Θα μπορούσα να γράψω βιβλίο που να μιλάω μόνο για τον όρο “μπαμπάς”! Τι όμορφη λέξη, πόση αγάπη μπορεί να κρύβει μέσα της; Αγάπη τόσο του μπαμπά προς τα παιδιά, όσο και των παιδιών προς τον μπαμπά.
Εγώ ήμουν τόσο τυχερή που είχα τον Αποστόλη μπαμπά, έναν κλασικό όμορφο χαζομπαμπά με παχύ μουστάκι και σπαστά μαύρα μαλλιά. Και λέω χαζομπαμπά, γιατί ποτέ του δεν μου χάλασε χατίρι. Μόνο στη πενταήμερη που δεν με άφησε να πάω γιατί ήταν στην Κωνσταντινούπολη και φοβήθηκε. Ήταν ο κλασικός μπαμπάς που γινόταν χαλί να τον πατήσεις, που σου έδινε τα πάντα πριν καν το ζητήσεις, αλλά χωρίς να σε κάνει κακομαθημένο παιδί! Τον άκουγα σε ό,τι και να μου έλεγε, γιατί είχε καταφέρει να με κάνει να πιστεύω ότι ό,τι και να πει θα έχει δίκιο. Είχε τον τρόπο του με όλα.
Τον θαύμαζα για τις γνώσεις του. Ήταν μορφωμένος, μιλούσε τρείς γλώσσες και είχε ταξιδέψει πολύ. Του άρεσε το καλό ντύσιμο και πρόσεχε πάντα την εμφάνισή του. Τον λάτρευα για το μεγαλείο ψυχής του, για την εργατικότητά του, για τον μποέμ του χαρακτήρα. Δούλευε πολύ σκληρά αλλά ποτέ δεν μιζέριαζε, αγαπούσε να πουλάει γεωργικά μηχανήματα. Είχε ένα μαγαζί το οποίο ήταν όλη του η ζωή, αγαπούσε την δουλειά και αυτό μας το μετέδωσε. Είχα το πιο όμορφο δέσιμο μαζί του! Με έβλεπε από μακριά να έρχομαι και έλαμπε το πρόσωπό του, καταλάβαινα το ότι είμαι πολύτιμη για εκείνον, αλλά δεν το εκμεταλλεύτηκα ποτέ γιατί αυτός με είχε κάνει έτσι.
Με έμαθε να είμαι ρομαντική, να αγαπάω τους ανθρώπους, να πιστεύω ότι αν δώσεις καλό θα πάρεις καλό. Ήταν πάντα δίπλα μου σε όλα, πιστός θαυμαστής μου, δεν με άφηνε ποτέ από το πλευρό του. Στα τσιπούρα, στους καφέδες, στα ταξίδια, στη δουλειά, παντού μαζί του, ήμουν η ουρά του όπως έλεγε η μαμά. Δεν του άρεσε να με βλέπει να κλαίω, γινόταν χίλια κομμάτια, έπαιρνε πάντα το μέρος μου αν με μάλωνε κάποιος στο σπίτι και ειδικά η μαμά.
Έμαθα από τον μπαμπά μου τι θα πει δύναμη ψυχής. Δυνατός και αξιοπρεπής άνθρωπος ακόμα και όταν αρρώστησε. Ακόμα κι όταν ο καρκίνος του έτρωγε τα σωθικά, αυτός στεκόταν δυνατός και αξιοπρεπής και μου έλεγε πως δεν έχει τίποτα. Ακόμα και όταν δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι από τις παρενέργειες των χημειοθεραπειών, αυτός συνέχιζε να χαμογελάει. Χαμογελούσε πάντα τόσο όμορφα, που σε έπειθε ότι δεν έχει τίποτα και θα το ξεπεράσει. Πηγαίναμε μαζί να κάνουμε τις χημειοθεραπείες, παρεάκι από τα λίγα, κουτσομπολιό και καφέ μέχρι να έρθει η σειρά του… και μετά έμπαινε καμαρωτός στο θάλαμο για να παλέψει με το θηρίο και εκεί πήγαινα και τον κρυφοκοιτούσα για να δω πώς είναι. Εκείνος μου χαμογελούσε και απορούσα πώς μπορεί να δίνει δύναμη και στον εαυτό του και σε εμάς; Και όμως μπορούσε, γιατί αυτός ήταν ο Τόλης μας, ένας σούπερ ήρωας που δεν πάλευε με τους κακούς, πάλευε με το κακό. Το οποίο τελικά τον νίκησε, αλλά ακόμα και την ώρα που έφυγε, πάλευε, αλλά αθόρυβα, με μια πραότητα λες και δεν ήθελε να μας τρομάξει για να μην σηκώσουμε το νοσοκομείο από τις φωνές. Αξιοπρεπέστατα με αυτή την ηρεμία που είχε και στη ζωή του…
Φεύγοντας εκείνο το βράδυ, πήρε μαζί του και την παιδικότητά μου, γιατί από εκείνο το βράδυ έπρεπε να μεγαλώσω απότομα. Όχι ότι ήμουν μικρή, 24 χρόνων, ολόκληρη γυναίκα, αλλά εκείνο το βράδυ έπαψα να είμαι το κοριτσάκι του μπαμπά, ήμουν μια γυναίκα πλέον που έπρεπε να σταθεί στα πόδια της και να κουβαλήσει όλα αυτά που της άφησε αυτός ο υπέροχος πατέρας παρακαταθήκη. Αυτός ήταν ο μπαμπάς μου, ένας όμορφος και καλός μπαμπάς!
Α.Π.