Σμύρνη 1922
Η Μικρασιατική καταστροφή του 1922 έμελλε να είναι η μεγαλύτερη συμφορά του ελληνισμού. Χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών στην ιστορία, με επακόλουθο την αθρόα εισροή προς την ελληνική επικράτεια προσφύγων, κυρίως ελληνικής καταγωγής, οι οποίοι κατοικούσαν από την αρχαιότητα στην Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη και άλλα εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία κατέρρευσε κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προκαλώντας μια σειρά ανακατατάξεων σε οικονομικό επίπεδο, τις οποίες κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Ελλάδα εν μέσω των ήδη διαμορφωμένων αρνητικών οικονομικών συνθηκών. Τα κύρια προβλήματα ήταν η στέγαση, οι υποδομές υποδοχής και εγκατάστασης, η δημόσια υγεία και η επαγγελματική αποκατάσταση των προσφύγων. Συνολικά η Μικρασιατική εκστρατεία είχε ως αποτέλεσμα 25.000 νεκρούς και τραυματίες στρατιώτες από ελληνικής πλευράς. Πάνω από 1.500.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες των προγόνων τους και να έρθουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 600.000 νεκρούς. Οι εικόνες με γυναίκες, γέρους και παιδιά που κουβαλούσαν μπόγους και προσπαθούσαν απεγνωσμένα με την απελπισία στα μάτια τους να φύγουν έχει χαραχτεί στη μνήμη όλων.
Η προγιαγιά μου, Παναγιώτα Σκυριανού, ήρθε από τα παράλια της Μικράς Ασίας μετά την καταστροφή της Σμύρνης, στην οποία αναφέρονται τα γεγονότα της σφαγής του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού της Σμύρνης από τον κεμαλικό στρατό, καθώς και την πυρπόληση της πόλης, που συνέβησε τον Σεπτέμβριο του 1922. Γεννήθηκε το 1906 στα Βουρλά Μικράς Ασίας, εκεί από όπου καταγόταν και ο μεγάλος ποιητής Γιώργος Σεφέρης. Οι γονείς της ήταν ο Δημήτριος Σκυριανός από τη Σκύρο και η Αργυρώ Λιανοπούλου από τη Νάξο, οι οποίοι έχοντας δικά τους αμπέλια είχαν ως κύρια ενασχόληση την καλλιέργεια και το εμπόριο σταφίδας. Είχε άλλα δύο αδέλφια, την μεγαλύτερη που ήταν η Μαργαρίτα, δασκάλα στο επάγγελμα και τον μικρότερο αδελφό της τον Νικόλαο. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις της στη γιαγιά μου και αργότερα και σε εμάς τα εγγόνια της, έζησε όλη την καταστροφή της Σμύρνης και την αγριότητα των Τούρκων στην ευαίσθητη ηλικία των 16 χρόνων της.
Την ημέρα του μεγάλου διωγμού και της πυρκαγιάς, ήταν όλοι μαζεμένοι στην προκυμαία της Σμύρνης που θύμιζε – όπως έλεγε η ίδια άλλωστε – την παραλία της Θεσσαλονίκης. Εκεί είδε και έζησε όλες τις θηριωδίες των Τούρκων με όλο το μένος και την αναλγησία που δύσκολα μπορεί να φανταστεί ανθρώπινος νους. Είδε μπροστά στα μάτια της να σφάζουν παιδιά, να ατιμάζουν γυναίκες, να ρίχνουν ανθρώπους στη θάλασσα, να καίνε εκκλησίες ολόκληρες επειδή μέσα βρίσκονταν κρυμμένοι χριστιανοί στην προσπάθειά τους να σωθούν. Θυμόταν επίσης ότι η μητέρα της είχε κρύψει χρυσές λίρες στον ποδόγυρο του φορέματός τους, για τα πρώτα τους έξοδα στην Ελλάδα. Καθώς τους ωθούσαν να ανέβουν στα πλοία προγκίζοντάς τους, οι λίρες έκαναν θόρυβο με αποτέλεσμα να την ανακαλύψουν. Την ξέντυσαν βίαια χτυπώντας την ανελέητα. Έπειτα από δύσκολες στιγμές ταλανισμού και βασανιστηρίων ανέβηκαν επιτέλους στα πλοία όντας αποκαμωμένοι και ξεκίνησαν για τη νέα πατρίδα, αφήνοντας πίσω πικρές αναμνήσεις καθώς και όλη την περιουσία και τα υπάρχοντά τους. Όσο τα πλοία απομακρύνονταν, κοιτούσαν τη φλεγόμενη πια Σμύρνη να χάνεται σιγά σιγά. Πυκνοί καπνοί σκέπαζαν τα πάντα και η σκιά του θανάτου είχε απλωθεί παντού. Ο ουρανός κατάμαυρος λες και ήταν η τελευταία ημέρα που ξημέρωσε σε τούτη την άλλοτε πανέμορφη πόλη. Τα μάτια τους σκοτείνιαζαν και ένα πικρό γιατί χαράκωνε τις καρδιές τους. Σε τι να έφταιξαν άραγε και τους ξερίζωσαν έτσι απάνθρωπα; Όσο και να αναρωτιόταν η απάντηση δεν ερχόταν από πουθενά, γιατί πολύ απλά δεν υπήρχε καμία απάντηση σε τίποτα. Δεν έφταιξαν, όμως πλήρωσαν.
Μετά από ένα πολύωρο και πικρό ταξίδι έφτασαν επιτέλους στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Αθήνα. Οι συγκυρίες δύσκολες στην Ελλάδα από οικονομικής πλευράς αλλά και υποδομών. Πώς θα περιέθαλπαν 1.500.000 βασανισμένες ψυχές; Η προσωρινή στέγαση Μικρασιατών προσφύγων έγινε αρχικά σε γήπεδα, θέατρα, αυλές εκκλησιών, δημόσια κτήρια, παράγκες, σκηνές, καθώς και σε χαμόσπιτα και καλύβες που βρίσκονταν σε εγκαταλελειμμένα χωριά, δημιουργώντας οικισμούς αμιγώς προσφυγικούς. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες. Δεν υπήρχαν έργα υποδοχής, ούτε δίκτυα ύδρευσης, ηλεκτροφωτισμού και αποχέτευσης. Έλειπαν παντελώς οι χώροι αναψυχής, ενώ μεταδίδονταν εύκολα επιδημικές ασθένειες όπως ο εξανθηματικός τύφος, η γρίπη, η ελονοσία, η φυματίωση και η ευλογιά, παρούσες ήδη στην Ελλάδα και πριν την άφιξη των προσφύγων. Καθημερινά τους επισκέπτονταν διάφορες επιτροπές και αφού κατέγραφαν τα στοιχεία τους και τις γραμματικές τους γνώσεις, τους τοποθετούσαν σε δουλειές. Την προγιαγιά μου και την αδελφή της τις έστειλαν σε ένα αρχοντικό σπίτι ενός, τότε, βουλευτή. Την προγιαγιά μου ως υπηρέτρια και την αδελφή της τη Μαργαρίτα ως γραμματέα, μιας και ήταν δασκάλα. Στην Αθήνα έμειναν τέσσερα χρόνια. Το 1926 έφυγαν πάλι οικογενειακώς και ταξίδεψαν στη Μακεδονία. Εκεί εγκαταστάθηκαν στη Χαλκιδική όπου η προγιαγιά μου έζησε όλη την υπόλοιπη ζωή της και ως τον θάνατό της το 1991 όπου άφησε το βασανισμένο κορμί της και έκλεισε τα μάτια της για πάντα σε ηλικία 85 ετών.
Εγώ… Η δισέγγονή της, Αργυρώ Χατζημανώλη, τη θυμάμαι με αγάπη και σεβασμό για τον γλυκό και ήρεμο χαρακτήρα της, παρά τη φρικαλεότητα που έζησε τότε στα 16 της χρόνια. Σήμερα, 99 χρόνια μετά, δε μπορεί κανένας να ξεχάσει ότι η Μικρασιατική καταστροφή καθώς ήταν μία από τις πιο τραγικές στιγμές στην ιστορία της Ελλάδας, της οποίας τις συνέπειες πλήρωσε ο ίδιος ο λαός της!
Για κάποιους όμως η φωτιά μέσα μας, καίει ακόμα και σήμερα.
Όσον αφορά τα ιστορικά στοιχεία μόνο:
https://el.wikipedia.org/wiki/Μικρασιατική_Καταστροφή
https://www.in.gr/2018/09/25/plus/features/
https://el.wikipedia.org/wiki/Προσφυγικό_ζήτημα