,

Σ’ αγαπώ ως τον ουρανό

«Δεν θέλω να φύγεις! Νομίζω πως αυτοί οι μήνες θα μου φανούν αιώνας…»

Ο Παύλος της έπιασε το χέρι και τη φίλησε απαλά στο κεφάλι. Ήταν καθισμένοι στο αγαπημένο τους παγκάκι για ώρες κι όσες ώρες την είχε αγκαλιά, τόσες ώρες εκείνη έκλαιγε. Της σκούπιζε τα δάκρυα, την φιλούσε στο μέτωπο και με όση αυτοκυριαρχία διέθετε, της έλεγε πως ο καιρός θα περάσει γρήγορα και θα είναι ξανά μαζί.

«Παύλο, ξέρω πως κάνω σαν μικρό παιδί και πως τόση ώρα σε έχω ζαλίσει αλλά αυτό που νιώθω δεν ξέρω πώς μπορώ να το περιγράψω! Αντί να ασχολούμαι με εσένα που φεύγεις, κάθομαι και κλαίω! Είμαι απαράδεκτη!».

Ο Παύλος κούνησε καταφατικά το κεφάλι και άρχισε να γελάει δυνατά. Η Μαίρη σήκωσε το πρησμένο απ’ το κλάμα πρόσωπό της και τον κοίταξε έκπληκτη. Τόσες ώρες, εκείνος, δεν είχε βγάλει μιλιά και τώρα ξεκαρδιζόταν στα γέλια.

«Παύλο, παιδάκι μου, είσαι καλά;»

«Αχ, ρε Μαιρούλα! Δεν ξέρεις πόσο θα μου λείψεις! Αλήθεια σου λέω! Από όλους όσοι αφήνω, είσαι η μόνη που θα μου λείψει μέχρι τον ουρανό!».

Η Μαίρη, ακούγοντας την τελευταία φράση, ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Είχε να την ακούσει από το στόμα του πολλά χρόνια. Παίζει να ήταν και μια δεκαετία. Σαν φωτοβολίδα έσκασε η ανάμνηση στο μυαλό της…

Ήταν δέκα χρονών και έπαιζαν στο σαλόνι της γιαγιάς του Παύλου. Οι γονείς τους είχαν αποφασίσει να πάνε θέατρο και εκείνοι έφτιαξαν μια σκηνή από σεντόνια στο σαλόνι, έφαγαν τα μελωμένα ζυμαράκια της γιαγιάς, ήπιαν το γάλα τους και ξάπλωσαν μέσα στη σκηνή. Κάποια στιγμή ο μικρός Παύλος έκατσε με διπλωμένα τα πόδια και την τράβηξε κοντά του.  «Μαίρη, θέλω να σου πω ένα μυστικό. Σ’ αγαπώ ως τον ουρανό!»

Η μικρή Μαιρούλα τον αγκάλιασε σφιχτά και ανταπέδωσε τα λόγια αγάπης. Έπειτα τυλίχτηκαν με τις βαριές κουβέρτες της γιαγιάς και έπεσαν για ύπνο. Το επόμενο πρωί έκαναν και οι δύο σαν να μην είχε ειπωθεί τίποτα. Κανένας όμως δεν ξέχασε…

«Γιατί γελάς ρε βλαμμένο;», ρώτησε ο Παύλος επαναφέροντάς την στην πραγματικότητα.

«Γιατί είχες πάνω από δέκα χρόνια να χρησιμοποιήσεις αυτή τη φράση και θυμήθηκα το βράδυ εκείνο στο σπίτι της γιαγιάς!», είπε χαχανίζοντας η Μαίρη.

Ο Παύλος τότε σκοτείνιασε. Άλλαξε τελείως το βλέμμα του και έκανε να στρίψει ένα τσιγάρο. Η Μαίρη συνέχισε να τον κοιτάζει χωρίς όμως να γελάει αυτή τη φορά. Κανένας δεν μίλησε. Ο Παύλος βυθισμένος στις σκέψεις του εκτελούσε καθαρά μηχανικά το στρίψιμο του τσιγάρου και η Μαίρη περίμενε στωικά να ολοκληρωθεί η ιεροτελεστία για να μπορέσει να ρωτήσει τι συνέβη και η διάθεση του Παύλου άλλαξε αστραπιαία. Την πρόλαβε όμως εκείνος…

« ”Σ’ αγαπώ ως τον ουρανό!’’… Έχεις δίκιο! Ειπώθηκε πρώτη φορά απ’ το δικό μου στόμα πριν από δεκατρία χρόνια ακριβώς στο σπίτι της γιαγιάς. Πω πω, μικρά παιδιά ήμασταν Μαιρούλα, κι όμως εννοούσα την κάθε λέξη…»

«Γιατί σκοτείνιασες τότε; Είναι μια τόσο όμορφη και χαρούμενη ανάμνηση!»

«Γιατί ξέχασες, Μαίρη! Γι’ αυτό σκοτείνιασα… Δεν έχουν περάσει μόνο δεκατρία χρόνια από αυτή τη φράση. Έχουν περάσει και έξι και σήμερα κλείνει ένας χρόνος από την τελευταία φορά… Ξέχασες, Μαίρη!».

Μια δεύτερη φωτοβολίδα έσκασε στο μυαλό της. Δεκαεπτά χρονών τότε. Αχώριστοι οι δυο τους. Στην ίδια γειτονιά, στο ίδιο σχολείο, με τις ίδιες παρέες, στο ίδιο θρανίο. Τα μόνα πράγματα που τους χώριζαν ήταν πως εκείνος λάτρευε την ιστορία κι εκείνη τη φυσική και πως εκείνος έπαιζε ποδόσφαιρο, ενώ εκείνη ζωγράφιζε. Οι μόνες ώρες που χώριζαν ήταν στο σχολείο όταν προετοιμάζονταν για τις εξετάσεις και μια ώρα κάθε απόγευμα για τις εξωσχολικές τους δραστηριότητες. Τις υπόλοιπες ώρες μαζί. Μαζί διάβαζαν, μαζί ξενυχτούσαν, μαζί περνούσαν τα Σαββατοκύριακα. Ήταν αχώριστο δίδυμο και καθόλου μα καθόλου ήρεμο.

Υπήρχαν μέρες που τους άκουγε όλη η γειτονιά να τσακώνονται. Ο Παύλος, όντας ο πιο ήρεμος, προσπαθούσε να λογικέψει την έξαλλη Μαίρη. Οι λόγοι που μαλώνανε ήταν είτε γιατί η Μαίρη γκομένιζε με μεγαλύτερους τύπους εν μέσω εξετάσεων, είτε γιατί ο Παύλος την παράτησε για να βγει με την ομάδα ποδοσφαίρου για ένα καφέ. Μάλωναν για τις ταινίες στο σινεμά με αποτέλεσμα να μην πηγαίνουν και να καταλήγουν για παγωτό, για τα ποδήλατά τους, για τον τρόπο που διαβάζουν αλλά και για το αν θα φάνε πατατάκια ή ποπ κορν. Πάντα όμως κατέληγαν αγκαλιασμένοι και μονιασμένοι κι ας περνούσε τις περισσότερες φορές η ξεροκεφαλιά της Μαίρης.

Μόλις έδωσαν τις τελικές εξετάσεις, αποφάσισαν, ένα Σαββατοκύριακο, να πάνε μια εκδρομή οι δυο τους στο εξοχικό της Μαίρης λίγο πιο έξω από την Αθήνα. Το πρώτο βράδυ τους εκεί βγήκαν έξω να διασκεδάσουν. Κανένας από τους δύο δεν κατάλαβε πώς άρχισαν να φιλιούνται στη μέση του μπαρ. Κανένας από τους δύο δεν κατάλαβε πώς βρέθηκαν γυμνοί στο κρεβάτι του σπιτιού εξερευνώντας για πρώτη φορά και για τους δύο το σώμα κάποιου άλλου. Δεν υπήρξε αμηχανία ή ντροπή. Δεν υπήρξε φόβος ή άγχος. Δεν υπήρξαν βεβιασμένες κινήσεις. Σαν ιεροτελεστία χάθηκε ο ένας στο σώμα του άλλου. Μια ένωση αγάπης και αμοιβαιότητας. Μια καταπιεσμένη φλόγα που επιτέλους έγινε πυρκαγιά. Λίγο πριν κοιμηθούν, ο Παύλος την αγκάλιασε και της ψιθύρισε στο αυτί «σ’ αγαπώ ως τον ουρανό».  Το επόμενο πρωί έκαναν και οι δύο σαν να μην είχε ειπωθεί τίποτα. Κανένας όμως δεν ξέχασε…

«Μήπως θυμήθηκες;», τη ρώτησε ο Παύλος επαναφέροντάς την για ακόμη μια φορά στην πραγματικότητα.

Η Μαίρη κατέβασε ντροπιασμένη το κεφάλι. Η εικόνα των δυο τους στο κρεβάτι έκανε την καρδιά της να χτυπάει γρήγορα. Είχε δίκιο ο Παύλος. Είχαν περάσει έξι χρόνια από τότε και φέτος έκλεινε ένας χρόνος από την τελευταία φορά. Μια φορά που ήθελε να ξεχάσει, αλλά δεν μπορούσε…

Ήταν το φθινόπωρο της περασμένης χρονιάς όταν χώρισε ο Παύλος μετά από έναν χρόνο σχέσης και η Μαίρη είχε μια όμορφη σχέση με έναν συμφοιτητή της. Είχαν μπει στο πανεπιστήμιο και οι δύο και είχαν φτιάξει τις ζωές τους, αλλά ποτέ δεν έβαλαν ο ένας τον άλλον σε δεύτερη μοίρα. Ήταν και οι δύο σε πανεπιστήμια της Αθήνας οπότε ήταν όλα πιο εύκολα. Αρχές του περασμένου Οκτώβρη βρέθηκαν ξανά γυμνοί σε ένα κρεβάτι ξενοδοχείου. Ο Παύλος ελεύθερος από οποιαδήποτε δέσμευση διεκδικούσε το μυαλό και το κορμί της Μαίρης, ενώ η Μαίρη δίχως ενοχές του παραδόθηκε άνευ όρων.  Έχοντας το γνώθι σαυτόν επέλεξαν να καούν για μια ακόμη φορά.

Το επόμενο πρωί τους βρήκε αγκαλιασμένους σφιχτά, αλλά έδωσαν την υπόσχεση πως δε θα ξανασυμβεί και το «σ’ αγαπώ ως τον ουρανό» ήχησε για τελευταία φορά.

«Θυμάμαι, Παύλο!», κατάφερε και ψέλλισε η Μαίρη μόλις ανασυγκρότησε τη σκέψη της. «Θυμάμαι τα πάντα! Ορκιστήκαμε τότε πως δε θα ειπωθεί ξανά τίποτα. Πως δεν θα συμβεί ξανά τίποτα μεταξύ μας. Πέρασε ο καιρός. Κάναμε τις ζωές μας. Εγώ είμαι σε σχέση, εσύ τραβιόσουν με μια κοπέλα, τελειώσαμε τις σχολές μας και τώρα πας φαντάρος. Τι θες και τα σκαλίζεις;»

«Τα σκαλίζω γιατί σ’ αγαπάω Μαίρη! Γιατί όσες υποσχέσεις κι αν δώσαμε. Όσες φορές και αν κουκουλώσαμε όσα νιώθουμε, εδώ δεν έπαψα δευτερόλεπτο να σε αγαπάω!».

Η Μαίρη τον κοίταξε με μάτια δακρυσμένα. Δεν μπορούσε να χωρέσει ο νους της αυτή την εξομολόγηση. Ήταν φίλοι από μικρά παιδιά. Τον αγαπούσε από τόσο δα κοριτσάκι. Μια ζωή μαζί και τώρα που θα χωριστούν, τώρα βρήκε ο Παύλος να της ανοίξει την καρδιά του;

«Τώρα βρήκες μωρέ να τα πεις όλα αυτά; Τώρα που φεύγεις;», τον έσπρωξε η Μαίρη γελώντας και κλαίγοντας ταυτόχρονα. Ο Παύλος την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Από όλους όσοι αφήνω πίσω, εσύ θα μου λείψεις περισσότερο από όλους. Θα με περιμένεις να γυρίσω και να επιτέλους να ζήσουμε τη ζωή μας; Τόσα χρόνια πέρασαν! Εκτός φυσικά αν δεν νιώθεις όπως εγώ, οπότε πάω πάσο».

Η Μαίρη τον αγκάλιασε σφιχτά και χώθηκε στη βάση του λαιμού του. «Έχουν περάσει τόσα χρόνια και ακόμα δεν έχεις καταλάβει τίποτα… Νιώθω όπως νιώθεις από μικρό κορίτσι. Δεν ήθελα και δεν θέλω άλλον δίπλα μου. Κανένας δεν θα γίνει εσύ στην καρδιά μου. Θα σε περιμένω, Παύλο! Έκανα υπομονή τόσα χρόνια, στους λίγους μήνες θα κολλήσω;»

«Μ’ αγαπάς, Μαιρούλα!»

«Ναι, σ’ αγαπάω! Σ’ αγαπάω ως τον ουρανό, Παύλο!»

 

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: