,

Εσφαλμένα παρκαρίσματα, μιας αυτοκαταστροφικής καρδιάς

Γνώριζα πάντοτε καλά ποιοι ήταν οι προδότες μου. Δε μιλώ για τους ανθρώπους. Από αυτούς υπήρξαν τόσοι και τόσοι μασκαρεμένοι φίλοι σε εχθρούς, κόλακες σε ζηλόφθονους δυνάστες, φερέγγυοι σε φθηνούς συκοφαντείς. Τώρα όμως μιλάω για τους προδότες που πηγάζουν, από το ίδιο μου το ”είναι”. Προδότες που δε με ”ξεγέλασαν”, δε με συνάντησαν γιατί ήμουν άτυχη, αφελής, ή επιπόλαιη. Ιούδες αδάμαστους που δημιούργησα εγώ η ίδια σα να έπαιρνα ζωή από τις πληγές που αποκτούσα από την πτώση σε τσιμεντένιους δρόμους, που με έριχνε κάθε φορά, η αυτοκαταστροφική ροπή μου.

Μια τέτοια ροπή ήταν και αυτή στο δρόμο το δικό σου. Ο δρόμος αυτός που πάρκαρα απότομα , σαν να οδηγούσα μεθυσμένη και απ’ τη ζάλη μου να σταμάτησα σε λανθασμένο σταθμό. Ένα σταθμό τόσο διαφορετικό από τον δικό μου, τόσο ανόμοιο μ’ αυτούς που μου είχε ορίσει η ζωή να αράζω, αλλά παράλληλα… Τόσο παράδοξα οικείο. Ένας σταθμός, που έκανε την κατασκευή όλων των υπολοίπων να μοιάζει βαρετή, συμβατική αδιάφορη και τη ζωή μου να μπορεί άνετα να ταυτιστεί με μία φονική ρουτίνα…

Σε τούτο το δρόμο , επέλεξα να παρκάρω μονάχα την καρδιά μου, και άφησα το σώμα μου να μετεωρίζεται μεταξύ εκείνων των συνηθισμένων, άχρωμων, σταθμών. Αυτοί άλλωστε με είχαν μάθει ότι είναι οι συμβατοί με τη ζωή μου. Κείνοι οι συμβατικοί, οι ήρεμοι, οι ακίνδυνοι σταθμοί. Εκείνοι που θα επικροτούσε η λογική μου κι έπειτα θα πίεζε να σωπάσει το συναίσθημα.

Όλα αυτά τα είχα πιστέψει μέχρι τη μέρα εκείνη, που ο φτερωτός θεός άρχισα να με εμπαίζει σημαδεύοντάς με ύπουλα τη στιγμή που περνούσα απ’ τον γεμάτο χρώματα σταθμό σου. Από τη μέρα κείνη… Δεν κατάφερα το βέλος να ξεκολλήσω απ΄ την καρδιά μου και έμεινε μονάχη να αιμoρραγεί , καρφωμένη στο έδαφος.

Πόσες φορές προσποιήθηκα ότι ευχόμουν να είχα τη δύναμη να σκύψω να την πάρω από εκεί κι έπειτα να την τοποθετήσω στο σώμα μου ξανά, να την πάρει μαζί στους πληκτικούς σταθμούς του. Πόσες φορές ξεγέλασα τον ίδιο μου τον εαυτό με το ψέμα εκείνο , ενώ μέσα μου ευχόμουν απλά να έρθεις εσύ να την αρπάξεις κι έπειτα να την κολλήσεις στη δική σου.

Δεν ξέρω αν είχες αντιληφθεί την εκπυρσοκρότηση που είχε γίνει μέσα μου, όταν σε είδα. Δεν ξέρω αν με πρόδωσε το σώμα και το βλέμμα μου. Εμπιστευόμουν μονάχα τις λέξεις μου, που ήταν πάντοτε πάντοτε λιτές, απέριττες , μελετημένες. Το βλέμμα μου όμως δεν άντεχε να λοξοδρομήσει από τα μάτια σου και η φωνή μου  υποκινούμενη από αμηχανία άλλοτε κόμπιαζε κι άλλοτε απελευθέρωνε τις λέξεις με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Δεν ξέρω αν προδόθηκα από αυτές τις ενδείξεις, δεν ξέρω εάν η μορφή μου πέρασε έστω στιγμιαία στα άδυτα του μυαλού σου, εάν μπήκες στον κόπο να εξάγεις συμπεράσματα.

Ξέρω μόνο πως ακόμη περιμένω να αρπάξεις την καρδιά μου, από το έδαφος του αγαπημένου μου σταθμού. Ακόμη είναι εκεί καρφωμένη. Πονάει, αιμορραγεί, κρυώνει… Εγώ δεν κάνω τον κόπο πια να προσπαθήσω να σκύψω να την πάρω μαζί μου κι έχω αποποιηθεί πλήρως τη στυγνή λογική μου… Μονάχα εναποθέτω τις ελπίδες μου περιμένοντας να ‘ρθεις…

Ιωάννα Χαντζαρά

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: