Η μέρα ξεκίνησε ως συνήθως. Δύο γουλιές καφέ που είχε ήδη παγώσει στην προσπάθειά μου να ξυπνήσω τις μικρές για το σχολείο, μάχη για το ποιος θα μπει πρώτος στην τουαλέτα, μάχη να ντυθούν, να ντυθώ και εγώ και να ρημαδοξεκινήσουμε για το σχολείο. Στην διαδρομή καυγάδες και φωνές, για το ποια έχει ντυθεί πιο όμορφα. Παρκάρω όπως όπως και τις κατεβάζω από το αμάξι, δίνω δυο πεταχτά φιλιά και τις περιμένω να περάσουν στην πόρτα του σχολείου, ενώ από πίσω μου τα άλλα αυτοκίνητα αρχίζουν να κορνάρουν. Ο πρώτος άθλος της ημέρας έχει ολοκληρωθεί.
Κολλημένη στην κάθοδο του Κηφισού, κοιτάω το ρολόι. Εννιά και δέκα. Μάντεψε ποιος θα αργήσει πάλι! Ποιος θα τα ακούσει πάλι! Μηχανικά κοιτάζομαι στον καθρέπτη…
Καλώς την μου. Μια ολοκαίνουργια ρυτίδα αυλακώνει το κούτελό μου. Την αγνοώ, μήπως και ντραπεί και φύγει, αλλά τίποτε, αυτή εκεί να μου κάνει παρέα σε όλη την διαδρομή.
Πρέπει να με προσέχω περισσότερο, λέω στον εαυτό μου. Θα πάω να πάρω αυτή την καινούργια ακριβή κρέμα που είδα στην διαφήμιση, αυτή που υπόσχεται θαύματα. Είναι λίγο ακριβή, αλλά θα αξίζει. Μπορώ όμως να χαλάσω τόσα λεφτά; Έχω τόσα πολλά έξοδα αυτό το μήνα! Το ρεύμα, το νερό, τα αγγλικά των παιδιών, τον οδοντίατρο… Ω γαμώτο… ξέχασα να κλείσω ραντεβού στον οδοντίατρο. Να θυμηθώ να του τηλεφωνήσω από το γραφείο μόλις φτάσω. Και αυτός ο Κίμωνας δεν βοηθά καθόλου. Όλα εγώ πρέπει να τα κάνω. Αυτός το μόνο που ξέρει να λέει είναι “χαλάρωσε αγάπη μου, όλα θα γίνουν!”. Πόσο με νευριάζει αυτός ο άνθρωπος! Αν τον είχα μπροστά μου αυτή την στιγμή και εγώ δεν ξέρω τι θα έκανα. Και ενώ ετοιμάζομαι να ρίξω ένα δυνατό κροσέ στον φανταστικό Κίμωνα απέναντί μου, το κινητό χτυπά. Είναι από το γραφείο.
-Πού βρίσκεσαι; ρωτά η Κατερίνα.
-Κολλημένη στην κίνηση, απαντώ.
-Κάνε γρήγορα, το αφεντικό άρχισε να βγάζει καπνούς από τα αυτιά.
-Τι να κάνω ρε ‘συ Κατερίνα, να πετάξω;
Κλείνω το τηλέφωνο. Μισώ την δουλεία μου, μισώ την ζωή μου, μισώ τα παιδιά μου όταν μαλώνουν, μισώ και σένα παλιορυτίδα!
Φτάνω επιτέλους στην δουλειά. Μοιράζω βαριεστημένες καλημέρες δεξιά και αριστερά, ρωτάω ανθρώπους αν είναι καλά, ανθρώπους που δεν νοιάζομαι ή που δεν έχω χρόνο να γνωρίσω και να νοιασθώ. Φτάνω στο γραφείο και κάθομαι. Η Κατερίνα έρχεται κοντά μου.
-Τα έμαθες; με ρωτά.
-Τι να μάθω μαρή πρωινιάτικα με την τσίμπλα στο μάτι; Τι με νοιάζουν εμένα τα γκομενικά του κόσμου, έχω τα δικά μου προβλήματα.
-Κόψε τις μαλακίες, μου λέει η Κατερίνα. Η Μαρία η κοπέλα από το λογιστήριο… πέθανε. Κοιμήθηκε και απλά δεν ξαναξύπνησε.
Μένω κάγκελο. Δεν την ήξερα καλά. Μάλλον δεν την ήξερα καθόλου. Δεν είχα χρόνο, δεν είχα διάθεση, δεν ξέρω τι, αλλά δεν την ήξερα και ποτέ δεν την γνώρισα… όπως κανέναν εκεί μέσα. Δύο τυπικές κουβέντες, μια καλημέρα και μέχρι εκεί. Μας χώριζε εξάλλου και ένας ολόκληρος όροφος, τόσα σκαλιά.
Στο δρόμο για το γυρισμό, κολλημένη όπως πάντα στην κίνηση, αναλογιζόμουν την Μαρία. Άραγε είχε βγάλει και αυτή τα ρούχα των παιδιών της από το προηγούμενο βράδυ στην καρέκλα για να τα βάλουν το πρωί; Ίσως να είχε σηκωθεί μέσα στη νύχτα να βγάλει τον κιμά από την κατάψυξη για να έχει τι να μαγειρέψει την επομένη, ίσως και να είχε κάνει τα σχέδια της για την επόμενη μέρα. Έτσι δεν κάνουμε όλοι; Όλοι ζούμε την ζωή μας για την επόμενη μέρα, τον επόμενο μήνα, τον επόμενο χρόνο. Όλοι ζούμε με την βεβαιότητα του αύριο, ξεχνώντας το παρόν, το σήμερα. Μπερδεύουμε τα σημαντικά με τα ασήμαντα, σαν να έχουμε υπογράψει συμβόλαιο με την αιωνιότητα.
Μπαίνω στο σπίτι. Οι μικρές ουρλιάζουν η μία στην άλλη για κάποιο παιχνίδι πάλι. Δεν με νοιάζει όμως, τις πλησιάζω και τις αγκαλιάζω δυνατά και τους δίνω άπειρα φιλιά.
-Μας σκας βρε μαμά! λέει η μία.
-Μπλιάχ! μας σάλιωσες! απαντά η άλλη.
-Σας αγαπώ τόσο πολύ και τις δύο! τους λέω και τις σφίγγω ξανά.
Εκείνη την μέρα και από κείνη την μέρα, χαμογελώ πιο συχνά, νευριάζω πιο δύσκολα, προσπαθώ να γνωρίσω τους ανθρώπους γύρω μου, την καλημέρα μου την λέω με αγάπη, προγραμματίζω λιγότερα, ζω περισσότερο.
Σε ένα μήνα έχω τα γενέθλια μου. Γίνομαι σαράντα χρονών. Κερνάω τούρτα. Είστε όλοι καλεσμένοι. Και όσο για δώρο, μην ανησυχείτε. Δεν χρειάζεται να φέρετε. Θέλω μόνο εσάς και τις ευχές σας…
Τι, τι να μου ευχηθείτε;
Να μου ευχηθείτε “Να τις χιλιάσεις τις ρυτίδες σου, κορίτσι μου!!!”. Ίσως και να είναι η καλύτερη ευχή στον κόσμο.
Αφιερωμένο σε αυτούς που δεν πρόλαβαν να γεράσουν, που έφυγαν όμορφοι χωρίς ρυτίδες αλλά νωρίς. Αφιερωμένο όμως και σε αυτούς που γέρασαν. αλλά δεν έζησαν.
Γεωργία Ρουλια