,

Οι συμπέθεροι

Όταν είσαι με έναν άνθρωπο εικοσιπέντε χρόνια και μέσα σε ένα έτος, φεύγει, κυλά μέσα από τα χέρια σου χωρίς να μπορείς να τον κρατήσεις, πολλά αλλάζουν στην καθημερινότητά σου προς το χειρότερο. Για την ακρίβεια τίποτα δεν είναι πια το ίδιο. Ούτε εσύ! Κάπως έτσι ο μικρόκοσμος του Λουκά δέχτηκε το πρώτο γερό χαστούκι. ΄Εχασε την αγαπημένη του γυναίκα και έμεινε μόνος του. Με δυο παιδιά πάνω από τα είκοσι, ποιος να ασχοληθεί πραγματικά μαζί του; Άλλωστε αυτός ήταν που κυριολεκτικά μηδένισε τη ζωή του και έπρεπε αν όχι να την ξαναρχίσει, έστω να βρει τη δύναμη να συνεχίσει ν΄ αναπνέει, να προσπαθήσει να επιβιώσει, να καταφέρει να περιφέρει το σαρκίο του.

Ευτυχώς ήταν κοινωνικοί σα ζευγάρι, λίγοι στενοί φίλοι στάθηκαν πραγματικά δίπλα του μετά το τραγικό γεγονός και όχι μόνο για την παράσταση της τελετής στο κοιμητήριο. Άλλοι σκέτοι γνωστοί από περιέργεια, άλλοι από συμπόνοια, το αποτέλεσμα μετρά. Όση μοναξιά ένιωθε μέσα του για πρώτη φορά ο Λουκάς, έξω του σχεδόν πάντα, η παρέα τον έβρισκε. Πολλές φορές με το ζόρι. Ο μεγάλος γιος είχε ήδη φύγει από το σπίτι, ζούσε και σπούδαζε στην ξελογιάστρα συμπρωτεύουσα, στο πατρικό σπίτι της μακαρίτισσας μητέρας του. Η μικρότερη κόρη είχε τις παρέες της, τη δουλειά της και καινούργια σχέση, δε βίωσε την απώλεια όπως ο πατέρας της. Όχι πως ζητούσε την συμπαράστασή τους, δεν μπορούσαν να τον νιώσουν άλλωστε! Κανά δυο γείτονες του κάνανε συχνά συντροφιά και δεν τον αφήναν να μαραζώσει.

Κουτσοπεράσανε δυο χρόνια έτσι. Η θυγατέρα του πια έμενε σχεδόν μόνιμα στο σπίτι του φίλου της και ήρθε η ώρα να γνωριστούν και τα σόγια.  Η μητέρα του μέλλοντα γαμπρού αποδείχτηκε μια πρόσχαρη γυναίκα, που τον είχε μεγαλώσει ολομόναχη, μαθαίνοντάς του να σέβεται απόλυτα όποια έχει δίπλα του. Άλλωστε ο γιος της, ήταν αποτέλεσμα αυτού που λένε εφηβικό λάθος! Για τον καθηγητή της που ούτε ασχολήθηκε ποτέ ξανά με τον σπόρο του, όχι για την ίδια. Αφοσιώθηκε στο μοναχοπαίδι της, άνδρας δεν ξαναμπήκε στο σπίτι, όλα όπως “πρέπει”, μετρημένα και σωστά. Η Γιούλα απ΄ τα πρώτα τραπεζώματα έγινε μια ευχάριστη παρουσία που το γέλιο και η καλή της διάθεση παρέσυραν σαν κύμα τον Λουκά. Άρχισε να μετρά τις μέρες για την επόμενη τυπική συνάντηση, Κυριακές μεσημέρι συνήθως.

Πόσες φορές όμως πάει η στάμνα στη βρύση; Την μία θα σπάσει. Κάπως έτσι, σκιρτήσαν οι καρδιές, σμίξανε τα χέρια, ζευγαρώσανε οι ψυχές, μιλήσαν τα βλέμματα και αναγκαστικά αρχίσαν τις κρυφές συναντήσεις τα συμπεθέρια! Κοντά στα εξήντα και ο δυο, μάλλον το είχαν πάρει απόφαση πως θα φύγουν μόνοι τους. Η ζωή όμως έχει άλλα σχέδια και πολύ μαύρο χιούμορ. Όπως και να το κάνεις άλλωστε δεν περιμένεις μουλωχτά ραντεβουδάκια σ΄ αυτές τις ηλικίες. Φυσικά το αποτέλεσμα παραμένει ίδιο: ξανάνιωσαν. Έρως ανίκατε μάχαν! Τόσο που οι αλλαγές σε συμπεριφορά και συνήθειες έγιναν αντιληπτές στους οικείους. Κανείς όμως δε θα το καταλάβαινε αν δεν ανοίγανε τα στόματα καλοθελητών. Θες από χαρά, θες από ζήλια, έφθασε η είδηση στα αυτιά της κόρης του Λουκά. Αντιμετώπισε πρώτος το μένος των παιδιών. Που δεν τους σκέφτηκαν καθόλου, δεν υπολόγισαν το ρεζίλι τους, δεν μέτρησαν τον αρραβώνα τους, λες και ζυγίζεται η αγάπη σε κιλά ή σέβεται χρόνια και… ποσοστά. Ήρθαν σε μεγάλη αντιπαράθεση, ήταν και η συγκυρία περίεργη. Ο σπιτονοικοκύρης του σπιτιού που συζούσε το νέο ζευγάρι, τους έβγαζε, έπρεπε να βρουν στέγη πριν γίνει ο γάμος τους. Η γκαρσονιέρα της Γιούλας ήταν και εκείνη νοικιασμένη και πολύ μικρή. Η λύση ήταν μπροστά στα μάτια τους, ειδικά τώρα που έβγαζαν φωτιές μίσους για τους γονείς που δεν τους μέτρησαν, που ενώ είχαν χορτάσει τη ζωή τους, αποφάσισαν να πατήσουν πάνω στην ευτυχία τους για να ξαναχτίσουν τη δική τους! Ο Λουκάς θα έδινε το πατρικό στα παιδιά και θα μετακόμιζε στο υπόγειο. Θα το διαμορφώνανε αναλόγως, να τον παρακολουθούν κιόλας για να είναι σίγουροι πως δε θα συνεχίσει τα ίδια ερωτικά σούρτα – φέρτα.

Εννοείται δέχτηκε, άλλωστε στην κόρη θα το έδινε το σπίτι. Μέσα του όμως, δεν ηρέμησε, δεν μπορούσε να καταλαγιάσει το πάθος. Μπορεί να είπε σε όλα ναι, ήταν μέχρι να περάσει η θύελλα. Ήξερε πως αυτή ήταν η ευκαιρία του: θα έβρισκαν ένα μικρό σπιτάκι, μακριά από όλους και όλα να στεγάσουν τον έρωτά τους. Στην άλλη άκρη του νομού κατά προτίμηση, προκομένοι ήταν και οι δυο, θα τα φτιάχνανε όλα. Και ας ξαναγίνονταν συμπέθεροι στο τραπέζι του γάμου σε έξι μήνες. Αυτοί γνώριζαν πως θα μοιράζονταν την ίδια κλίνη! Σιγά σιγά έλπιζαν ότι θα το δεχόντουσαν και τα παιδιά τους, αυτοί ήταν αποφασισμένοι, θα έκαναν πίσω για τον κόσμο μόνο. Δε θα μπαίνανε μπροστά, δε θα εμφανίζονταν φανερά αλλά θα ήταν εκεί!

Και έτσι έγινε! Σε λιγότερο από μήνα, βρήκαν μια κουκλίστικη μικρή μονοκατοικία στο Μάτι. Την αγόρασαν με όσα είχαν στην άκρη και βάλανε και δάνειο για τα υπόλοιπα. Βασιζόντουσαν στα χέρια και τις συντάξεις τους, θα τα καταφέρνανε. Άλλωστε ήταν γεροί ακόμα και τα μόνα τους έξοδα ήταν οι προετοιμασίες του γάμου. Τα παιδιά τους απ΄ την μια διώξανε τους μιαρούς από κοντά τους, απ΄ την άλλη δεν αρνήθηκαν την οικονομική τους ενίσχυση. Μπορεί να μην έβλεπε θάλασσα το οικοπεδάκι αλλά στις βόλτες που κάνανε χεράκι – χεράκι την βρίσκανε πάντα στη θέση της πίσω απ΄ το λοφάκι, σαν το κρυμμένο μυστικό τους! Φυσικά ο γιος και η κόρη δεν άργησαν να αντιληφθούν τι γινόταν πίσω από την πλάτη τους. Αντέδρασαν πιο σκληρά απ΄ ό,τι περιμένανε: τους είπαν πως δε θα τους ξαναδούν και να τους ξεγράψουν οριστικά πια. Αυτοί σαν μεγαλύτεροι, πάντα έλπιζαν! Το καλοκαίρι ήταν μπροστά τους, η ζέστη του ήλιου, η αλμύρα των κυμάτων μπορεί να καταλάγιαζε τις ψυχές και ν΄ ανταμώνανε το φθινόπωρο! Ραντεβού το Σεπτέμβρη, σαν τους κινηματογράφους, έλεγε το ζεύγος συνωμοτικά και γέλαγε! Άλλωστε το μεγάλο παιδί του Λουκά ήταν με το μέρος τους και υποσχέθηκε πως αν και μακριά, προσπαθούσε να πείσει τους “μικρούς” να ρίξουν νερό στο κρασί τους. Πόσα χρόνια τους μένανε; Γιατί να διαπραγματευτούν το αμφίβολο αύριο τους;

Και είχαν χίλια δίκια. Τον Ιούλιο ξέσπασε η μεγάλη φωτιά που δεν χαρίστηκε σε κανένα. Απ΄ τα πρώτα σπίτια που έκανε σχεδόν ολοσχερώς κάρβουνο, μόλις πέρασε την Μαραθώνος, ήταν η φωλίτσα του Λουκά και της Γιούλας. Ξύλινη βεράντα, σκεπή με δοκάρια κάτω απ΄ τα κεραμίδια, δρύινα παραθυρόφυλλα ήταν ό,τι λαχταρούσαν οι αχόρταγες φλόγες. Μια βαλίτσα πρόλαβαν να χώσουν στο αμάξι και το κλουβί με τα καναρίνια τους. Το ξημέρωμα τους βρήκε καπνισμένους, ξέπνοους ήρωες στην πιο δραματική παράσταση της ζωής τους. Χωρίς στέγη, χωρίς καμία βοήθεια, χωρίς ελπίδα… φαινόταν πια να μην αρκεί στην πλάση το αθώο “μαζί” που κρατούσαν σφικτά στην ένοχη αγκαλιά τους!

Για πότε έκανε εισαγωγή στο νοσοκομείο ο Λουκάς με ζάχαρο και για πότε βγήκε με κομμένο το δεξί πόδι, λίγοι κατάλαβαν. Η πτώση του ήταν πολύ γρήγορη. Μπήκε – βγήκε άλλες τρεις φορές, η τελευταία ήταν η μοιραία. Ποτέ δεν μπόρεσαν να ρυθμίσουν τον σιωπηλό φονιά του, οι γιατροί υπέθεσαν πως ήταν ο ξαφνικός διαβήτης αλλά η Γιούλα ήξερε πως η αρρώστια που δεν μπορούσε να τινάξει από πάνω του ήταν μόνο το αποτέλεσμα. Η αιτία ήταν αλλού. Η ίδια γυρνούσε απαρηγόρητη, πολλοί είπαν πως το βλέμμα της έγινε θολό και δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με άνθρωπο, όλο παραμιλούσε. Δεν ήθελε κανέναν πια. Ο γιος της, που χώρισε λίγο πριν παντρευτεί, ήταν αδύνατο να την πλησιάσει. Τους έδιωχνε όλους, κυκλοφορούσε ντυμένη με κουρέλια, αυτή που δεν έβγαινε αχτένιστη ούτε να πάει τα σκουπίδια. Αχτένιστη, πνιγμένη στα χρέη, κάποιο απ΄ τα πολλά βράδια που βολόδερνε μόνη της στους δρόμους, την χτύπησε μηχανάκι. Ο οδηγός είπε πως πετάχτηκε απ΄ το πουθενά. Η άδικη γη δεν την/τους χωρούσε! Μία κουβέντα με νόημα ψέλλισε στον τραυματιοφορέα πριν αφήσει την τελευταία της πνοή, ήταν: Λουκάκο μου επιτέλους τα δυο μας!   

 

Οι περισσότερες αγάπες πάνε στον παράδεισο. Όμως κάποιες λίγες “καταραμένες” οδηγούνται στην κόλαση, επειδή κανείς δεν μπορεί να αποφασίσει αν είναι αγνές ή αμαρτωλές! Συνεχίζουν αέναα να σιγοκαίνε, όχι οι ίδιες αλλά όσους αφήσαν σημαδεμένους στον πάνω κόσμο, των ζωντανών – νεκρών. Βλέπεις δεν τις αντέχει όλες η πλάση, ειδικά αυτές τις ασήκωτες, τις βραχύβιες, αλλά και τις τόσο μαγευτικά σπινθηροβόλες!

 

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: