να τη βοηθήσει. Μόλις έφτασε στο σημείο όπου είδε να χάνεται το καπέλο της ασφάλισε τη βαλίτσα και έβαλε το πόδι της σε μια σχισμή για να σκαρφαλώσει τον πέτρινο τοίχο, όταν μια μπεζ σαύρα πετάχτηκε προς τα έξω και σύρθηκε για λίγο πάνω από το πόδι της προτού εξαφανιστεί σε μια διπλανή σχισμή. Η κραυγή της αντιλάλησε σε όλη την Ιουλίδα, ενώ η ίδια τινάχτηκε πίσω και ευτυχώς τη συγκράτησε ο Λεωνίδας που την είχε ακολουθήσει, ειδάλλως θα κουτρουβαλούσε τα σκαλιά.
«Τι έπαθες πάλι παιδάκι μου;» τη ρώτησε η Ειρήνη που ανέβαινε δίπλα δίπλα με τον Κώστα.
Η Έλσα της έριξε ένα από εκείνα τα φαρμακερά βλέμματά της και ξαναβρίσκοντας την ψυχραιμία της ελευθερώθηκε από την αγκαλιά του Λεωνίδα μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο και προσπάθησε να ξανασκαρφαλώσει.
«Μα τι κάνεις;» τη ρώτησε σαστισμένη η Ειρήνη.
«Το καπέλο μου, έπεσε κάπου από εδώ πίσω…», σύρισε η Έλσα που σκαρφάλωνε μ’ ευλυγισία αίλουρου για να διαπιστώσει με απογοήτευση ότι πίσω από τον τοίχο υπήρχε ένας κήπος γεμάτος ξερόχορτα και πανύψηλα αγκάθια. Με την άκρη του ματιού της είδε τον Λεωνίδα να πηδά από το τοιχάκι μέσα στον κήπο. Της έριξε ένα βλέμμα όλο νόημα για το κοντό σορτσάκι της και τις σαγιονάρες της και αγνοώντας τ΄ αγκάθια άρχισε να ψάχνει για το καπέλο. Το ανακάλυψε πίσω από μια στοίβα ξερόχορτα και της το έδωσε μ΄ ένα θριαμβευτικό χαμόγελο για να λάβει ένα ξερό: «Ευχαριστώ».
Η Έλσα ήταν πολύ φουρκισμένη για να είναι ευγενική. Όλα στραβά της πήγαιναν αυτό το καλοκαίρι! Ενώ τα είχε οργανώσει όλα στην εντέλεια για να είναι οι πρώτες διακοπές της με τον Στέλιο αξέχαστες, εκείνος την χώρισε πριν μια εβδομάδα, στα ξαφνικά, στέλνοντας της ένα μήνυμα! Δύο χρόνια σχέσης τελειώσανε με ένα μήνυμα! “Λυπάμαι, μου είναι πλέον προφανές πως δεν ταιριάζουμε. Δεν υπάρχει λόγος να το κουράζουμε, αντίο”. Έφυγε η γη κάτω από τα πόδια της. Τώρα πώς κατάφερε μέσα στο σοκ της να σκεφθεί λογικά ένας θεός το ξέρει. Μουδιασμένη ακόμα τα έβαλε κάτω. Αν ακύρωνε τις διακοπές θα έχανε κάμποσα λεφτά, δύο εβδομάδες ήταν αυτές και όλα τα είχε πληρώσει εκείνη: τα εισιτήρια, τη βιλίτσα που είχε καπαρώσει από τον Απρίλιο… Μετά την έπιασε το πείσμα της, σιγά μην έχανε τις πολυπόθητες, πρώτες της διακοπές ως πτυχιούχος για τον μαλάκα, δε φτάνει που την έπρηξε να βρει νησί που να μην είναι πάνω από δύο ώρες μακριά και να μην έχει πιτσιρικαρία, όπως έλεγε. Η απόφαση πάρθηκε γρήγορα, θα πήγαινε έστω και μόνη. Παρ΄όλα αυτά, είπε να βρει και κάποιον άλλον και σίγουρα η Ειρήνη δεν ήταν η πρώτη της επιλογή.
Η Ειρήνη ήταν φίλη από την σχολή. Δηλαδή όχι, ακριβώς φίλη, απλά είχε ενταχθεί στην ευρύτερη παρέα. Η Έλσα δεν είχε ποτέ ιδιαίτερες κουβέντες μαζί της, για την ακρίβεια μάλλον την εκνεύριζε, επειδή όμως όλοι οι άλλοι την λάτρευαν, την ανεχόταν. Απορίας άξιο για την Έλσα το τι της έβρισκαν. Είχε ένα αλογίσιο χαμόγελο μόνιμα κολλημένο στα χείλη της και για τα γούστα της Έλσας ήταν εξαιρετικά νωθρή και ασυνεπής. Κάθε φορά τους έστηνε και ο μόνος λόγος που γλίτωνε είναι ότι ποτέ δεν προέβαλλε κάποια δικαιολογία, μόνο χαμογελούσε και έλεγε ένα κελαηδιστό ειλικρινές συγγνώμη. Παρόλο που η Έλσα είχε προνοήσει να της πει ότι φεύγουν μια ώρα νωρίτερα από ότι έφευγαν, η Ειρήνη κατάφερε να καθυστερήσει τόσο, που έχασαν το πλοίο. Περίμεναν τρεις ώρες μέσα στη ζέστα για το επόμενο καράβι, όπου η Ειρήνη μιλούσε ασταμάτητα και σαν να μην έφτανε αυτό, εκεί που κάθονταν την τσίμπησε μια μέλισσα! Έτρεξαν αμέσως στο κέντρο υγείας να της βγάλουν το κεντρί και να της κάνουν ένεση, επειδή ήταν αλλεργική και τελικά έμειναν εκεί όλη τη νύχτα και έχασαν πάλι το καράβι. Ήταν έτοιμη να γυρίσει πίσω, μα τώρα είχε πεισμώσει για τα καλά. Αγόρασε άλλη μια φορά εισιτήρια και έφυγαν με το πρωινό για να φτάσουν στο δωμάτιο με την πισίνα που είχε κλείσει για να της πουν ότι το έδωσαν και ότι θα κρατούσαν και την προκαταβολή! Εκεί κόντεψε να πνίξει την Ειρήνη, της είχε πει δέκα φορές όσο ήταν στο κέντρο υγείας να πάρει τηλέφωνο στο δωμάτιο για να τους ενημερώσει και ενώ την διαβεβαίωνε ότι το είχε κάνει, τελικά δεν το έκανε γιατί δεν είχε, λέει, κάρτα και δεν ήθελε να την αναστατώσει άλλο στην κατάσταση που ήταν! Αποκαρδιωμένη πιά έμπηξε τα κλάματα. Ούτε κατάλαβε πόση ώρα είχε περάσει, όταν η Ειρήνη περιχαρής την ενημέρωσε πως όσο εκείνη έκλαιγε, αυτή είχε καταφέρει να βρει δωμάτιο. Αποκαμωμένη την ακολούθησε, πήραν πάλι τις βαλίτσες, μπήκανε στο λεωφορείο, που τις άφησε στο πάρκινγκ έξω από την πόλη και πήραν τις ανηφοριές.
«Θα περάσουμε τέλεια!» τιτίβισε η Ειρήνη που είχε πιάσει ψιλή κουβέντα με τον Κώστα. «Έκλεισε! Το βράδυ στην πλατεία, λοιπόν!», πρόσθεσε χαμογελώντας του πλατιά δείχνοντας τα ούλα της. Η Έλσα την αγνόησε, πήρε την βαλίτσα και το καπέλο της παραμάσχαλα και ανέβηκε να μαζέψει και τα υπόλοιπα πράγματά της.
«Έλσα περίμενε με!» της φώναξε η Ειρήνη, μα ΄κείνη την αγνόησε επιδεικτικά.
Όταν η Έλσα μπήκε στο μικρό σκοτεινό δωματιάκι με τα παλιά έπιπλα και την έντονη μυρωδιά μούχλας και βόθρου, που μάταια προσπαθούσε να καλύψει η χλωρίνη, κόντεψε να καταρρεύσει. Από πίσω της όρμησε η Ειρήνη, που ξάπλωσε κατευθείαν στο κρεβάτι και άρχισε πάλι να μιλά μ΄ εκείνη την εκνευριστική ένρινη φωνή της.
«Στο ‘πα δεν στο ‘πα, ότι ο Λεωνίδας επίτηδες δεν μας άφηνε να φύγουμε από το κέντρο υγείας χθες και ότι του αρέσεις; Ποπό πολύ ωραίο δωμάτιο, θα περάσουμε τέλεια! Θα είναι αξέχαστες διακοπές!» μονολόγησε η Ειρήνη και βολεύτηκε καλύτερα στο κρεβάτι.
«Ναι, θα είναι αξέχαστες διακοπές…», μουρμούρισε μοιρολατρικά η Έλσα που άδειαζε το περιεχόμενο της βαλίτσας της σε μια κόκκινη πλαστική λεκάνη και πήρε να τα πλύνει.
***
«Λοιπόν είχα ή δεν είχα δίκιο; Δεν ήταν αξέχαστες διακοπές;» φώναξε η Ειρήνη προσπαθώντας ν΄ ακουστεί πάνω από τον γουργουρητό της μηχανής του πλοίου και το βουητό του αέρα. Η Έλσα μειδίασε και έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του Λεωνίδα.
«Ήταν…»
«Και δεν είχα δίκιο που έλεγα πώς διακοπές χωρίς ταλαιπώρια δεν έχουν νοστιμάδα;»
Η Έλσα κοίταξε την Ειρήνη και χαμογέλασε αχνά. Από ταλαιπώριες είχαν μπόλικες αυτό είναι σίγουρο, όπως τη μέρα που τους πείραξαν τα θαλασσινά και τσακωνόταν με την Ειρήνη για το ποια θα πρωτομπεί στην τουαλέτα. Όμως η Ειρήνη αποδείχτηκε η καλύτερη φίλη, ευρηματική στις δυσκολίες, αισιόδοξη μέχρι αηδίας, ανέλπιστα ενεργητική και ακούραστη. Δεν άφησαν μουσείο για μουσείο, αρχαιολογικούς χώρους, εκκλησίες και εκκλησάκια, παραλίες και μονοπάτια ανεξερεύνητα. Η Ειρήνη δεν την άφησε λεπτό σε ησυχία, δεν την άφησε λεπτό να μιζεριάσει και πέρα από ΄κείνο το ξέσπασμά της, την πρώτη μέρα, η Έλσα δεν βρήκε χρόνο να ξανασχοληθεί με το θέμα Στέλιος. Αντιθέτως ασχολήθηκε πολύ με το θέμα, Λεωνίδας. Με τον Λεωνίδα ο οποίος της ομολόγησε ότι σκοπίμως την κράτησε όλη τη νύχτα στο κέντρο υγείας και έπειτα απελπισμένος την ακολούθησε στο νησί.
Το βλέμμα της Έλσας πλανήθηκε πάνω στο νησί όπου πέρασε δύο από τις πιο υπέροχες και ταυτόχρονα πιο κουραστικές εβδομάδες της ζωής της. Τι να θυμηθεί… Την αφέγγαρη νύχτα που τους αγκάλιασε σαν ξέμειναν στην Καλησκιά, με το γεμάτο αστραφτερές πούλιες μανδύα της, τις προσπάθειες τους ν΄ άναψουν φωτιά, τα χέρια του Λεωνίδα που την τύλιξαν για να την σκεπάσουν με μια χοντρή πετσέτα να μην κρυώνει και έμειναν εκεί, να την κρατούν και να την αγκαλιάζουν όλη τη νύχτα και καλά για να την κρατά ζεστή˙ Το πρώτο τους φιλί κάτω από μια ολάνθιστη βουκαμβίλια που της έκοψε την ανάσα˙ Τις ατελείωτες συζητήσεις τους˙ Τη μέρα που της έφυγε το λάστιχο που άλλαζαν και πήρε να κατρακυλά στην κατηφόρα και τέσσερα άτομα τρέχανε αλαλάζοντας πίσω του, για να προσγειωθεί στην αυλή ενός σπιτιού όπου κανείς τους δεν τολμούσε να μπει λόγω του σκύλαρου που το φυλούσε, που τελικά αποδείχθηκε, πρόβατο˙ Το γέλιο που έριξαν και τα απίθανα, ηλίθια σχέδια που έκαναν για το πώς θα το πάρουν, για να έρθει τελικά ο κυρ Τάκης και να τους προσκαλέσει για τσίπουρα… Ναι, τελικά οι “ταλαιπώριες” νοστιμίζουν τη ζωή μας και μας δένουν με τους ανθρώπους. Χωρίς αυτές δεν θα εκτιμούσαμε αυτά που έχουμε, δεν θα εκτιμούσαμε την αξία των απλών, δεδομένων πραγμάτων, την αξία ενός μπουκαλιού με παγωμένο νερό, ενός γεύματος, ενός χαμόγελου, ενός καλού φίλου, ενός ανθρώπου…
«Τι έχεις καρδιά μου; Γιατί μελαγχόλησες;» της ψιθύρισε ο Λεωνίδας στο αυτί κάνοντας την ν΄ ανατριχιάσει.
«Στεναχωριέμαι που τελείωσαν οι διακοπές…»
«Οι διακοπές δεν τελειώνουν ποτέ, αρκεί να μην χάσουμε την καλή μας διάθεση και να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες με χαμόγελο, όπως ακριβώς κάνουμε και όταν είμαστε διακοπές…» της είπε μαλακά και τη φίλησε στο μάγουλο.
«Καλά, αυτά τα δύο, εγώ δεν τα καταφέρνω ούτε όταν είμαι διακοπές!» χαχάνισε η Έλσα.
«Γι΄ αυτό είμαι είμαι εγώ εδώ, για να στο θυμίζω! Μη φοβάσαι καθόλου φιλενάδα! Θα περάσουμε τέλεια και τούτο τον χειμώνα!» επενέβη η Ειρήνη και όλοι ξεκαρδίστηκαν.