,

Όταν ο Γιάννης κοιμάται

ΕΝΑ

Ο Γιάννης Χανιώτης βλέπει τηλεόραση. Έχει την ένταση του ήχου στο 10. Το σαλόνι είναι σκοτεινό σαν ξεχασμένη υπόγεια σήραγγα. Στο τραπέζι μπροστά του υπάρχει ένα πιάτο με τα υπολείμματα του σάντουιτς που έχει φάει, δύο άδεια μπουκάλια μπίρα του μισού λίτρου, το τηλεκοντρόλ, το κινητό του και ένα ζευγάρι μπλε χειρουργικά γάντια. Παρακολουθεί την ταινία κατασκοπείας, αλλά χωρίς να ενδιαφέρεται πραγματικά για όσα συμβαίνουν στον πρωταγωνιστή, την υποψήφια ερωμένη του και τη διαμάχη των κυβερνήσεων της χώρας του και της χώρας του βασικού ανταγωνιστή. Ένα παλιομοδίτικο ρολόι με λατινικά νούμερα στέκεται στα αριστερά του Γιάννη και μετράει το χρόνο. Τα δύο αιρ κοντίσιον δουλεύουν στο φουλ, κάνοντας την ατμόσφαιρα λίγο πιο ξέγνοιαστη.

Ο Γιάννης κάθε λίγο και λιγάκι τσεκάρει το κινητό του. Έχει εγκαταστήσει μια εφαρμογή που του επιτρέπει να ελέγχει τις ενδείξεις της κατάστασης υγείας του θείου του, του γνωστού βιομήχανου Περικλή Φρατζιώτη. Ο θείος του βρίσκεται σε κώμα στην κρεβατοκάμαρα του πρώτου ορόφου της βίλας. Δεν περιμένει κάποια συνταρακτική αλλαγή, ειδικά προς το καλύτερο. Οι γιατροί έχουν πει πως τα χτυπήματα στο κεφάλι προκάλεσαν πολλαπλές βλάβες. Ο εγκέφαλος του Περικλή αντέχει μεν, αλλά όχι αρκετά για να δώσει τις κατάλληλες εντολές στον οργανισμό και να τον κινητοποιήσει. Απλά… επιβιώνει. Τα μηχανήματα που του έχουν συνδέσει τον τρέφουν και τον κρατάνε ζωντανό. Ένας γιατρός έρχεται και τον βλέπει κάθε εβδομάδα ή κάθε τρεις μέρες, εκτός απροόπτου.

Ο Γιάννης τρίβει τα ενός μήνα γένια του. Έχει κατηγορήσει πολλάκις τον εαυτό του από εκείνο το βράδυ και έπειτα, πριν ενάμιση χρόνο. Θεωρεί πως ο ίδιος θα μπορούσε να είχε κάνει κάτι πιο αξιόλογο. Πιστεύει ειλικρινά πως θα μπορούσε να σταματήσει το διαρρήκτη και πιθανό δολοφόνο του θείου του, προτού προλάβει να ξυλοκοπήσει τον Περικλή. Αν δεν είχα αποκοιμηθεί, σκέφτεται. Αν είχα το νου μου. Αν είχα καλύψει όλες τις πιθανότητες. Αν ενεργούσα πιο έγκαιρα. Αν, αν, αν. Βασικά, ξέρει πως δεν έχει τις ικανότητες για να αποτρέψει κάτι τέτοιο, όποτε κι αν συμβεί, όσο γρήγορα και αν επέμβει. Απλά δεν το έχει. Ναι, έχει τη σωματική διάπλαση (είκοσι εφτά χρονών, ένα και ογδόντα πέντε ύψος και ενενήντα κιλά βάρος, που είναι κατανεμημένο σε καίρια σημεία της μυϊκής του μάζας), αλλά όχι τις γνώσεις. Δεν έχει κανενός είδους εκπαίδευση για μάχες σώμα με σώμα, και ειδικά αν ο ίδιος είναι άοπλος και ο εχθρός κρατάει σφυρί –όπως εκείνο το βράδυ. Ούτε στο στρατό του είχαν μάθει κάτι, ούτε ο ίδιος επιδίωξε να εκπαιδευτεί γενικά. Γιατί δεν πίστευε πως θα συνέβαινε κάτι τέτοιο (στον εαυτό του ή και στον θείο του). Και να είχε ξυπνήσει πιο νωρίς, πριν εκείνο το θηρίο, ο διαρρήκτης, βρει τον θείο και τον χτυπήσει άσχημα, δεν θα κατάφερνε κάτι άλλο, πέραν ίσως από το να φάει αυτός το περισσότερο ξύλο. Μάλιστα, θα έπρεπε να νιώθει περήφανος για τον εαυτό του, γιατί απέτρεψε τον άλλο από το να σκοτώσει έναν από τους δύο ενοίκους –ή και τους δύο. Είχε βάλει την εφεδρική γεννήτρια σε λειτουργία και ο συναγερμός ούρλιαζε για ώρα, με αποτέλεσμα ο διαρρήκτης να φοβηθεί και να φύγει.

Ο Γιάννης δεν έχει άλλους ανθρώπους που να νοιάζεται και να τον νοιάζονται. Έχει ξαδέρφια και ανίψια, αλλά δεν έχει επαφές μαζί τους. Όπως δεν είχε και ο Περικλής μαζί τους, όταν ήταν καλά. Δεν υπάρχει συμπάθεια αναμεταξύ τους ούτε στο ελάχιστο δυνατό. Τα ξαδέρφια και τα ανίψια περιμένουν απλά να πεθάνει ο Περικλής –ούτε στο νοσοκομείο δεν είχαν έρθει για να τον δουν, παρά το ότι ο ίδιος ο Γιάννης τους ενημέρωσε. Οπότε ο Γιάννης φροντίζει τον θείο του, περνώντας ουσιαστικά όλο του το χρόνο στη βίλα.

Ο Γιάννης, εκτός του γιατρού, βλέπει πλέον μόνο δύο γυναίκες που έρχονται και κάνουν δουλειές: καθαρίζουν, πλένουν κλπ. Τις επιτηρεί, καθότι γνωρίζει ότι το μεγάλο σπίτι με τον εξίσου τεράστιο κήπο έχει αντικείμενα αξίας, που θα μπορούσαν να βάλουν σε ύπουλες σκέψεις ακόμα και τον πιο αγαθό άνθρωπο. Οι γυναίκες δεν έχουν δώσει δείγματα ύποπτων ενεργειών, αλλά, όπως και ο θείος Περικλής, έτσι και ο Γιάννης θέλει να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο σίγουρος ότι δεν θα χαθεί το παραμικρό.

Ο Γιάννης έχει ένα μότο: «Αν θέλουν κάτι, ας το ζητήσουν και θα δούμε τι μπορεί να γίνει». Αυτό έλεγε και ο θείος του.

Ο Γιάννης αγαπάει τον θείο του. Από μικρός, από τότε που οι γονείς του ζούσαν ακόμα και ο θείος Περικλής ερχόταν μαζί με την γυναίκα του, την θεία Μαρία, με το αμάξι στο σπίτι που έμεναν και έφερνε δώρα. Πήγαιναν μαζί βόλτες με το γρήγορο αμάξι του. Ο θείος του τον συμβούλευε όταν έκανε κάποια σκανταλιά, αλλά δεν τον μάλωνε, εκτός αν ξεπερνούσε τα όρια, αν έβριζε τα Θεία, ας πούμε, ή αν έπαιρνε κάτι χωρίς να το ζητήσει. Και τότε, ακόμα, ο θείος Περικλής ύψωνε τη φωνή του, αλλά μέχρι εκεί. Ήθελε απλά να περάσει ένα μήνυμα, όχι να τρομάξει τον μικρό Γιάννη. Το ίδιο λίγο πολύ έκαναν και οι γονείς του, όμως ο πατέρας του είχε σηκώσει το χέρι του μια δυο φορές, χωρίς βέβαια να το κατεβάσει στο παιδί –αλλά ήταν αρκετά τρομακτικό, έτσι κι αλλιώς. Ο θείος Περικλής είναι αυτός που του συμπαραστάθηκε και τον καλωσόρισε στη βίλα του, όταν απεβίωσε και ο πατέρας του Γιάννη.

Ο Γιάννης νιώθει τα μάτια του να βαραίνουν. Ξέρει ότι δεν πρέπει να κοιμηθεί, και δεν θέλει να κοιμηθεί, αλλά ξέρει επίσης ότι δεν θα είναι χρήσιμος σε κανέναν αν είναι εξαντλημένος. Παίρνει το κινητό του και κοιτάζει. Οι ενδείξεις δεν έχουν αλλάξει. Η καρδιά χτυπάει, τα πνευμόνια εισπνέουν και εκπνέουν αέρα και ο εγκέφαλος… Ο εγκέφαλος διατηρείται σε μια αμφίβολη ονειρική κατάσταση. Ο θείος Περικλής υπάρχει, αλλά ταξιδεύει.

Ο Γιάννης αφήνει το κινητό και τρίβει τα γαλάζια μάτια του. Κάνει το ίδιο και με τα γένια του –έχει να ξυριστεί από την εποχή που επιτέθηκαν στον θείο του. Σκέφτεται… Σκέφτεται τι έχει κάνει για την ασφάλεια του σπιτιού και κυρίως του θείου του. Έχει τοποθετήσει κάμερες και παράθυρα και πόρτες ασφαλείας τελευταίας τεχνολογίας… Έξω στον κήπο έχουν δύο ενήλικα σκυλιά ροντβάιλερ, αρκετά άγρια για να φοβίσουν και λιοντάρι… Στο κινητό του έχει και εφαρμογή για τον έλεγχο του ηλεκτρονικού συστήματος ασφαλείας, οπότε, με το παραμικρό, θα κουδουνίσει πρώτα το κινητό και μετά ο συναγερμός του σπιτιού –και θα κληθεί και η αστυνομία, φυσικά… Στο γραφείο του θείου υπάρχει ένα πιστόλι και ένα κουτί σφαίρες, ευγενική χορηγία του αστυνομικού τμήματος της πόλης, όταν ο Περικλής δώρισε ένα σεβαστό ποσό για να επανδρωθεί το τμήμα με μηχανές και περιπολικά… Σκέφτεται. Κουρασμένα, αλλά σκέφτεται. Δεν ξέρει τι άλλο να κάνει. Δεν έχει τι άλλο να κάνει. Όποια ζωή υπήρχε για αυτόν, μια κοπέλα από την Τρίπολη ονόματι Αναστασία και ένα διαμέρισμα στην πρωτεύουσα του νομού Αρκαδίας, έχει πάει στράφι. Τώρα υπάρχουν μόνο τα Βόρεια Προάστια της Αθήνας, και όχι όλη η περιοχή, εδώ που τα λέμε. Το έχει επιλέξει, και το ξέρει. Υπάρχουν φορές που αναρωτιέται αν έπραξε σωστά. Αλλά δεν νιώθει άνετα με αυτές τις σκέψεις και τις αποκλείει.

Ο Γιάννης αποφασίζει να ρίξει άλλη μια ματιά στον θείο του. Παίρνει τα γάντια και σηκώνεται, αφήνοντας την τηλεόραση ανοιχτή, και περπατάει. Διασχίζει το σαλόνι, αφού ανοίξει τα φώτα, περνάει το πιάνο και τους καναπέδες και την κουζίνα και το μπάνιο και ανεβαίνει ένα-ένα τα σκαλοπάτια, με τα πόδια του να βαραίνουν σε κάθε βήμα και την αναπνοή του να βγαίνει αργά-αργά, αλλά εκείνος συνεχίζει. Περνάει τα δύο υπνοδωμάτια και το δωμάτιο των ξένων. Σε αυτούς τους χώρους υπάρχει ζέστη και η μπλούζα του Γιάννη αρχίζει να κολλάει στο σώμα του. Δεν ακούγεται τίποτα εδώ. Πλησιάζει την ανοιχτή πόρτα στο βάθος, νιώθοντας ήδη άβολα.

Ο Γιάννης μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα. Μυρίζει το οινόπνευμα και ακούει το ελαφρύ βουητό των μηχανημάτων. Βλέπει τον θείο του, έναν άνθρωπο με κλειστά μάτια, ελάχιστα ασημένια μαλλιά, πρόσωπο ρυτιδωμένο και σακουλιασμένο, και ένα βαθούλωμα στο κέντρο του μετώπου του. Σωληνάκια συνδέουν τα μηχανήματα με το σώμα του θείου Περικλή. Στο δωμάτιο υπάρχουν επίσης ένας ολόσωμος καθρέφτης, ένα κομοδίνο με λαμπατέρ και μια παλιά φωτογραφία του Περικλή και της αποθανούσας γυναίκας του. Υπάρχει η τεράστια ντουλάπα, γεμάτη με ρούχα και κλινοσκεπάσματα που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί εδώ και χρόνια.

Ο Γιάννης νιώθει σαν να έχει περάσει σε άλλη διάσταση. Έχει εισέλθει σε ένα μέρος όπου δεν μπορεί να σκεφτεί οτιδήποτε μπορεί να τον χαροποιήσει. Δεν μπορεί να θυμηθεί κάτι καλό που του συνέβη ή που έμαθε ότι συνέβη γενικά. Το απαλό τικ-τικ των μηχανημάτων, η όψη του θείου του (που μοιάζει τόσο εύθραυστος…), οι κλειστές κουρτίνες, ο καθρέφτης που δεν έχει δείξει για πολύ καιρό το είδωλο του ιδιοκτήτη του, λες και ο Περικλής εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Η ντουλάπα που ένας θεός ξέρει τι κρύβει στα σπλάχνα της –ρούχα; και τι ρούχα πια; Το κρεβάτι, τόσο μεγάλο, κι όμως τόσο άδειο από τη μια πλευρά, λες και εκεί κείτεται ένα φάντασμα.

Ο Γιάννης λέει μέσα του: Δεν σκέφτομαι καθαρά. Έτσι λέει συχνά μέσα του ο Γιάννης. Για την ακρίβεια, έτσι λέει όποτε έρχεται εδώ, σε αυτό το δωμάτιο. Είναι αυτόματη η σκέψη, σαν κλήση προς αριθμό τηλεφώνου έκτακτης ανάγκης.

Ο Γιάννης αρχίζει να νοιώθει τύψεις, όταν πλησιάζει και στέκεται πάνω από τον θείο του. Έναν πάλαι ποτέ άνθρωπο χαρωπό, γεμάτο ζωντάνια και ενδιαφέρον για τον ανιψιό του. Δάκρυα ανεβαίνουν στα μάτια του. Οργή αναπτύσσεται στα σωθικά του. Πόσο εύχεται να έπιανε στα χέρια του εκείνο το διαρρήκτη… Η αστυνομία δεν τον είχε συλλάβει. Δεν τον είχε βρει. Είχαν υποσχεθεί ότι θα τον έπιαναν, αλλά αυτό μπορεί να έπαιρνε κάποιο χρόνο. Κι όσο περνούσε ο καιρός και ο τύπος γυρόφερνε έξω από τη φυλακή, ο Γιάννης τόσο απογοητευόταν και τσαντιζόταν. Και σκεφτόταν τι θα του έκανε, αν τον έβλεπε. Δεν θα αμφέβαλλε. Δεν θα δείλιαζε. Ας μην είχε καμιά εκπαίδευση, θα ορμούσε. Θα έκανε στον τύπο ό,τι του άξιζε. Γιατί κατάντησε τον θείο του σε αυτή την ανεκδιήγητη θέση, χωρίς να του φταίει. Ο Περικλής δεν είχε αντισταθεί, δεν είχε κάνει τίποτα για να σταματήσει τον τύπο. Κι όμως… αυτός είχε κάνει τόσο κακό σε έναν ηλικιωμένο… Στον αγαπημένο ηλικιωμένο θείο του Γιάννη…

Ο Γιάννης γυρίζει και φεύγει. Επιστρέφει σχεδόν μετά από ένα λεπτό στο σαλόνι και κάθεται στη θέση του. Τρίβει τα μάτια του και κοιτάζει την τηλεόραση. Έχει διαφημίσεις.

Ο Γιάννης κοιμάται τελικά πριν το κανάλι προβάλλει τη συνέχεια της ταινίας. Κάπου στο βάθος, στο διάδρομο της εξωτερικής πόρτας ακούγονται κάποιοι περίεργοι ήχοι, αλλά ο Γιάννης δεν έχει αντοχές. Το κεφάλι του κρεμάει και τα άκρα του χαλαρώνουν και οι σκέψεις απομακρύνονται από το συνειδητό.

Και έρχονται σε εμένα. Στον ασυνείδητο εαυτό που έφτιαξε ο εγκέφαλος του Γιάννη πριν δύο μήνες, όταν η ένταση που συσσωρευόταν από το άγχος και τη λύπη και το θυμό έπρεπε να τιθασευτεί κάπου. Δημιουργήθηκα μια νύχτα που τα κλάματα του Γιάννη, που καθόταν σε αυτόν εδώ τον καναπέ, τον έκαναν να μην έχει όρεξη να φάει, αλλά να τρέμει και να βρίζει και να θέλει να σπάσει τα πάντα. Να βγει στον έξω κόσμο, ενώ ο κόσμος κοιμόταν, και ουρλιάζοντας να διαλύσει ό,τι βρει στο διάβα του.

Ανοίγω τα μάτια μου -μπορώ να τα λέω έτσι· στο κάτω-κάτω, είναι και δικά μου- και αφουγκράζομαι. Η τηλεόραση και τα φώτα σβήνουν. Τα αιρ κοντίσιον, το ίδιο. Έβγαλε εκτός το ρεύμα, σκέφτομαι. Ωστόσο, οι ήχοι συνεχίζονται. Ανακαλώ αντίστοιχες μνήμες που έχει στείλει σε εμένα ο Γιάννης, μνήμες που ο ίδιος δεν θα θυμηθεί ποτέ ξανά –φροντίζω εγώ γι’ αυτό. Οι άνθρωποι, εφόσον δεν έχουμε κάποια μόνιμη ή και προσωρινή βλάβη στον εγκέφαλο, δεν ξεχνάμε πραγματικά, απλά χρειαζόμαστε τα κατάλληλα ερεθίσματα για να φέρουμε στο συνειδητό ό,τι ξαποστείλαμε στο ασυνείδητο.

Εγώ αποτελώ μια προσωπικότητα που ο Γιάννης αγνοεί την ύπαρξή της. Με δημιούργησε γιατί με χρειαζόταν. Είμαι όλα όσα δεν θα γίνει ο ίδιος. Έχω όλες τις γνώσεις που, ενώ τις απέκτησε –ναι, τις απέκτησε-, δεν τις συγκράτησε στο συνειδητό. Μου τις έδωσε απλόχερα και συνεχίζει να με τροφοδοτεί με γνώσεις και δεξιότητες που αποκομίζει από ταινίες, από τις ειδήσεις, από ντοκιμαντέρ κι από άλλες παρεμφερείς πηγές. Νομίζει ότι οι κατασκοπικές ταινίες και τα άρθρα για εγκλήματα και πώς αυτά μπορούν να εξιχνιαστούν δεν του προσφέρουν κάτι άλλο πέραν της διασκέδασης και της ηρεμίας από την ζωή που επέλεξε, αλλά κάνει λάθος. Κάνει πολύ μεγάλο λάθος.

Αρπάζω το κινητό και βρίσκω το σύστημα ασφαλείας. Έχουμε συνδέσει γεννήτρια, που ελέγχει τις κάμερες και το συναγερμό. Τα απενεργοποιώ όλα, προτού στείλουν σήμα προς πάσα κατεύθυνση, αλλά πρώτα τσεκάρω τις κάμερες. Βλέπω έναν τύπο με μαύρα ρούχα και μάσκα. Χαμογελάω. Βάζω το κινητό στο αθόρυβο, το τοποθετώ στην τσέπη της βερμούδας και φοράω τα γάντια. Σηκώνομαι. Προχωράω γρήγορα, αλλά αρκετά αθόρυβα, για να μη με ακούσει. Κρύβομαι πίσω από την τραπεζαρία. Οι καρέκλες με καλύπτουν και το σκοτάδι με αγκαλιάζει στη σκιά του. Ακουμπάω τις γροθιές μου στο πάτωμα, κλείνω τα μάτια και ακούω.

Ο τύπος χρειάζεται σχεδόν δέκα λεπτά για να κάνει τη δουλειά του. Η κλειδαριά είναι έτσι φτιαγμένη που να μην παραβιάζεται εύκολα. Υποτίθεται πως αυτό θα δώσει στον υποψήφιο διαρρήκτη να καταλάβει ότι δεν πρέπει να συνεχίσει, γιατί χάνει πολύτιμο χρόνο, οπότε θα ήταν καλό (για αυτόν) να σηκωθεί και να φύγει. Υποτίθεται.

Αλλά ο εν λόγω τύπος δεν έχει την πρόθεση να εγκαταλείψει την αποστολή του, όχι αμέσως, δηλαδή. Κι όχι άδικα, υποθέτω: για να έχει φτάσει ως την πόρτα, έχει βγάλει εκτός μάχης τα σκυλιά. Έχει θράσος.

Τώρα ακούω τα βήματά του. Περπατάει σιγά, αλλά σταθερά. Ξέρει και δεν ξέρει πού πηγαίνει. Σταματάει. Είναι ακριβώς ένα βήμα πριν την είσοδο στο σαλόνι. Στέκεται στην ανοιχτή πόρτα, μόλις πέντε μέτρα μακριά μου. Ανοίγω τα μάτια και περιμένω.

Ο τύπος γυρίζει από την άλλη μεριά. Προς τη σκάλα. Δεν έρχεται να ψάξει στους άλλους χώρους μιας βίλας, αλλά πάει κατευθείαν στα δωμάτια. Χαμογελάω ξανά. Τείνει να επιβεβαιώσει μια από τις υποψίες μου και αυτό με χαροποιεί, εν μέρει.

Σηκώνομαι. Κινούμαι κοντά στον τοίχο. Βγάζω το κεφάλι προς το διάδρομο. Δεν τον βλέπω. Προχωράω προς τη σκάλα. Ανεβαίνω δύο τα σκαλιά και αφουγκράζομαι. Τα βήματά του έχουν τον ίδιο ρυθμό. Ξέρει και δεν ξέρει, σκέφτομαι ξανά.

Ανεβαίνω κι άλλα δύο σκαλοπάτια. Κι άλλα δύο. Κι άλλα δύο. Τα παπούτσια μου δεν κάνουν θόρυβο, όχι αρκετό για να ανησυχήσει αυτό τον τύπο, δηλαδή. Δέκα λεπτά για να παραβιάσει την κλειδαριά και να (νομίσει πως θα) διακόψει (έγκαιρα) τη λειτουργία του συστήματος ασφαλείας, σκέφτομαι. Κι αυτό μού λέει κάτι για αυτόν.

Στέκομαι στην άκρη, πριν το τελευταίο σκαλοπάτι. Νιώθω ξανά τη ζέστη, αλλά παραμερίζω τη συνειδητοποίηση. Βάζω το πόδι μου στο εναπομείναν σκαλοπάτι. Ακουμπάω την άκρη του τοίχου και ρίχνω μια ματιά. Βλέπω την πλάτη του, λίγα μέτρα πιο πέρα. Έξω από το δωμάτιο του θείου του Γιάννη, του Περικλή. Κοιτάζω τις πόρτες των άλλων δωματίων: είναι κλειστές. Δεν έχω ακούσει τον ήχο που βγάζουν οι μεντεσέδες όταν τις ανοίγει ή τις κλείνει κανείς. Ξέρει και δεν ξέρει.

Βλέπω το δεξί του χέρι να παραμερίζει την μπλούζα στην πλάτη του και να βγάζει από το παντελόνι ένα μαχαίρι. Ένα μαχαίρι με χοντρή και μακριά λεπίδα, από αυτά που βλέπει κανείς σε ταινίες σαν το Ράμπο ή σαν αυτά που πουλάνε στα μαγαζιά με κυνηγετικά είδη.

Σκέφτομαι ότι εγώ είμαι άοπλος. Δεν κουβαλάω κανένα μαχαίρι ή το πιστόλι του θείου. Σκέφτομαι πως το να τα βάλω με έναν τύπο που έχει όπλο είναι, το λιγότερο, πολύ επικίνδυνο για εμένα. Μετά, σκέφτομαι τι αξία έχει ο θείος για εμένα. Ουσιαστικά, καμία. Δεν νιώθω κάτι για αυτόν. Δεν νιώθω κάτι για τον οποιονδήποτε, με εξαίρεση ίσως τον Γιάννη, αλλά και γι’ αυτόν νιώθω κυρίως λύπη για το πώς ζει. Το όποιο περαιτέρω ενδιαφέρον μου για τον Γιάννη σχετίζεται καθαρά με το ότι χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχα εγώ. Κάτι που, κατά συνέπεια, ισχύει και για τον θείο του. Αν δεν τον είχε χτυπήσει εκείνος ο διαρρήκτης, ο Γιάννης δεν θα έφτανε στα όριά του και ο εγκέφαλός του δεν θα με δημιουργούσε.

Οπότε… εγώ είμαι στο τιμόνι τώρα και έχω έναν οπλισμένο τύπο που ετοιμάζεται να σκοτώσει έναν γέρο για τον οποίο δεν νοιάζομαι, αλλά που υπάρχω εξαιτίας του. Και είμαι άοπλος, ενώ ο άλλος έχει μαχαίρι.

Άρα… αδιέξοδο;

Ο τύπος κινείται προς την ανοιχτή πόρτα της κρεβατοκάμαρας του θείου Περικλή, με το μαχαίρι ανά χείρας.

Ξεφυσάω και τον ακολουθώ, λίγο πιο γρήγορα απ’ ό,τι πριν.

Φτάνω στο άνοιγμα και στέκομαι στο κατώφλι.

Ο τύπος στέκεται ακριβώς πάνω από τον θείο Περικλή. Ο θείος Περικλής κοιμάται, ενώ ένας άγνωστος ετοιμάζεται να του επιτεθεί. Όπως τότε. Το σκηνικό επαναλαμβάνεται.

«Με έστειλαν τα παιδιά σου, γέρο. Για σένα. Για τη δουλειά που έμεινε στη μέση. Και μου έδωσαν ένα μήνυμα για σένα, γέρο», λέει ο άντρας. «Δύο λέξεις όλες κι όλες».

Θυμάμαι το καλοκαίρι που η μητέρα του Γιάννη ήταν στα τελευταία της. Ο θείος Περικλής είχε έρθει με τη γυναίκα του και είχαν κάτσει σε ένα δωμάτιο σαν αυτό: ένα δωμάτιο θανάτου. Ήταν θέληση της μητέρας του Γιάννη να πεθάνει στο σπίτι της κι όχι στο νοσοκομείο. Ο θείος Περικλής είχε φροντίσει για αυτό: νοσοκομειακό κρεβάτι, αποκλειστική νοσοκόμα, φάρμακα που κόστιζαν τετραψήφια νούμερα… Ό,τι χρειαζόταν η ανιψιά του. Περίπου ό,τι θα χρειαζόταν και ο ίδιος πάνω από δεκαπέντε χρόνια αργότερα. Ο Γιάννης καθόταν στο κρεβάτι και κρατούσε στα χέρια του το αδύναμο και σχεδόν σκελετωμένο χέρι της μητέρας του. Εκείνη προσπαθούσε να χαμογελάσει, αλλά ήταν φανερό από το τρεμάμενο στόμα της και την δυσβάσταχτη αναπνοή της πως τη δυσκόλευε αυτή η προσπάθεια. Ο Γιάννης άντεξε είκοσι λεπτά, πριν ορμήσει στο μπάνιο, για να κλάψει. Ο θείος Περικλής τον είχε ακολουθήσει την πρώτη φορά και του είχε σκουπίσει τα μάτια και του έλεγε πως τα πήγαινε πολύ καλά και ότι ήταν πολύ δυνατός. Και ο Γιάννης έπαιρνε κουράγιο, εισέπνευσε και εξέπνευσε βαθιά, επέστρεψε στο πόστο του κοντά στη μητέρα του και τη φίλησε στο δροσερό μάγουλό της και της έλεγε ότι την αγαπάει.

Θυμάμαι πολλές τέτοιες στιγμές. Ο Γιάννης τις έχει αφήσει, αλλά, όταν μεθάει, τις αναπολεί και κλαίει.

«Με ακούς, γέρο;» λέει ο άντρας στον ηλικιωμένο, για τον οποίο δεν νοιάζομαι.

Στέκομαι μόλις πέντε βήματα μακριά. Είμαι άοπλος, ενώ ο εχθρός όχι. Αδιέξοδο; αναρωτιέμαι ξανά.

Αν θέλουν κάτι, ας το ζητήσουν και θα δούμε τι μπορεί να γίνει. Έτσι έλεγε ο θείος. Έτσι λέει ο Γιάννης.

Λοιπόν, μάλλον έτσι λέω κι εγώ. Αλλά οι συγγενείς του Γιάννη και του θείου Περικλή διαφωνούν.

Ο τύπος υψώνει το μαχαίρι. «Στα τσακίδια. Αυτό μου είπαν να σου πω. Στα τσακίδια».

Ένα.

Δύο.

Τρία.

Τέσσερα.

Στο πέμπτο βήμα, τον χτυπάω στην πλάτη. Το επόμενο δευτερόλεπτο, τον χτυπάω στην καρωτίδα και μια στιγμή μετά αρπάζω το χέρι που κρατάει το όπλο και τυλίγω το αριστερό μου μπράτσο στο λαιμό του. Τρία δευτερόλεπτα όλα κι όλα. Τον τραβάω έξω από το δωμάτιο, μακριά από τον θείο Περικλή και τα μηχανήματα που τον κρατάνε στη ζωή, ενώ ο τύπος χάνει τις αισθήσεις του. Η επιτυχία μου οφείλεται σε έναν παράγοντα. Ο τύπος είναι άχρηστος. Δέκα λεπτά για την κλειδαριά και το σύστημα ασφαλείας; Και χωρίς να έχει τσεκάρει αν υπάρχει γεννήτρια; Και χωρίς να αναρωτηθεί για εμένα, για το πού βρίσκομαι; Και να καθυστερήσει για να περάσει ένα βλαμμένο μήνυμα σε κάποιον που έχει πέσει σε κώμα; Και εντάξει, αυτό το τελευταίο κάπως δικαιολογείται, μιας και υπάρχει η φήμη ότι οι άνθρωποι σε κώμα μπορεί να ακούνε και αργότερα να θυμούνται. Αλλά τα άλλα δεν έπρεπε να τα κάνει.

Το μαχαίρι πέφτει στο πάτωμα. Αφήνω τον τύπο και το πιάνω και το βάζω στην τσέπη μου. Μεταφέρω τον αναίσθητο διαρρήκτη και υποψήφιο δολοφόνο στο σαλόνι. Γυρίζω τα χέρια του στην πλάτη. Τα γυρίζω αρκετά για να ακουστούν τα απαραίτητα κρακ και τα κόκαλα να φύγουν από τη θέση τους. Το ίδιο κάνω και στα πόδια του. Μετά τον καθίζω σε μια καρέκλα και του βγάζω την κουκούλα. Έχει μαύρα μαλλιά με γκρίζους κροτάφους. Κατά τα άλλα, το πρόσωπό του δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Αν τον έβλεπα στο δρόμο, θα τον προσπερνούσα σαν να ήταν άυλος. Δεν είναι ο ίδιος με τον άλλο, όμως, και αυτό, αν και αναμενόμενο, με απογοητεύει.

Πάω στο υπόγειο. Μυρίζει κρασί και σκόνη και λάδι, αλλά δε δίνω σημασία. Βρίσκω κάτι σκουριασμένες αλυσίδες και επιστρέφω. Δένω το σώμα του τύπου και τον ψάχνω. Παίρνω το κινητό, τα κλειδιά του αμαξιού και το πορτοφόλι του -ναι, έχει και τα δύο πάνω του, ο ηλίθιος- και κάθομαι σε μια άλλη καρέκλα της τραπεζαρίας.

Τι έχει στο πορτοφόλι του: δέκα ευρώ σε μονόευρα και δίευρα, εξήντα ευρώ σε δύο χαρτονομίσματα των είκοσι και σε δύο των δέκα ευρώ, δίπλωμα οδήγησης και ταυτότητα. Επίσης, έχει μια φωτογραφία. Τη φωτογραφία ενός αγοριού, όχι πάνω από δέκα ετών. Η φωτογραφία έχει τραβηχτεί στην παραλία -φαίνεται η άμμος και η θάλασσα πίσω από το μισόγυμνο αγόρι. Δε χρειάζομαι παρά ένα εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου για να καταλάβω ότι το αγόρι είναι ο Γιάννης.

Με έστειλαν τα παιδιά σου, γέρο. Έτσι είπε στον θείο Περικλή.

Το κινητό του έχει κωδικό. Αναδεύω τη μνήμη μου. Ο Γιάννης έχει δει αρκετές ταινίες που δείχνουν πώς να ξεκλειδώσεις ένα κινητό. Θυμάμαι ότι ο ίδιος, κάθε φορά που έβλεπε τι έκανε ο κατάσκοπος με το κινητό ενός υπόπτου, έλεγε Σιγά, ποιος κάθεται να ασχοληθεί με τέτοια πράγματα;

Καημένε Γιάννη.

Βρίσκω την καταλληλότερη λύση και την εφαρμόζω και έχει αποτέλεσμα.

Στις επαφές, βρίσκω ονόματα που δεν γνωρίζω. Στις κλήσεις, βρίσκω τους αριθμούς των επαφών, αλλά και δύο ακόμα, που δεν είναι καταχωρημένοι. Στα μηνύματα, ίδια κατάσταση, αλλά εδώ τα SMS από τους δύο προαναφερθέντες αριθμούς είναι μόλις έξι (τρεις ερωτήσεις και τρεις αποκρίσεις) και σταλμένα την ίδια μέρα (τρία εικοσιτετράωρα πριν από σήμερα). Ερώτηση: Θα κάνεις τη δουλειά; Απάντηση: Θέλω σαράντα χιλιάρικα σε μετρητά. Ερώτηση: Πόσα; Απάντηση: Αυτό που σου είπα. Ούτε σεντ λιγότερα. Ερώτηση: Οκέι, αλλά μην αργείς, ναι; Απάντηση: Βάλε τα λεφτά και όλα θα γίνουν.

Από ήχους, έχει ξένα τραγούδια. Από εικόνες, τίποτα πέραν από αυτές που έχει αποθηκευμένες ήδη το κινητό. Αλλά από φωτογραφίες… Εδώ στέκομαι για ώρα και κοιτάζω. Πολλοί άγνωστοι μου σε προσωπικές ή και οικογενειακές/φιλικές στιγμές. Δεν θα έδινα τόση σημασία, έχω βρει τους οικείους του τύπου (σύζυγο και γιο), αλλά ανάμεσα στις φωτογραφίες, υπάρχουν πολλά παιδιά. Πολλά αγοράκια. Πολλά ημίγυμνα αγοράκια, είκοσι στο σύνολο. Διαφορετικών ηλικιών, αλλά σίγουρα όχι πάνω από δέκα ετών. Δύο από αυτά υπάρχουν και σε άλλες φωτογραφίες, μαζί με τους γονείς τους -υποθέτω- και φοράνε όλα τους τα ρούχα. Στις περισσότερες φωτογραφίες, τα παιδιά γελάνε στο φακό. Σε άλλες, παίζουν αναμεταξύ τους ποδόσφαιρο ή videogames. Σε τέσσερις φωτογραφίες, φαίνονται να πλατσουρίζουν στη θάλασσα μαζί με άλλα παιδιά και τους γονείς τους. Τα δύο παιδιά που υπάρχουν σε περισσότερες από μία φωτογραφίες, μοιάζουν φατσικά. Παίρνω όρκο ότι έχουν συγγένεια. Και όχι μόνο το ένα με το άλλο, αλλά και με τον τύπο. Γιατί σε μία φωτογραφία είναι μαζί, στέκονται μπροστά από μια ψησταριά σε έναν κήπο, με άλλους ενήλικες να είναι γύρω τους.

Αναρωτιέμαι τι ακριβώς βλέπω συνολικά σε αυτά τα πλάνα, αν και νομίζω πως είναι αρκετά ξεκάθαρο. Αυτό που δεν μου είναι εντελώς ξεκάθαρο είναι η ύπαρξη της φωτογραφίας του ανήλικου Γιάννη στο πορτοφόλι του τύπου. Πού τη βρήκε; Και τι τη θέλει;

Θυμάμαι την ημέρα εκείνη που τραβήχτηκε η φωτογραφία. Δύο καλοκαίρια πριν πεθάνει η μητέρα του. Είχαν πάει διακοπές στο Αίγιο. Έμεναν σε ένα ξενοδοχείο με πισίνα και λευκούς τοίχους και άνετους χώρους, γεμάτους πίνακες ζωγραφικής με θαλασσινά τοπία, και καλοκαιρινά τραγούδια. Η παραλία εκείνο το πρωινό ήταν γεμάτη κόσμο, από μωρά έως ηλικιωμένους, ένεκα Δεκαπενταύγουστου. Ο Γιάννης καθόταν κυρίως στην άμμο και έφτιαχνε λακκούβες και τις γέμιζε με νερό και μετά έβαζε μέσα τις φιγούρες υπερηρώων που είχε. Έμπαινε για λίγο στη θάλασσα με τους γονείς του, έβγαιναν, τον σκούπιζε η μητέρα του, του έβαζε αντηλιακό και εκείνος έπιανε τα παιχνίδια του. Κάποια στιγμή, ο πατέρας του του ζήτησε να σηκωθεί και να χαμογελάσει όπως όταν έβλεπαν μαζί με τον θείο Περικλή τον Καραγκιόζη. Ο Γιάννης σηκώθηκε, ύψωσε τα χέρια του και γέλασε, ενθυμούμενος τις καρπαζιές που «έριχνε» ο Καραγκιόζης στον Χατζατζάρη. Η φωτογραφική μηχανή του μπαμπά άστραψε, αλλά ο Γιάννης δεν σταμάτησε να γελάει, κάνοντας και τους δικούς του να αρχίσουν τα γέλια δευτερόλεπτα αργότερα. Είχαν φάει στο μπαράκι της παραλίας εκείνη την ημέρα και επέστρεψαν στο ξενοδοχείο το απόγευμα.

Το επόμενο καλοκαίρι δεν υπήρχαν διακοπές. Ούτε κανένα άλλο καλοκαίρι, με εξαίρεση το μοναδικό που πέρασε στο στρατό ο Γιάννης και όπου βρέθηκε σε νησί του Αιγαίου. Ναι, εκεί, όταν ήταν εξοδούχος, έκανε μπάνια και διασκέδαζε.

Ο τύπος ανασαλεύει. Βογκάει. Οι πόνοι δουλεύουν στο μυαλό του. Βγαίνω από τις φωτογραφίες και βρίσκω το φλας. Το ενεργοποιώ και στερεώνω τη συσκευή στο βάζο στα δεξιά μου, με τέτοιον τρόπο ώστε το φως να πέφτει στο πρόσωπο του τύπου. Μοιάζει με φιγούρα Θεάτρου Σκιών.

Ανοίγει τα μάτια του και κοιτάζει γύρω του. Με βλέπει. Έχει μικρά μάτια, όπως εκείνων των δύο αγοριών. Η φάτσα του, τριάντα χρόνια πριν, θα ήταν σχεδόν ίδια με των αγοριών.

Έχει ιδρώσει και φοβάται. Αντίθετα με τα τυπάκια στις φωτογραφίες, αυτός φοβάται. Το βλέμμα του αποπνέει μια αυξανόμενη ανησυχία.

Δεν του μιλάω. Κρατάω στο αριστερό γαντοφορεμένο χέρι μου τη φωτογραφία του νεαρού Γιάννη.

«Θα με σκοτώσεις;» με ρωτάει.

«Δεν έχω λόγο να σε σκοτώσω».

«Τα χέρια μου… Τα πόδια μου… Θεέ, πονάω».

«Τα έσπασα όλα τους».

«Γιατί;» Κοιτάζει τις αλυσίδες, με τις οποίες τον έχω δέσει. «Γιατί; Με έπιασες». Σφίγγεται. «Πονάει και το κεφάλι μου».

«Είπα να καλύψω μερικά ενδεχόμενα, σε περίπτωση που ξέρεις κάνα δυο κολπάκια».

Βαριανασαίνει. Μιλάει μετά από ένα λεπτό: «Δεν θα με ρωτήσεις;»

«Ποιος σε έστειλε; Όχι. Σε άκουσα να λες στον θείο μου ποιος σε έστειλε».

Με κοιτάζει από πάνω ως κάτω. Σταθεροποιεί το βλέμμα του στα γάντια και στο αντικείμενο που κρατάω και στο ανοιχτό πορτοφόλι του.

«Ναι. Ξέρω και ποιος είσαι», λέω. «Αλλά δεν με νοιάζει πώς σε λένε».

«Θα με… θα με παραδώσεις στην αστυνομία;»

Βλέπω μια αχνή λάμψη ελπίδας στα μάτια του. Πολύ αχνή.

«Θα εξαρτηθεί από τη συνεργασία σου».

Ξεφυσάει. «Τι θες να σου πω; Είπες ότι ξέρεις».

«Η ζωή του θείου Περικλή αξίζει μόνο σαράντα χιλιάρικα;»

«Ένας ετοιμοθάνατος γέρος είναι. Πόσα να ζήταγα;»

«Ποιος σου είπε ότι είναι ετοιμοθάνατος;»

«Τον είδα. Είδα τι του έκανε ο άλλος. Σιγά μην ξυπνήσει. Ο γέρος είναι τελειωμένος».

Δεν μιλάω.

«Και, ειλικρινά, απορώ που υπάρχει κάποιος -και δη, ένας νέος- και λέει όχι στο να τον αποσυνδέσουν».

Δεν μιλάω.

«Τι, φοβάσαι ότι θα σου πάρουν τη βίλα; Γιατί σίγουρα θα το επιδιώξουν, σε διαβεβαιώνω. Εκτός αν έχεις κάνα συμβόλαιο ή κάτι τέτοιο, δεν θα σου αφήσουν ούτε δεκάρα».

Γελάει βραχνιασμένα, αλλά μοιάζει σαν να πέτυχε κάποια σπουδαία νίκη.

Του δείχνω τη φωτογραφία με τον Γιάννη. «Πού τη βρήκες;»

Ρίχνει το κεφάλι και βήχει δυνατά.

«Πού τη βρήκες;» ρωτάω ξανά.

Δεν απαντάει.

«Πού τη βρήκες;»

Δεν απαντάει.

Γέρνω μπροστά. «Πού βρήκες αυτή τη φωτογραφία;»

Σηκώνει το κεφάλι. Χαμογελάει. Τώρα υπάρχει κάτι άλλο στη ματιά του. Κάτι ανησυχητικό. Κάτι που σιχαίνομαι να το σκέφτομαι. «Δεν έχεις αλλάξει και πολύ», λέει. «Αλλά τότε ήσουν πιο όμορφος. Δεν είχες χάσει ακόμα την τρυφερότητά σου. Ήσουν ένα αθώο αγοράκι. Ένα χαμογελαστό αγοράκι. Ένα αγοράκι που ήθελε παιχνίδια στην άμμο». Ανοιγοκλείνει τα μάτια του απανωτά, σαν να προσπαθεί να βγάλει κάτι από εκεί μέσα, σαν να μην πονάει, αλλά να θέλει να παίξει. «Χίλια ενήλικα πρόσωπα σαν το δικό σου να μου έδειχναν, θα σε αναγνώριζα. Δεν έχεις χάσει εντελώς τον πρότερο εαυτό σου. Τον γλυκό, αγαθό πρότερο εαυτό σου». Αναστενάζει. «Τρεις μέρες ήσουν στη σκέψη μου. Μόνο εσύ σε μια παραλία πριν…»

«Έτσι φτιάχνεσαι εσύ;» Δείχνω το κινητό του. «Γι’ αυτό έχεις τόσες φωτογραφίες μικρών ημίγυμνων αγοριών; Για να τον παίζεις όταν δε σε βλέπει η γυναίκα σου ή όταν δεν σου κάθεται;» Γέρνω το κεφάλι και προσπαθώ να ακουστώ όσο πιο εριστικός μπορώ: «Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε ο γιος σου αν μάθαινε για σένα. Αναρωτιέμαι αν θα σκεφτόταν όλες εκείνες τις φορές που τον είδες ημίγυμνο. Ή και γυμνό. Για τους φίλους του; Είμαι αρκετά βέβαιος πως τους έχεις δει να παίζουν στην παραλία. Φτιαχνόσουν εκείνες τις φορές; Φαντασιωνόσουν τα παιδικά κορμάκια;…»

«Σκάσε!» Μορφάζει. Είναι έτοιμος να κλάψει. Το να υπενθυμίζεις σε έναν τύπο σαν και δαύτον τι είναι, τι θέλει και πώς ακριβώς τον αντιμετωπίζουν οι δικοί του –ή πώς θα τον αντιμετώπιζαν, αν ήξεραν– τον κάνει να συνειδητοποιεί τη φριχτή αλήθεια της ύπαρξής του. Το πόσο δεν ταιριάζει στο σύνολο. Το πόσο άσχημα θα πληγώσει τους δικούς του η γνώση ότι αυτός κάνει και σκέφτεται τοιουτοτρόπως.

«Νομίζεις ότι με ξέρεις;» τον ρωτάω. «Από αυτήν;» δείχνω τη φωτογραφία και την αφήνω στην άκρη. «Δεν έχεις ιδέα για το ποιος είμαι. Εγώ αντίθετα ξέρω και ποιος είσαι και τι είσαι και ποιοι είναι οι συγγενείς σου. Ξέρω τα πάντα για εσένα».

Μορφάζει τσαντισμένος τώρα.

«Επίσης, εγώ είμαι ελεύθερος και χαίρω άκρας υγείας. Ενώ εσύ έχεις αυτή την αξιοθρήνητη στάση, δεμένος χειροπόδαρα, με σπασμένα άκρα».

«Παλιομαλάκα».

«Υποθέτω πως τα παιδιά του θείου Περικλή σού έδωσαν τη φωτογραφία. Ακόμα, υποθέτω ότι περιμένουν τηλεφώνημα από εσένα, “όταν θα έχεις τελειώσει τη δουλειά”».

Δεν αποκρίνεται.

Χαμογελάω. «Υποθέτω και πως σου είπαν για τον προηγούμενο. Αυτό θα ήταν κάτι τελείως βλακώδες, βέβαια. Να εκτεθούν τόσο πολύ. Αλλά αφού διάλεξαν δύο ηλίθιους για μια τέτοια δουλειά, οφείλω να αναλογιστώ κάθε βλακεία που μπορεί να έκαναν».

«Αρχίδι. Μαλακισμένο αρχίδι».

«Ο προηγούμενος δε βρέθηκε ποτέ. Το ξέρεις αυτό, έτσι δεν είναι; Είμαι σίγουρος ότι το ξέρεις. Είσαι άχρηστος, αλλά, φαντάζομαι, όχι τόσο άχρηστος ώστε να μην αναρωτηθείς τι συνέβη την πρώτη φορά».

«Άντε γαμήσου».

«Δε βρέθηκε. Δυστυχώς, εγώ δεν ήμουν ακόμα στον μάταιο τούτο κόσμο, για να τον σταματήσω έγκαιρα, όπως σταμάτησα εσένα. Ή έστω να τον ξετρυπώσω. Ατυχία».

Παραξενεύτηκε. «Τι στον πούτσο λες;»

«Α, ναι. Αυτό δεν στο είπαν οι εργοδότες σου, ε; Λογικό. Δεν ξέρουν. Ούτε εσύ ήξερες. Βασικά, ήξερες και δεν ήξερες πού έμπλεκες. Δεν ήξερες πόσο έχει αλλάξει εκείνο το μικρό αγόρι της φωτογραφίας. Και αντί να αφήσεις ένα εύλογο διάστημα για να βρεις όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, σαν άχρηστος που είσαι, ήρθες κατευθείαν στο στόμα του λύκου».

Ο τύπος κινείται απότομα και… με φτύνει. Στο πρόσωπο.

Γελάει. «Αν θέλεις κι άλλο πότισμα, πες το», λέει.

Σκουπίζω το πρόσωπό μου. Απλώνω το δεξί μου χέρι και πιάνω το κινητό του.

Αυτός παύει να γελάει.

Ψάχνω την εφαρμογή του φλας.

«Τι κάνεις;» με ρωτάει.

Βρίσκω το εικονίδιο.

«Τι κάνεις εκεί; Τι κάνεις;»

Σβήνω το φλας.

«Έι! Άναψέ το! Άναψέ το, γαμημένε!»

Αν θέλουν κάτι, ας το ζητήσουν και θα δούμε τι μπορεί να γίνει.

Απενεργοποιώ το κινητό.

«Άναψέ το, αρχίδι»

Ξέρει και δεν ξέρει.

Σηκώνομαι.

«Άναψέ το!»

Λοιπόν, δεν με νοιάζει τι ξέρει και τι θέλει.

Ο τύπος δεν ξαναμιλάει. Δεν θα βγάλει κουβέντα ποτέ ξανά στη ζωή του. Το εγγυώμαι.

Τον αφήνω, πηγαίνω στο γραφείο του θείου και μετά βγαίνω έξω. Βλέπω τα δύο μαύρα και καφέ σκυλιά, που έχουν πέσει στο κουρεμένο χορτάρι. Δίπλα στη μουσούδα τους υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι κρέας. Τα σκυλιά αναπνέουν, απλά είναι αναίσθητα.

Έτσι, σηκώνομαι και συνεχίζω. Αναζητώ το αμάξι του. Έχει δροσιά και το φεγγάρι γεμίζει νύχτα με τη νύχτα, σαν μπολ με δημητριακά που του ρίχνεις γάλα. Οι δρόμοι είναι άδειοι, τα γύρω σπίτια σαν εγκαταλελειμμένα. Λοιπόν, έκανε και κάτι σωστά. Φρόντισε να έρθει όταν δεν ήταν κανείς άλλος στα πέριξ, σκέφτομαι και χαμογελάω.

Έχει ένα αμάξι γερμανικής παραγωγής. Ωραίο, μαύρο, γυαλισμένο. Περιποιημένο. Και ακριβό. Τεράστιο. Άλλη μια έξυπνη κίνηση. Αν ερχόταν εδώ με κάνα σαράβαλο, θα ήταν σαν να κυκλοφορούσε γυμνός σε πολυσύχναστο κλαμπ. Στο εσωτερικό του, το αμάξι έχει άνετα καθίσματα με καλύμματα. Μυρίζει το αρωματικό δεντράκι που έχει κρεμάσει από τον καθρέφτη. Στο πίσω κάθισμα, υπάρχει ένα κουκλάκι. Ήσουν ένα αθώο αγοράκι… Ένα αγοράκι που ήθελε παιχνίδια στην άμμο. Αηδιάζω και μόνο στη σκέψη ότι είχε τη φωτογραφία του Γιάννη στο πορτοφόλι του.

Φέρνω το αμάξι έξω από την πόρτα του μαντρότοιχου. Μπαίνω στο σπίτι και πιάνω το πτώμα. Επιστρέφω στο αμάξι, αφού κλειδώσω και βεβαιωθώ πως δεν με βλέπει κάποιος. Φορτώνω τον τύπο στο πορτμπαγκάζ. Κάθομαι στη θέση του οδηγού, ανοίγω το ραδιόφωνο και βάζω πρώτη.

Πάω για τα παιδιά του θείου Περικλή. Δεν μένουν πολύ μακριά, ούτε από τη βίλα ούτε ο ένας από τον άλλο. Δεν θα χρειαστώ πολλή ώρα για να τους επισκεφτώ και να γυρίσω. Γιατί, αντίθετα του τι έκανα με τον ηλίθιο, με αυτούς δεν θα χασομερήσω.

Αλλά, εντέλει, αποδεικνύεται πως είναι ακόμα πιο μαλάκες απ’ ό,τι υπέθεσα. Αυτήν τη βραδιά, είχαν επιλέξει να μείνουν όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι του ενός, του μοναδικού αγοριού που απέκτησε ο θείος. Στο Χαϊδάρι. Παρκάρω το αμάξι σε ένα στενό και βγαίνω στην νύχτα. Ελέγχω γύρω μου. Μικρές προσωπικές κατοικίες και παλιές πολυκατοικίες. Άλλα παρκαρισμένα οχήματα. Μερικές αυλές. Κανένας περαστικός. Τίποτα το ανησυχητικό.

Το να μπω στο σπίτι είναι το πιο εύκολο. Είναι μια μονοκατοικία, που σήμερα βρίσκεται ανάμεσα σε άλλες, που τέτοια ώρα έχουν κλειστά τα παραθυρόφυλλα και σκοτάδι να τα καλύπτει. Στο σπίτι του γιου, όμως, βλέπω φως, καθώς ένα παράθυρο δεν έχει σφραγιστεί. Βλέπω τις κουρτίνες μέσα από τα τζάμια και την λάμπα στο ταβάνι.

Χαμογελάω.

Πλησιάζω και ελέγχω. Τρία άτομα κάθονται, πίνουν και συζητάνε. Θυμάμαι τις κόρες και τον γιο. Έχουν μεγαλώσει, περνάνε τον Γιάννη κατά δύο, τρία και πέντε χρόνια αντίστοιχα. Εκτός από πιο μεγάλοι σε ηλικία, έχουν γίνει και πιο παχουλοί. Έχουν αφεθεί στην ζωή που κάνουν.

Τότε αναρωτιέμαι πού να είναι οι οικογένειές τους. Ελπίζω να μην τις έφεραν εδώ. Ίσως να είναι μόνο του γιου, η γυναίκα και το παιδί του.

Περιμένω μερικά λεπτά. Μήπως και εμφανιστεί κανείς άλλος.

Η μία από τις κόρες τσεκάρει το κινητό της. Μετά, κοιτάζει και κάτι συζητάει με τους άλλους. Δε δείχνουν ευχαριστημένοι. Υποθέτω ότι λένε για εκείνο το τηλεφώνημα που θα τους έκανε ο τύπος, αφού τελείωνε τη δουλειά.

Αφήνω να περάσουν λίγα ακόμα λεπτά, κατά τα οποία τα παιδιά του θείου τσουρουφλίζονται από την αγωνία.

Εντέλει, αποφασίζω να δράσω. Δεν έχει νόημα να κάθομαι άλλο. Δεν πρέπει να αφήσω να πάει χαμένος κι άλλος χρόνος. Κάθε στιγμή που περνάει χωρίς να έχω ολοκληρώσει την αποστολή, ρισκάρω να με πιάσουν. Ή οι συνωμότες να διαλύσουν τη μάζωξη και να πρέπει να τους κυνηγάω έναν-έναν –κάτι που θα έκανα, αν δεν είχαν συγκεντρωθεί όλοι μαζί εδώ, αλλά αφού έχω την ευκαιρία, γιατί να τη χαραμίσω;

Βγάζω τα σύνεργα και πηγαίνω στην είσοδο.

Με το που με βλέπουν, παγώνουν. Αλλά για λίγο. Μετά, όταν συνειδητοποιούν τι πρέπει να έγινε στη βίλα και ποιος είναι απέναντί τους και τι μπορεί να έχει έρθει για να κάνει αυτός που είναι απέναντί τους, δρουν. Η μία από τις κόρες του θείου κάνει να φωνάξει. Η άλλη αρπάζει το κινητό της. Ο γιος ξεκινάει να παρακαλάει.

«Σταματήστε» λέω και εμφανίζω το πιστόλι που έχει ο θείος. Και τους σημαδεύω. «Δεν θέλω ούτε παρακάλια, ούτε φωνές, ούτε κινητά. Μην τολμήσετε να βγάλετε κιχ, αν δεν σας πω εγώ».

Ο γιος και η μία κόρη, αυτή που πήγε να φωνάξει, υπακούνε αμέσως. Η άλλη κοιτάζει τη συσκευή που κρατάει. Σκέφτεται πόσο κοντά είναι στο να καλέσει βοήθεια, αλλά ταυτόχρονα αναρωτιέται αν θα την αφήσω να το κάνει.

«Άσε κάτω το κινητό» της λέω.

«Γιατί; Θα μου ρίξεις; Είσαι τρελός. Έρχεσαι νυχτιάτικα, χωρίς να ειδοποιήσεις, δεν χτυπάς την πόρτα, την παραβιάζεις και μας απειλείς. Πρέπει να φωνάξω την αστυνομία».

«Άσε κάτω το κινητό». Οπλίζω. «Τώρα».

«Άσε το, Γεωργία» λέει ο γιος. «Δεν τον βλέπεις, έχει παλαβώσει. Πρέπει να πάμε με τα νερά του».

Η Γεωργία σφίγγει τα βαμμένα χείλη της.

Η άλλη κόρη τής λέει κι αυτή να αφήσει το όπλο.

Η Γεωργία λέει «Άντε γαμήσου, Γιάννη» και κάνει να ανοίξει το κινητό.

Τότε της πετάω κατάμουτρα το άδειο πιστόλι. Φυσικά και δεν θα την πυροβολήσω, αν και έχω φέρει σφαίρες μαζί μου. Όμως, δεν έχω σιγαστήρα. Αν το έκανα, ο ήχος θα ακουγόταν σε όλη την γειτονιά.

Το όπλο την πετυχαίνει στην μύτη. Η Γεωργία πέφτει πίσω, βογκώντας.

Ο γιος και η άλλη κόρη μού ορμάνε.

Αν θέλουν κάτι, ας το ζητήσουν και θα δούμε τι μπορεί να γίνει. Σωστά;

Το να τους αντιμετωπίσω είναι τόσο απλό όσο ήταν και η παραβίαση της κλειδαριάς της πόρτας. Είναι πιο βαριοί από εμένα και πιο μεγάλοι σε ηλικία και σε χειρότερη σωματική κατάσταση. Επίσης, έρχονται όπως-όπως. Ευθεία κατά πάνω μου, μπροστά ο γιος και πίσω η κόρη, λες και είναι βαγόνια τρένου. Λανθασμένη τακτική. Με το που απλώνει το δεξί χέρι ο γιος, του το αρπάζω και του χώνω μια αγκωνιά στο σαγόνι. Ο τύπος στέκεται και η αδερφή του, από τη φόρα που έχει πάρει, πέφτει πάνω του, ρίχνοντάς τον πάνω σε εμένα, για ένα ακόμα χτύπημα στο πρόσωπο. Όταν πέφτει ο γιος, η κόρη σηκώνει τα χέρια, με τα νύχια προτεταμένα, σαν να είναι γάτα. Αλλά κι αυτή πέφτει αναίσθητη τελικά.

Η Γεωργία δεν έχει χάσει τις αισθήσεις της ακόμα, παρά κλαίει και κρατάει την μύτη της, οπότε την πλησιάζω και σκύβω από πάνω της. «Έχουμε να πούμε μια ιστορία. Εγώ, δηλαδή, θα λέω και εσύ με τα αδέρφια σου θα ακούτε. Και, προς το τέλος, θα μου πείτε αυτό που θέλω να μάθω» της λέω, καθώς μαζεύω το πιστόλι.

Κάνει να μιλήσει, αλλά δεν την αφήνω. Όχι τώρα.

Πριν φέρω το αμάξι στην πίσω πλευρά του σπιτιού, όπου υπάρχει ένα χωράφι και μια μικρή οδός και τους τσουβαλιάσω στο πορτμπαγκάζ, στέκομαι και αφουγκράζομαι. Δεν ακούω κίνηση από τους άλλους χώρους. Ούτε φωνές. Κανείς δεν έχει ξυπνήσει. Αν είναι κανείς άλλος εδώ, δηλαδή.

Φεύγω από το σπίτι, έπειτα από πέντε λεπτά.

Όταν επιστρέφω στη βίλα, τέσσερις ώρες μετά, τρέχω ολοταχώς στο μπάνιο. Κάθομαι εκεί για τα επόμενα δέκα λεπτά. Έπειτα, πηγαίνω δωμάτιο που κοιμάται ο Γιάννης και ντύνομαι με καθαρά ρούχα. Ύστερα, καθαρίζω κάθε σημείο που άγγιξε και περπάτησε ο τύπος, αλλά και το πιστόλι, το οποίο αφήνω ξανά στο γραφείο. Στη συνέχεια, πάω στο αυτοκίνητο του τύπου, με τη σακούλα με τα λερωμένα ρούχα μέσα. Αυτή τη φορά δεν πάω πολύ μακριά, τρία χιλιόμετρα το πολύ, για να τα ξεφορτωθώ. Όπως και το αμάξι, αφού το καθαρίσω και αυτό από τα δικά μου ίχνη.

Αφού επιστρέψω στο σπίτι με τα πόδια, πλένομαι ξανά και πηγαίνω και κάθομαι στον καναπέ απέναντι από την τηλεόραση. Ανοίγω το κινητό και ενεργοποιώ όλα τα συστήματα. Αλλά βρίσκω και το καταγεγραμμένο υλικό από τις κάμερες και, πριν τις ενεργοποιήσω ξανά, σβήνω όσα υπάρχουν για την ώρα της εισβολής. Βλάβη συστήματος, σκέφτομαι. Συμβαίνουν αυτά. Η καλύτερη λύση, υπό τις παρούσες συνθήκες. Παίρνω μερικές ανάσες. Θα ηρεμήσω, το ξέρω. Το οφείλω στον Γιάννη, τον θείο Περικλή και σε εμένα. Γέρνω το κεφάλι και ετοιμάζομαι να κοιμηθώ. Τις επόμενες μέρες, ο Γιάννης θα έχει να απαντήσει σε διάφορες ερωτήσεις της αστυνομίας. Μας περιμένουν ζόρικα εικοσιτετράωρα. Αλλά δεν ανησυχώ ιδιαίτερα. Ο Γιάννης δεν ξέρει για εμένα. Δεν έχει ιδέα για το τι συνέβη στον διαρρήκτη και σε κάποιους συγγενείς του.

Συνειδητοποιώ πως δεν μπορώ να κοιμηθώ ακόμα. Υπάρχει ένα τελευταίο πράγμα που έχω να κάνω πριν αποσυρθώ. Βασικά, δύο πράγματα.

Πηγαίνω στο δωμάτιο του θείου Περικλή. Στέκομαι από πάνω του. Κοιτάζω έναν άνθρωπο που κοιμάται και που κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα αν θα ξυπνήσει ξανά ή όχι. Ο χώρος αποπνέει δυστυχία. Δυσοίωνες σκιές καραδοκούν παντού, αν και σε λίγο θα σπάσουν, αφού ο ήλιος θα ανατείλει.

Ο θείος Περικλής στο δωμάτιό του. Είναι αυτός ο άνθρωπος και αυτό το τραύμα στο κεφάλι του και αυτή η ατμόσφαιρα που με δημιούργησαν. Ο ηλικιωμένος ασθενής μοιάζει σαν να αποτελείται από σκόνη και αν φυσήξω θα διαλυθεί. Έχει χτίσει ένα τόσο ισχυρό σπίτι και μια τόσο ακμάζουσα επιχείρηση, κι όμως τώρα ο καθένας μπορεί να τον βλάψει. Αλλά αυτός ο κάποιος θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος και για εμένα.

Σκύβω κοντά στο πρόσωπό του και του δίνω μια υπόσχεση. «Θα τον βρω» λέω, ελπίζοντας να ισχύει η θεωρία για τους ανθρώπους που είναι σε κώμα. «Όπου κι αν έχει κρυφτεί, θα τον βρω». Δυστυχώς, τα αδέρφια δεν ήξεραν πού μπορώ να βρω τον πρώτο διαρρήκτη, αλλά αυτό δεν θα με αποθαρρύνει. Γιατί μου είπαν πώς είχαν επικοινωνήσει μαζί του. Είναι μια αρχή, που σκοπεύω να αξιοποιήσω, επειδή πρέπει ο Γιάννης κάποια στιγμή να ξεφύγει από το παρελθόν και να επανενταχτεί στην κοινωνία και την ζωή γενικά. Αλλά, για να γίνει αυτό, θα πρέπει να φύγουν από τη μέση όσα τον κρατάνε πίσω. Οι συγγενείς του που έδωσαν τις εντολές των επιθέσεων και όσοι άλλοι ενεπλάκησαν, εν προκειμένω.

Μετά, ακουμπάω το στήθος μου και συνειδητοποιώ πως νιώθω την καρδιά μου να αποκτά ξανά τον ήπιο ρυθμό της.

Γυρίζω στο σαλόνι και στη θέση του Γιάννη. Ανοίγω την τηλεόραση. Χαλαρώνω σταδιακά όλο και πιο πολύ. Η τηλεόραση προβάλλει μια εκπομπή σε επανάληψη, τα αιρ κοντίσιον δουλεύουν στο φουλ και οι εχθροί του θείου Περικλή και του Γιάννη είναι στο χώμα.

Όλοι εκτός από έναν.

Στα παιδιά του θείου δεν έδωσα την ευκαιρία να ζητήσουν συγνώμη από αυτόν, για διάφορους λόγους. Ένας εξ αυτών, που είναι και ο πιο πρακτικός, έχει να κάνει με τη διαδικασία να τους φέρω εδώ και να τους βάλω να απολογηθούν. Αλλά ο κυριότερος λόγος είναι το ότι δεν το θεώρησα σωστό. Ήθελαν να πεθάνει ο πατέρας τους. Στα τσακίδια. Έτσι δεν είχε αναφέρει ο ηλίθιος που έστειλαν;

Εκεί τους πήγα, λοιπόν. Αφού έμαθαν τι έχει συμβεί στον Γιάννη και ποιος είμαι εγώ, τους ξαπόστειλα.

Κλείνω τα μάτια και το συνειδητό βγαίνει στην επιφάνεια.

Ο Γιάννης ξυπνάει όταν ακούει το κουδούνι της εξωτερικής θύρας και τα σκυλιά να γαβγίζουν. Σηκώνεται και πηγαίνει να ανοίξει. Έχουν έρθει οι κυρίες, για να καθαρίσουν. Τις υποδέχεται, μένοντας έκπληκτος από το κομμάτι κρέας που βρήκαν έξω και που τα σκυλιά δεν είχαν φάει. Αλλά δεν τον απασχολεί αυτό τώρα, οπότε απλά πετάνε το κρέας στα σκουπίδια.

Ο Γιάννης αφήνει τις γυναίκες στην κουζίνα, όπου θα φτιάξουν καφέ για τις ίδιες και αυτόν. Πηγαίνει στο δωμάτιο του θείου του και ανοίγει τα παραθυρόφυλλα. Το φως που διαχέεται τον χτυπάει κατά πρόσωπο και τότε συνειδητοποιεί ότι νιώθει λίγο κουρασμένος. Του συμβαίνει πού και πού, αλλά δεν έχει δώσει σημασία. Υποθέτει ότι οφείλεται στο άγχος.

Ο Γιάννης γυρίζει και πλησιάζει τον θείο Περικλή, που, απ’ ό,τι φαίνεται, θα συνεχίσει και σήμερα να κοιμάται. Τον καλημερίζει, λοιπόν, και επιστρέφει στην κουζίνα.

Ο Γιάννης πίνει καφέ και η ρουτίνα θα συνεχιστεί κανονικά.

ΔΥΟ

Ο Γιάννης συναντά τους αστυνομικούς μετά από δύο μέρες, όταν αυτοί έρχονται στη βίλα. Είναι δύο, αστυνόμος και αρχιφύλακας. Δεν μοιάζουν με αυτούς τους εξυπνάκηδες μπρατσαράδες σε αμερικάνικες ταινίες δράσης. Πιο πολύ, θυμίζουν καθημερινούς οικογενειάρχες, που το μόνο που τους απασχολεί είναι να τελειώνουν με τη δουλειά και να πάνε στο σπίτι, στην γυναίκα και τα παιδιά. Ο αρχιφύλακας κρατά ένα στιλό και ένα σημειωματάριο, ενώ ο αστυνόμος φοράει γυαλιά μυωπίας με χοντρό σκελετό. Ζητάνε από τον Γιάννη να περάσουν μέσα και εκείνος τους αφήνει. Πηγαίνουν και κάθονται στο σαλόνι, στην τραπεζαρία. Αυτοί παρατηρούν το χώρο, δήθεν από περιέργεια, αλλά δεν υπάρχει κάτι ύποπτο, οπότε απλά στρογγυλοκάθονται. Ο Γιάννης τους ρωτάει αν θέλουν κάτι να πιουν. Του λένε όχι. Κάθεται μαζί τους και περιμένει να του πουν τι συμβαίνει. Εκείνοι του λένε ότι έλαβαν κλήση από την σύζυγο του γιου του Περικλή ότι αυτός εξαφανίστηκε μαζί με τις αδερφές του. Αυτό επιβεβαίωσαν και οι σύζυγοι τους. Μήπως ξέρει κάτι ο Γιάννης γι’ αυτό; Μήπως μίλησαν μαζί του;

Ο Γιάννης λέει πως όχι. Έχει να μιλήσει μήνες με αυτούς. Δεν έχουν επαφές. Δεν ενδιαφέρονται ούτε καν για τον πατέρα τους, τονίζει, πόσο μάλλον για τον ίδιο.

Ο Γιάννης, όμως, βλέπει πως οι αστυνομικοί δεν πείθονται, γιατί τον ρωτάνε αν έχει ιδέα πού νομίζει ότι θα μπορούσαν να πάνε.

Ο Γιάννης δεν ξέρει. Και δεν τον νοιάζει, λέει. Αυτό το σχόλιο θα μπορούσε να το έχει αποφύγει. Δεν ακούγεται σωστά στην παρούσα φάση. Περνάει λάθος μηνύματα σε λάθος ανθρώπους. Αλλά δεν το σκέφτεται. Δεν τον ενδιαφέρει. Δεν έχει όρεξη να ασχολείται με αυτούς.

Ο Γιάννης βλέπει τον αρχιφύλακα να σημειώνει κάτι στο σημειωματάριό του. Μετά, καλείται να απαντήσει πού ήταν το βράδυ της προ-προηγούμενης ημέρας.

Ο Γιάννης απαντάει πως ήταν στο σπίτι. Κοιτάζει τους αστυνομικούς κατάματα καθώς μιλάει. Δεν αλληθωρίζει και δεν σπάει η φωνή του. Αυτό είναι κάπως ενθαρρυντικό. Ουσιαστικά, τους επιβεβαιώνει ότι εννοεί όσα λέει. Ότι δεν ψεύδεται, γιατί δεν έχει λόγο να τους πει ψέματα. Επίσης, το γεγονός πως δείχνει ταλαιπωρημένος και ότι δεν ενδιαφέρεται για την εμφάνισή του, ίσως ενισχύει την ακεραιότητα του λόγου του. Κι αυτό είναι σημαντικό, γιατί, στην επόμενη ερώτηση, αν δηλαδή υπάρχει κάποιος να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά του, αν ήταν στη βίλα το βράδυ που χάθηκαν οι τρεις συγγενείς του, εκείνος λέει πως δεν υπήρχε άλλος. Αλλά, αν θέλουν, μπορούν να ελέγξουν τις κάμερες. Λειτουργούν επί εικοσιτετραώρου βάσεως.

Ο Γιάννης με κάνει να θέλω να βγω μπροστά και να κοπανήσω τον εαυτό μου. Θα μπορούσαν, βέβαια, να ζητήσουν οι ίδιοι οι αστυνομικοί να δουν το υλικό των καμερών, αλλά δε χρειαζόταν να τους δώσει απλόχερα την επιλογή. Γαμώτο.

Ο Γιάννης και εγώ βλέπουμε τον αστυνόμο να ανταλλάσσει ματιές με τον συνάδελφό του. Αλλά, εντέλει, αποφασίζουν ότι δεν είναι απαραίτητο. Μπορεί τελικά η ειλικρίνεια ενός αθώου να ανταμείβεται ορισμένες φορές.

Ο Γιάννης, έπειτα, ακούει τον αστυνόμο να τον ρωτά αν αυτή η βίλα είναι του γνωστού Περικλή Φρατζιώτη. Όταν μαθαίνει ότι όντως αυτή είναι, ο άντρας με τη στολή ρωτάει για την κατάσταση της υγείας του ηλικιωμένου. Προλαβαίνει να ζητήσει συγνώμη που δεν έχουν καταφέρει να βρουν ακόμα τον διαρρήκτη. Ο Γιάννης νεύει, χωρίς να σχολιάσει αυτό, αλλά λέει ότι δεν έχει αλλάξει κάτι, όμως πρέπει κάποιος να είναι συνεχώς δίπλα του. Κι αφού δεν είναι τα παιδιά του, έχει αναλάβει ο ίδιος να τον φροντίζει.

Ο Γιάννης μπορεί να αφήσει τους αστυνομικούς να δουν τον θείο του; Για το τυπικό της υπόθεσης; Ναι. Τους συνοδεύει ως το δωμάτιο, όπου εκείνοι πείθονται πως λέει την αλήθεια.

Ο Γιάννης ακούει τους αστυνομικούς να του λένε να μην απομακρυνθεί από την Αθήνα, γιατί μπορεί να μιλήσουν ξανά. Επίσης, του δίνουν και μια κάρτα, σε περίπτωση που θυμηθεί ή σκεφτεί κάτι σχετικό με την υπόθεση. Μετά, φεύγουν.

Ο Γιάννης σκέπτεται μονάχα για ένα λεπτό τι έγινε. Δεν περίμενε τίποτα τέτοιο. Απορεί. Αλλά δεν θα χάσει και την ώρα του για ανθρώπους που αντιπαθεί. Έπειτα, πετάει την κάρτα στο τραπέζι του σαλονιού και πάει να τσεκάρει τον θείο Περικλή.

ΤΡΙΑ

Ο Γιάννης, μία εβδομάδα μετά, βλέπει στις ειδήσεις μια σύζυγο να κλαίει μπροστά από την κάμερα ενός καναλιού, λέγοντας πως αναζητάει τον άντρα της. Αναφέρει πως αυτός έκανε διάφορες δουλειές και ότι είναι μπλεγμένος με ανθρώπους του υποκόσμου. Αλλά είναι καλός πατέρας, λέει. Αγαπάει πολύ τον γιο τους.

Ο Γιάννης αντικρίζει μια φωτογραφία του άντρα που έχει χαθεί. Δεν τον ξέρει, αλλά δεν του αρέσει η φάτσα του. Μοιάζει με κάποιον που θα μπορούσε να κλέβει τσάντες από ηλικιωμένες γυναίκες.

Ο Γιάννης αναρωτιέται αν ένας τύπος σαν και δαύτον μπορεί όντως να είναι καλός πατέρας.

Ο Γιάννης ακούει τις γυναίκες που δουλεύουν στη βίλα να προχωρούν προς τη σκάλα. Κλείνει την τηλεόραση και τις ακολουθεί.

ΤΕΣΣΕΡΑ

Πέντε μήνες μετά, και αφού έχω πάει σε άλλα τρία διαμερίσματα ανθρώπων που άτομα σαν τον Γιάννη δεν θα πλησίαζαν ποτέ (εκτός αν άρχιζαν τα ναρκωτικά, υποθέτω), βρίσκω επιτέλους τον άνθρωπο ο οποίος θα με φέρει σε επικοινωνία με τον πρώτο διαρρήκτη και παρ’ ολίγον δολοφόνο του θείου Περικλή. Στέκομαι μέσα σε μια γκαρσονιέρα κοντά στο κέντρο της Αθήνας, σε μια παλιά και πιθανώς εγκαταλελειμμένη πολυκατοικία, σε μια κακόφημη περιοχή. Παντού γύρω μου σκουπίδια, μπουκάλια μπίρας, κουτιά από πίτσες, καπάκια συρίγγων κ.ά. Ο χώρος βρομάει σαν εργοστάσιο επεξεργασίας λυμάτων. Η ζέστη που εκχέεται από το αιρ κοντίσιον μοιάζει να σπρώχνει επίτηδες την μπόχα στην μύτη –και πάλι, εγώ δε βγάζω το μπουφάν μου, γιατί πού να το ακουμπήσω; Τα παραθυρόφυλλα είναι κλειστά, όπως και η πόρτα του διαμερίσματος. Μια τηλεόραση δεκαετίας έχει πιάσει αράχνες σε ένα τραπεζάκι –παρ’ όλ’ αυτά, είναι ένα δείγμα πολιτισμού σε τούτο το βούρκο. Οι τοίχοι είναι ξεβαμμένοι.

Η ώρα είναι οκτώ το βράδυ και το μοναδικό φως εδώ μέσα είναι από μια λάμπα στο ταβάνι.

Ο τύπος κάθεται στην μοναδική πλαστική καρέκλα που υπάρχει. Είναι κάπου ανάμεσα στα εικοσιπέντε με τριάντα πέντε, αδύνατος σαν μολύβι και έχει λίγα μαύρα μαλλιά. Φοράει καφέ παντελόνι, κοντομάνικη μπεζ μπλούζα και μαύρα σπορτέξ –όλα με λεκέδες που δεν θέλω να ξέρω τι είναι. Τα χείλη του μοιάζουν σαν να τα έχει βάψει με ώχρα. Γενικά, και το δέρμα του σώματός του είναι λες και το βάφει με γκρίζα μπογιά. Τα μάτια του είναι δακρυσμένα και με μαύρους κύκλους, ενώ στα χέρια του διακρίνονται μικρά κόκκινα τρυπήματα από σύριγγες. Τα νύχια του είναι βρόμικα, λες και έσκαβε πριν λίγο. Έχει ένα ποτήρι με σάπιο νερό δίπλα του, στο πάτωμα. Για να σβήνει τα τσιγάρα, υποθέτω.

Στην πιάτσα, είναι γνωστός ως «Σταύρος».

Εγώ του συστήθηκα ως Ορέστης. Του έταξα ότι έχω αρκετά χρήματα, για να προσλάβω έναν δικό του. Του τόνισα πως οι άλλοι τρεις που είδα πριν από αυτόν, μπορούν να επιβεβαιώσουν τα λεγόμενά μου. Φυσικά, ξέρω ότι ο Σταύρος έχει μάθει για μένα από εκείνους. Ήμουν μπροστά όταν έγιναν οι ενημερώσεις. Και ό,τι άλλο ακολούθησε μετά το μπλα-μπλα εκείνες τις τρεις νύχτες.

«Έχεις μια δουλειά, λες» μου λέει. Κρατά ένα αναμμένο τσιγάρο, στο οποίο μάλλον οφείλεται η βραχνάδα στη φωνή του.

«Ναι» απαντάω.

«Και θες τον Βράχο. Κανέναν άλλο. Σώνει και ντε».

«Σώνει και ντε». Βράχος, σκέφτομαι. Σαν τον Ντουέιν Τζόνσον. Τυχαίο;

Προσπαθεί να σηκώσει το κεφάλι του, για να με δει καλύτερα μάλλον, αλλά στα μισά τα παρατάει και μένει να κοιτάζει στο ύψος της μέσης μου. Υποθέτω, το έχει συνηθίσει. Να χάνει από τη διεφθαρμένη του φύση, εννοώ.

Σκύβω, λοιπόν, για να έχουμε την οπτική επαφή που θέλει.

«Τι σόι φρούτο είσαι εσύ, ρε μαν;» μου λέει. «Με ποιον έμπλεξες και θέλεις να τον βγάλεις εκτός προγράμματος;»

«Είναι και αυτό δική σου δουλειά;»

Ρουφάει μια τζούρα. Ανασηκώνει τους ώμους. «Καλό είναι να ξέρω, για να ξέρω τι θα πω στον Βράχο. Μπήκες;»

«Μπήκα». Αλλά δεν θα βγω, αν δεν τελειώσω τη δουλειά, σκέφτομαι. «Οκέι. Είναι ένας γέρος που έχει πολλά λεφτά. Συγγενής μου. Αλλά έμαθα ότι δεν θα με συμπεριλάβει στη διαθήκη. Ε, δεν μου αρέσει να με ξεχνάνε. Μπήκες;»

«Μά’στα» απαντάει. «Και θέλεις άλλονα για να σου κάνει το job, ε;»

«Ναι. Για προφανείς λόγους».

«Δηλαδής; Για πε».

«Δεν θέλω να με υποψιαστούν. Επίσης, ο γέρος έχει δύο νταγλαράδες, να τον φυλάνε. Εγώ δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα με αυτούς. Χρειάζομαι βοήθεια από τον καλύτερο που μπορώ να βρω».

«Και πού ξέρεις εσύ ότι δεν θα σε υποψιαστούν οι μπάτσοι; Είναι συγγενής σου. Θα είσαι από τους πρώτους που θα κυνηγήσουν».

«Θα γλιτώσω, μην ανησυχείς».

«Είσαι τόσο σίγουρος, ε;»

«Ναι, είμαι».

«Μά’στα». Ο Σταύρος βήχει και μετά φτύνει στο πάτωμα, δίπλα του. «Ώστε έχει μπράβους ο γέρος, ε;»

«Ε, όπως και να το κάνεις… Ματσωμένος είναι… Βίλα έχει…»

«Αυτό μας δυσκολεύει λίγο, μαν».

«Ναι; Πώς έτσι;» Σηκώνομαι, για να ξεμουδιάσουν τα πόδια μου.

«Αν πρέπει να ψοφήσουν κι άλλοι εκτός από τον στόχο, τότε η τιμή ανεβαίνει. Πρέπει να καλύψουμε λειτουργικά έξοδα. Όπλα και τα συναφή. Μπήκες;»

«Ναι. Και πόσο ανεβαίνει;»

Παίρνει κι άλλη τζούρα. «Πόσο χρονών είναι τα παλικάρια;»

Με τσαντίζει που κάνει τόσες ερωτήσεις, παρότι είναι εύλογο να τις κάνει. Έτσι κι αλλιώς, όμως, έχω προετοιμάσει την ιστορία μου. Λέω «Περίπου όσο και εσύ. Συν πλην δυο τρία χρόνια. Δεν έχω δει ταυτότητα. Αλλά κάπου εκεί τους υπολογίζω».

«Μά’στα».

«Οφείλω να πω ότι είναι γομάρια. Δυνατοί και ψηλοί. Πάνω από εκατό κιλά ο καθένας».

«Χοντροί, δηλαδή».

«Όχι, καθόλου. Μάλλον έχουν λιώσει στην γυμναστική και στα στεροειδή. Θα μπορούσαν να είναι παλαιστές ή κάτι τέτοιο».

Ο Σταύρος γελάει. «Σκατά κι αν είναι, σκατά κι αν δεν είναι. Ο Βράχος δε φοβάται κανέναν. Θα τους ξεκάνει πριν προλάβουν να πουν το όνομά τους». Σιωπά για λίγο. Έπειτα λέει «Έχουν οικογένεια;»

«Όχι. Τίποτα μόνιμο, δηλαδή. Με κάτι στριπτιτζούδες κυκλοφορούν, απ’ ό,τι πήρε το αυτί μου».

«Τα ασφαλέστερα μουνιά εκεί έξω, να ξες» σχολιάζει ο Σταύρος. «Κρατιούνται καθαρές σαν καινούριες πετσέτες».

«Ό,τι πεις».

«Άλλους συγγενείς έχουν;»

«Δεν ξέρω. Δεν έχω ακούσει κάτι».

«Ας ελπίσουμε να μην έχουν, για να μην λείψουν σε κανέναν».

«Κάπως έτσι».

Ο Σταύρος δεν μιλάει για λίγο, αλλά κοιτάζει κάπου πέρα από μένα. Δεν γυρίζω να δω, αφού ξέρω ότι δεν υπάρχει τίποτα εκεί.

«Λοιπόν;» ρωτάω.

«Η δουλειά δεν μπορεί να γίνει στη βίλα» απαντάει. «Φαντάζομαι ότι το χούφταλο θα έχει κάμερες, σκυλιά, προσωπικό –εκτός από τους μπράβους, εννοώ. Σωστά;»

«Σωστά».

«Τότε πρέπει να γίνει αλλού».

«Οκέι». Πριν προλάβει να πει κάτι άλλο, λέω «Για να είμαι ειλικρινής, δεν θέλω να ξέρω λεπτομέρειες. Το αφήνω εξ ολοκλήρου σε εσάς. Καταλαβαίνεις, υποθέτω».

Ο Σταύρος προσπαθεί ξανά να σηκώσει το κεφάλι. Ανεπιτυχώς και πάλι. Οπότε σκύβω εγώ.

«Αυτά θα τα πείτε με τον Βράχο. Μπήκες;» μου λέει.

«Ναι. Ευχαριστώ».

«Αυτό δεν μου λέει τίποτα. Ευχαρίστησέ με όπως πρέπει».

«Δηλαδή, πώς;»

«Πέσε».

«Τι;»

«Πέσε προκαταβολή».

«Έχω μόνο διακόσια ευρώ πάνω μου. Δεν νομίζω ότι αρκούν, σωστά;»

Το σκέφτεται. Και ξέρω τι σκέφτεται. Δεν είπα τυχαία ένα τριψήφιο νούμερο.

Σηκώνει το χέρι. «Πέσε τα και σε δύο μέρες θέλω να έχεις φέρει άλλα είκοσι χιλιάρικα. Μετρητά. Μη σκάσεις εδώ μέσα με τίποτα πιστωτικές και μαλακίες, γιατί όχι δεν θα γίνει η δουλειά που θες, αλλά θα σε λιανίσω εγώ ο ίδιος. Μπήκες;»

Νεύω. «Ναι, σίγουρα» λέω και βγάζω το πορτοφόλι. Το ανοίγω, ώστε να φαίνονται τα τέσσερα χαρτονομίσματα των πενήντα ευρώ. «Αλλά μίλα με τον Βράχο. Τώρα. Κάνε την πρώτη επαφή, για να ξέρω ότι ισχύει η συμφωνία. Αλλιώς σηκώνομαι και φεύγω και δεν έχει ούτε ένα ευρώ».

Ο Σταύρος έχει καρφώσει το θολό βλέμμα του στα λεφτά. Τα πόδια του τρέμουν. Έχει σφηνώσει το τσιγάρο στο στόμα του και το ρουφάει, ενώ έχει τα μάτια γουρλωμένα, λες και βλέπει την γυναίκα της ζωής του να γδύνεται μπροστά του. Είναι αξιοθρήνητος. Μακάρι να είχε αυτό το ενδιαφέρον για μια γυναίκα κι όχι για ναρκωτικά.

«Σταύρο;» λέω χαμογελαστά. «Πάρε τηλέφωνο ή στείλε μήνυμα. Όπως επικοινωνείτε, τέλος πάντων. Αλλιώς φεύγω».

Κουνάει το κεφάλι του. «Ναι, ναι, δικέ μου. Πάω, τώρα. Εσύ κάτσε εδώ. Δεν θα αργήσω». Σβήνει το τσιγάρο στο ποτήρι με το μουχλιασμένο νερό και σηκώνεται. «Να σε ρωτήσω, δεν είσαι τίποτα μπάτσος κι έτσι;»

«Όχι. Αλλά αυτό νομίζω ότι το έχει τσεκάρει άλλος, έτσι δεν είναι; Και σου έχει πει ότι δεν είμαι μπάτσος κλπ, σωστά;» Αναφέρομαι στον πρώτο τύπο που έπρεπε να συναντήσω, έναν παχουλό πρώην λογιστή, ο οποίος, σαν ο «λιγότερο μπλεγμένος» σε αυτή την «επιχείρηση», αναλάμβανε να εξακριβώσει τα στοιχεία του υποψήφιου πελάτη, για να μην πέσουν στην παγίδα της αστυνομίας. Ουσιαστικά, και οι άλλοι δύο που πρέπει να δεις περίπου τα ίδια κάνουν, τσεκάρουν την ιστορία σου, απλά εκείνοι κοιτάνε και άλλα πράγματα –αν, πχ, κουβαλάς όπλα ή αν θες να κάνεις κάποια τρομοκρατική ενέργεια, γιατί αυτά δεν τα θέλουν.

«Ναι, ναι, μου το είπε. Δεν είσαι σκάρτος. Έλα, να, πάρε» μου λέει και τείνει μια κάρτα. Θεωρητικά, αν τη δεις από μακριά, είναι σαν αυτές που έχουν οι γιατροί, για να διαφημίζονται. Με τη διαφορά, βέβαια, πως αυτή δεν γράφει κάτι και είναι φτιαγμένη από χαρτόνι, σαν αυτό που χρησιμοποιούν οι μαθητές στο σχολείο. Έχει ένα βαθύ κόκκινο χρώμα και ένα Σ χαραγμένο με μικρές τρύπες από ψαλίδι ή κάτι τέτοιο στο κέντρο. Οι άλλοι τρεις δεν είχαν κάτι παρόμοιο, απλά τηλεφωνούσαν στον επόμενο στη σειρά και μετά μου έδιναν οδηγίες για το πού θα τον βρω.

Ο Σταύρος λέει «Με αυτή θα ξέρει ο Βράχος ότι σε έστειλα εγώ. Θα σου μιλήσει μόνο αν του δείξεις αυτή την κάρτα, μπήκες;»

«Μπήκα. Ωραία κάρτα».

«Ευχαριστώ, δικέ μου! Εγώ την έφτιαξα. Δική μου πατέντα, κι έτσι». Εξαφανίζεται σε ένα άλλο δωμάτιο.

Κι εγώ βάζω την κάρτα στο πορτοφόλι μου και το κλείνω και το βάζω στην τσέπη μου ξανά. Σοβαρεύω πάλι και σηκώνομαι.

Ξέρω ότι ο όροφος δεν κατοικείται γενικά. Αν βρεθεί κάνας άλλος ουσιοεξαρτώμενος, ίσως. Όμως, κι αυτοί είναι όλη την ώρα υπό την επήρεια των ναρκωτικών που παίρνουν. Ή κοιμούνται. Δεν θεωρούνται αξιόπιστοι μάρτυρες. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, όταν ήρθα δεν είδα κανέναν, ενώ οι σάπιες πόρτες με τα γκράφιτι των άλλων διαμερισμάτων ήταν κλειστές σαν τάφοι.

Ουσιαστικά, είμαστε μόνοι. Εγώ και ο Σταύρος.

Καλό αυτό.

Για μένα και για την επανένταξη του Γιάννη.

ΠΕΝΤΕ

Φτάνω με το αμάξι του θείου Περικλή τρεις δρόμους πριν το κλαμπ όπου έχω κανονίσει να βρω τον τύπο, τον Βράχο. Κατεβαίνω και προχωράω και φτάνω σε ένα σημείο όπου μπορώ να τον βλέπω. Είμαι κρυμμένος στη διασταύρωση της οδού που είναι το τεράστιο κλαμπ και ενός παράδρομου. Αυτός δουλεύει ως πορτιέρης. Τον θυμάμαι. Ψηλός, μυώδης, με χέρια σαν κούτσουρα. Λίγα μαύρα μαλλιά –αλλά περισσότερα από του Σταύρου. Μύτη σπασμένη και ξαναβαλμένη στην θέση της ένας θεός ξέρει πόσες φορές. Φοράει μαύρο δερμάτινο μπουφάν, πάνω από μια μπλούζα και μαύρο τζιν παντελόνι και καφέ μοκασίνια. Ένα μεγάλο ρολόι χειρός με μπρασελέ στον αριστερό του καρπό. Κάτω από το μπουφάν, έχει μια θήκη με ένα πιστόλι –φαίνεται κάθε φορά που ανασηκώνει το δεξί χέρι του, για να ψάξει ή να σταματήσει κάποιον πελάτη που του φαίνεται ύποπτος.

Ο Σταύρος μου είπε να τον συναντήσω εδώ. Σε ανοιχτό χώρο. Για ασφάλεια, υποθέτω. Άλλωστε, δεν κρύβεται. Απ’ ό,τι κατάλαβα από τα όσα μου είπε ο Σταύρος, ο εν λόγω πορτιέρης/πληρωμένος δολοφόνος είναι γνωστός στην πιάτσα. Ακόμα και η αστυνομία ξέρει για δαύτον και τον έχουν μπαγλαρώσει μερικές φορές στο παρελθόν. Αλλά έχει μαζέψει μπόλικα φράγκα και έχει έναν μεγαλοδικηγόρο να τον ξελασπώνει.

Ωστόσο, επειδή ποτέ δεν ξέρεις, προτιμά να βλέπει τους υποψήφιους πελάτες στη βασική του δουλειά, όπου είναι σε ένα πολυσύχναστο μέρος. Έξυπνο, από τη μια.

Σύντομα, καταλαβαίνω γιατί ο συγκεκριμένος τύπος φυλάει μόνος του την κύρια είσοδο. Κανείς δεν του πάει κόντρα. Ακόμα και μια παρέα μεθυσμένων νεαρών, που, κρίνοντας από το ύψος τους, μπορεί και να είναι μπασκετμπολίστες, με το που τους είπε να φύγουν, εκείνοι δεν πίεσαν περισσότερο και έκαναν αναστροφή.

Με ενοχλεί ένα πράγμα μόνο. Το ότι δεν πρόλαβα να τον μελετήσω όσο θέλω. Σύμφωνα με τα όσα ειπώθηκαν μεταξύ του Σταύρου και του Βράχου, έπρεπε να φτάσω το αργότερο ως τις δέκα το βράδυ. Μέχρι να ξεκινήσω και να έρθω από το διαμέρισμα, εν μέσω της γνωστής αθηναϊκής κίνησης, έχασα πολύ χρόνο και τώρα είναι δέκα παρά τέταρτο. Πέραν από την εμφάνιση και το πού δουλεύει και ότι αναλαμβάνει συμβόλαια θανάτου, δεν γνωρίζω κάτι άλλο για αυτόν.

Πάω στα βαθιά χωρίς να ξέρω επαρκώς την θάλασσα που θα κολυμπήσω.

Σκέφτομαι λίγο ακόμα.

Ξέρω και κάτι άλλο, που έμμεσα αφορά τον τύπο. Ξέρω τι θα έκανε ο Γιάννης στην θέση μου. Θα αποφάσιζε να κινηθεί με το που θα έβλεπε τον Βράχο. Θα συλλογιζόταν ότι δεν έχει νόημα να καθυστερήσει περισσότερο. Συν ότι, αν δεν ήταν εκεί στις δέκα ακριβώς ή νωρίτερα, τότε θα έχανε την ευκαιρία του και αυτός δεν θα δεχόταν να τον δει ποτέ ξανά. Βέβαια, ο Γιάννης μπορεί να έκανε και μια ακόμα χειρότερη βλακεία, προσπαθώντας πάνω στον θυμό του να σκοτώσει εδώ τον τύπο.

Εγώ δεν θα δράσω έτσι. Αντίθετα, θα περιμένω. Όσο χρειαστεί. Μία και μισή τα ξημερώματα, το κλαμπ θα κλείσει και ο τύπος θα φύγει. Κι εγώ θα είμαι στο κατόπι του.

Βγάζω το κινητό και ελέγχω τις ενδείξεις του θείου. Καμιά αλλαγή. Ο θείος ζει.

Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι ο δεύτερος διαρρήκτης είχε δίκιο. Πως ο θείος θα πρέπει να φύγει από τη μέση –ίσως μάλιστα πρώτος απ’ όλους. Αλλά όχι, δεν πρέπει να γίνει αυτό. Γιατί τότε ο Γιάννης θα χαθεί για πάντα και θα μείνω εγώ –αν δεν αυτοκτονήσει, δηλαδή, επειδή τότε θα χαθούμε και οι δύο. Ο Γιάννης πρέπει να επανενταχτεί, όχι εγώ. Εγώ δεν έχω συναισθήματα, αλλά είμαι γεμάτος ένστικτα. Ό,τι κάνω το κάνω γιατί για αυτό υπάρχω. Γι’ αυτό δημιουργήθηκα. Επιτελώ ένα σκοπό. Ο Γιάννης είναι ο άνθρωπος. Εγώ… Δεν ξέρω τι είμαι. Ίσως κάτι σαν τον Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ στον Εξολοθρευτή 2. Λιγότερο κουλ, βέβαια, και χωρίς τεχνητό σώμα. Όμως, πάνω κάτω, κάνω αυτό που έκανε και ο Άρνι σε εκείνη τη γαμάτη ταινία. Φροντίζω αυτόν που έλαβα εντολή να προσέχω.

Βάζω το κινητό ξανά στην τσέπη μου. Δυστυχώς, δεν γίνεται να φύγω χωρίς αυτό. Είναι ένα μελανό σημείο στην ιστορία. Κάτι που θα μπορούσε να με προδώσει. Αυτά τα σύγχρονα μαραφέτια έχουν συσκευή εντοπισμού. Συν όλα τα άλλα, μικρόφωνο, κάμερα κλπ. Καλά, χρυσά, όμως σε τέτοιες δουλειές μπορούν να αποδειχθούν επιζήμια. Όμως, δεν έχω άλλη επιλογή. Πρέπει να το έχω μαζί μου.

Ο λόγος που κάνω όλα αυτά τώρα, μετά από τόσο καιρό, είναι ότι δεν θέλω να με υποψιαστούν. Η αστυνομία συνεχίζει να ψάχνει τους εξαφανισμένους συγγενείς του Γιάννη. Έχει περιορίσει, βέβαια, τις επαφές με αυτόν, τα τηλεφωνήματα και τις επισκέψεις, αλλά δεν τα έχει διακόψει εντελώς. Ο Γιάννης δεν έχει μιλήσει με τον δικηγόρο που αναλαμβάνει τις υποθέσεις του θείου Περικλή. Σκόπιμα, τον έχω αποτρέψει, τροφοδοτώντας τον με σκέψεις ότι δεν έχει να φοβηθεί κάτι κι ότι δικηγόρο ζητάνε μόνο όσοι είναι ένοχοι κ.ά. Δεν χρειάζεται να περιπλέξουμε τα πράγματα περισσότερο. Αν οι μπάτσοι γίνουν πιο επίμονοι ή οτιδήποτε άλλο ανησυχητικό, τότε θα φέρουμε και τον δικηγόρο.

Η άλλη υπόθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη και μας αφορά είναι αυτή του δεύτερου διαρρήκτη και πιθανού φονιά του θείου Περικλή. Δεν έχουν έρθει στο σπίτι του Γιάννη για αυτόν, δεν τον υποψιάζονται, όμως εγώ έχω τον νου μου. Γιατί αυτός βρέθηκε στη βίλα. Είχε απενεργοποιημένο το κινητό του κι εγώ το έβαλα σε λειτουργία, για να μάθω γι’ αυτόν. Βλακεία μου; Ίσως. Εκ των υστέρων. Αλλά τότε έπρεπε να ξέρω με ποιον έχω να κάνω.

Κάποια στιγμή μπορεί να έρθουν. Δεν έχουν το κινητό του, φυσικά, γιατί κι αυτό θάφτηκε με αυτόν, όμως θα βρουν τον αριθμό του από την σύζυγό του. Μετά, η εταιρεία κινητής του τύπου, με λίγο σπρώξιμο από τον εισαγγελέα, θα δώσει στην αστυνομία ό,τι στοιχεία θέλει. Είναι θέμα χρόνου μέχρι να σκάσουν μύτη ξανά στη βίλα και να αρχίσουν τις ερωτήσεις. Και πάλι, ο Γιάννης δεν θα έχει τις απαντήσεις που θέλουν, κάτι που είναι ενθαρρυντικό. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι που δεν θα έχουν το υλικό από τις κάμερες, γιατί αυτές είναι ρυθμισμένες ώστε να διαγράφουν ό,τι υπάρχει στην μνήμη ανά δύο εικοσιτετράωρα. Έχει χαθεί η ευκαιρία να μας τσακώσουν για ό,τι έγινε εκείνο το βράδυ.

Θα έρθουν δύσκολες μέρες.

Αλλά, μέχρι τότε, έχω δουλειά να κάνω.

Κοιτάζω το ρολόι μου. Δέκα παρά πέντε.

Πρέπει να βγω. Αλλιώς, πάει το ραντεβού. Δεν θα μπορέσω να τον πλησιάσω, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Σταύρου. Υπάρχει πρωτόκολλο. Κανόνες. Χωρίς μια τάξη που μπορούν να ελέγξουν σε μια τέτοια δουλειά, κινδυνεύουν να πιαστούν. Δεν ξεφεύγουν εκτός προγράμματος, για δική τους ασφάλεια. Όποιος κι αν είναι ο πελάτης, όσο καλά κι αν πληρώνει. Αυτοί θέτουν τους όρους κι εσύ πρέπει να συνεργαστείς.

Λοιπόν, εγώ δεν είμαι ένας οποιοσδήποτε πελάτης. Γι’ αυτό και δεν θα τους κάνω το χατίρι. Θα περιμένω. Και, όταν φύγει από δω ο Βράχος, θα τον έχω από κοντά. Υπομονή χρειάζομαι, που δεν είναι δύσκολο να βρεθεί.

Κάνω πίσω και κάθομαι σε ένα σκαλοπάτι μιας πολυκατοικίας. Κουμπώνω το μπουφάν, γιατί έχει ψοφόκρυο. Βγάζω το κινητό και ανοίγω ένα παιχνίδι που έχει κατεβάσει ο Γιάννης. Θα πήγαινα σε ένα άλλο μπαρ που υπάρχει καμιά εικοσαριά μέτρα πιο πέρα από το κλαμπ, όμως δεν θέλω να με δουν κι άλλοι, ούτε να καταγραφεί η φάτσα μου σε κάμερες. Για ασφάλεια, του Γιάννη και δική μου. Και του θείου Περικλή, εδώ που τα λέμε. Καλύτερα εδώ, που δεν περνάνε πολλοί. Αυτός ο παράδρομος δεν είναι πολυσύχναστος και ο φωτισμός του είναι ελλιπής. Τέτοιες χειμωνιάτικες ώρες, ο κόσμος είτε σπεύδει να μαζευτεί στο σπίτι του ή σε κάποιον άλλο κλειστό χώρο, είτε ήδη το έχει κάνει. Εδώ που έχω κάτσει δεν υπάρχουν παρά δύο αμάξια, τρεις μηχανές και τρεις πολυκατοικίες, που μοιάζουν με στοιχειωμένους πύργους. Αμφιβάλλω αν θα έρθει κανείς. Αλλά, και να έρθει, τι μ’ αυτό; Αν είναι ένας τυχαίος διαβάτης, μπορεί να με περάσει για ένοικο. Αν είναι ένοικος της πολυκατοικίας αυτής ή κάποιας από τις άλλες δύο, μπορεί να με περάσει για πελάτη του κλαμπ που βγήκε για κάποιον δικό του λόγο. Το πιο πιθανό, όμως, είναι πως όποιος με δει θα με αγνοήσει. Εκτός αν είναι μπάτσος. Αλλά πόσο συχνά θα περνάνε περιπολικά από τούτο τον παράδρομο; Από το δρόμο του κλαμπ, ναι, αλλά δε φαίνομαι από αυτόν.

Απίθανο να μου δώσει σημασία ο οποιοσδήποτε. Θα μπορούσα, βέβαια, να πάω στο αμάξι και να περιμένω εκεί, μέσα στην ζέστη, αλλά είναι μακριά και δεν θέλω να ρισκάρω πολύ, να μου φύγει ο Βράχος νωρίτερα, χωρίς να τον πάρω χαμπάρι έγκαιρα. Δεν ξέρω πώς πάνε αυτά, αν δεν έχει πάρα πολλή δουλειά κι αν δεν προκληθεί φασαρία, μπορεί και να τον στείλουν σπίτι του πριν το κλείσιμο. Και μετά, θα πρέπει να περιμένω άλλη μια μέρα. Κάτι που δεν θέλω, γιατί μεγαλώνει το ρίσκο να γίνω αντιληπτός και να κινήσω υποψίες.

Έτσι, αράζω και περιμένω. Η ώρα είναι δέκα και πέντε. Τρεις ώρες και είκοσι πέντε λεπτά μέχρι να γνωρίσω τον Βράχο.

ΕΞΙ

Μετά από μίας ώρας παιχνίδι και άλλες δύο και ένα τέταρτο ταινία στο Netflix, επιτέλους έρχεται η στιγμή που θέλω. Βάζω το κινητό στην τσέπη και σηκώνομαι. Κουνάω χέρια και πόδια, για να ξεμουδιάσουν. Ελέγχω τον Βράχο. Είναι εκεί, αλλά το κλαμπ αδειάζει κι αυτός, παρότι μιλάει με κάποιον, μοιάζει έτοιμος να πετάξει.

Γυρίζω και τρέχω προς το αμάξι του θείου. Βάζω μπρος και το φέρνω στον παράδρομο. Σταματάω πίσω από μια μηχανή. Η ζέστη ήδη επενεργεί στο σώμα μου. Να πω εδώ ότι τελικά ήρθα τρεις φορές στο αμάξι. Αφενός, έπρεπε να κινηθώ, για να μην πιαστώ εντελώς, και αφετέρου το κρύο παλεύεται μέχρι ενός σημείου. Από κει και μετά, πρέπει να ζεστάνεις την πέτσα σου, γιατί αλλιώς θα τρέχεις στους γιατρούς. Ήρθα, λοιπόν, και κάθε φορά έμενα για δέκα λεπτά, οπότε και έφευγα ξανά για τη σκοπιά μου, ελπίζοντας ότι ο Βράχος δεν είχε εξαφανιστεί –ευτυχώς, ήταν πάντα εκεί.

Παρατηρώ τον Βράχο. Δεν μιλάει μόνο σε έναν τύπο, αλλά χαμογελάει και σε άλλους, πριν αυτοί φύγουν. Με κάνα δυο τυπάκια, «κολλάνε» τις γροθιές τους. Δύο όμορφες κοπέλες του χαρίζουν ένα χαμόγελο, το οποίο θα αποζητούσε κάθε ετερόφυλος άντρας –αλλά ο Βράχος απλώς τους κλείνει το μάτι. Είναι κοινωνικός άνθρωπος τελικά. Το απαιτεί η δουλειά, υποθέτω.

Για άλλη μια φορά μέσα στις τελευταίες αυτές ώρες, σκέφτομαι το ίδιο πράγμα που μου ήρθε όταν ήμουν με τον Σταύρο. Αυτά τα άτομα, αν δεν είχαν μπλέξει με εγκληματικές καταστάσεις, θα μπορούσαν να προοδεύσουν. Να κάνουν κάτι καλό στην ζωή τους, κάτι ουσιώδες, κάτι που θα βοηθούσε τους ίδιους και την κοινωνία.

Αυτό, ουσιαστικά, ισχύει και για τον Γιάννη. Ναι, φροντίζει τον θείο του, αλλά σε βάρος της δικής του ζωής και εξέλιξης. Είναι κρίμα.

Τότε βλέπω πως ο Βράχος κουνάει τα χέρια προς κάποιον κοστουμάτο και απομακρύνεται.

Αφήνω τις σκέψεις και βάζω μπρος το αμάξι. Όποιος κι αν θα μπορούσε να είναι, αυτός ο τύπος επέλεξε να σκοτώνει. Και παραλίγο να σκοτώσει τον θείο Περικλή. Πρέπει να τον πληρώσω για αυτό όπως του αρμόζει.

Πέντε λεπτά μετά, έχει καβαλήσει τη μηχανή του και τρέχει στους κατ’ ουσίαν άδειους δρόμους της Αθήνας.

Δεν θα στο σύστηνα αυτό, σκέφτομαι καθώς τον ακολουθώ από απόσταση. Λίγη ώρα ζωής σου μένει ακόμα. Εκμεταλλεύσου την.

Αυτός συνεχίζει να γκαζώνει. Αλλά φοράει κράνος.

Σε ένα φανάρι, αναγκάζομαι να έρθω και να περιμένω δίπλα του. Αυτός είναι στην αριστερή λωρίδα της λεωφόρου κι εγώ στην μεσαία. Του ρίχνω μια ματιά, ενώ αυτός κοιτάζει ευθεία μπροστά του. Στην πραγματικότητα, είμαι λίγο νευρικός. Έχω ένα άγχος μη με αναγνωρίσει. Δεν πάει και τόσος πολύς καιρός από το συναπάντημα που είχε με τον Γιάννη. Κι ήταν στα πλαίσια μιας δουλειάς. Όχι σαν αυτή που έκανε μέχρι προ ολίγου, αλλά από εκείνες που είναι πολύ πιο «σοβαρές» και απαιτούν άλλο βαθμό ενεργητικότητας. Μπορεί αυτός να θυμάται κάθε θύμα του και κάθε έναν που προσπάθησε να τον σταματήσει.

Τι θα κάνω αν με αναγνωρίσει προτού τον στριμώξω; Δεν γίνεται να πλακωθούμε εδώ έξω. Κι αν πάει να το σκάσει; Αμφίβολο, δεν μου φαίνεται ότι θα το βάλει στα πόδια, όμως είναι μια πιθανότητα. Άλλωστε, δεν τον ξέρω όσο καλά θα ήθελα. Μπορεί να πανικοβληθεί, αν θυμηθεί ότι ο Γιάννης ήταν μάρτυρας μιας επίθεσης που έκανε αυτός. Μπορεί να σκεφτεί ότι με έχει βάλει η αστυνομία, για να τον ψαρέψω. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που την παθαίνει με τέτοιο τρόπο, απ’ όσο ξέρω.

Τι θα κάνω αν πατήσει τέρμα το γκάζι; Θα κάνω το ίδιο και εγώ;

Καθώς τον βλέπω καλύτερα, αναρωτιέμαι κάτι άλλο. Πώς αυτό το γομάρι δεν κατάφερε να σκοτώσει με τη μία τον θείο Περικλή; Και είχε σφυρί. Θα μπορούσε να του ρίξει δύο γερά χτυπήματα. Ή θα μπορούσε να το αφήσει και να του κάνει μια από τις γνωστές θανατηφόρες λαβές –δεν γίνεται να μην ξέρει από αυτά. Πώς άφησε να περάσει τόσος χρόνος, ώστε να ξυπνήσει ο Γιάννης και να τον προλάβει;

Ίσως του είχαν πει τα παιδιά του Περικλή να μην τον σκοτώσει αμέσως, σκέφτομαι. Όπως έγινε και με τον δεύτερο, κάπως έτσι.

Ναι, ίσως έγινε κάτι τέτοιο. Μέγα λάθος, πάντως. Και ειδικά, από τη στιγμή που δε φρόντισε να αποτελειώσει έστω τον Γιάννη. Βέβαια, δεν περίμενε πού θα φτάσουν τα πράγματα αργότερα, αλλά τη βλακεία του την έκανε. Αυτό είναι το γεγονός.

Το φανάρι γίνεται ξανά πράσινο και φεύγουμε. Πρώτος ο Βράχος, μετά εγώ.

ΕΠΤΑ

Όταν βλέπω πού μένει, το πρώτο πράγμα που μου περνάει από το μυαλό είναι πως πρέπει να φύγω και να βρω άλλη ευκαιρία. Στις πολυκατοικίες αυτού του δρόμου μονάχα πρέπει να μένουν συνολικά αρκετά άτομα για να χτιστεί πάλι η Αθήνα, αν καταστραφεί ποτέ. Παντού, όπου κι αν κοιτάξεις, βλέπεις μπαλκόνια με πράγματα, ενώ στο δρόμο υπάρχουν παρκαρισμένα οχήματα, περιφραγμένες και περιποιημένες αυλές. Τα φώτα του δρόμου λειτουργούν στην εντέλεια, λες και είναι πυλώνες σε αχανές στάδιο και φωτίζουν έναν αγώνα του Τσάμπιονς Λιγκ.

Όχι, εδώ δεν είμαι στα χωράφια του Σταύρου. Ούτε των άλλων τριών πριν από αυτόν. Εδώ ισχύουν άλλες οικονομικές συνθήκες.

Έχω σταματήσει στο προηγούμενο στενό, διπλοπαρκαρισμένος, και έχω βγει από το αμάξι. Απογοητεύομαι, γιατί σκέφτομαι ότι εδώ μπορεί να γίνονται περιπολίες. Μπορεί να υπάρχει και κάνα αμάξι από εταιρεία σεκιούριτι που γυροφέρνει.

Τι να κάνω, γαμώτο; Δεν μπορώ να αφήσω την ευκαιρία να φύγει. Δεν μπορώ να φεύγω όποτε γουστάρω και να αφήνω τον θείο εκτεθειμένο. Δεν μπορώ να ρισκάρω τα πάντα για πάντα.

Τότε συνειδητοποιώ ότι ο Βράχος πάει στην τελευταία πολυκατοικία από την αριστερή πλευρά, όπως κοιτάζω. Να και κάτι που είναι έστω και ελάχιστα ενθαρρυντικό.

Πηγαίνω στο αμάξι και προχωράω ως ένα σημείο λίγο πιο μπροστά, όπου υπάρχει μια κενή θέση. Δυστυχώς, είναι μια θέση που δεν προορίζεται για ένα μακρόστενο όχημα, όπως αυτό που οδηγώ, οπότε αναγκαστικά το χώνω όπως-όπως, βγαίνω, κλειδώνω και το παρατάω.

Περπατάω γρήγορα, αλλά όχι σαν να με κυνηγάνε. Βλέπω ότι ο Βράχος κάτι μαστορεύει στην μηχανή του. Χαίρομαι. Λάθος ώρα βρήκε να χαραμίσει. Έπρεπε ήδη να είναι στο διαμέρισμά του.

Λίγο πριν τον φτάσω, σηκώνει το βλέμμα και με αντικρίζει. Και σταματάει ό,τι κάνει. Υποθέτω ότι αναρωτιέται τι κάνει ένας νεαρός σαν εμένα τέτοια ώρα εδώ. Επίσης, ίσως του τραβάει την προσοχή το ότι πάω προς το μέρος του.

«Έι» λέω. «Εσύ πρέπει να είσαι ο Βράχος».

«Ποιος είσαι εσύ;» με ρωτάει και στέκεται με τα χέρια να κρέμονται. Δήθεν χαλαρός. Αλλά το μπουφάν ανοιχτό, για να μπορεί να πιάσει το πιστόλι ό,τι ώρα θελήσει.

Την θυμάμαι τη φωνή του. Μάγκικη και μεσήλικη, θα την αποκαλούσα. Όπως και αυτόν. Βαρύμαγκας και άνω των σαράντα. Όμως, θηρίο κανονικό. «Είσαι ο Βράχος, σωστά;» ρωτάω.

«Ποιος ρωτάει, αγόρι;»

«Με λένε Ορέστη» απαντάω. «Σου μίλησε ο Σταύρος για εμένα, έτσι δεν είναι;»

«Μπορεί». Με κοιτάζει από πάνω ως κάτω.

«Έχω έρθει για δουλειά. Κι αυτό πρέπει να στο είπε».

«Μπορεί. Αλλά εσένα δεν σου είπε ότι το μαγαζί κλείνει στις δέκα;»

«Ναι. Αλλά ατύχησα. Έμπλεξα με δικά μου θέματα». Πριν εκείνος πει κάτι, βάζω το χέρι στην τσέπη μου.

«Σταμάτα!» διατάζει και το χέρι του πάει στο πιστόλι. Δεν το βγάζει, όμως.

«Ήρεμα. Το πορτοφόλι μου θέλω να βγάλω» λέω.

«Χρησιμοποίησε δείκτη και κωλοδάχτυλο» λέει. «Δεν χρειάζεσαι τίποτα άλλο. Γιατί, αν δω άλλο δάχτυλο, θα σε κλάψει η μάνα σου».

Νεύω και υπακούω. Βγάζω το πορτοφόλι μου. «Βλέπεις;»

«Ναι. Συνέχισε».

«Πρέπει να χρησιμοποιήσω και το άλλο χέρι. Είναι λίγο δύσκολο να το κουμαντάρω με το ένα».

«Προχώρα».

Ανοίγω το πορτοφόλι και βγάζω την κάρτα του Σταύρου. Απλώνω το χέρι και τη δίνω στον Βράχο.

Την παίρνει και την μελετά μπρος πίσω.

Ξαναβάζω το πορτοφόλι στην τσέπη, αργά και με μόνο δύο δάχτυλα.

Ο Βράχος βάζει την κάρτα σε μια δική του τσέπη. «Σπάσε» λέει.

«Τι;»

«Είπα, σπάσε. Έχασες την ευκαιρία σου. Φύγε, πριν χάσω την υπομονή μου».

«Δεν νομίζω, Βράχε. Έδωσα προκαταβολή. Δε φεύγω, αν δεν μιλήσουμε για την περίπτωση που θέλω να αναλάβεις».

Ο Βράχος με πλησιάζει. Στέκεται μισό μέτρο μακριά μου τώρα. Με κοιτάζει αφ’ υψηλού. Η κολόνια του καλύπτει επάξια τη βρομερή του ανάσα. «Αν δε φύγεις, σε σκοτώνω τώρα, εδώ».

«Είμαστε σε δημόσιο χώρο. Δεν νομίζω ότι συμφέρει». Δεν χαμογελάω, αν και το θέλω. Μιλάω με φωνή που μία αυξάνει ένταση και μία μειώνει. Παριστάνω ότι φοβάμαι.

Ο Βράχος κοιτάζει γύρω του. Μορφάζει σαν να δοκίμασε μπίρα χωρίς αλκοόλ, ενώ είχε ζητήσει άλλο ποτό. Σκέφτεται για λίγα δευτερόλεπτα. Τελικά, λέει «Ακολούθα με, μαλάκα. Και μη βγάλεις άχνα, γκέγκε;»

Σηκώνω τα χέρια. «Γκέγκε».

«Μείνε μια στιγμή έτσι. Μιας και προσφέρθηκες» λέει και με ψάχνει για όπλα. Δε βρίσκει κάτι, φυσικά. Μόνο το κινητό. Το βγάζει και το ελέγχει. Ουσιαστικά, τσεκάρει μην τυχόν και ηχογραφώ την συνάντησή μας. Αλλά δεν το κάνω. Οπότε μου το δίνει. «Έλα» αποφασίζει και προπορεύεται.

Μπαίνουμε μέσα, με την ζέστη να μας αγκαλιάζει, και πάμε προς τις σκάλες. Δεν θέλει το ασανσέρ.

Δεν μιλάμε καθώς προχωράμε. Αυτός μπροστά, πίσω εγώ.

Μένει στον δεύτερο όροφο. Μέχρι να ανοίξει, βλέπω άλλες τρεις πόρτες στο διάδρομο. Κλειστές. Δεν ακούω συζητήσεις. Όμως, αυτό δεν μου λέει κάτι. Το πιο πιθανό είναι να κοιμούνται οι ένοικοι.

Δεν είμαστε μόνοι.

Το διαμέρισμά του είναι πιο μεγάλο από του Σταύρου και πολύ, πολύ πιο καθαρό. Οι τοίχοι βαμμένοι και καλυμμένοι με πίνακες ζωγραφικής. Τα έπιπλα δεν έχουν φθορές. Το πάτωμα είναι καλυμμένο με χαλί. Ο χώρος δε βρωμοκοπάει. Παραθυρόφυλλα κλειστά. Οι εσωτερικές πόρτες, ανοιχτές.

Είναι ένα σπίτι άξιο να φιλοξενήσει ανθρώπους.

«Μην κάτσεις» μου λέει ο Βράχος, καθώς βγάζει το μπουφάν του και το αφήνει σε μια καρέκλα. Πηγαίνει και παίρνει πίσω από την τεράστια τηλεόραση ένα μπουκάλι ουίσκι. Από την κουζίνα, βγάζει ένα γυάλινο ποτήρι, στο οποίο αδειάζει δύο παγάκια από την κατάψυξη. Το γεμίζει με ποτό και σφραγίζει το μπουκάλι, αλλά το παίρνει και αυτό μαζί του στο καθιστικό, όπου αράζει στον καφετί καναπέ του. Αφήνει το μπουκάλι στο γυάλινο τραπέζι, δίπλα από το ανθοδοχείο με τα τριαντάφυλλα, πίνει μια γουλιά και μετά με κοιτάζει. «Ορέστης, λοιπόν».

«Ναι».

«Ματσωμένος Ορέστης».

«Αρκετά».

«Που θέλεις να γίνεις κι άλλο πλούσιος».

«Ποιος δεν θα το ήθελε;»

«Σωστά. Ο Σταύρος είπε ότι θες να ξεκάνω έναν γέρο».

«Σωστά».

«Πλούσιο. Συγγενή σου. Ο οποίος μένει σε βίλα».

«Ναι».

«Και έχει και δύο μπράβους να τον φυλάνε. Ψηλούς και δυνατούς».

«Ναι».

«Πόσα σε χρέωσε ο Σταύρος;»

«Ογδόντα χιλιάρικα, συνολικά».

«Προκαταβολή;»

«Ζήτησε είκοσι χιλιάδες. Αλλά δεν είχα μαζί μου».

Ανασηκώνει τα φρύδια του. «Αλήθεια; Και τι σου είπε για αυτό;»

«Να του δώσω όσα είχα πάνω μου εκείνη τη στιγμή».

«Πόσα είχες;»

«Διακόσια ευρώ».

Ο Βράχος γελάει και πίνει κι άλλη γουλιά από το ουίσκι του. «Τον μαλάκα. Για τη δόση του θα έπαιρνε ακόμα και δέκα ευρώ».

Δεν μιλάω. Η αλήθεια είναι πως κι εγώ κάπως έτσι το είχα σκεφτεί.

Ο Βράχος απλώνει το αριστερό του χέρι και με δείχνει. «Κανονικά, θα έπρεπε να σε είχα ξαποστείλει. Παραβίασες το πρωτόκολλο».

Βασικά, αυτός το παραβίασε. Θα μπορούσε να είχε επιμείνει. Θα μπορούσε να μου πει να τον βρω άλλη μέρα. Ή καθόλου.

Αλλά δεν το σχολιάζω.

«Όμως, αφού ο Σταύρος εγγυάται για σένα, εγώ πάω πάσο».

«Ευχαριστώ» λέω.

«Στα αρχίδια μου» λέει και πίνει κι άλλο. Αναστενάζει και τρίβει τα μάτια του. «Τέλος πάντων. Πρέπει να ξέρω κάποια πράγματα για τον γέρο που θέλεις να σκοτώσω».

«Οκέι».

«Η βίλα του είναι απομονωμένη;»

«Όχι τόσο. Υπάρχουν κι άλλες μονοκατοικίες τριγύρω».

«Μένει σε χλιδάτη περιοχή;»

«Ναι. Δεν πας με παλιάμαξο εκεί».

«Κατάλαβα. Άλλους συγγενείς έχει;»

«Κανέναν εκτός από εμένα». Όχι πια, σκέφτομαι, αλλά δεν το λέω.

«Ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά; Ούτε κανέναν άλλο;»

«Όχι».

«Δηλαδή, εκεί μένει μόνος του;»

«Μαζί με τους μπράβους. Έχουν δικό τους δωμάτιο στο ισόγειο. Το υπόλοιπο προσωπικό έρχεται κάθε πρωί και φεύγει το βράδυ, στις εννιά».

«Οι μπράβοι του έχουν οικογένεια;»

«Όχι».

«Καλώς. Σκυλιά έχει ο γέρος;»

«Ναι. Δύο ροτβάιλερ. Στον κήπο». Τα οποία έχεις ξανασυναντήσει. Και τα είχες ναρκώσει, όπως έκανε και ο δεύτερος.

«Άγρια ράτσα».

«Αρκετά, θα έλεγα».

«Θα πρέπει κι αυτά να βγουν από τη μέση».

«Υποθέτω. Εσύ ξέρεις».

«Ναι, εγώ ξέρω». Τρίβει ξανά τα μάτια του. Πίνει και πάλι.

Τον παρατηρώ. Είναι πιο άσχημος από τον Ντουέιν Τζόνσον. Λέω «Νυστάζεις, ε;»

«Ναι, νυστάζω». Αναστενάζει. Πίνει το υπόλοιπο ποτό του και αφήνει το ποτήρι στο τραπέζι. Κάτι σκέφτεται.

Πλησιάζουμε, λέω από μέσα μου. Ανοιγοκλείνω τα δάχτυλά μου, όσο πιο διακριτικά μπορώ.

Με κοιτάζει ξανά. «Πώς βρήκες πού μένω;»

«Μου είπε ο Σταύρος». Ψέματα.

«Ο Σταύρος;»

«Ναι. Τον ρώτησα πού θα μπορούσα να σε βρω, αν δεν σε πετύχαινα στο κλαμπ, και μου έδωσε αυτή τη διεύθυνση».

«Και αποφάσισες να με επισκεφτείς τέτοια ώρα;» Σηκώνει το χέρι, πριν απαντήσω. «Άσε, να μαντέψω. Ο Σταύρος σου είπε και τι ώρα γυρίζω στο διαμέρισμα. Σωστά;»

Νεύω καταφατικά. Αλλά δεν μιλάω.

«Δηλαδή, ο Σταύρος παραβίασε κάθε κανόνα που έχουμε θέσει. Και χωρίς να με ειδοποιήσει».

«Ήταν πολύ μαστουρωμένος» λέω. «Απορώ που καταφέραμε και μιλήσαμε με συνοχή».

Ο Βράχος σμίγει τα φρύδια του. Με καρφώνει με το βλέμμα. «Δεν με πείθεις, μαλάκα». Βγάζει το κινητό του.

«Ποιον καλείς;»

«Τον Σταύρο. Για να δούμε, πόσα από αυτά που είπες είναι αλήθεια». Περιμένει να απαντήσει.

Τσάμπα περιμένει. Δεν υπάρχει πια ο Σταύρος. Ούτε οι άλλοι τρεις. Όλοι τους ευθύνονται για ό,τι συνέβη στον θείο Περικλή. Έπαιξαν τον ρόλο τους και παραλίγο να πεθάνει. Σιγά που θα τους άφηνα να σεργιανίζουν. Επίσης, είναι μάρτυρες. Με έχουν δει. Δεν θα μπορούσα να έρθω για τον Βράχο, έχοντας περάσει από όλους αυτούς, δίχως να τους περιλάβω.

Ο Βράχος περιμένει λίγο ακόμα. «Αχα» λέει κάποτε και κατεβάζει το κινητό. Και το κοιτάζει λίγο. «Δεν το σήκωσε». Στρέφεται προς εμένα. «Αναρωτιέμαι γιατί».

Δεν μιλάω.

«Μήπως έχεις καμιά ιδέα; Άσε, μη μου πεις. Είναι μαστουρωμένος. Σωστά;»

Δεν απαντάω.

«Ξέρεις κάτι; Σήκω και φύγε από δω μέσα».

«Εσύ δεν είπες ότι αφού εγγυάται ο Σταύρος;…»

«Είπα, ξείπα. Φύγε. Βάλε τα ογδόντα χιλιάρικα στον πάτο σου».

«Έδωσα προκαταβολή».

«Στα αρχίδια μου, ρε μαλάκα. Φύγε». Σηκώνεται.

Δεν κουνάω ρούπι. «Δεν με θυμάσαι, έτσι δεν είναι;»

«Τι;»

«Λέω, δεν με θυμάσαι».

Με παρατηρεί. «Τι στον πούτσο λες;» ρωτάει, όπως είχε ρωτήσει και ο δεύτερος διαρρήκτης όταν έγιναν μερικές αποκαλύψεις. «Σήκω και πήγαινε στο διάολο, μη σε γαμήσω».

«Ξέρεις, ένα πράγμα δεν καταλαβαίνω. Γιατί άφησες εμένα και τον θείο μου ζωντανούς; Θα μπορούσες να μας βγάλεις από τη μέση. Αλλά πανικοβλήθηκες τόσο πολύ από τον συναγερμό, που έφυγες κακήν κακώς. Δεν μοιάζεις τόσο χέστης, αλλά είσαι».

Δεν μιλάει. Υποθέτω πως κάνει συνειρμούς.

«Δύο χρόνια πριν;» λέω και του αναφέρω το όνομα του γιου του θείου. «Αυτός σε βρήκε και σου είπε τι ήθελε να κάνεις. Μια δουλειά στα Βόρεια Προάστια. Ο πατέρας του, πλούσιος που πρέπει να πεθάνει». Χαμογελάω για μια στιγμή. «Αλλά εσύ τα σκάτωσες».

Τότε μια αναλαμπή σκάει στο βλέμμα του. «Εσύ» λέει. «Εσύ ήσουν εκείνος ο μαλάκας. Ο ανιψιός, ναι. Το χαμένο κορμί. Αυτός που παράτησε την ζωή του για να μένει με τον μπάρμπα του».

«Περίπου».

«Τι περίπου, αρχίδι; Σε θυμάμαι. Εσύ ήσουν. Ίδια σκατόφατσα. Πώς δεν σε κατάλαβα από την αρχή, γαμώτο;»

«Όχι, δεν ήμουν εγώ. Ήταν ο άλλος. Ο πραγματικός ανιψιός. Εγώ ήρθα αργότερα. Αν ήμουν εκεί, θα σε είχα περιλάβει για τα καλά».

«Δεν ξέρω τι μαλακίες λες» ξεκουμπώνει την θήκη του πιστολιού «αλλά, αν νομίζεις ότι ήρθες εδώ για να μου τη φέρεις, την γάμησες για τα καλά».

«Έδωσα μια υπόσχεση. Ότι θα σε έβρισκα όπου κι αν κρυβόσουν. Και σκοπεύω να την τηρήσω» του λέω και του ορμάω.

Αρπάζω το χέρι του που έχει πιάσει τη λαβή του όπλου και με το άλλο τον χτυπάω στο πρόσωπο. Ο Βράχος μουγκρίζει και κάνει πίσω. Αλλά δεν πέφτει. Αντίθετα, με κοπανάει με το κούτελο στο μάγουλο. Νιώθω αίμα να γεμίζει το στόμα μου, ενώ ο πόνος σουβλίζει το μυαλό μου.

Ο τύπος δεν περιμένει, αλλά με πιάνει από τον λαιμό με το ελεύθερο χέρι του και αρχίζει να με πνίγει. Είναι σαν να με έχει πιάσει μια δαγκάνα ενός τεράστιου μεταλλαγμένου καβουριού. Σφίγγει με όλη του τη δύναμη.

Τα μάτια μου γουρλώνουν. Αλλά ακόμα μπορώ να σκέφτομαι. Έτσι χτυπάω το χέρι του με το δικό μου. Τον πετυχαίνω στον αγκώνα. Λυγίζει, αλλά όχι όσο θέλω. Τον ξαναχτυπάω. Κι άλλη μία. Δεν τα καταφέρνω. Αυτός συνεχίζει να με πνίγει.

Ξάφνου ο αέρας του δωματίου γίνεται αποπνικτικός. Μακάρι να είχα τις ικανότητες του Εξολοθρευτή και να μη μου έκαναν τίποτα τέτοιες επιθέσεις.

Γαμώτο, θα χάσω τις αισθήσεις μου.

Κάνω μια τελευταία προσπάθεια, αλλά διπλή: χώνω ένα δάχτυλό μου στο μάτι του και τον κλοτσάω στα αρχίδια.

Μουγκρίζει και με αφήνει.

Κάνουμε πίσω και οι δύο, για να πάρουμε ανάσα. Αυτός κολλάει στον τοίχο και εγώ πάω προς την κουζίνα.

«Θα σε σκοτώσω, γαμιόλη» μου λέει. «Αυτή τη φορά, δεν θα μου ξεφύγεις».

«Στο είπα» του λέω και βήχω. Φτύνω το αίμα μου στο εσωτερικό του μπουφάν μου. Δεν θέλω να αφήσω ίχνη μου εδώ. «Δεν ήμουν εγώ την προηγούμενη φορά».

Μου επιτίθεται με τα χέρια απλωμένα. Κινείται γρήγορα.

Προφταίνω να παραμερίσω και να του δώσω μια γροθιά στην κοιλιά. Είναι σαν να βαράω ένα σκληρό στρώμα.

«Γαμώτο!» λέει και με πιάνει από το μπουφάν. Με σπρώχνει και πέφτω πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Γλιστράω πάνω του και παρασέρνω ένα βάζο με λουλούδια. Εκείνο και εγώ πέφτουμε προς την άλλη μεριά. Ευτυχώς, εγώ δεν προσγειώνομαι κάτω και δε σπάω.

Ο Βράχος έρχεται από πάνω μου. Με πιάνει πάλι από τον λαιμό, αλλά με τα δύο χέρια, αυτή τη φορά. «Θα σε σκοτώσω, μαλάκα» λέει και του φεύγουν σάλια. Τα μάτια του πετούν αστραπές. «Θα σε σκοτώσω, θα σε σκοτώσω».

Κι όντως, αυτό θα έκανε.

Δύο δαγκάνες τώρα, να με σφίγγουν.

Χτυπάω τα χέρια του στους αγκώνες. Λυγίζουν λίγο. Η πίεση μειώνεται, μόνο και μόνο για να επανέλθει το επόμενο δευτερόλεπτο.

Γυρίζω το σώμα μου από κάτω του και σηκώνω το πόδι μου ψηλά. Τον πετυχαίνω με την «μύτη» του παπουτσιού στο πλάι του κεφαλιού του.

Με αφήνει και πέφτει πάνω στο ψυγείο. Κάτι μαγνητάκια που έχει πέφτουν, ενώ το ηλεκτρικό μηχάνημα ταρακουνιέται σαν να το χτύπησε ελέφαντας, αλλά ευτυχώς δεν σκάει κάτω –γιατί τότε θα ακουγόταν σαν να έπεσε μετεωρίτης.

Βήχω δυνατά, φτύνοντας κι άλλο αίμα. Σκουπίζω τα μάτια μου, που έχουν δακρύσει. Παίρνω δύο ανάσες.

Αλλά τότε ακούω το κλείστρο του όπλου. Μια σφαίρα στην θαλάμη, έτοιμη να εκτοξευτεί.

Τουλάχιστον προσπάθησα, σκέφτομαι.

Γυρίζω απότομα.

Εκείνος δεν έχει βγάλει το πιστόλι. Απλά το όπλισε. Όμως, το ελευθερώνει με το ένα χέρι, τη στιγμή που το άλλο κρατάει το κεφάλι του, εκεί που τον πέτυχα. Βγάζει αίμα.

Ορμάω.

Πριν προλάβει να με σημαδέψει, κλοτσάω με το δεξί μου πόδι το αριστερό χέρι του και το πιστόλι πέφτει στο πάτωμα. Ο Βράχος κάνει να εκτοξεύσει το άλλο του χέρι προς εμένα, αλλά, λόγω νύστας, πιοτού και τραυματισμού στο κεφάλι, η κίνησή του είναι αργή σαν αυτή που θα έκανε ένας μαθητής που βαριέται να αλλάξει σελίδα στο βιβλίο. Έτσι, πιάνω το δεξί του χέρι και το σπάω στο γόνατό μου. Χρειάζεται τρεις προσπάθειες, όμως, γιατί το χέρι του είναι τόσο σκληρό όσο ο κορμός ενός δέντρου.

Ο Βράχος ανοίγει το στόμα, για να ουρλιάξει, αλλά δεν τον αφήνω. Τον κοπανάω στην καρωτίδα, όπως έκανα και με τον δεύτερο διαρρήκτη. Χάνει τη λαλιά του και λυγίζει τα πόδια του.

«Θα πάμε ένα ταξιδάκι» του λέω. «Όπου εκεί θα εκπληρώσεις την αποστολή σου».

Δεν απαντάει.

Καθώς έχει γυρίσει πλάτη προς εμένα, λυγίζω τον αγκώνα μου και του ρίχνω μία στο πίσω μέρος του κρανίου του.

Πέφτει, αλλά δε χάνει τις αισθήσεις του. Βογκάει ακόμα.

Πρέπει να τον κάνω να το βουλώσει. Βγάζω την ζώνη από το παντελόνι μου και την τυλίγω γύρω από το στόμα του. Έπειτα, φοράω εν τάχει το δεύτερο ζευγάρι χειρουργικά γάντια που έχω μαζί μου και ψάχνω στα συρτάρια της κουζίνας και εντέλει βρίσκω ένα σπάγκο. Δένω το αριστερό του χέρι με έναν κόμπο που ξεκινάει πίσω από την πλάτη και καλύπτει και τον λαιμό του. Ουσιαστικά, είναι σαν να το έχει σε γύψο. Το άλλο, το σπασμένο, το αφήνω να κρέμεται άχρηστο.

Έπειτα, πιάνω το πιστόλι του, το ελέγχω και το κολλάω στον κρόταφό του. Του λέω «Αν δε σκάσεις, θα σε πυροβολήσω. Κούνα πάνω κάτω μια φορά το κεφάλι αν κατάλαβες».

Το κουνάει.

«Ωραία. Μείνε εδώ. Ήρεμος».

Πλησιάζω την πόρτα του διαμερίσματος. Αφουγκράζομαι. Δεν ακούω κάτι. Ανοίγω και ρίχνω μια ματιά στο διάδρομο. Καμιά φωνή. Καμιά κίνηση. Άρα, δεν μας έχουν πάρει χαμπάρι. Καλό αυτό.

Κλείνω την πόρτα και επιστρέφω στην κουζίνα. Αυτός είναι κάτω, αλλά χάνει αίμα. Όπως και εγώ. Λίγο-λίγο, αλλά η πληγή φαίνεται. Και των δυο μας.

Παίρνω χαρτιά από ένα μεγάλο ρολό που έχει και σκουπίζω. Πρώτα εμένα, μετά αυτόν. Δεν αντιστέκεται. Είναι ακόμα ζαλισμένος. Όπως και να σε λένε, όσο σκληρός κι αν είσαι, ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι σε ταρακουνάει. Ο εγκέφαλος αποδιοργανώνεται. Ο Βράχος μπορεί να έχει πάθει και διάσειση. Αλλά πολύ που με νοιάζει.

Βάζω τα ματωμένα χαρτιά σε μια πλαστική τσάντα από σούπερ μάρκετ, και μετά αυτήν σε μία άλλη.

Κοιτάζω το χώρο γύρω μου. Φαίνεται ότι κάτι έχει γίνει εδώ μέσα. Υπάρχουν γυαλιά και τα μαγνητάκια στο πάτωμα. Το ψυγείο έχει μια κόκκινη κηλίδα. Αίματα έχουν πέσει κι αυτά εδώ κι εκεί.

Δουλειά. Επιπρόσθετη δουλειά. Έκανα βλακεία. Έπρεπε να τον χτυπήσω πιο νωρίς, για να μη φτάσουμε ως εδώ.

«Γαμώτο» λέω. Κοιτάζω το ρολόι μου. Κοντεύει τρεις. Δεν πρέπει να χάσω άλλο χρόνο.

Πάω στην τουαλέτα και βρίσκω καθαριστικά.

ΟΚΤΩ

Δέκα λεπτά μετά, το διαμέρισμα μοσχομυρίζει και δεν θυμίζει πεδίο μάχης. Ό,τι σκουπίδια και λεκέδες υπήρχαν τα συγκέντρωσα σε μια σκουπιδοσακούλα, την οποία θα πάρω μαζί μου.

Ξέρω ότι, αν έρθει κανείς εδώ, ειδικά η αστυνομία, θα υποψιαστεί ότι κάποιος διαπληκτισμός παίχτηκε. Δεν το γλιτώνω αυτό. Θα τον ψάξουν. Σε μια δυο μέρες, το πολύ, που δεν θα έχει δώσει σημεία ζωής, θα έρθουν εδώ. Μπορεί να έχουν κλειδιά. Αλλά, και χωρίς αυτά, θα βρουν τρόπο να μπουν. Ο χώρος θα μυρίζει ακόμα.

Δεν έχω καιρό, όμως, για αυτά. Όχι τώρα.

Άλλη στιγμή, θα τα σκεφτώ.

Πιάνω τον Βράχο και τον σηκώνω. Καθώς ψάχνω για άλλα όπλα, αλλά και για το κινητό του, κολλάω το πιστόλι στην μέση του. «Άκουσε με καλά» του λέω. «Θα βγούμε και θα πάμε μια βόλτα. Άμα κάνεις φασαρία, σε σκοτώνω επιτόπου. Χωρίς δεύτερες σκέψεις. Μείνε ήσυχος και δεν θα πάθεις τίποτα. Κατάλαβες;»

Νεύει καταφατικά.

«Καλώς. Πάμε» λέω, πετώντας αδιάφορα στο δάπεδο ό,τι βρήκα πάνω του.

Βγαίνουμε από το διαμέρισμα, αφού κλείσω όλα τα φώτα και κλειδώσω. Κανείς στο διάδρομο.

Πάμε από τις σκάλες. Δίπλα-δίπλα, όσο είναι εφικτό. Του έχω φορέσει ένα μπουφάν που βρήκα στην ντουλάπα του, το οποίο έχει κουκούλα. Καλύπτει κάπως το στόμα του και σίγουρα την πληγή στο κεφάλι.

Έχω τον νου μου, μην ακούσω άλλα τακούνια να κυκλοφορούν.

Στον πρώτο όροφο. Κανείς.

Συνεχίζουμε.

Φτάνουμε στο ισόγειο. Κανείς. Κοιτάζω έξω από την τζαμαρία. Μια απόφαση είναι, σκέφτομαι. Άλλωστε, δεν μπορώ να κάνω πίσω, όχι τώρα. Έχω δώσει μια υπόσχεση και έχω την ευκαιρία να την εκπληρώσω.

Συνεχίζουμε.

Στο δρόμο. Κοιτάζω δεξιά και αριστερά. Σιγήν ιχθύος. Καμιά κίνηση, πέραν από τα φυλλώματα των δέντρων που τα κουνάει ο αέρας.

«Πάμε».

Τον κατευθύνω προς τον κάθετο δρόμο όπου έχω παρκάρει. Απόσταση εξήντα μέτρων, περίπου. Τον κρατάω από το αριστερό χέρι. Το όπλο το έχω στην τσέπη μου.

Λίγο πριν φτάσουμε στην γωνία, ακούω ένα σκυλί να γαβγίζει. Και μετά, άλλο ένα. Και ένα τρίτο. Τα δύο από δεξιά μου και το άλλο από αριστερά.

«Προχώρα» λέω και τον πιέζω να κινηθεί πιο γρήγορα.

Στο αμάξι, ανοίγω την πόρτα του συνοδηγού, την στιγμή που ακούω φωνές ανθρώπων να σκούζουν προς τα σκυλιά. Τσουβαλιάζω μέσα τον Βράχο, κλείνω την πόρτα του και πάω και χώνομαι στην θέση του οδηγού. Κλειδώνω το αμάξι και το βάζω μπρος. Κάνω όπισθεν και ξεπαρκάρω. Από τον αριστερό καθρέπτη, βλέπω μια τύπισσα να εξορίζει στο μπαλκόνι το σκυλί της.

Φεύγουμε αμέσως.

Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, ο Βράχος έχει σκυμμένο το κεφάλι και τα μάτια μισόκλειστα. Ίσως να έχω υποτιμήσει την ζημιά που του έκανα. Αλλά αφού είναι ήρεμος, μου φτάνει.

Κάτι που με ανησυχεί, είναι μη συναντήσουμε στο δρόμο μας την αστυνομία. Εκεί δεν ξέρω τι θα κάνω. Μάλλον, θα πω ότι τον πάω στο νοσοκομείο.

Αλλά δεν συναντάμε κανέναν αστυνομικό. Ή, μάλλον, δεν συναντάμε κανέναν που να ενδιαφέρεται για εμάς –γιατί δύο φορές είδα μηχανές σταματημένες και μπάτσους να μιλάνε μεταξύ τους.

ΕΝΝΙΑ

Στη βίλα. Τα σκυλιά αντέδρασαν όταν μύρισαν τον Βράχο, αλλά τα απομάκρυνα πριν τον κομματιάσουν. Τον πηγαίνω γρήγορα στο δωμάτιο του θείου, γιατί ο τύπος έχει αρχίσει να χάνει δυνάμεις. Σάλια τρέχουν από το στόμα του. Παραπατάει και μου φαίνεται πως, αν φυσήξω προς το μέρος του, θα κουτρουβαλήσει σε ίσιο έδαφος.

Δεν μου αρέσει αυτό. Θα προτιμούσα να έχει πλήρως τις αισθήσεις του. Να ξέρει ακριβώς τι γίνεται.

Αλλά ποιος είπε ότι η ζωή είναι δίκαιη;

Φτάνουμε τελικά στο δωμάτιο. Τον σπρώχνω ως το κρεβάτι του θείου. Στεκόμαστε πάνω από τον ηλικιωμένο.

Αφού κατεβάσω την κουκούλα του και του βγάλω την ζώνη από το στόμα, ψιθυρίζω στο αυτί του Βράχου «Ζήτα συγνώμη. Τώρα».

Δεν το κάνει.

Τον ταρακουνάω. «Ζήτα συγνώμη».

Τίποτα.

«Ζήτα» τον αρπάζω από τα μαλλιά και τα τραβάω «συγνώμη. Κάνε το».

Δεν το λέει. Αντίθετα, γυρίζει προς εμένα. «Γαμήσου» λέει. Χαμογελάει.

Χαμογελάω και εγώ.

Και του ρίχνω μία στα πλευρά. Βογκάει.

«Θες κι άλλες; Ε; Θέλεις; Λέγε, ρε μάγκα. Λέγε, ρε βράχε του κώλου».

«Γα-μη-σου» ψελλίζει. «Γαμήσου. Γαμήσου. Γαμήσου. Γα…»

Του ρίχνω άλλες δύο ξεγυρισμένες.

Πάει να λυγίσει τα πόδια, αλλά δεν τον αφήνω.

«Πες συγνώμη. Πες το».

Γυρίζει προς τον θείο.

Και τον φτύνει.

Αυτή τη φορά, δεν σταματάω πριν τις έξι γροθιές και γονατιές. Όλες στον θώρακα και στα πόδια. Καμία σε κομβικό σημείο.

«Μπορούμε να το πάμε έτσι όλο το βράδυ» του λέω. «Εσύ αποφασίζεις».

Δεν αντιδρά.

«Όπως αγαπάς» λέω και του σπάω και το αριστερό χέρι.

Τώρα το σπίτι γεμίζει με τα ουρλιαχτά του.

«Ζήτα συγνώμη. Αλλιώς…»

«ΣΥΓΝΩΜΗ!» φωνάζει. «ΣΥΓΝΩΜΗ, ΣΥΓΝΩΜΗ, ΣΥΓΝΩΜΗ! Τ’ ΑΚΟΥΣ, ΓΕΡΟ; ΣΥΓΝΩΜΗ!»

Τον αφήνω να πέσει στα γόνατα και να κλάψει. Εγώ καθαρίζω τον θείο Περικλή από τη ροχάλα του Βράχου.

«Μπράβο. Έκανες και ένα καλό στην ζωή σου» λέω.

«Σε παρακαλώ» λέει ο Βράχος. «Σε παρακαλώ, άσε με. Δεν θα πω… σε κανέναν… τίποτα. Σε παρακαλώ».

«Πολύ αργά για αυτό».

Τον σηκώνω από το πάτωμα και τον πηγαίνω στο ισόγειο.

Ανταλλάσσουμε μια ματιά.

«Έτοιμος;» τον ρωτάω.

Εκείνος πάει να πει όχι. Αλλά δεν προφταίνει, γιατί εγώ αρχίζω να τον εκδικούμαι.

Και δεν σταματάω το μαρτύριό του, παρά μόνο όταν είναι νεκρός.

ΔΕΚΑ

Ο Γιάννης ξυπνάει στο κρεβάτι του, όταν ακούει το κουδούνι. Οι δύο γυναίκες που καθαρίζουν έχουν έρθει. Ρίχνει λίγο νερό στο πρόσωπό του και πηγαίνει και τους ανοίγει. Όμως, νιώθει πολύ κουρασμένος. Πού να ήξερε ότι για τρία μερόνυχτα δούλευε, για να εξαφανίσει ό,τι ίχνη μπορεί να τον πρόδιδαν. Καθαριότητες σε όλα τα διαμερίσματα, εξαφάνιση και καταστροφή των κινητών, θάψιμο των πτωμάτων… Τα πάντα.

Ο Γιάννης λέει στην μία από αυτές, που τον ρώτησε γιατί φαίνεται τόσο ταλαιπωρημένος, ότι δεν θυμάται να έχει εξαντληθεί σε τέτοιο βαθμό. Σίγουρα όχι τα τελευταία βράδια. Δεν καταλαβαίνει τι του συμβαίνει.

Ο Γιάννης απαντάει στην άλλη ότι δεν το βλέπει να πηγαίνει διακοπές τώρα κοντά. Ποιος θα φροντίζει τον θείο του, αν φύγει κι αυτός;

Ο Γιάννης τις βλέπει να συμφωνούν, αλλά καταλαβαίνει ότι το κάνουν από συγκατάβαση. Κατά βάθος, τον λυπούνται.

ΕΝΤΕΚΑ

Ο Γιάννης, δύο εβδομάδες μετά, βρίσκει να του χτυπάνε το κουδούνι πάλι δύο αστυνομικοί. Μόνο που τώρα το πράγμα αποκτά ενδιαφέρον, γιατί επικεφαλής πλέον είναι μια όμορφη υπαστυνόμος. Ο άλλος είναι ο αρχιφύλακας που ερχόταν μαζί με τον αστυνόμο.

Ο Γιάννης δε δίνει ιδιαίτερη σημασία στην κοπέλα. Αλλά δίνω εγώ. Εκείνη λέει τα δικά της, ότι της ανέθεσαν την υπόθεση κλπ κλπ, όμως εγώ στέκομαι στα πρασινωπά μάτια της, στο άψογα βαμμένο πρόσωπό της και στο κορμί της, που έχει τις σωστές αναλογίες. Η Άννα, έτσι ονομάζεται, θα μπορούσε να δει ποτέ ερωτικά τον Γιάννη; Δεν ξέρω. Στην παρούσα φάση, μάλλον όχι. Δυστυχώς.

Ο Γιάννης αντιλαμβάνεται ότι η υπαστυνόμος ακολουθεί παρόμοια τακτική με τον προηγούμενο συνάδελφό της. Με απλά λόγια, δεν θεωρεί υπεύθυνο τον Γιάννη για τις εξαφανίσεις των συγγενών του, ενώ δεν κάνει καθόλου λόγο για τον δεύτερο διαρρήκτη, που επίσης αγνοείται. Ούτε για τον Βράχο και τους συνεργάτες του –αν και στις ειδήσεις αναφέρθηκε η εξαφάνισή τους. Αυτό που θέλει είναι μια επανάληψη των όσων είπε ο Γιάννης στον αστυνόμο, από τον οποίο πήρε την υπόθεση η Άννα.

Ο Γιάννης αρχίζει να απαντάει στις ερωτήσεις της.

ΔΩΔΕΚΑ

Εγώ είμαι ακόμα εδώ. Όταν ο Γιάννης κοιμάται, εγώ αναλαμβάνω δράση. Όχι ότι περιμένω να γίνει κάτι. Έχω καθαρίσει για πάρτη του τους βασικούς εχθρούς του ίδιου και του θείου Περικλή. Αυτός συνεχίζει να αγνοεί την ύπαρξή μου. Ίσως κάποτε να του πω για μένα. Θα δείξει. Όταν θεωρήσω ότι δεν με χρειάζεται πια –αν έρθει ποτέ μια τέτοια μέρα. Βέβαια, δεν μπορώ απλά να εξαφανιστώ ή να καταστραφώ, όπως έκανε ο Άρνι στην ταινία, γιατί εγώ συνδέομαι άρρηκτα με τον Γιάννη. Οπότε απλά θα μείνω επ’ αόριστον στο παρασκήνιο; Μάλλον, κάτι τέτοιο θα γίνει.

Προς το παρόν, όμως, είμαι σε μια καφετέρια και απολαμβάνω ένα φρέντο καπουτσίνο. Έχω ξυριστεί και κουρευτεί και φοράω καθαρά ρούχα. Ο Γιάννης κοιμάται και έχω αφήσει στο πόδι του την κόρη μιας εκ των γυναικών που εργάζονται στη βίλα –και η οποία ελπίζω ότι θα παραμείνει για αρκετό καιρό, ώστε να βρω μια μόνιμη λύση, αν δεν θέλει εκείνη τελικά. Καθώς της έλεγα για τον θείο Περικλή, τόνιζα τα συστήματα ασφαλείας που έχουμε. Μια απλή υπενθύμιση, για παν ενδεχόμενο. Ο Γιάννης φοβάται μην μπουν στον πειρασμό οι γυναίκες και κλέψουν, αλλά δεν σκέφτεται καθαρά. Δεν γίνονται όλοι και όλες κλέφτες, επειδή εργάζονται σε ένα μεγάλο σπίτι. Είναι άδικο να βγάζεις τέτοια αυθαίρετα συμπεράσματα.

Αλλά τον καταλαβαίνω. Έχει καταπέσει ψυχολογικά. Η ανησυχία του δικαιολογείται μέχρι ενός σημείου, λόγω της θλίψης του, που έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις. Έχω σκεφτεί το ενδεχόμενο να επισκεφτεί ψυχολόγο ή κάποιον άλλο αντίστοιχο ειδικό. Όμως, αυτός θα «σκάψει», για να βρει τι συμβαίνει, και μπορεί να μάθει για μένα. Και τότε, μπορεί να με θεωρήσει υπεύθυνο για ό,τι συμβαίνει στον Γιάννη και ίσως προσπαθήσει να με σταματήσει με κάποιον τρόπο.

Δεν θα αφήσω κανέναν να με απομακρύνει από τον Γιάννη. Όχι ακόμα. Με χρειάζεται. Κι εγώ… Κι εγώ θέλω να υπάρχω. Μου αρέσει η ζωή. Δημιουργήθηκα γιατί έχω κάποια αξία. Θέλω την ευκαιρία που μου δόθηκε. Θέλω…

«Κύριε Χανιώτη;»

Γυρίζω προς τα δεξιά μου. Βλέπω μια όμορφη κοπέλα, που ξέρω λίγο. Είναι η υπαστυνόμος. Η Άννα. Βαμμένη και ντυμένη κατάλληλα για μια χαλαρή έξοδο. Χαμογελάει.

«Γεια σας» λέω και δείχνω παραξενεμένος. Και είμαι, γιατί δεν περίμενα μια τέτοια συνάντηση.

«Πώς είστε;»

«Καλά. Το παλεύω». Δείχνω το τραπέζι. «Είπα να βγω λίγο, για έναν καφέ. Ξέρετε…»

«Ναι, καταλαβαίνω. Καλά κάνατε. Κι εγώ για καφέ έχω έρθει. Έχω ρεπό σήμερα».

«Τέλεια! Λίγη ξεκούραση, τι καλύτερο;»

«Ναι». Σοβαρεύει. «Μπορώ να καθίσω ένα λεπτό;»

«Σίγουρα» απαντάω και της δείχνω την άλλη καρέκλα.

Εκείνη κάθεται. Μου λέει «Πώς είναι ο θείος σας; Έχει αλλάξει κάτι;»

«Όχι. Όπως τα ξέρετε. Δεν περιμένω κάποια αλλαγή άμεσα. Δυστυχώς».

Κουνάει το κεφάλι της, για να δείξει ότι καταλαβαίνει. «Θέλω να ξέρετε ότι θα βρούμε τους συγγενείς σας. Ό,τι κι αν συνέβη, θα το μάθουμε. Ξέρω ότι δεν έχετε καλές σχέσεις, αλλά είμαι σίγουρη ότι θέλετε να ξέρετε για το τι έγινε».

Αυτή η ιστορία θα αργήσει να ξεχαστεί τελικά. Λέω «Από την στιγμή που ξέγραψαν τον θείο μου, δεν με ενδιαφέρει το παραμικρό για αυτούς. Θέλω να συνεχίσω την ζωή μου». Πιάνω το ποτήρι και πίνω μια γουλιά καφέ. «Εις υγείαν».

«Στην υγειά σας». Με παρατηρεί. «Δείχνετε διαφορετικός σήμερα».

«Αλήθεια; Με την καλή έννοια ή με την κακή;»

Χαμογελάει ξανά. «Με την καλή. Είστε άλλος άνθρωπος. Πιο αποφασιστικός. Στην πρώτη μας συνάντηση, νόμιζα ότι πάσχετε από κατάθλιψη και αναρωτιόμουν μην πάθετε τίποτα όσο μιλούσαμε».

«Ενώ τώρα;»

«Τώρα δείχνετε ξέγνοιαστος».

Δεν λέει κάτι άλλο, αλλά δεν παίρνει το βλέμμα της από εμένα. Όπως και εγώ από εκείνη.

Είναι τόσο όμορφη… Αναρωτιέμαι αν έχει γκόμενο. Ελπίζω να μην έχει. Δεν πρόκειται να την ρωτήσω, φυσικά. Όχι ακόμα, δηλαδή. Είναι νωρίς.

Μια ευκαιρία. Για τον Γιάννη. Αυτό σκέφτομαι. Μπας και τον βγάλω από την μιζέρια του. Πόσο θα συνεχίσει να μαραζώνει;

Δεν χρειάζεται ψυχολόγο. Μια κοπέλα χρειάζεται. Κάποια που να μπορεί να τον καταλάβει. Το αν θα κρατήσει η σχέση τους, δεν μπορώ να το εξασφαλίσω. Αλλά θα τον ταρακουνήσει –με την καλή έννοια.

  Όμως, με μια αστυνομικίνα; Είναι καλή ιδέα; Και μάλιστα, με αυτήν που έχει αναλάβει την περίπτωση των εξαφανισμένων συγγενών του Γιάννη; Μεγάλο ρίσκο, αναμφίβολα -υποθέτοντας, βέβαια, ότι θα ανταποκριθεί, κάτι για το οποίο δεν παίρνω όρκο. Με προβληματίζει αυτή η σκέψη. Αλλά, να πάρει η ευχή, με εξιτάρει κιόλας. Σαν να είμαι παιδί που ξέρει πως, αν το πιάσουν οι γονείς του να κάνει καμιά σκανταλιά θα του τις βρέξουν, όμως δεν το νοιάζει, γιατί μπορεί και να τα καταφέρει χωρίς να γίνει αντιληπτό, και τότε θα γουστάρει την ζωή του.

Μια σύντροφο, λοιπόν.

Και μια δουλειά. Κάτι να απασχολείται και να βγαίνει από το σπίτι και να νιώθει ότι προσφέρει και σε κάποιον άλλο, πέραν του εαυτού του και του θείου του.

Σκέφτομαι και κάτι άλλο. Το ότι ετοιμάζομαι να κάνω τόσο μεγάλη πρόοδο για τον Γιάννη σημαίνει αυτομάτως ότι θα πρέπει να επισπεύσω τις διαδικασίες της εκ νέου γνωριμίας μας. Θα πρέπει να του αποκαλύψω την ύπαρξή μου νωρίτερα απ’ ό,τι υπολόγιζα.

Αλλά ένα-ένα τα βήματα.

Η Άννα σηκώνει το βλέμμα και κάνει νεύμα. «Ήρθαν οι φίλες μου». Σηκώνεται. «Θα τα ξαναπούμε, κύριε Χανιώτη. Έχετε την κάρτα μου, σωστά;»

«Ναι» απαντάω. Φυσικά και έχω την κάρτα της. «Καλά να περάσετε». Και θα τα ξαναπούμε, να είσαι σίγουρη, σκέφτομαι.

«Κι εσείς».

Απομακρύνεται.

Το πρώτο βήμα έχει γίνει. Είδε τον Γιάννη ως έναν χαρωπό και πιο ξέγνοιαστο άνθρωπο. Η επανένταξη έχει ξεκινήσει.

Τάκης Κομνηνός

————————————————————

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading