Η Αζαλέα σηκώθηκε από το κρεβάτι προτού χτυπήσει το ξυπνητήρι. Έριξε μια ματιά έξω από το παράθυρο˙ ο ήλιος θα αργούσε πολύ να ξεμυτίσει από τον ορίζοντα. Οι αριθμοί στο κινητό της έδειχναν πως η ώρα ήταν λίγο πριν τις πέντε τα χαράματα. Καθώς φορούσε τις λευκές φόρμες που μοσχομύριζαν, ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του κοριτσιού. Η εβδομάδα που είχε περάσει ήταν η καλύτερη της ζωής της και λαχταρούσε να μοιραστεί τα νέα με τους γονείς της.
Η αδημονία έκανε τα πόδια της να γλιστρούν επάνω στο ξύλινο πάτωμα. Είχε σκοπό να τους εκπλήξει με ένα Σαββατιάτικο πρωινό φτιαγμένο εξ’ ολοκλήρου από την ίδια. Ήδη, με τα ρουθούνια της φαντασίας της, μπορούσε να οσμιστεί την ομελέτα και τα αυγά ποσέ, τα τοστ και της τηγανίτες, ακόμα και τη μυρωδιά του πορτοκαλιού όταν στύβεται. Όμως οι εκπλήξεις δε θα σταματούσαν στο πρωινό˙ και η Αζαλέα πιότερο ανυπομονούσε για τη δεύτερη έκπληξη.
Το σπίτι ήταν σιωπηλό όταν βγήκε στο διάδρομο. Στο μπάνιο, η πόρτα την περίμενε μισάνοιχτη. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη επάνω από τον νιπτήρα. Η γκριμάτσα, που τη συνόδευε από την πρώιμη παιδική της ηλικία, ευτυχώς έλειπε. Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο. Τα μάτια της δεν ήταν μισόκλειστα, τα χείλη της δεν ήταν σουφρωμένα, η μύτη της δεν ήταν ζαρωμένη. Και η γνωστή αίσθηση του μυρμηγκιάσματος πριν την γκριμάτσα ήταν κάπου βαθιά θαμμένη.
Το χαμόγελο πλάτυνε στο πρόσωπό της. Από όλα τα μέρη όπου είχαν καταλήξει με τις μεταθέσεις του πατέρα της, αυτή η μικρή πόλη είχε αποδειχτεί για την Αζαλέα ένα πραγματικό σπίτι. Ένα μέρος όπου ένιωθε πια καλά με τον εαυτό της. Μια κοινότητα που την είχε αποδεχτεί και που την είχε βοηθήσει να αποδεχτεί κι εκείνη τον εαυτό της. Και όλα αυτά, χάρη στην καινούργια καθηγήτρια της βιολογίας, που είχε όχι μόνο τις γνώσεις αλλά και την ενσυναίσθηση για να αγκαλιάσει την ιδιαιτερότητα της νεαρής κοπέλας.
~*~*~*~
«Είναι πιο σπάνιο στα κορίτσια», της είχε πει η κυρία Λάμπρου στο πρώτο μάθημα βιολογίας. «Αλλά αυτό, Αζαλέα, σε κάνει ακόμα πιο ξεχωριστή».
Ύστερα, είχε απευθυνθεί στην τάξη της πρώτης γυμνασίου και τους είχε ρωτήσει με χαμόγελο.
«Εσείς ξέρετε πώς ονομάζεται το σύνδρομο που έχει η Αζαλέα;»
Σιωπή είχε απλωθεί στην αίθουσα. Μόνο μια ανεπαίσθητη φωνή στο βάθος είχε ακουστεί, από ένα παιδί που ήταν πάντα μαζεμένο.
«Τουρέτ».
«Σωστά, πολύ σωστά», είχε πάρει το λόγο η κυρία Λάμπρου. «Σύνδρομο Τουρέτ. Το σύνδρομο αυτό, όπως και όλες οι ασθένειες, δεν είναι κάτι που το επιλέγεις˙ σε επιλέγει εκείνο. Μπορεί να εμφανιστεί με χίλιες δυο μορφές. Με γκριμάτσες, ανοιγοκλείσιμο των ματιών, τίναγμα των χεριών, αθέλητες συσπάσεις, ακόμα και με χρήση κακών λέξεων. Τα συμπτώματα χειροτερεύουν όταν κάποιος είναι αγχωμένος, πιεσμένος ή κουρασμένος. Όσο πιο δυνατά τα συναισθήματα μάλιστα, τόσο πιο έντονα και τα συμπτώματα.
»Η Αζαλέα δεν το επέλεξε, όμως έχει το θάρρος να ζει μαζί του και να κάνει ό,τι κάνουμε και εμείς οι υπόλοιποι. Αυτό είναι πολύ δύσκολο, ιδιαίτερα όταν δεν λαμβάνει την κατανόηση και τη στήριξη όλων μας.
»Πώς θα το κάνουμε αυτό, θα με ρωτήσετε. Σήμερα λοιπόν θα ξεκινήσουμε ένα παιχνίδι. Κάντε μια γκριμάτσα… Ωραία. Από εδώ κι εμπρός, όποτε κάνει η Αζαλέα την γκριμάτσα της, θα κάνει κι ο καθένας από εμάς τη δική του. Χωρίς κοροϊδία. Για συμπαράσταση».
~*~*~*~
Η Αζαλέα στην αρχή είχε ανάμεικτά συναισθήματα γι’ αυτό. Δεν περίμενε ότι θα δουλέψει. Όμως δούλεψε, και το σύνδρομο Τουρέτ από βάσανο έγινε ένα όμορφο παιχνίδι με τους συμμαθητές της. Ακόμα και τα συμπτώματά της είχαν αρχίσει να υποχωρούν, να λιγοστεύουν, και είχε δει τρομερή βελτίωση το τελευταίο τρίμηνο. Η προηγούμενη ημέρα μάλιστα ήταν η πιο επιτυχημένη μέχρι τώρα˙ είχε καταφέρει να ελέγξει τις συσπάσεις του προσώπου της και η γκριμάτσα την είχε επισκεφθεί μόνο μια φορά. Αυτά τα νέα ανυπομονούσε να πει στους γονείς της.
Ξεκίνησε να κατεβαίνει τα σκαλιά στις μύτες των ποδιών της για να μην κάνει θόρυβο. Σχεδόν δεν ακουμπούσε τα σκαλοπάτια, τόσο ανάλαφρη ένιωθε. Ξαφνικά, στα μισά περίπου της σκάλας σταμάτησε. Της φάνηκε ότι άκουσε ομιλίες και μια οσμή καμένου τοστ έκανε επίθεση στα ρουθούνια της.
Ποιος είναι ξύπνιος τόσο νωρίς; σκέφτηκε. Αφού ο πατέρας δεν έχει να πάει στο στρατόπεδο σήμερα.
Κράτησε την ανάσα της και τέντωσε τα αυτιά της. Δυο-τρεις λέξεις ξεχώρισαν από τις κουβέντες των γονιών της. Ήταν όμως αρκετές.
«Μετάθεση… Μετακόμιση…»
Η Αζαλέα ένιωσε τα γόνατά της να τρέμουν, σαν να ήθελαν να τη γκρεμίσουν από τις σκάλες. Αρπάχτηκε από την κουπαστή και κατάφερε να καθίσει στην άκρη του σκαλοπατιού. Η μυρωδιά του καμένου τοστ ήταν πια αποπνικτική. Το στομάχι της συσπάστηκε. Την έκανε να διπλωθεί. Οι ανάσες της, κοφτές, δεν έφταναν για να κυκλοφορήσει μέσα της το οξυγόνο. Ένας βόμβος κατέκλυσε τα αυτιά της, και το μυρμήγκιασμα έκανε την εμφάνισή του.
Η γκριμάτσα επιτέθηκε στο πρόσωπό της με βία. Τα μάτια της γίναν δύο μισοφέγγαρα, κάνοντας το μέτωπο από πάνω τους να ζαρώσει. Το στόμα σούφρωσε και τα χείλη της τραβήχτηκαν τόσο πολύ, που το πάνω ακούμπησε τη μύτη και το κάτω σχεδόν το πηγούνι. Η ίδια η μύτη ανασηκώθηκε και ο αέρας μπαινόβγαινε με θόρυβο μέσα από τα διεσταλμένα ρουθούνια.
Δέκα-εννιά-οκτώ-εφτά… Οι μύες του προσώπου της άρχισαν να πιάνονται. Έξι-πέντε-τέσσερα… Το πρόσωπό της να πονάει. Τρία-δύο… Λίγη υπομονή, σε λίγο θα περάσει. Ένα-μηδέν… Γιατί δεν περνάει;
Η Αζαλέα ένιωθε κάθε ίνα του προσώπου της να καίει. Η έκφρασή της, μια μάσκα αμετάβλητη. Μια σκέψη σύρθηκε τότε στο μυαλό της, κι έσπειρε δεκάδες χέρια σαπισμένα, με νύχια μακριά, κυρτά και μαύρα, που δεν έχασαν καιρό και άδραξαν τα σωθικά της.
Κι αν μείνω έτσι για πάντα;
~*~*~*~
Κι αν μείνω έτσι για πάντα; Μείνω… έτσι… πάντα; Μείνω… πάντα; Μείνω; «Μείνω!»
«Σσς, σώπασε», ακούστηκε μια απαλή φωνή. «Όλα θα πάνε καλά».
Ένα δροσερό άρωμα, οικείο, χάιδεψε τη μύτη της και ενστάλαξε στη μνήμη της μια εικόνα˙ την αίθουσα της βιολογίας.
«Ήρθατε. Ήρθατε όπως μου το είχατε υποσχεθεί. Για την έκπληξη», είπε η Αζαλέα πιο ήρεμα τώρα. Μέσα από τα μισόκλειστα μάτια της μπορούσε να διακρίνει τη φιγούρα της κυρίας Λάμπρου.
«Ναι. Είναι εδώ και οι γονείς σου. Ανησύχησαν…»
Τότε μια σκηνή άστραψε στο μυαλό της Αζαλέας και τα απαίσια χέρια άρχισαν να έρπουν και πάλι στο μυαλό της.
«Άκουσα ότι θα μετακομίσουμε… Το πρόσωπό μου… Το πρόσωπό μου!» ούρλιαξε ψηλαφίζοντας το μέρος όπου φώλιαζε η γκριμάτσα.
«Σσς, είναι εντάξει το πρόσωπό σου. Ηρέμησε. Δε θα μετακομίσετε. Το συζητήσαμε ήδη με τους γονείς σου. Έχεις φτάσει σε πολύ καλό σημείο και είναι κρίμα να ξαναρχίσεις αλλού από το μηδέν».
Η Αζαλέα τώρα άνοιξε τα μάτια της πλήρως. Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Ο ήλιος προσπαθούσε να στείλει τις αχτίδες του μέσα από τις τραβηγμένες κουρτίνες.
«Ναι, ψυχή μου, θα μείνουμε εδώ», είπε η μητέρα της, χαϊδεύοντας το μέτωπό της. Από πάνω, όρθιος και σοβαρός, έστεκε ο πατέρας της. Μόνο τα μάτια του ήταν υγρά, καθώς έγνεφε κι εκείνος καταφατικά.
Το κορίτσι πετάχτηκε από το κρεβάτι. Έτρεξε στον καθρέφτη του μπάνιου. «Είναι εντάξει το πρόσωπό μου», φώναξε. «Είμαι καλά! Είμαι καλά! Δε θα μετακομίσουμε!»
Η Αζαλέα άρχισε να χορεύει ανάμεσα στους γονείς της και την αγαπημένη της καθηγήτρια, ώσπου το βλέμμα της στάθηκε σε ένα φυτό με άνθη λευκά δίπλα από το κρεβάτι της. Στάθηκε επάνω από τη γλάστρα και έχωσε το κεφάλι της μέσα στο πράσινο φύλλωμα. Ύστερα κοίταξε την κυρία Λάμπρου ερωτηματικά.
«Μια λευκή αζαλέα για την Αζαλέα μας», είπε εκείνη χαμογελώντας. «Χαρίζει προστασία σε όλη την οικογένεια και διώχνει μακριά όλες τις δυσκολίες».
Η Αζαλέα κοίταξε τους γονείς της. Γελούσαν κι εκείνοι, αγκαλιασμένοι τώρα, πιότερο από όσο είχαν γελάσει ποτέ. Και η ίδια φορούσε ένα χαμόγελο που απλωνόταν από το ένα αυτί στο άλλο.
Θέλω να μείνω έτσι για πάντα, σκέφτηκε και για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πόσο πολύ έμοιαζε με τους γονείς της.