, ,

Τζένη και Πέτρος

Βαρέθηκε η Τζένη να μετακινεί τα έπιπλα πέρα δώθε στο καινούργιο σπίτι. Τόσο μικρό ήταν, που σχεδόν δεν χωρούσε ο διθέσιος καναπές που παράγγειλε. Οι δύο βελούδινες πολυθρόνες μπήκαν κάτω από το παράθυρο, αλλά οι βαριές κουρτίνες έκαναν το σαλόνι να φαίνεται ακόμα πιο μικρό. Κυπαρισσί, καφέ, μπεζ, χρυσό, δεν ήξερε πώς να τα συνδυάσει. Ο άντρας της, ο Πέτρος, ήταν κατενθουσιασμένος με την νέα τους αρχή.

«Είναι το πρώτο μας σπίτι, το δικό μας σπίτι!», την ενθάρρυνε.

«Το μικρό σπίτι στο λιβάδι είναι!», γκρίνιαζε εκείνη.

Το σπίτι ήταν κληρονομιά από την γιαγιά του Πέτρου, ήταν όντως χτισμένο μέσα στο λιβάδι, ανάμεσα σε βουνά, τρία μικρά δωμάτια όλα και όλα.

«Ξέρεις πόσοι άνθρωποι θα ήθελαν το δικό τους σπίτι; Και ας ήταν μικροσκοπικό. Υπάρχουν και χειρότερα, γλυκιά μου!».

«Υπάρχουν και καλύτερα!» απαντούσε εκείνη. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί επειδή κάποιοι δεν είχαν σπίτι, εκείνοι έπρεπε να ζουν σε μια τρύπα. Επειδή κάποιοι δεν είχαν τίποτα, εκείνοι δεν μπορούσαν να έχουν τα πάντα; Ήταν αυτό δίκαιο;

Ο Πέτρος την αγαπούσε πολύ με όλα της τα ελαττώματα. Άλλωστε δεν είχε και εκείνος; Έτσι έβλεπε τον γάμο. Μια ευλογία Θεού και συμφωνία αμοιβαίου σεβασμού και αγάπης. Πέρασε ένας χρόνος που είχαν παντρευτεί και η γιαγιά του πήγε σε ένα καλύτερο μέρος. Τους άφησε το μικρό της σπιτάκι στο βουνό με τον τεράστιο κήπο. Είχε πολλές ιδέες για την μικρή τους φωλίτσα και σιγά σιγά θα τα έφτιαχνε όλα. Όσο είχαν αγάπη και κατανόηση θα είχαν και τα υπόλοιπα με τον καιρό.

«Αυτές είναι οι τελευταίες κούτες», την ενημέρωσε και άνοιξε μερικές. Φάνηκαν μέσα βιβλία, μαξιλάρια και κουβέρτες. «Τα πάω στο υπνοδωμάτιο. Έρχεσαι να κοιμηθούμε; Είναι αργά, αγάπη μου».

«Κάνω ένα μπάνιο και έρχομαι», συμφώνησε εκείνη.

Την είδε να φοράει τις πιτζάμες της και του φάνηκε τόσο όμορφη με τα μαύρα της μαλλιά βρεγμένα και δεμένα σε έναν τυχαίο κότσο. Μοσχομύρισε το δωμάτιο από τα αρώματά της. Τι ευτυχία ήταν αυτή για τον Πέτρο! Πρώτο βράδυ στο δικό τους σπίτι!

«Αύριο λέω να πάμε για ψώνια, τι λες; Σκέφτομαι να περιφράξω τον κήπο, να πάρω μερικά ωραία φυτά και λουλούδια, να ομορφύνει πριν έρθει το φθινόπωρο. Και ένα σπιτάκι σκύλου όσο είναι καλός ο καιρός να αράζει και έξω».

«Σκύλο; Άκουσα καλά;»

«Ναι, έλα να δεις. Είναι ένας σκύλος στο καταφύγιο, τον είδα σήμερα στη σελίδα τους, τον βρήκαν παρατημένο», της έδειξε στο κινητό του την φωτογραφία και στα γαλάζια του μάτια βγήκε ο ήλιος.

«Αυτός είναι μεγάλος! Καλά, πόσο χρόνων είναι;»

«Δέκα! Δεν είναι κρίμα να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στο κλουβί; Χρειάζεται μια οικογένεια. Α! Είδα και μια γάτα».

«Ηλικιωμένη και αυτή; Γηροκομείο θα το κάνουμε εδώ;»

«Μωρό είναι, Τζένη. Κοριτσάκι. Θα ρωτήσω πρώτα αν θα κάνουν μαζί. Θα είναι ωραία παρέα».

«Εγώ κοιτούσα σπίτια. Δες αυτό, δεν είναι τέλειο;»

«Πάλι στο νοίκι; Κάνε υπομονή, θα δεις πόσο ωραία θα είναι η ζωής μας εδώ. Ηρεμία, ησυχία, καθαρός αέρας. Άλλη ποιότητα ζωής. Ειδικά όταν κάνουμε παιδάκια θα είναι το καλύτερο μέρος να μεγαλώσουν εδώ στην εξοχή».

Δεν του απάντησε. Έκλεισε τα μάτια της και η τελευταία σκέψη της ήταν το νέο μεγάλο σπίτι που είδε στο ίντερνετ.

Το νέο σπίτι ήταν τεράστιο! Ο χώρος της κουζίνας πρέπει να ήταν διακόσια τετραγωνικά. Άγγιξε τον μακρύ πάγκο από άκρη σε άκρη. Αυτός δεν ήταν πάγκος κουζίνας, αεροδρόμιο ήταν! Τέρμα το στρίμωγμα και οι συσκευές η μία πάνω στην άλλη. Άνοιξε τα ντουλάπια της κουζίνας και χάζεψε τα πιάτα, τα μαχαιροπίρουνα, όλα χρυσά όπως και η υπόλοιπη κουζίνα. Δίπλα μια μπαρόκ τραπεζαρία με δέκα καρέκλες και ένας μεγάλος μπουφές με ξυλόγλυπτο καθρέφτη να στέκει από πάνω.

«Αυτά είναι!» αναφώνησε ικανοποιημένη. Ξαφνικά της φάνηκε σαν να άκουσε φωνούλες από την άκρη του δωματίου. Πήγε και τι να δει; Μια τεράστια τζαμαρία ανοιγμένη διάπλατα που έβλεπε σε έναν απέραντο κήπο και μπροστά μια πισίνα με εκατοντάδες κουτάβια να παίζουν! «Πού είσαι Πέτρο να δεις, άλλη χάρη έχουν τα κουτάβια!», μουρμούρισε.

Τα μικρά σκυλάκια άρχισαν ένα ένα να ανεβαίνουν από τα σκαλάκια της πισίνας και να κατακλύζουν τον κήπο και την κουζίνα. Όσα μπήκαν μέσα, άρχισαν να τραβάνε τα χρυσοκέντητα καλύμματα από τις πολυθρόνες, να κουτουλάνε μεταξύ τους και να κλαψουρίζουν για χάδια.

«Αφήστε με καλέ. Εσείς θέλετε πολλή φροντίδα και εγώ δεν έχω χρόνο. Πρέπει να δω και το υπόλοιπο σπίτι. Θα έρθω σε λίγο», μουρμούρισε αμήχανα.

Βγήκε στον διάδρομο και μπήκε στον ανελκυστήρα για να ανέβει στον πάνω όροφο. Εκεί υπήρχαν δύο δωμάτια ένα δεξιά και ένα αριστερά. Μπήκε δεξιά και θαύμασε ένα σαλόνι βγαλμένο από τα όνειρά της. Κυριολεκτικά! Βελούδινοι καναπέδες, τεράστια τηλεόραση, πολυθρόνες με γούνινα μαξιλάρια και μεταξωτά καλύμματα, τόσο απαλά που ξάπλωσε αμέσως πάνω τους.

«Μόλις χειμωνιάσει θα χαλαρώνουμε εδώ πίνοντας κρασί μπροστά από το αναμμένο τζάκι. Ποικιλία τυριών, κράκερ, ξηροί καρποί, φρούτα και μους σοκολάτα», αναστέναξε.

Ήταν ώρα να συνεχίσει την εξερεύνησή της. Βγήκε ξανά στον διάδρομο και άνοιξε την πόρτα στο δωμάτιο που ήταν στα αριστερά. Από εκεί που στεκόταν φάνηκε μια τεράστια εσωτερική πισίνα. Πλησίασε και έβαλε τις φωνές.

«Ποιοι είστε εσείς; Τι κάνετε εδώ;» υστερίασε βλέποντας αυτούς τους άνδρες με τα κορίτσια να ερωτοτροπούν στην πισίνα της.

«Ηρέμησε! Γιατί φωνάζεις; Είμαστε φίλοι του Τόνι», εξήγησε ένας βγαίνοντας από την πισίνα και τυλίχτηκε με μια πετσέτα.

«Ποιος είναι ο Τόνι;»

«Ο Τόνι είναι ο ιδιοκτήτης. Είναι δικό του το σπίτι και μας αφήνει να ερχόμαστε όταν λείπει».

«Δεν σας τα είπε καλά ο φίλος σας. Το αγόρασα αυτό το σπίτι! Εγώ μένω πια εδώ! Εσείς βγείτε έξω αμέσως και μην ξανάρθετε!».

«Ποιας φαμίλιας είσαι;» την ρώτησε ένας από αυτούς.

«Ποιας τι; Τι είναι αυτά πάλι; Έξω σας λέω!»

«Την ακούσατε, βγείτε έξω!» πρόσταξε ένας βροντόφωνος γεροδεμένος άντρας. Μπήκε μέσα σοβαρός με το ατσαλάκωτο κοστούμι του και συστήθηκε.

«Κυρία Τζένη, είμαι ο Μπρούνο».

«Ωραίο όνομα, σου ταιριάζει. Σε ευχαριστώ που τους έδιωξες, αλλά εξήγησέ μου τι γίνεται εδώ».

«Με προσέλαβε ο σύζυγός σας για προστασία. Είμαι στις διαταγές σας. Εγώ και οι υπόλοιποι δέκα φρουροί σας που περιμένουν στο σαλόνι».

«Έκανε και κάτι έξυπνο ο Πέτρος. Ωραία, εσύ έλα μαζί μου στα υπόλοιπα δωμάτια και τους άλλους δέκα στείλε τους να διασκορπιστούν, μην τυχόν και είναι κανένας άλλος κακοποιός και απολαμβάνει τα προνόμια του σπιτιού μου. Να τους ξετρυπώσουν όλους, κατάλαβες;»

«Μάλιστα, κυρία».

Η Τζένη ανέβηκε άλλον έναν όροφο μαζί με τον Μπρούνο.

«Τί είναι αυτά τα δωμάτια που πάμε;»

“Είναι τα υπνοδωμάτια και οι ξενώνες κυρία. Μια κυρίως κρεβατοκάμαρα, τρία παιδικά δωμάτια και τρεις ξενώνες».

«Πολύ ωραία, Μπρούνο. Και για πες μου, τι άλλο μου πήρε ο άντρας μου;»

«Το βοηθητικό προσωπικό σας κυρία, θα τις γνωρίσετε τώρα, καθαρίζουν τα δωμάτια», είπε δίνοντάς της δύο φακέλους με τα στοιχεία τους.

«Καλησπέρα», τις χαιρέτισε και στάθηκαν η μία δίπλα στην άλλη με προσοχή. «Βλέπω εδώ τα ονόματα σας, μεγάλα ονόματα. Μαρία Λουίζα Μπεβάντες , θα σε λέω Μαρία, αν δεν σε πειράζει. Και εσένα Μαρία Κλάρα Ντολόρες, θα σε λέω επίσης Μαρία, καλή μου. Παρακαλώ, μπορώ να δω τα μπάνια;»

Οι μικρόσωμες κοπέλες προχώρησαν μπροστά και άνοιξαν τις πόρτες.

«Τζακούζι!» χοροπήδησε από χαρά η Τζένη. «Και μάρμαρο παντού, όνειρο είναι!», μικροσκοπικά δάκρυα ήταν έτοιμα να στάξουν από τα άλλοτε θλιμμένα καστανά μάτια της, αλλά συγκρατήθηκε μη φανεί ευάλωτη μπροστά στο προσωπικό της. «Πάμε στα υπόλοιπα», δήλωσε με πνιγμένη από ευτυχία φωνή.

«Τι άλλο μου πήρε ο άντρας μου, Μπρούνο;»

«Πάμε κάτω, κυρία, να γνωρίσετε τις μαγείρισσες. Πρέπει να έχουν έρθει».

Οι δύο κοπέλες δούλευαν πυρετωδώς στην κουζίνα που πλέον είχε γεμίσει από χαρτοσακούλες με τρόφιμα και καθαριστικά. Οι κατσαρόλες άχνιζαν, οι μυρωδιές ζάλιζαν και ο πάγκος είχε γεμίσει λαχανικά, ψωμιά και μυρωδικά. Εκεί ανάμεσα στα λαχανάκια Βρυξελλών και σε έναν μαϊντανό άφησε τους φακέλους η Τζένη.

«Καλησπέρα. Λοιπόν εσύ είσαι η Άννα Λουίζα Ντελ Μαρ, θα σε λέω Άννα, αν δεν σε πειράζει. Και εσύ η κοκκινομάλλα είσαι η Άννα Κονσουέλα Κάρμεν Βιλαρεάλ, θα σε λέω και εσένα Άννα, καλή μου. Τι καλό ετοιμάζετε;»

«Ιταλικά κεφτεδάκια, κυρία», είπε χαρωπά.

«Αχ, όχι!», έπιασε την καρδιά της η Τζένη και στηρίχτηκε πάνω στον Μπρούνο που τις αγριοκοίταξε.

«Στο είπα δεν θα της αρέσει το ιταλικό, ας κάναμε κάτι άλλο», μουρμούρισε η άλλη Άννα.

«Συγγνώμη, κυρία», απολογήθηκαν και οι δύο με μια φωνή.

«Είμαι χορτοφάγος», ομολόγησε με αναστεναγμό. «Παρακαλώ να ετοιμάσετε κάτι άλλο για εμένα. Χωρίς κρέας. Μα τι φασαρία είναι αυτή έξω στον κήπο;»

«Πρέπει να ήρθε το δελφίνι για την πισίνα σας, κυρία».

«Αχ, όχι δεν θέλω δελφίνι στην πισίνα. Αυτή η φαεινή ιδέα ήταν του Πέτρου; Να το ελευθερώσετε στην θάλασσα αμέσως. Κατάλαβες; Τρέξε, Μπρούνο!» χτύπησε παλαμάκια και ο θεόρατος άντρας έτρεξε σαν παιδί που του έβαλε η μάνα του τις φωνές.

«Ξέρετε ίσως αν μου πήρε κάτι άλλο ο άντρας μου;» απευθύνθηκε στις μαγείρισσες.

«Ναι, κυρία. Σας πήρε μερικές φίλες και το μαγαζί ακριβώς απέναντι για να το μετατρέψετε σε στούντιο ζωγραφικής. Ο σενιόρ Πέτρος είπε ότι αγαπάτε πολύ την ζωγραφική! Και με τις καινούργιες σας φίλες που θα φτάσουν σε λίγο μπορείτε να πάτε για ψώνια. Είπε να διαλέξετε ό,τι θέλετε χωρίς να σας ανησυχεί το κόστος».

«Πολύ ωραία, Άννα. Αναρωτιέμαι όμως πού βρήκε τόσα χρήματα ο Πέτρος για να κάνω τόσα έξοδα. Είπε κατά λέξη να μην με ανησυχεί το κόστος;»

«Φυσικά, κυρία. Ο σενιόρ άφησε τις χρυσές του κάρτες στο γραφείο του για εσάς. Πρέπει να είστε πολύ περήφανη που ο σύζυγός σας κατάφερε τόσο γρήγορα να ανέβει στην ιεραρχία της φαμίλιας. Καημένε Τόνι. Δεν ήταν το τυχερό σου», έπιασε ένα μαντήλι και πλάνταξε στο κλάμα.

«Ποια φαμίλια πάλι; Μισό λεπτό να δω ποιος είναι μπροστά και έρχομαι αμέσως!».

Άνοιξε την βαριά πόρτα του σπιτιού με δυσκολία για να βγει στον μπροστινό κήπο και από εκεί στην κεντρική πύλη που έβλεπε στον δρόμο. Εκείνη τη στιγμή παρατήρησε ότι φορούσε τακούνια και ότι δυσκολευόταν να περπατήσει ως την άλλη άκρη από όπου άκουγε τις φωνές. Στάθηκε πίσω από την καγκελόπορτα και είδε τον Πέτρο. Τί χρυσά ήταν αυτά που φορούσε, υποτίθεται αυτή ήταν η υπερβολική στο ντύσιμό της. Της πήρε τα πρωτεία! Αλυσίδες στο λαιμό, γυαλιστερά παπούτσια, ένα χρυσό ρολόι τόσο μεγάλο που η Τζένη δεν έβλεπε την ώρα να το δοκιμάσει πάνω της. Όχι, δεν θα τον άφηνε με τόσο πράγμα πάνω του, ενώ αυτή δεν είχε τίποτα. Κοίταξε τα δάχτυλά της και προς έκπληξή της ήταν γεμάτα δαχτυλίδια. Άλλα με ρουμπίνια, άλλα με ζαφείρια και άλλα με διαμάντια. Σήκωσε το βλέμμα της απότομα όταν άκουσε ένα αμάξι να έρχεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Γύρω από τον Πέτρο στάθηκαν κάποιοι άντρες που έμοιαζαν με γκάνγκστερς. Όμοια ντυμένοι και αυτοί, μόνο που από τις δικές τους τσέπες κρέμονταν όπλα. Η Τζένη κρύφτηκε πίσω από ένα θάμνο για να μην την δουν. Άρχισε το μυαλό της και το στομάχι της να ανακατεύονται.

«Αυτή είναι η φαμίλια; Αυτό κατάλαβε όταν του έλεγα ότι θέλω μεγάλο σπίτι; Πήγε και έγινε γκάνγκστερ. Ποιος; Ο Πέτρος! Έλα Χριστέ και Παναγία. Ο Πέτρος ο γκάνγκστερ. Το κακοποιό στοιχείο της κοινωνίας. Και εγώ τι είμαι δηλαδή; Κυρία μαφιόζου; Νονά της νύχτας; Α, ρε Πέτρο, πού έμπλεξες;»

Το γρήγορο αμάξι σταμάτησε μπροστά στην πύλη και η Τζένη κρυμμένη στους θάμνους παρακολουθούσε την πόρτα του αμαξιού να ανοίγει και τον Τζέισον Στέιθαμ με απαράμιλλο στυλ να βγαίνει από το αμάξι.

«Θα σε σκοτώσω!»  πετάχτηκε από το κρεβάτι της και με μια παντόφλα άρχισε να βαράει τον Πέτρο στον ύπνο του.

«Τί έπαθες;» φώναζε ο αγουροξυπνημένος άντρας που είχε πάθει ανοσία πια στην υστερία της.

Κοκάλωσε η Τζένη. Γούρλωσε τα μάτια. Πώς να του το πει;

«Θέλω να πάμε για ψώνια».

«Τέτοια ώρα;» άνοιξε το λαμπατέρ και κοίταξε το ρολόι του. «Είναι 6 το πρωί».

«Δεν εννοώ αυτό. Θέλω να πάμε για ψώνια. Για τα ψώνια που σκέφτηκες. Δέχομαι!»

«Είσαι ολότρελη, αλλά τί να κάνω που σε αγαπώ. Μπορώ να μάθω πώς και άλλαξες γνώμη;»

«Πες ότι έπιασαν τόπο οι προσευχές σου».

Το φθινόπωρο τους βρήκε στο μικρό τους σπιτάκι πιο αγαπημένους και ευτυχισμένους από ποτέ. Ο Πέτρος φρόντιζε τον κήπο τους και η Τζένη ζωγράφιζε στον καμβά το όμορφο τοπίο που είχε γύρω της. Μόνο ο σκυλάκος που ήταν ξαπλωμένος στο σπιτάκι του και ξεκούραζε το γέρικο κορμάκι του έδειχνε τα δυσανασχετεί με τα ατελείωτα παιχνίδια της μικρής γατούλας. Αλλά στο τέλος θα συμφιλίωναν και αυτοί οι δύο.

C.C.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: