,

Ο πρίγκιπας Έντουαρντ

«Όχι», του απάντησε χαμηλόφωνα κρατώντας την αναπνοή της. Κοίταξε δεξιά να βρει ένα βλέμμα υποστήριξης. Η μητέρα της καθόταν στην πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι και με τις παλάμες έκρυβε το πρόσωπό της. Η Βερόνικα, στα 17 της χρόνια, δεν είχε ξαναδεί τη μαμά της τόσο θλιμμένη. Κοίταξε αριστερά στο πελώριο υπνοδωμάτιο και είδε τις κουβερνάντες της με σκυμμένο το κεφάλι. Ήταν μόνη της.

«Τί θα πει όχι;» την ρώτησε αυστηρά και τα τόξα των φρυδιών του κάτω από τα άγρια μάτια του ενώθηκαν. Έσφιξε τα δόντια του και τις γροθιές του. Άστραψε και βρόντηξε ο Βασιλιάς με την ανυπακοή της κόρης του.

«Δεν θέλω», είπε θαρραλέα αλλά μόνο εκείνη άκουγε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά μέσα στο στήθος της. Ανυπότακτη ήταν αυτή η καρδιά σαν θηρίο σε κλουβί, να βαράει ουρλιάζοντας τα κάγκελα.

Όταν τα βαριά βήματα του Βασιλιά ακούστηκαν να απομακρύνονται ενώ κατέβαινε τις σκάλες, οι γυναίκες όρμισαν στην αγκαλιά της πριγκίπισσας.

«Θέλω να αποφασίσω εγώ ποιον θα παντρευτώ! Θέλω να ερωτευτώ! Με ακούτε;» ξέσπασε σε λυγμούς.

Η νύχτα έπεσε βαριά στο Βασίλειο. Έριξε όμως στον ουρανό εκατοντάδες αστέρια και φώτισε τον δρόμο της Βερόνικας ενώ το έσκαγε από το δωμάτιό της. Ήξερε καλά το δάσος και χάθηκε μέσα του.

Φτάνοντας με το πρώτο φως του ήλιου στο διπλανό χωριό, πλησίασε σιωπηλά την αυλή ενός σπιτιού και πήρε ένα βρεγμένο φόρεμα που ήταν κρεμασμένο. Η κόρη του χωρικού που στεκόταν στο παράθυρο την είδε και την ακολούθησε στο δάσος.

«Τί κάνεις μόνη σου στο δάσος; Εκτός από το να κλέβεις φορέματα», την αιφνιδίασε όταν η Βερόνικα σταμάτησε για να ξαποστάσει. Έπλεκε τα ξανθά μαλλιά της σε πλεξούδα όταν είδε μπροστά της εκείνη την κοπέλα να της ζητάει εξηγήσεις.

«Είναι μεγάλη ιστορία», απάντησε πρόθυμα. «Αλλά θα σου πω την αλήθεια».

Η νεαρή κοπέλα, η Σάρα, εκτίμησε την ειλικρίνεια της πριγκίπισσας και υποσχέθηκε να την βοηθήσει. Πριν από λίγα χρόνια είχε και εκείνη υποχρεωθεί να παντρευτεί αλλά ο πόλεμος την γλύτωσε από τον τύραννο άντρα της. Πίστευε και εκείνη στον έρωτα και ας μην τον είχε νιώσει ποτέ. Ήξερε όμως ότι άξιζε κανείς να παλέψει για την αγάπη.

«Μετά το τέλος του δάσους είναι ένα μικρό χωριό που ζούνε εκεί οι ξαδέρφες μου», είπε η Σάρα. «Εγώ δεν είχα τότε την δύναμη να δραπετεύσω αλλά θα βοηθήσω εσένα να φτάσεις ως εκεί».

Περπάτησαν μέρες και νύχτες που δεν τις μέτρησαν αλλά ήξεραν ότι δεν είχε φύγει ακόμα το φθινόπωρο. Τροφή τους ήταν οι καρποί της γης και τα όνειρα τους. Φορώντας τα απλοϊκά ρούχα, κουρασμένες πια, έφτασαν κοντά στο τέλος του δάσους και σταμάτησαν στο ποτάμι να ξεκουραστούν.

Δύο άντρες κοιμούνταν κάτω από τα δέντρα και πετάχτηκαν απότομα, αιφνιδιάζοντάς τες. Στέκονταν και οι τέσσερις σαστισμένοι κοιτώντας ο ένας τον άλλο.

«Όμορφοι νέοι», της ψιθύρισε η Σάρα μα δεν την άκουσε. Την σκούντησε δυνατά.

«Τί μου είπες;» μουρμούρισε η Βερόνικα χωρίς να μπορεί να πάρει τα μάτια της από τον γοητευτικό νεαρό. Είχε καστανά μαλλιά, έντονες γωνίες και γλυκά πράσινα μάτια.

«Μένουμε ή τρέχουμε; Αυτό σε ρωτάω. Αχ, δες τον ξανθό από πίσω».

«Φεύγουμε, Σάρα».

«Περιμένετε!» τις σταμάτησαν με μια φωνή. «Ποιες είστε; Πού πηγαίνετε;»

«Εγώ είμαι η Σάρα», συστήθηκε πρώτη και τους έδειξε με το δάχτυλο της προς τα πού πήγαιναν. «Έχουμε δρόμο ακόμα», συμπλήρωσε.

«Είμαι ο Τόμας», την πλησίασε ο ξανθός νεαρός και υποκλίθηκε ελαφρά. «Εσείς, δεσποινίς;»

«Ε, Βερόνικα, σκέτο», βιάστηκε να προλάβει την φίλη της, μην αποκαλύψει την θέση της.

«Χαίρεται, είμαι ο Έντι, σκέτο. Περιπλανώμενος σαν εσάς. Θα θέλατε να σας συνοδέψουμε στο ταξίδι σας;» ρώτησε ενώ υποκλίθηκε μπροστά τους.

«Να το σκεφτούμε λίγο;»

«Νομίζω δεν έχουμε πολύ χρόνο για σκέψεις. Τόμας, μάζεψε γρήγορα τα πράγματα! Ακούω τα άλογα! Κυρίες μου, τρέξτε! Έρχονται από το χωριό».

«Τους ακούω και εγώ. Δεν μπορούμε να πάμε πίσω. Όχι πίσω! Φοβάμαι τόσο πολύ», έβαλε τα κλάματα η Βερόνικα.

«Έχε θάρρος», της έπιασε το χέρι ο Έντι. «Οι δειλοί πεθαίνουν πολλές φορές πριν το θάνατο τους», απήγγειλε.

Κυκλωμένοι και από τις δύο πλευρές του δάσους, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να τρέξουν να κρυφτούν. Δύο βασιλικές οικογένειες τους αναζητούσαν, μια από τα ανατολικά και μια από τα δυτικά. Δύο μέρες πέρασαν μέχρι να τους πιάσουν. Πρόλαβαν να εκμυστηρευτούν, δεν κρύφτηκαν πίσω από τα πρέπει, έβαλαν κάτω τα όνειρα τους και τα κοίταξαν κατάματα. Η Σάρα γνώρισε αυτό που περίμενε όλη της την ζωή. Τον έρωτα. Η Βερόνικα γεύτηκε αυτό για το οποίο πάλεψε πρώτη φορά τόσο γενναία στην ζωή της. Την αγάπη.

Όταν τους πήγαν μπροστά στον πατέρα της, ο Βασιλιάς έμεινε άφωνος όταν είδε τους νεαρούς που συνόδευαν την κόρη του.

«Αδύνατον! Πρίγκιπα Έντουαρντ! Τί σημαίνουν όλα αυτά; Έχετε σχέση με την απόδραση της κόρης μου;»

«Να τον κρεμάσετε!» φώναξαν οι υπήκοοι του Βασιλιά.

«Κρατήστε την Βερόνικα! Θα λιποθυμήσει!» φώναξε η μητέρα της.

Έτρεξαν οι κουβερνάντες αλλά ο πρίγκιπας έπιασε εκείνος στην αγκαλιά του την πριγκίπισσα.

«Μεγαλειότατε, σας ορκίζομαι ότι δεν ξέραμε ο ένας για τον άλλον. Σκόπιμα ο καθένας μας έκρυψε αρχικά την θέση του. Και οι δύο το σκάσαμε για τον ίδιο λόγο. Θέλαμε να έχουμε επιλογή στην ζωή μας. Μόλις σήμερα έμαθα ότι είναι πριγκίπισσα. Και μόλις τώρα που μπήκα στο παλάτι σας κατάλαβα ότι αυτή ήταν η μέλλουσα γυναίκα μου».

«Η ποια; Εσύ ήσουν εκείνος που θα παντρευόμουν;»

«Σωστά κατάλαβες κόρη μου. Αυτός είναι ο σύζυγος που σου διάλεξα. Τέλος καλό, όλα καλά! Αν όμως μας είχατε ακούσει από την αρχή δεν θα τα είχαμε αυτά τώρα. Τί άλλαξε;»

«Τί άλλαξε πατέρα; Το γεγονός ότι τον είδα, τον γνώρισα και του μίλησα πριν μου τον φέρετε γαμπρό στο παλάτι. Ξέρω ποιος είναι και ξέρει ποια είμαι  χωρίς να με κρύβει το πέπλο του φορέματός μου. Τον επιλέγω εγώ για άντρα μου! Εγώ θέλω να περάσω την ζωή μου μαζί του. Εγώ, όχι εσείς».

Καλπασμοί ακούστηκαν και οι πύλες άνοιξαν. Ο πατέρας του πρίγκιπα με την συνοδεία του όρμισε πάνω στον γιο του.

«Τί είναι αυτά που κάνεις;» έβαλε τις φωνές. «Όλα αυτά για να παντρευτείς στο τέλος την γυναίκα που εγώ σου διάλεξα; Αν σε έβρισκα πρώτος θα σε είχα σκοτώσει. Έτσι τιμάς την οικογένειά σου; Το σκας από το παλάτι σου και καταλήγεις εδώ που ούτως ή άλλως θα ερχόσουν για το γάμο σου. Γιατί; Για να γίνει με τον δικό σου τρόπο;»

«Όταν την πρωτοείδα δεν ήξερα ότι είναι πριγκίπισσα, πατέρα. Ούτε ήξερα ότι ήταν η πριγκίπισσα που θα παντρευόμουν. Όταν την γνώρισα ανακάλυψα μια ψυχή που είναι γενναία σαν τη δική μου. Ο αληθινός άντρας πρέπει να τολμά ό,τι αρμόζει σε έναν άντρα. Έτσι μου έλεγες. Όταν την ερωτεύτηκα ένιωσα ο μεγαλύτερος βασιλιάς του κόσμου. Δεν την διάλεξες εσύ πατέρα. Εγώ την διάλεξα. Διάλεξα τον έρωτα. Τιμή, λοιπόν, για την οικογένεια μου θέλω να είναι μόνο αυτή. Θέλω να είμαι ένας ελεύθερος άνθρωπος!»

Και όλοι σιώπησαν. Γιατί δεν υπήρχε κάτι άλλο να ειπωθεί.

Αφιερωμένο στην πριγκίπισσα Κική.

 

 

 

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: