,

Το ταξίδι

Τίποτα δεν άλλαξε από την τελευταία φορά. Όλα ίδια έμειναν. Μπαίνοντας μέσα βρήκε πάνω στο τραπέζι το παλιό του σετ με λαδομπογιές και τα παλιά του πινέλα. Οι άδειοι καμβάδες στέκονταν στην γωνία και περίμεναν λυπημένοι να γεμίσουν. Ακόμα και το τασάκι γεμάτο ήταν με τ’ αποτσίγαρα της τελευταίας βραδιάς.

Πέρασαν κιόλας δέκα χρόνια από εκείνη τη νύχτα που άρπαξε την τσάντα του με λίγα ρούχα, ένα μολύβι, μια γόμα κι ένα μπλοκ και έφυγε. Χωρίς να σκεφτεί. Δεν τον ένοιαζε. Δεν ήθελε να τον νοιάζει. Άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε. Ούτε από την δουλειά είχε παραιτηθεί, ούτε είχε πει τίποτα σε κανέναν. Μια ματιά δεν έριξε πίσω. Ίσως να φοβήθηκε μην τον κρατήσει κάτι πίσω. Με βλέμμα που κοίταζε μόνο μπροστά, εξαφανίστηκε.

Και κανένας δεν τον αναζήτησε ποτέ τα χρόνια αυτά. Ένιωσε λιγάκι πίκρα, αλλά εκείνος το ήθελε έτσι. Δούλεψε αρκετά για να το πετύχει. Απομακρύνθηκε από όλους και από όλα. Μόνο στην ζωγραφική έβρισκε γαλήνη και ευχαρίστηση. Εξαφανιζόταν για μέρες και δεν τον ένοιαζε τίποτα, μόνο να δημιουργεί. Ήταν η πιο παραγωγική περίοδος που είχε διανύσει και μάλιστα ένιωσε λιγάκι περήφανος. Πραγματοποίησε και κάποιες εκθέσεις που είχαν σχετική επιτυχία. Πούλησε αρκετά από τα έργα του. Δεν έκανε όμως την κίνηση να παραιτηθεί από την δουλειά του. Ούτε φαινόταν να χαίρεται ιδιαίτερα. Κάτι έλειπε. Ένιωθε ένα περίεργο κενό.

Ξεκινώντας όμως προς το άγνωστο, έφυγε η πίκρα και την θέση της πήρε η απόλυτη αίσθηση ελευθερίας. Καμιά ευθύνη, κανένα πρόβλημα. Όλα ανοίγονταν μπροστά του καινούρια και άγνωστα. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν το ταξίδι. Να γνωρίσει τον κόσμο και να δει όσα περισσότερα μπορούσε. Να φύγει από κάτι, που δεν μπορούσε να προσδιορίσει.

Λεφτά δεν είχε, αλλά ποτέ δεν είχε κι ούτε θα ‘χε. Έτσι μια μέρα άρπαξε μερικά πράγματα και ό,τι οικονομίες είχε κι εξαφανίστηκε. Έτρωγε όπου έβρισκε ή του πρόσφεραν φαγητό. Κοιμόταν όπου έβρισκε ή του πρόσφεραν μια γωνία να απλώνει το κορμί του. Τον είχε εντυπωσιάσει η αγάπη και η προσφορά που μπορούσε να δώσει ο κόσμος. Κι έτσι γύρισε όλο σχεδόν τον κόσμο. Έκανε δουλειές του ποδαριού για να βγάζει μερικά φράγκα, να μπορεί να κινείται. Αλλά μέχρι εκεί. Δε σκεφτόταν το αύριο. Δεν τον ένοιαζε. Ζούσε την στιγμή. Δημιουργούσε εικόνες. Ζωγραφιές με νόημα. Ό,τι έβλεπε πραγματικά και ό,τι ένιωθε. Τις περισσότερες τις πρόσφερε στους ανθρώπους που γνώριζε. Άλλοτε από ευγνωμοσύνη για το πιάτο που του πρόσφεραν, για τη γωνία που του έδιναν να κοιμηθεί. Άλλοτε πάλι μόνο για τη συντροφιά και τις ιστορίες που του έλεγαν.

Του πήρε δέκα χρόνια. Και επιτέλους είχε ολοκληρώσει το ταξίδι του. Σαν σύγχρονος Οδυσσέας πέταξε τον γεμάτο τρύπες σάκο του στο πάτωμα και κάθισε στο σκονισμένο κρεβάτι. Είχε γνωρίσει τον κόσμο. Μα κυρίως είχε γνωρίσει τον εαυτό του.

Άναψε ένα τσιγάρο και πήρε μια βαθιά τζούρα. Ο καπνός γέμισε το δωμάτιο, που βρωμούσε κλεισούρα και βυθίστηκε στην σκέψη του. «Και τώρα τι;», μουρμούρισε. Το βλέμμα του γύρισε στους τέσσερις τοίχους. Η μούχλα είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της στο σπίτι. Ήξερε πλέον, τι έπρεπε να κάνει. Τι πραγματικά ήθελε να κάνει.

Έσβησε το τσιγάρο στο γεμάτο τασάκι και σηκώθηκε ήρεμα, γαλήνια. Άρπαξε την τσάντα και έφυγε. Έριξε μια ματιά πίσω κι ένα δάκρυ ξέφυγε πάνω στο χαμόγελο που είχε γεμίσει το πρόσωπό του. Έκλεισε την πόρτα πίσω του. Για τελευταία φορά.

The BluezGuest

Απάντηση


%d