,

Η δυναστεία του ανεκπλήρωτου

 Τα μάτια μου κόλλησαν, τη στιγμή που αντίκρισαν τα μάτια σου. Το σώμα μου πάγωσε κι εγώ αγχωμένη προσπαθούσα να λιώσω τον πάγο που σιγά – σιγά με κάλυπτε, με μηχανικές, ως ένα βαθμό αδέξιες κινήσεις. Αγχωμένα, με επιτηδευμένη άνεση άρχισα να απελευθερώνω σκέψεις και λόγια , μήπως κατορθώσω να αποτυπωθεί μέσα σου η εικόνα μου καθώς σε κοιτάω, σου μιλάω , σου γελάω… Βέβαια, είναι αλήθεια πως κι εσύ στα μάτια με προσοχή με κοιτούσες. Μα, ήταν φανερό, πως τα μάτια σου δεν έλαμπαν, δεν άναβαν πύρινες φλόγες, καθώς τα βλέμματά μας τέμνονταν. Ένιωθα, πως πρόκειται απλά για το σεβασμό που θα είχες σε κάθε τυχαίο συνομιλητή, του οποίου τη φυσιογνωμία από τη μνήμη σου θα έσβηνες με μιας, καθώς θα απομακρυνόταν από το δρόμο σου. Ένας συνομιλητής, από αυτούς που δε θα ξεχώριζες ποτέ βλέποντάς τον να βαδίζει, μέσα στο πλήθος. Ένας τέτοιος συνομιλητής, ήμουν για σένα… Τυχαίος, αδιάφορος, απρόσωπος.
  Στη συνέχεια, άφησα το δρόμο σου με εκείνο το χαμένο ύφος  του δειλού, που κρατά μέσα του φυλακισμένη μια χίμαιρα από σκέψεις.  Έφυγα απ’ το μονοπάτι σου, και από τότε δεν κάθισα ποτέ ξανά απέναντί σου. Δεν άντεχα άλλο τόσο ψυχρά τα μάτια σου να βλέπω να κοιτούν στο μέρος μου, δεν είχα πυγμή ξανά κείνο το θεριό μέσα μου να αρχίζει να χτυπά αλύπητα την ψυχή  μου, το μυαλό και την καρδιά μου.
   Από τη μέρα εκείνη, συμβόλισες για εμένα το ανεκπλήρωτο. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που γνώριζα καλά, πως ήμουν απ’ την αρχή ηττημένη. Έγραψα τόσα για σένα  από εκείνη τη στιγμή. Θλιβερά ποιήματα, διηγήματα, τραγούδια, αλλά και από εκείνα τα γεμάτα πολύχρωμα όνειρα , για να ζεσταίνω καμιά φορά την ψυχή μου τα βράδια. Τα μάτια σου δε λησμονιόντουσαν, καθώς ο χρόνος κυλούσε. Αντίθετα… Κάθε φορά που ανοιγόκλεινα τα μάτια μου , έβλεπα τη μορφή σου όπως ήταν , την τελευταία στιγμή που σε είδα. Δεν είχα όμως προτρεπτικά ή έστω παρηγορητικά λόγια να ψιθυρίσω στον εαυτό μου, όταν τον ένιωθα να λυγίζει, να ασφυκτιά, όντας υπό τη δυναστεία του απωθημένου. Δεν είχε νόημα να σε πλησιάζω, μα ήταν και αδύνατο συνάμα να σε απομυθοποιήσω. Φάνταζες με λαμπερό ήλιο στα μάτια μου κι ας μου λέγαν όλοι πως είσαι ένα αστέρι, σαν όλα τα άλλα. Δε θα έβλεπα ποτέ εξάλλου τι κρύβεται πίσω από το φως σου, αν είναι όλα λαμπερά όπως εκείνο. Δε θα μάθαινα ποτέ, αν όταν σκέφτομαι εσένα μου μιλά ένα αλάνθαστο ένστικτο, ή η εμμονική φαντασία μου. Μια φαντασία, με εμμονή να σχηματίζει κόσμους γεμάτους από αστραφτερά διαμάντια, όταν τα μάτια δε διακρίνουν τίποτα τυφλωμένα από το φως. Δεν είχα ενδείξεις, δε μπορούσα να είμαι βέβαιη πως αυτή η φαντασία με εμπαίζει, με πλανεύει για άλλη μια φορά. Ευχόμουν να μπορούσα να πείσω τον εαυτό μου για την πλάνη αυτή , μήπως και κλείσει αυτή η εσώκλειστη στο κεφάλι μου σειρήνα που διαρκώς σφυρίζει το όνομά σου. Μα… Δυστυχώς ήταν αδύνατον…
   Περνούσε ο καιρός , οι σκέψεις μου έμεναν ίδιες, αλλά δε μου έφτανε πια μονάχα να γράφω για σένα και να σε ζωγραφίζω στο μυαλού μου τα άδυτα. Βρέθηκα πια να αγναντεύω τη θάλασσα , να ονειροπολώ, ακούγοντας τους παφλασμούς τον κυμάτων. Το βλέμμα μου έπειτα πήγε σε ένα μεγάλο όμορφο όστρακο, που είχε ξεβραστεί στην ακτή. Το έβαλα στο αυτί μου και άκουσα τον όμορφο ήχο της θάλασσας, έναν ήχο που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μελωδία που θα συνόδευε όσα ένιωθα για σένα , αν τα απελευθέρωνα ποτέ. Ήμουν αρκετά δειλή για να τα πω, μα ένιωσα πως ήταν αναγκαίο να βρω έναν τρόπο να λυτρωθώ, μην αντέχοντας άλλο να βαραίνω το μέσα μου με τόσα λόγια ανείπωτα. Πήρα τότε ξάφνου στο χέρι το στυλό κι ένα κομμάτι χαρτί κι έγραψα με κεφαλαία : ”Σ’ ΑΓΑΠΩ. ΜΟΝΗ ΜΟΥ ΕΥΧΗ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΑΖΙ ΣΕ ΜΙΑ ΆΛΛΗ ΖΩΗ”. Έπειτα, το τύλιξα καλά σαν εκείνα σαν εκείνα τα παλιά τάματα, που βάζαν το χαρτί τυλιγμένο στο μπουκάλι και όλο ελπίδα το πετούσαν στη θάλασσα. Μόνη διαφορά , εγώ το τύλιξα ακόμα περισσότερο, ώστε να χωράει  μέσα στο όστρακό μου και το έβαλα εκεί. Βάδισα βιαστικά, ώσπου έφτασα έξω από το σπίτι σου. Άφησα το όστρακο εκεί κι έφυγα με ταχύτατα βήματα, ώστε κανείς να μη με δει. Η πόρτα σου ήταν κλειδωμένη, τα παράθυρα κλειστά. Δεν είχα ιδέα που βρισκόσουν, ευχόμουν μόνο, τούτο το ανώνυμο δώρο μου να το βρεις εσύ.
   Ήξερα καλά πως δε θα σου περάσει στιγμή απ’ το μυαλό το πρόσωπό μου ως αποστολέας. Ανακουφίστηκα μονάχα, που έστω ανώνυμα αποφυλάκισα δυο λόγια. Χαμογέλασα, μονάχα στη σκέψη πως, χωρίς να το ξέρεις θα έχεις πια κάτι δικό μου, που ίσως βλέποντάς το σου καρφωθεί ένα χαμόγελο στα χείλη. Ίσως, έπειτα το συζητήσεις και αρχίσεις να πασχίζεις να λύσεις το γρίφο γελώντας με μία άλλη αγάπη ή με καλούς φίλους. Ίσως πάλι το κρατήσεις μονάχα για σένα, πιστεύοντας πως όποιος το αποκαλύψεις θα σε χαρακτηρίσει τρελό, ονειροπαρμένο, επηρεασμένο από τα χιλιάδες παραμύθια.  Ίσως προσπάθησες με τεχνάσματα δικά σου, να μάθεις από πού προήλθε και είδες ότι δεν οδηγεί πουθενά…
   Δεν έμαθα ποτέ. Μου φτάνει που έστω κι έτσι μπόρεσα να σου χαρίσω ένα συναίσθημα, που έστω και με τέτοιο δειλό τρόπο, κατάφερε ένα κομμάτι μου να εισέλθει μέσα στο δικό σου αδιαπέραστο κόσμο.
Ιωάννα Χαντζαρά

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: