,

Αόρατα λουριά

Είχε αρχίσει να κλείνεται στο μικρόκοσμό της. Σφράγισε το αμυντικό της τείχος γερά, ώστε κανείς να μην της διαταράξει τούτη τη μουντή νηνεμία, να μη την πληγώσει, να μην την προδώσει. Πέρασε καιρό αναμένοντας έναν λυτρωτή, τον ήρωα εκείνον που θα καταφέρει  να γκρεμίσει τα τείχη που περιφράσσουν τον δικό της κόσμο. Γελούσε ειρωνικά, κάθε φορά που της έλεγαν πως κανένας δε θα μπορέσει να τη σώσει, εάν εκείνη δεν προσπαθήσει πρώτα να γίνει λυτρωτής του εαυτού της. Αδίστακτη όμως, έμενε εκεί εθισμένη στην αναμονή με έναν φαντασιόπληκτο ρομαντισμό, πιστή σε εκείνα τα παραμύθια που με λαχτάρα διάβαζε μικρή. Εκείνα με τους πρίγκιπες που αρπάζουν τις πριγκίπισσες και τις πάνε μακριά τη στιγμή που ο δράκος απειλεί να τις εξολοθρεύσει, τα παραμύθια εκείνα που ο πρίγκιπας σκαρφαλώνει στον πιο ψηλό πύργο ώστε να απεγκλωβίσει την αγαπημένη του από την αποπνιχτική φυλακή της. Πριγκίπισσες που κάποιος κακός είχε φυλακίσει, με σωτήρες πρίγκιπες που ήταν πιο δυνατοί, ώστε να αντιμετωπίσουν σιωπηλά τον δεσμευτή. Μα καμία από αυτές δεν είχε γίνει ο θύτης του εαυτού της σαν εκείνη. Καμία δεν είχε τέτοια ροπή αυτοκαταστροφική,  ώστε να ακινητοποιηθεί με νοητά λουριά, που απαιτούσαν κάποιον με ρόλο μαγικό να τα εντοπίσει.

Πέρασαν μέρες, μήνες, εβδομάδες, μα όλα αυτά ακόμη τα αρνούνταν. Μαράζωνε μέρα με τη μέρα πιο πολύ σε ένα κελί ανείπωτης μελαγχολίας με μεγαλύτερο εξουσιαστή τη μοναξιά της. Ώσπου κάποτε άρχισε να ασφυκτιά και αγωνιωδώς, να αναζητά τρόπους φυγής από τα νοητά λουριά της και εισόδου σε ένα μονοπάτι που οδηγεί στην χαμένη ευτυχία. Έριξε μια ματιά στο σπασμένο ρολόι. Πόσες φορές είχε κοιτάξει άραγε τους δείκτες περιμένοντας να μετακινηθούν ώστε να περάσουν οι στιγμές; Επιθυμούσε ο χρόνος να κυλάει, γιατί το αύριο θα ήταν η μέρα που θα νιώσει έτοιμη, που θα είναι τυχερή, που θα έρθει στη ζωή της ένα θαύμα. Τόσες φορές συνέβησαν τα ίδια, που κατέστησε  τους κινούμενους δείκτες του ρολογιού, ως σύμβολο αγανάκτησής της, ως έναν άσπονδο εχθρό. Το κοίταξε οργισμένη κι έπειτα η ίδια με μανία το έσπασε, μιας και συμβόλιζε για κείνη το χρόνο που κυλά προσπερνώντας τη αδιάφορα. Ήθελε πια να γίνει οπαδός του τώρα, αποδεσμεύοντας το ”είναι” της από τη δυναστεία της διαρκούς αναμονής του μέλλοντος. Ήθελε πια να πιστέψει πως δεν υπάρχει ”μετά”, πως όλη η ζωή εγκλωβίζεται σε ένα τετράγωνο τώρα, σε τούτο το λεπτό.

Σιγά – σιγά άρχισε να σπάει μερικά λουριά. Δραπέτευσε σε έναν βαθμό που την καθιστούσε ικανή να παρατηρήσει το πλήθος με προσοχή, να ενστερνιστεί τους ανθρώπους του, να εντοπίσει αυτούς που ξεχωρίζουν μπροστά στα δικά της μάτια. Τότε ήταν η στιγμή που βρήκε εκείνον. Ήταν σαν τα μάτια του να ακτινοβολούσαν ακτίδες φωτός μέσα στις σκοτεινές στοιβαγμένες μάζες που απάρτιζαν τον όχλο. Τα μάτια του είχαν εστιάσει, επίσης τα δικά της. Ήταν σαν δυο φωτεινές ακτίδες να είχαν συγκρουστεί, προκαλώντας μια πελώρια έκλαμψη φωτός. Οι κόσμοι τους γέμισαν με χρώματα πολλά, μόνο που υπήρχε ακόμη ένα σημείο σκοτεινό, τα εναπομείναντα λουριά που κρατούσαν ένα μέρος της παγειωμένο. Πάλεψε σκληρά, να μπορέσει να λύσει τους σφικτούς κόμπους, αφού πρώτα κατόρθωσε με πυγμή να ρίξει το αμυντικό της τείχος, αυτό που από την πρώτη στιγμή τρεμόπαιζε. Τα κατάφερε, άρχισε πια να εξερευνά, να φωτίζει, να διανοίγει εκείνο τον αδιαπέραστο μικρόκοσμο. Η ευτυχία άρχισε δειλά να της ανοίγει την πόρτα… Η ηττοπάθεια, ο εφησυχασμός άρχισαν σταδιακά να εξαφανίζονται. Η ζωή ξεκίνησε να γεμίζει με όνειρα που γίνονταν στόχοι και οι στόχοι επιτεύγματα.

Μα μην πεις ποτέ πως έγινε το θαύμα, πως ήρθε ο ήρωας να την φυγαδεύσει από τον κόσμο της μαυρίλας. Κανένα θαύμα δεν έρχεται αν δε το κυνηγήσεις… Κι αν είσαι από εκείνους τους πιστούς στον κόσμο των θαυμάτων, αποκάλεσε ως θαύμα τη δύναμη που βρήκε και σηκώθηκε.

Ιωάννα Χαντζαρά

Απάντηση


%d