,

Όμορφο χρώμα το μαύρο

Τα παντζούρια ήταν κλειστά. Το φως που κατάφερνε να εισχωρήσει από τις γρίλιες έδινε έναν κιτρινωπό τόνο στα λιγοστά έπιπλα του δωματίου.

Σηκώθηκε. Χωρίς χουζούρι, χωρίς τέντωμα. Πετάχτηκε όρθιος, όπως πάντα. Σε κάθε του νευρική κίνηση, η σκόνη επαναστατούσε γεμίζοντας το δωμάτιο. Κάθισε για λίγο στον φθαρμένο καναπέ. Ένα τσιγάρο έχασκε μισοκαπνισμένο στο τασάκι. «Κάτι είναι και αυτό» μονολόγησε.

Η κάφτρα τράβηξε την προσοχή της γάτας, «Γεια σου μικρή». Τον κοίταξε παγερά και συνέχισε τον ύπνο της κάτω από το παράθυρο με τις μονίμως κλειστές, βαριές βελούδινες κουρτίνες.

«Έναν καφέ και έφυγα», ψιθύρισε σκοντάφτοντας στο τραπεζάκι του σαλονιού.

***

Η μηχανή μούγκρισε οργισμένα καθώς έστριβε από το στενό. Ένα φανάρι και άλλο ένα, έπειτα δεξιά. Πόσο σιχαινόταν τις ίδιες διαδρομές, τους ίδιους προορισμούς. «Ένα φανάρι και άλλο ένα, στο τρίτο δεξιά».

Η μπροστινή του ρόδα συγκρούστηκε αδέξια με το κράσπεδο του πεζοδρομίου. Τραμπαλίστηκε για λίγο. Η ισορροπία της κίνησης διαταράχθηκε. Ακούμπησε με δύναμη το πόδι του στην άσφαλτο προσπαθώντας να στηρίξει όλο το βάρος του οχήματος με το κορμί του.

«ΑΝΤΕ ΓΑΜΗΣΟΥ!». Τα μάτια του γούρλωσαν και πετάχτηκαν προς τα έξω, οι φλέβες του μετώπου του κατακόκκινες, εξοργισμένες.

Ποτέ του δεν υπήρξε προσεκτικός οδηγός. Ποιο το νόημα; Πολλά ατυχήματα, κανένα σοβαρό. Ακόμα. Ρίσκο το ονόμαζε κάποτε ο ίδιος.

«ΑΝΤΕ ΓΑΜΗΣΟΥ»

Οι κόρες των ματιών του ηρέμησαν και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του άρχισαν ένα ένα να επανέρχονται. Πάρκαρε την μηχανή στο πεζοδρόμιο και βεβαιώθηκε πως είχε φορέσει το άχαρο χαμόγελό του πριν βγάλει το κράνος.

Η πορεία και της σημερινής ημέρας ήδη προδιαγεγραμμένη. Έστεκε αδιάφορος παρατηρητής όλων εκείνων των ανούσιων επαναλαμβανόμενων σκηνών.

Χαμογέλασε, εξυπηρέτησε, επανέλαβε. «Κυρίως χαμογέλα!» του ‘χαν πει όταν είχε πρωτοπιάσει δουλειά. Και ήταν πολύ καλός σε αυτό πράγματι. Χαμογέλα, αστειεύσου, συζήτα, προσποιήσου πως σε νοιάζει, επανέλαβε. Πελάτες, φίλοι, συγγενείς, ερωμένες, όλοι το ίδιο. «Σε τι διαφέρουν άλλωστε;»

Κοίταξε μανιασμένα το ρολόι στην οθόνη του υπολογιστή. Δύο η ώρα και το τσούρμο των χαρούμενων πελατών δεν έλεγε να φύγει. «Γαμώ το κέρατο μου με όλους τους μαλάκες!» μουρμούρισε αρπάζοντας τη σκούπα. Σκούπισε την αυλή τρεις φορές. Ίσως και τέσσερις. Οι θαμώνες που είχαν απομείνει μπήκαν σιγά σιγά στο νόημα και ένας ένας ξεκίνησαν ν’ αποχωρούν.

Πέταξε τα τελευταία αποτσίγαρα στον κάδο και έσβησε τα φώτα βρίζοντας, αρπάζοντας ταυτόχρονα το μαύρο του σακίδιο.

ΚΛΙΚ. Ο ήχος από το βαρύ ατσάλινο λουκέτο συντάραξε την εκκωφαντική ησυχία. Πολύ το γούσταρε το λουκέτο αυτό. Για κάποιους σύμβολο δεσμών. Για ‘κείνον απελευθέρωσης.

Οι λάμπες του δρόμου τρεμόσβησαν για μια στιγμή. Ανέβηκε στη μηχανή μένοντας για λίγο ακίνητος. Απορρόφησε λαίμαργα το αδειανό τοπίου του δρόμου. «Έφυγα».

***

Η μαύρη πόρτα του μπαρ άνοιξε και το σύννεφο του καπνού μπλεγμένο με μια οσμή υγρασίας συντάραξαν το χλωμό του πρόσωπο. Ανάσανε βαθειά απολαμβάνοντας την συνθήκη. Η δική του μυρωδιά της θαλπωρής.

Κάποιοι λίγοι πελάτες έστεκαν σκορπισμένοι στην μακρόστενη μπάρα. Το σκισμένο δερμάτινο σκαμπό τον περίμενε και αυτό το βράδυ.

«Γεια σου όμορφη!»

«Καλώς τον! Και έλεγα πως δεν θα έρθεις απόψε».

«Ήρθα γλυκιά μου. Θα μου βάλεις μια βότκα;»

Συνέχισε για λίγο ακόμα την αδιάφορα ευχάριστη κουβέντα με την Μάνια και απομακρύνθηκε. Έμεινε εκεί, στη άκρη του μπαρ ακουμπισμένος στο σκούρο ξύλο. Μόνος, με τους εαυτούς του. Τρεις στον αριθμό.

***

«Πνιγήκαμε και απόψε» μονολόγησε γελώντας καθώς ανέβαινε τα μαρμάρινα σκαλοπάτια της εισόδου. Η καλύτερη νύχτα. Ίδια με όλες τις προηγούμενες νύχτες των τελευταίων χρόνων. Η συνταγή μία. Τσιγάρα να πνίγουν τα πνευμόνια, ποτά να πνίγουν τις σκέψεις. Μπήκε στο διαμέρισμα αφήνοντας την πόρτα να κλείσει με θόρυβο πίσω του.

Ξάπλωσε στο κρύο μάρμαρο. Ανατρίχιασε. Όλοι οι πόροι του δέρματός του ανασηκώθηκαν, οι αισθήσεις του αιωρήθηκαν για λίγο. Ένας αναστεναγμός ξεγλίστρησε από τα χείλη του, αντηχώντας στο δωμάτιο. Έφερε στη μνήμη του συζητήσεις της ημέρας, χαμογελώντας αυτάρεσκα για το πόσοι φάγανε για ακόμη μια φορά το ψέμα που τους τάισε. Για την επιβεβαίωση των σκέψεών του, της θεωρίας του.

«Οι ανθρώπινες σχέσεις θα είναι πάντα ψεύτικες φίλε μου. Πατάνε μονίμως στην ανάγκη μας για νοιάξιμο. Στην λύσσα μας να ξέρουν πως υπάρχουμε. Πως υπήρξαμε. Για αυτή τη γαμημένη την ψευδαίσθηση πως κάποιον επηρεάσαμε πριν πεθάνουμε. Και ξέρεις γιατί όλη αυτή η ταλαιπώρια ρε ψηλέ; Γιατί αρνούμαστε πεισματικά να δούμε πως δεν είμαστε τίποτε παραπάνω από τελείες. Ασήμαντοι και μόνοι. Κι έτσι παλεύουμε να ενώσουμε κι άλλες μαζί μας μπας και γίνουμε κάποτε θαυμαστικό».

Το θυμάται εκείνο το μεθυσμένο βράδυ. Ίσως η μοναδική φορά που είχε επιτρέψει στον εαυτό του να μοιραστεί τις σκέψεις του. Ένας άγνωστος μεθυσμένος παππούς σε μια άδεια στάση λεωφορείου και εκείνος. Μοιράστηκαν ουίσκι, σκόρπιους συλλογισμούς και κάνα δυο τσιγάρα.

Η γάτα πέρασε βίαια από πάνω του κυνηγώντας ένα έντομο που νυχτοπερπατούσε. Ανακάθισε κοιτώντας με απάθεια το μάρμαρο. «Σε 6 ώρες πάλι δουλειά, σκατά».

Νεφέλη Φράγκου

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: