1
Έτρεχε η Θέτιδα με λυτά τα ξανθά μαλλιά της να ανεμίζουν γύρω της, ενώ το ολόγιομο φεγγάρι έλουζε με το φως του το σκοτεινό τοπίο. Κι έτρεχε εκείνη κοντανασαίνοντας, σαν να μην υπήρχε αύριο, σαν να κρεμόταν από τη δύναμη και γρηγοράδα των αλαβάστρινων ποδιών της, η στερνή της ελπίδα στη ζωή.
Ήταν αλήθεια αυτό. Είχε παλέψει πολύ να βρει δύναμη και κουράγιο να υπομείνει τη ζωή της, μετά την αποφράδα ημέρα που έχασε τον ήλιο της. Δεν της είχε απομείνει τίποτα και το ότι ήταν αθάνατη, δεν βοηθούσε. Τι την ήθελε τη ζωή μετά από το απαίσιο κακό που της συνέβη; Ο πρωτότοκος γιος της, το μονάκριβο καμάρι της, η ανάσα της, είχε πέσει νεκρός από το βέλος του Πάρη. Πέθανε ηρωικά, ναι, όπως ήταν ταιριαστό για τον βασιλιά των Μυρμιδόνων, για έναν ημίθεο που άλλος δεν του παράβγαινε στο κάλλος και στη λεβεντιά. Ήταν ο άριστος των αρίστων και όλοι οι Έλληνες έκλαψαν με τον θάνατό του.
Τότε γιατί η θλίψη παρέμεινε στην καρδιά και στην όψη σου και δεν άφησες τον πανδαμάτορα χρόνο να στη λειάνει, ώσπου να παραμείνει μονάχα μια λυπηρή θύμηση μέσα σου; άκουσε να ψιθυρίζουν οι φυλλωσιές των δέντρων που παραμέριζαν για να της ανοίξουν τον δρόμο να περάσει. Για να ξαναβρείς το γέλιο που έχασες και τη χαρά της ζωής; Και μόνο κάποιες ώρες του δειλινού, την ώρα που ο ήλιος γέρνει να ξεκουραστεί κι οι σκιές αρχίζουν να αγκαλιάζουν τα πάντα πάνω στη γη, μόνο τότε εσύ να αφήνεις την παλιά πληγή να ξανανοίξει. Και μαζί με τα δάκρυα που θα τρέχουν από τα μάτια σου να τρέχει και το αίμα της πληγής για να ξεπλένουν μαζί την πικρή ανάμνηση και να μένει μόνο η περηφάνια της μάνας του ήρωα;
«Ω, αν ξέρατε» απάντησε. «Δεν είναι παρηγοριά ότι το παιδί μου πέθανε σαν ήρωας. Κάθε άλλο. Ηρωικός ή όχι, ο θάνατος είναι θάνατος. Δεν χρειαζόταν να πεθάνει ο γιος μου, για να είμαι περήφανη γι’ αυτόν. Ποτέ δε μ’ ένοιαξε ιδιαίτερα να είναι το παιδί μου ήρωας. Όταν κοιλοπονούσα για να το φέρω στον κόσμο το μόνο που ήθελα ήταν να είναι γερό. Κι αυτό δεν άλλαξε στην πορεία. Παρακολουθούσα τον γιο μου να μεγαλώνει και χαιρόμουν που δίπλα στον σοφό Κένταυρο Χείρωνα έπαιρνε τα εφόδια για να γίνει δυνατός, ατρόμητος, δίκαιος, γενναιόδωρος και μεγαλόψυχος. Πάντα όμως αυτό που ήθελα πάνω από όλα, ήταν να είναι ζωντανός και γερός. Άλλωστε, εξαιτίας αυτής της επιθυμίας μου, δεν ήμουν πλάι του τα χρόνια που μεγάλωνε».
Δεν ήθελε να θυμάται τη μέρα εκείνη. Τη μέρα που, όχι μόνο απέτυχε στο –ακραίο και παράτολμο είναι αλήθεια σχέδιό της– αλλά κι αναγκάστηκε να φύγει από τη ζωή του γιου της. Αν είχε παντρευτεί έναν θεό, τίποτα από όλα αυτά δε θα συνέβαινε. Όμως υποχρεώθηκε σχεδόν, να παντρευτεί έναν θνητό κι η κατάληξη ήταν να ζει πλέον μέσα στον θρήνο και τη θλίψη.
Δεν ήταν ότι είχε παράπονο από τον Πηλέα. Ήταν καλός και ευγενικός. Ήταν όμως θνητός και κουβαλούσε μαζί του, εκτός από τη θνητότητά του κι όλη την ξεροκεφαλιά και προκατάληψη του είδους του. Την έπιασε να κρατάει το μωρό τους από τα πόδια και να το βαφτίζει στα νερά της Στύγας. Της λίμνης με τα θανατερά νερά που έλιωναν τα πάντα. Θόλωσε ο Πηλέας γιατί φαντάστηκε ότι ήθελε να σκοτώσει το μωρό. Μέχρι εκεί όμως ήταν το δίκιο του. Μάταια η Θέτιδα προσπαθούσε να του εξηγήσει ότι με την πράξη της αυτή το μόνο που ήθελε ήταν να κάνει το παιδί αθάνατο. Πήρε το μωρό από τα χέρια της και την έδιωξε κακήν κακώς πίσω, στο θαλασσινό παλάτι του πατέρα της, του Νηρέα. Ο ανόητος δεν μπορούσε να καταλάβει την απελπισία της. Τον αγώνα της να καταστήσει αθάνατο το παιδί της, σαν την ίδια, βαπτίζοντάς το στο αθάνατο νερό της Στύγας. Στο νερό στο όνομα του οποίου του ορκίζονταν οι ίδιοι οι θεοί με όρκο βαρύ ξέροντας πως σκληρή τιμωρία περίμενε τους επίορκους. Τίποτε από όλα αυτά όμως δε θέλησε να καταλάβει ο Πηλέας και την απομάκρυνε από τη ζωή του γιου της.
Παρότι όμως δε ζούσε μαζί του, δε σταμάτησε ποτέ να νοιάζεται και να φροντίζει τον μικρό Αχιλλέα. Κι όσο αυτός μεγάλωνε και τράνευε, η ίδια αισθανόταν χαρά και καμάρι.
Αλίμονο όμως! Βίωνε και μια απύθμενη λύπη κι αγωνία, καθώς γνώριζε τι επιφύλασσαν οι μοίρες γι’ αυτόν. Γιατί την καταραμένη ώρα που τη σταμάτησε ο Πηλέας, εκείνη κρατούσε το μωρό από τη φτέρνα και δεν πρόλαβε να βουτήξει και τα πόδια του στα τρομερά νερά. Αυτό ήταν και η καταδίκη του, γιατί η φτέρνα πλέον ήταν το τρωτό του σημείο και εκείνο που στο τέλος, χτυπημένο από δηλητηριασμένο βέλος, θα τον σκότωνε.
Δεν μπόρεσες να κάνεις κάτι γι’ αυτό; Είσαι θεά και οι διασυνδέσεις σου με τον Όλυμπο θα μπορούσαν να σε βοηθήσουν να αποτρέψεις το κακό, άκουσε το μουγκρητό του αέρα που φυσούσε έντονα, καθώς είχε φτάσει πλέον πολύ κοντά στον προορισμό της. Της φάνηκε ότι την επέκρινε ή ήταν ιδέα της;
«Προσπάθησα» φώναξε «μόνο ο Δίας ξέρει πόσο προσπάθησα να αλλάξω τη μοίρα του. Προσπάθησα να τον προστατέψω, παρόλη τη ματαιότητα του εγχειρήματος. Πάντα ήμουν κοντά του όταν υπήρχε οποιοσδήποτε κίνδυνος. Κατάφερα να ξεπεράσει τους μικρούς και μεγάλους κινδύνους που παρουσιάζονται στη ζωή ενός παιδιού καθώς μεγαλώνει. Δύο φορές όμως απέτυχα και τότε κατάλαβα ότι πάλεψα με το αδύνατο. Οι μοίρες συνέχιζαν το έργο τους και δεν επρόκειτο να αλλάξουν τίποτα στη ροή του. Η Λάχεσις μοίραζε τον κλήρο της, η Κλωθώ ύφαινε με ζέση το νήμα της ζωής του συνεχώς κι η Άτροπος περίμενε υπομονετικά την ώρα που θα άνοιγε το ψαλίδι της για να κόψει την πολύτιμη κλωστή. Κανείς άνθρωπος ή θεός δεν μπορούσε να επέμβει στην κρίση τους. Παρόλα αυτά, εγώ για χάρη του γιου μου συνέχισα να προσπαθώ και να ελπίζω». Δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα από τα μάτια της υπακούοντας λες στον τόνο που έδιναν τα πόδια της καθώς συνέχιζαν να τρέχουν.
Γιατί είπες ότι δύο φορές απέτυχες να τον προστατέψεις; Ποιες ήταν; Γιατί τις θεώρησες καθοριστικές; ρώτησε το νερό με βρυχηθμούς, καθώς ανάβλυζε άφθονο κι ορμητικό από την χθόνια πηγή, δημιουργώντας τον ποταμό που πότιζε τον Άδη. Εκείνη κοντοστάθηκε, πήρε μια ανάσα και με το βλέμμα χαμένο στις αναμνήσεις συνέχισε την ιστορία της.
«Η πρώτη φορά ήταν όταν ο Πάρης έκλεψε την Ωραία Ελένη και ξεσηκώθηκαν όλοι οι Έλληνες βασιλιάδες εναντίον της Τροίας προκειμένου να τηρήσουν την υπόσχεση που είχαν δώσει στον Μενέλαο. Τότε ο μάντης Τειρεσίας είχε δώσει χρησμό, ότι η Τροία δε θα πέσει χωρίς τον Αχιλλέα. Γι’ αυτό και κίνησε ο Οδυσσέας της Ιθάκης στη Σκύρο, στο παλάτι του Λυκομήδη, να στρατολογήσει τον Αχιλλέα. Εγώ όμως γνώριζα την προφητεία που έλεγε ότι ο γιος μου, είτε θα ζούσε μια μακρά και ανιαρή ζωή, είτε θα πέθαινε νέος και φοβήθηκα ότι ήρθε το τέλος. Γι’ αυτό τον συμβούλεψα να ντυθεί με γυναικεία ρούχα και να κρυφτεί ανάμεσα στις γυναίκες της αυλής. Αλίμονο όμως, δεν έπιασε το σχέδιό μου. Ο Οδυσσέας ήταν πιο πανούργος από μένα και ξεγέλασε τον νεαρό με τη γυναικεία ενδυμασία. Ανάμεσα στα χρυσαφικά που πρόσφερε στις γυναίκες ως δώρα, είχε και όπλα. Ένα σπαθί, ένα δόρυ και μια ασπίδα, που κίνησαν το ενδιαφέρον του παλικαριού μου. Κι όταν ο Οδυσσέας σήμανε την πολεμική σάλπιγγα, ο Αχιλλέας αυθόρμητα άρπαξε τα όπλα κι έτσι αποκαλύφθηκε.
»Βλέπετε, ο Χείρωνας ήταν σοφός και δίδασκε στα παιδιά την αρετή, αλλά δεν κατάφερε να υπερβεί την εποχή του. Μαζί με την ηθική και τα γράμματα τους έμαθε και να πολεμούν. Τους δίδαξε την τέχνη του πολέμου, αλλά δεν τους έμαθε ότι όλα τα δεινά προέρχονται από αυτόν. Τους έμαθε να είναι άντρες σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής. Ένας άντρας πρέπει να είναι σκληρός, δυνατός και γενναίος. Όχι μόνο να ζει, αλλά αν χρειαστεί και να πεθαίνει σαν ήρωας. Δεν τους έμαθε ότι οι πόλεμοι γίνονται για τα συμφέροντα κάποιου βασιλιά κι όχι για ανώτερους ηθικούς σκοπούς, όπως διατείνονται οι υπέρμαχοι της σύγκρουσης. Τα αγόρια θεωρείται ότι πρέπει να παίζουν μόνο με όπλα και οι μαθητές του σοφού Χείρωνα δεν ξέφυγαν από την κυνική αυτή αντίληψη. Γι’ αυτό και το παιδί μου αντέδρασε αντανακλαστικά στην πρόκληση του Οδυσσέα. Τότε κατάλαβα ότι δεν είχα άλλη επιλογή, παρά να τον αφήσω να πολεμήσει. Του έδωσα όμως την πανοπλία του πατέρα του, που την είχε κατασκευάσει ο ίδιος ο Ήφαιστος, για να τον προστατεύει στο πεδίο της μάχης. Ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω πλέον. Έστελνα το παιδί μου στον πόλεμο και μόνο μία μάνα ξέρει πόσο ψυχοφθόρο είναι αυτό.
»Κι ύστερα η δεύτερη φορά που απέτυχα ήταν όταν σκοτώθηκε ο καλύτερός του φίλος, ο Πάτροκλος. Από τα βάθη του ωκεανού άκουσα την απόκοσμη, απελπισμένη κραυγή του γιου μου που θρηνούσε και κατάλαβα ότι πλησίαζε το τέλος. Με πόνο καρδιάς βγήκα από τη θάλασσα και τον αντάμωσα στην ακρογιαλιά. Προσπάθησα να τον παρηγορήσω. Τον προειδοποίησα ότι αν σκότωνε τον Έκτορα θα έχανε κι ο ίδιος τη ζωή του. Οποία ματαιότης! Το μόνο που έλαμπε στα μάτια του ήταν η δίψα της εκδίκησης. Με όποιο κόστος! Δε μου έμενε λοιπόν να κάνω τίποτε άλλο. Του ζήτησα να μου δώσει λίγο χρόνο κι έτρεξα στον Όλυμπο. Ικέτεψα τον Ήφαιστο να κατασκευάσει καινούρια πανοπλία με όλη τη θεϊκή του μαεστρία, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σώσω το παιδί μου. Ο καλός μου φίλος δέχτηκε κι έφτιαξε όπλα θαυμαστά. Το πιο λαμπρό απ’ όλα ήταν η ασπίδα που όμοιά της δεν είχε ξαναγίνει. Ο Ήφαιστος, πάντα ονειροπόλος, έβαλε στην κατασκευή της όλη τη μαεστρία και φαντασία που διέθετε». Με θαμπό βλέμμα απάγγειλε μέσα στη νύχτα, αναθυμούμενη την θεϊκή τέχνη του όπλου που θα προστάτευε τον μοναχογιό της.
«Με χρυσό, ασήμι, καλάι και άλλα πολύτιμα υλικά διακόσμησε την ασπίδα. Πέντε κύκλους έφτιαξε και μέσα σ’ αυτούς έκλεισε τον κόσμο όλο. Σχημάτισε μέσα στον πρώτο κύκλο, τη γη, τον ουρανό με τα αστέρια του, τη θάλασσα, τον ήλιο και το φεγγάρι. Στον δεύτερο, κατέδειξε τη διαφορά πολέμου και ειρήνης, ενώ στον τρίτο και στον τέταρτο σμίλεψε τον μόχθο της αγροτικής ζωής και της κτηνοτροφίας με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Στον πέμπτο κύκλο ζωντάνεψε τον Ωκεανό, το ποτάμι που περιβάλλει ολόκληρη τη γη. Ήταν μια ασπίδα άξια να σκεπάσει το σώμα ενός ήρωα».
Η Θέτιδα είδε μπροστά της πως είχε φτάσει πλέον στο τέρμα του δρόμου της και τάχυνε ξανά το βήμα της στο υπόλοιπο της διαδρομής. Τότε σταμάτησε μπροστά σε ένα μικρό βράχο πάνω στον οποίο κάθισε για να πάρει ανάσα. Είχε προλάβει.
Γύρω της κυριαρχούσε μια απόκοσμη σιωπή. Μόνο ο ήχος του θυμωμένου νερού, που ξεπηδούσε ορμητικό από την πηγή, ακουγόταν. Όλα ήταν σκοτεινά. Ακόμη και η σελήνη δεν μπορούσε να διαπεράσει τα σκοτεινά φυλλώματα των δέντρων. Μια έντονη οσμή κυριαρχούσε παντού και επέτεινε το δυσάρεστο συναίσθημα που δημιουργούσε το ήδη δυσοίωνο περιβάλλον. Θαρρείς και τα πάντα τα είχε διαποτίσει η θλίψη και η κατήφεια.
«Ούτε η ασπίδα τον προστάτεψε, ούτε οι παρακλήσεις μου στις μοίρες» συνέχισε μελαγχολική την ιστορία της. «Τον έχασα κι έχασα το φως μου, τη χαρά μου και τη δύναμη που μου έδινε ζωή. Ζούσα και ανέπνεα πλέον, επειδή όντας αθάνατη, δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Ήμουν μια ζωντανή νεκρή».
Καταλαβαίνω τον πόνο σου, αλλά νομίζω κάθε μάνα που χάνει το παιδί της αισθάνεται το ίδιο, άκουσε μια κουκουβάγια να της φωνάζει από την κουφάλα ενός γέρικου δέντρου. Και τι γυρεύεις τελικά εδώ; Όσο και να πονάς δεν βλέπω τι μπορεί να σε έχει φέρει σε αυτό το ζοφερό μέρος.
«Έχεις δίκιο» απάντησε η Θέτιδα. «Δεν είμαι η μοναδική μάνα στον κόσμο που χάνει το παιδί της και πονάει. Πέρασε άλλωστε αρκετός καιρός από τότε και έμαθα να ζω σε αυτή την κατάσταση. Η καρδιά μου πονούσε έτσι κι αλλιώς, αλλά ο πόνος, που είχε κατακλύσει το κάθε μου κύτταρο, έφτασε να μουδιάσει τελικά την ψυχή μου και να αποδεχτώ την απώλεια, όπως είναι γραμμένο για κάθε άνθρωπο ή θεό. Ώσπου ήρθε εκείνη η μέρα. Η μέρα που άκουσα, τυχαία το ομολογώ, μια φριχτή πληροφορία που με έφερε σε απόγνωση».
2
«Ήταν γιορτή μεγάλη. Τα Παναθήναια γιορτάζονταν με όλη τους τη μεγαλοπρέπεια και οι διαγωνιζόμενοι στους γυμνικούς αγώνες πάσχιζαν να αποκτήσουν το πολύτιμο έπαθλο: το στεφάνι ελιάς και το πιθάρι με το ιερό λάδι. Οι αθλητές παρουσίαζαν τις ικανότητές τους προσπαθώντας να καταρρίψουν τα όρια των προηγούμενων διαγωνιζόμενων. Τα χρήματα από το έπαθλο και η δόξα που τους περίμενε τους έκανε να ξεπερνούν τον εαυτό τους. Οι μουσικοί έπαιζαν τους αυλούς και τις κιθάρες τους όσο πιο αρμονικά μπορούσαν ενώ οι αοιδοί τραγουδούσαν τα κατορθώματα των ηρώων στον Τρωικό πόλεμο ή τις περιπέτειες του Οδυσσέα μέχρι να γυρίσει στην Ιθάκη.
»Ήμουν καλεσμένη του άρχοντα των Αθηνών στη μεγάλη γιορτή και παρακολουθούσα σχεδόν αδιάφορα τα τεκταινόμενα, καθώς περιπλανιόμουν στους χώρους όπου γινόντουσαν οι αγώνες. Κάποια στιγμή έφτασα στο χώρο που διεξάγονταν οι αγώνες τραγουδιού. Εκεί ο Φήμιος, ο αοιδός, τραγουδούσε αποσπάσματα από τις περιπέτειες του Οδυσσέα όπως τις είχε απαθανατίσει ο Όμηρος, ο περίφημος αφηγητής του Τρωικού πολέμου. Ήξερα για το έργο του, αλλά την Ιλιάδα δεν είχα καταφέρει ποτέ να την ακούσω ως το τέλος. Δεν άντεχα να ακούσω για το θάνατο του μονάκριβού μου, Αχιλλέα. Μου έφτανε που το μυαλό μου καθημερινά αναβίωνε τη σκηνή. Δεν ήθελα να το ακούω και από ανθρώπους οι οποίοι το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να διασκεδάσουν τους άρχοντες και το κοινό, προσβλέποντας σε δόξα και υλική ανταμοιβή. Είχα ακούσει επίσης αποσπασματικά, στίχους και από το άλλο του έργο, την περίφημη Οδύσσεια. Κι αυτή όμως, μου ήταν το λιγότερο αδιάφορη, για να μην πω δυσάρεστη. Ο λόγος; Ότι ακόμα κι ο Οδυσσέας, παρότι περιπλανήθηκε και ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα, κατάφερε στο τέλος να γυρίσει ζωντανός στην Ιθάκη. Να σμίξει με τη γυναίκα και το γιο του και να κερδίσει ξανά το βασίλειό του. Ενώ ο γιος μου έφυγε νωρίς από τη ζωή, χωρίς να προλάβει να απομυζήσει όλους τους χυμούς της.
Άκουγα λοιπόν στη γιορτή με μισή καρδιά τον Φήμιο να απαγγέλει την κατάβαση του Οδυσσέα στον Άδη για να πάρει το χρησμό του Τειρεσία. Στράφηκα να φύγω με σκοπό να πάω σε άλλο στάδιο, να παρακολουθήσω κάποιον άλλο αγώνα για να μην ακούσω τη συνέχεια. Δεν πρόλαβα όμως. Μέσα στην παραζάλη μου άκουσα να αναφέρεται το όνομα του γιου μου. Γύρισα αμέσως πίσω για να μάθω τον λόγο.
Ο Φήμιος λοιπόν, περιέγραφε τη συνάντηση του Οδυσσέα με τον Αχιλλέα στον Κάτω Κόσμο, το βασίλειο του Άδη. Εκεί ο Οδυσσέας εκθείαζε τον Αχιλλέα και τον μακάριζε για την τύχη του, όχι μόνο να τιμάται σαν θεός όσο ζούσε, αλλά να έχει και μεγάλη δύναμη ακόμη και νεκρός. Γι’ αυτό κατέληξε, ο πανούργος άνθρωπος, πως, δεν θα έπρεπε να θλίβεται ο ήρωας που δε ζούσε πια.
»Η ανάσα μου κόπηκε καθώς άκουσα όλα αυτά. Ήταν απίστευτο το θράσος αυτού του πονηρού θνητού, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Το χειρότερο ήρθε όταν άκουσα την απάντηση του Αχιλλέα:
Κάλλιο στη γης να βρισκόμουν κι ας δούλευα σε ανθρώπου μικρού με δίχως βιος πολύ,
παρά στον Άδη να είμαι και βασιλέας να λέγουμαι των πεθαμένων όλων
»Άρχισα να τρέμω στο άκουσμα από αυτά τα γεμάτα παράπονο λόγια και απομακρύνθηκα τρικλίζοντας, χωρίς να βλέπω μπροστά μου. Έτρεξα στη θάλασσα και κάθισα ανάμεσα στα βράχια που τα χτυπούσε το κύμα μήπως καταλαγιάσει η τρικυμία της ψυχής μου. Προσπαθούσα να ανασάνω κι αν δεν ήμουν αθάνατη, ίσως τη μέρα εκείνη να έδινα τέλος στη ζωή μου.
»Δεν μπορούσα να δεχτώ αυτό που άκουσα. Η μόνη παρηγοριά μου –αν μπορούσα να την πω έτσι– ήταν ότι το παιδί μου ή μάλλον η ψυχή του, βρισκόταν στα Ηλύσια Πεδία και απολάμβανε την αιώνια άνοιξη με τα ολάνθιστα λιβάδια τους.
»Αλίμονο όμως! Ο Όμηρος με αυτούς τους στίχους, μου διέλυσε κάθε αυταπάτη. Η ψυχή του γιου μου ήταν δυστυχισμένη. Απόλυτα και τελεσίδικα δυστυχισμένη. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά θα ήταν και για πάντα, στο βάθος όλων των αιώνων που θα έρχονταν στη γη.
»Δεν ήταν δυνατό αυτό, δεν μπορούσα να συνεχίσω να ζω γνωρίζοντας αυτή τη φριχτή αλήθεια. Τι είχε φταίξει ο άμοιρος ο γιος μου, που απλώς είχε ακολουθήσει το πεπρωμένο του σαν ήρωας, όσο κι αν εγώ είχα προσπαθήσει για το αντίθετο; Κι εγώ μια θεά, μια Νηρηίδα, κόρη του αιώνιου Ωκεανού, όχι μόνο απέτυχα να προστατέψω το παιδί μου, αλλά ολότελα ανήμπορη άφηνα την ψυχή του να περιπλανιέται στο έρεβος του Κάτω Κόσμου, χωρίς ελπίδα.
»Ούρλιαξα από την οργή και την απόγνωσή μου. Δεν άντεχα άλλο. Βούτηξα στην αγαπημένη μου θάλασσα να πάρω δύναμη και κουράγιο. Το μυαλό μου δούλευε ασταμάτητα. Κάτι έπρεπε να κάνω, δεν ήταν δυνατόν να αποδεχτώ ότι το παιδί μου υπέφερε. Έπρεπε να δράσω, να παλέψω γι’ αυτόν. Πώς όμως; Σε ποιανού θεού τα πόδια να προσπέσω μήπως και καταφέρω να αλλάξω τη μοίρα του; Κάτι που ποτέ δεν είχε ξαναγίνει και το ήξερα καλά».
Η Θέτιδα τώρα είχε σταματήσει να κλαίει. Η ανάσα της έβγαινε πιο γρήγορη, τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει από την ένταση και η φωνή της πλέον έβγαινε πιο δυνατή και πιο αποφασιστική. Κοίταξε γύρω της με έντονο και διαπεραστικό βλέμμα. Η αχλή που δημιουργούσαν η υγρασία και οι ατμοί από τα μαύρα νερά, καθώς και τα πανύψηλα δέντρα που την πλαισίωναν, μόλις που άφηναν να περάσει αμυδρά το φως του ολόγιομου φεγγαριού. Παρόλα αυτά, βλέποντας τη θέση του, κατάφερε να υπολογίσει την ώρα. Ήθελε ακόμη λίγο για τα μεσάνυχτα. Γύρω της επικρατούσε σιωπή, καθώς όλα τα έμψυχα αλλά και τα άψυχα όντα περίμεναν ανυπόμονα τη συνέχεια της ιστορίας της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε.
«H θάλασσα με ηρέμησε με τον τρόπο που μόνο εκείνη ξέρει να γαληνεύει τα παιδιά της. Κανακεύοντάς τα μέσα στη δροσερή, υδάτινη αγκαλιά της και ψιθυρίζοντάς τους λόγια παρηγοριάς με τον απαλό φλοίσβο των κυμάτων της. Και τότε μια ιδέα άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό μου. Μια ιδέα άπιαστη και ανέφικτη. Ήταν ωστόσο η μόνη λύση. Και ο μόνος που μπορούσε να την εφαρμόσει ήταν ο πατέρας θεών και ανθρώπων, ο μοιραγέτης Δίας.»
»Πώς όμως θα τον έπειθα να προχωρήσει σ’ αυτό το τρελό εγχείρημα που προέκυψε από την απόγνωσή και θέριεψε μέσα από ανυπόστατη ελπίδα; Έχοντας συνέλθει εντελώς, έτρεχα προς στον Όλυμπο αποφασισμένη να παλέψω για το ακατόρθωτο. Και ταυτόχρονα με τον νου μου έψαχνα για επιχειρήματα, πρόβαρα τα λόγια μου, αντέκρουα τις διαφωνίες και επέλεγα τους πιθανούς τρόπους που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω για να πείσω τον Δία να δεχθεί και να εφαρμόσει την ιδέα μου.
»Φτάνοντας στον Όλυμπο άρχισα να τον αναζητώ, προσπερνώντας τους θεούς και τις θεές που απολάμβαναν αμέριμνοι τη γαλήνη και την ευωχία που κυριαρχούσε στο θεϊκό παλάτι. Τελικά τον βρήκα στον εξώστη του ιερού βουνού, μόνο του, ευτυχώς. Καθόταν σε έναν περίτεχνο πέτρινο θρόνο κι ατένιζε την επικράτειά του. Αναθάρρησα βλέποντας το αμυδρό χαμόγελο που χάραζε τα χείλη του και μαλάκωνε το βλοσυρό βλέμμα της ευθύνης του κόσμου στα μάτια του. Έτρεξα και προσκύνησα μπροστά του βάζοντας το ένα χέρι στο γόνατό του και αγγίζοντας με το άλλο τη γενειάδα του. Ήμουν ικέτιδα τη στιγμή αυτή κι έπρεπε να τηρήσω το τελετουργικό.
̶ Δία παγγενέτη, εσύ που δίκαια ορίζεις τη ζωή κάθε πλάσματος στη φύση, άκουσέ με να ανοίγω την καρδιά μου, ώστε να φανεί η χαίνουσα πληγή της που αιμορραγεί χρόνια τώρα. Κι ενώ με μεγάλη προσπάθεια κατάφερα να την κρατήσω καθαρή και σταθερή –ξέροντας ότι δε θα έγιανε ποτέ– έμαθα κάτι κι η πληγή πλέον κακοφόρμισε. Χολή και πύον ξεχύνονται από μέσα της και δηλητηριάζουν το σώμα και τον νου μου. Λυπήσου με βασιλιά μου και βοήθησε να διορθωθεί η αδικία που αισθάνομαι.
̶ Έλα, έλα, χαμογέλασε ο μεγάλος θεός, χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου. Σήκω Θέτιδα και κάθισε δίπλα μου. Το ξέρεις ότι είσαι η αγαπημένη μου θεά. Πες μου λοιπόν τι συμβαίνει για να το ξεκαθαρίσουμε.
»Δεν φαντάζονταν ο δόλιος τι θα του ζητούσα, γιατί ούτε άνθρωπος ούτε θεός θα χώραγε στο μυαλό του τέτοιο αίτημα. Δε δίστασα όμως καθόλου στη σκέψη αυτή και κάθισα δίπλα του όπως μου ζήτησε.
̶ Για πες μου τώρα τι σε έκανε να έρθεις εδώ γεμάτη δάκρυα και να ζητάς τη βοήθειά μου; Για ποιαν αδικία μιλάς που εγώ δεν την έχω αντιληφθεί;
»Πήρα μια βαθιά ανάσα.
– Είμαι θεά, αφέντη μου, είμαι αθάνατη, είμαι μια Νηρηίδα. Όμως πάνω από όλα είμαι γυναίκα και η μοίρα μου τελικά μόνο από αυτό ήταν προδιαγεγραμμένη. Ζούσα χαρούμενη με τις αδερφές μου στο θαλασσινό παλάτι του Νηρέα, του πατέρα μου και χαιρόμουν την αθανασία μου και την ξεγνοιασιά μου, ώσπου άρχισες εσύ ο ίδιος να αντιμάχεσαι με τον αδερφό σου τον Ποσειδώνα για την αγάπη μου. Κι αν δεν σου αποκάλυπτε η Θέμιδα ότι θα έφερνα κάποτε στη ζωή έναν γιο που θα ήταν δυνατότερος από τον πατέρα του, ήσουν έτοιμος να γίνεις εσύ ο πατέρας του γιου μου. Τρόμαξες όμως και αποφάσισες άμεσα, με τη σύμφωνη γνώμη του Ποσειδώνα, να με παντρέψεις μ’ έναν θνητό, τον Πηλέα. Ήμουν γυναίκα και δε θεώρησες σκόπιμο να με ρωτήσεις ή να μου εξηγήσεις. Συγχώρεσε με, άρχοντα μου. Δεν παραπονιέμαι, ούτε σε ψέγω. Τα γεγονότα σου παραθέτω για να κρίνεις και να κατανοήσεις το πώς αισθάνομαι. Παντρεύτηκα λοιπόν αυτόν που διάλεξαν οι θεοί για μένα και βίωσα ως γυναίκα τη μεγαλύτερη ευδαιμονία όταν κράτησα στα χέρια μου τον πρωτότοκο γιο μου. Σαν μάνα πλέον, πρώτο μου μέλημα ήταν να τον προστατέψω από οτιδήποτε κακό θα μπορούσε να του συμβεί. Και πες μου, με το χέρι στην καρδιά, ποια μάνα που θα είχε τη δυνατότητα, δεν θα προσπαθούσε να καταστήσει το παιδί της αθάνατο; Έτσι κι εγώ προσπάθησα να τον βαφτίσω στης Στύγας τα σκοτεινά νερά, για να του χαρίσω την αθανασία. Πάλι όμως ήρθα αντιμέτωπη με τη μοίρα. Ο θνητός σύζυγός μου δε με άφησε να ολοκληρώσω το έργο μου. Αλλά έστω κι έτσι είχα την ελπίδα ότι ο γιος μου θα ζούσε πάρα πολλά χρόνια μιας και το μόνο τρωτό του σημείο ήταν η φτέρνα του. Ακολούθησε όμως ο χρησμός που του έδινε την επιλογή να ζήσει ταπεινά ή να πεθάνει νέος, πολεμώντας σαν ήρωας. Ούτε αυτή την επιλογή κατάφερα να καθορίσω. Και παρά την θεοποίητη πανοπλία που του έδωσα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τον προστατέψω, έχασε τη ζωή του από ένα φαρμακερό βέλος. Οι μοίρες είχαν ολοκληρώσει το έργο τους. Αποδέχτηκα την ήττα μου λοιπόν και θρήνησα το παιδί μου όπως κάθε μάνα θρηνεί το χαμό του παιδιού της. Μόνη μου παρηγοριά ήταν ότι πέθανε όπως ήθελε αυτός. Σαν ήρωας. Κι ευελπιστούσα μέχρι τώρα ότι η ψυχή του στα Ηλύσια πεδία θα ήταν χαρούμενη και μακάρια».
»Το πρόσωπό του όσο μιλούσα είχε σκυθρωπιάσει και τα πυκνά του φρύδια είχαν σμίξει πάνω από τα μάτια του.
̶ Γνωρίζω Θέτιδα τα πάθη σου και το πόσο δύσκολο ήταν για σένα να δεχθείς το χαμό του παιδιού σου. Δεν καταλαβαίνω όμως, μετά από τόσα χρόνια τι συνέβη και σε έκανε να προστρέξεις στα πόδια μου;
̶ Έχεις δίκιο, του είπα. Έγινε κάτι που μου προκάλεσε μεγαλύτερο πόνο, αν είναι δυνατόν, από τον ίδιο τον θάνατο του γιου μου. Έμαθα από έναν ραψωδό ότι ο Αχιλλέας είναι δυστυχισμένος στον Άδη. Ότι μετάνιωσε για την απόφασή του να πεθάνει ηρωικά και ότι με προθυμία θα αντάλλαζε την μεταθανάτια δόξα του με μια ταπεινή ζωή. Αυτή η είδηση λοιπόν με έκανε να τρέξω εδώ για να ζητήσω τη βοήθειά σου. Πρέπει να καταλάβεις πως δεν μπορώ να ζω, δεν αντέχω να ζω με αυτή τη γνώση. Ο πόνος, μου καίει τα σωθικά και πρέπει με κάθε τρόπο να βοηθήσω το παιδί μου.
̶ Πώς; αναφώνησε γεμάτος απορία. Η λύπη σου σάλεψε τα μυαλά; Εσύ, μια θεά, λες τέτοιες ανοησίες; Πώς δηλαδή θα μπορέσεις να βοηθήσεις έναν νεκρό;
̶ Μη θυμώνεις, γλυκέ μου πατέρα κι άκουσέ με. Θυμήσου όταν η Ήρα, η Αθηνά κι ο Ποσειδώνας συνωμότησαν εναντίον σου και σχεδίαζαν να σε δέσουν για να περιορίσουν την εξουσία σου. Θυμήσου πώς σε βοήθησα όταν κάλεσα τον εκατόγχειρα Βριάρεω να σταθεί δίπλα σου στον Όλυμπο και απέτρεψα τα σχέδιά τους! Θέλω να με εμπιστευτείς όπως τότε και να με ακούσεις, γιατί βρήκα τον τρόπο να βοηθήσω τον, όπως λες, νεκρό και να διορθώσω την αδικία που έχει συμβεί.
̶ Δεν κατάλαβα όμως ακόμη για ποια αδικία μιλάς. Είναι θλιβερή η περίπτωση του Αχιλλέα, αλλά δεν είναι η μοναδική. Λοιπόν;
»Είχε ηρεμήσει λίγο, αναθυμούμενος προφανώς τη χάρη που μου χρωστούσε.
̶ Η αδικία είναι ότι ο Αχιλλέας, μεγαλωμένος σε έναν κόσμο όπου οι συνήθειες και οι επιταγές του, προτάσσουν μια πολεμική οπτική των πραγμάτων καλύπτοντάς την με αισθήματα θριάμβου, πατριδολατρίας και ηρωισμού έγινε θύμα. Θύμα της μοίρας που υποτίθεται ότι του έδινε επιλογή, αλλά στην ουσία ήταν προδιαγεγραμμένη. Σαν να ρωτάς ένα μικρό παιδί αν θέλει να φάει έναν δυναμωτικό χυλό ή ένα γλυκό έδεσμα. Ξέρουμε όλοι τι θα προτιμήσει. Αυτή την αδικία εννοώ και θέλω να τη διορθώσω. Και για να γίνει αυτό μόνο ένας τρόπος υπάρχει: Να με βοηθήσεις να αλλάξουμε τη μοίρα του.
Πετάχτηκε όρθιος σαν αστραπή με το σώμα του να τρέμει από την ταραχή και τα μάτια του να πετούν οργισμένες σπίθες.
̶ Ο μόνος λόγος που σε ακούω ακόμη είναι γιατί γνωρίζω πως σ’ έχει τρελάνει η θλίψη. Τη μοίρα δεν μπόρεσα να την αλλάξω ούτε όταν ο αγαπημένος μου γιος ο Σαρπηδόνας έπεφτε νεκρός από χέρι του Πάτροκλου. Δε γνωρίζεις ότι ούτε για μένα είναι δυνατό να αλλάξω τη μοίρα; Δε γνωρίζεις τι ανισορροπία θα έφερνε αυτό σε θεούς και ανθρώπους;
»Φοβήθηκα την βλοσυρή ματιά του. Δεν μπορούσα όμως επ’ ουδενί να υποχωρήσω. Δεν είχα καμιά άλλη επιλογή.
̶ Το γνωρίζω μεγάλε Δία. Και ναι! Η θλίψη με διαλύει, αλλά ξέρω πολύ καλά τι λέω. Πρέπει να με ακούσεις, γιατί στο κάτω κάτω εσύ ήσουν η αιτία που παντρεύτηκα τον Πηλέα και τώρα βρίσκομαι εδώ. Γιατί φοβήθηκες μην χάσεις την εξουσία σου. Δύο φορές σε έσωσα λοιπόν και τώρα ζητώ να με συντρέξεις. Ο μόνος τρόπος για να αλλάξεις τη μοίρα, χωρίς ιδιαίτερες πιστεύω επιπτώσεις, είναι να γυρίσεις πίσω το χρόνο. Θα βρεθώ πίσω στη Στύγα και με τη γνώση των μελλούμενων πλέον, θα προλάβω να βουτήξω όλο το παιδί στα μαύρα νερά της. Κι ενώ ο Αχιλλέας θα είναι πλέον αθάνατος θα φροντίσεις όλα τα υπόλοιπα να εξελιχθούν σύμφωνα με το σχέδιο της μοίρας. Το μόνο που θα αλλάξει θα είναι ο ρόλος του Αχιλλέα. Μόνο ο χρόνος, που εσύ εξουσιάζεις, μπορεί να μας βοηθήσει σε αυτό.
̶ Δε γίνονται αυτά που λες. Να ξεγελάσω τις μοίρες; Αν είναι δυνατόν!
̶ Είναι δυνατόν. Γυρνώντας ο χρόνος πίσω, θα γυρίσει και για τις μοίρες. Κι έτσι θα καθορίσουν από την αρχή τις ζωές των ανθρώπων αυτής της εποχής.
̶ Έχεις παρανοήσει και δεν ξέρεις τι λες! βρυχήθηκε ο Ολύμπιος θεός. Καταλαβαίνεις τι μου ζητάς; μου ζητάς να παραβώ κάθε φυσικό και ηθικό νόμο, να διαταράξω την ηθική τάξη των πραγμάτων για να αποκαταστήσω μια ανθρώπινη ψυχή που λες ότι αδικήθηκε. Μα μήπως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αδικούνται από τις μοίρες; Τι προτείνεις; Να τους κάνω όλους αθάνατους για να διορθώσω την αδικία;
̶ Αυτό είναι μια άλλη συζήτηση, ω Δία. Αν εσύ σαν πατέρας θεών και ανθρώπων μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο, θα με ενδιέφερε πολύ να ακούσω γιατί δεν το κάνεις. Και ναι. Οι θνητοί πράγματι αδικούνται, αλλά δε φταίνε πάντα οι μοίρες γι’ αυτό. Ο τρόπος που λειτουργεί η κοινωνία τους, δημιουργεί τις αδικίες. Εσύ το γνωρίζεις καλά αυτό, αλλά προσπαθείς να υπεκφύγεις. Εγώ όμως τώρα σου μιλάω για την άδικη μοίρα του δικού μου παιδιού. Την οποία δεν μπορώ να αποδεχτώ και γι’ αυτό σου ζητάω να την ακυρώσεις. Είμαι απελπισμένη και σε παρακαλώ. Άλλαξε τη μοίρα του γιου μου. Σε ικετεύω!
»Ο Δίας πετάχτηκε όρθιος και παραλίγο να πέσω, καθώς έχασα την ισορροπία μου έτσι όπως ήμουν γονατισμένη μπροστά του. Ήταν φανερό ότι βρισκόταν σε μεγάλη αναστάτωση.
̶ Φύγε Θέτιδα! Με έβαλες σε μεγάλο δίλημμα. Φύγε κι έλα αύριο το πρωί να σου απαντήσω.
»Θεώρησα πως ήταν καλύτερα να μη μιλήσω άλλο. Φοβόμουν μην χάσω έστω κι αυτό το λίγο έδαφος που φαινόταν να έχω κερδίσει. Έσκυψα το κεφάλι με σεβασμό κι έφυγα. Κατέβηκα ροβολώντας μέχρι τους πρόποδες του Ολύμπου όπου κι έκατσα πλάι στη θάλασσα για να πάρω κουράγιο. Πώς θα περνούσαν οι υπόλοιπες ώρες, μέχρι να μάθω την απόφασή του;
»Δεν ήθελα να δω κανέναν. Ούτε θεό, ούτε άνθρωπο. Κατέφυγα στο Δίον, στο ιερό του Δία, για να απομονωθώ. Προσκύνησα το άγαλμά του και αποσύρθηκα στη σκιά των δέντρων που περιστοίχιζαν το ναό. Το μυαλό μου δούλευε πυρετωδώς και οι σκέψεις εναλλάσσονταν πότε αισιόδοξες και πότε βουτηγμένες μέσα στη μαύρη απελπισία. Αποκαμωμένη με πήρε ο ύπνος και είδα ένα παράξενο, όσο και όμορφο όνειρο. Είδα τον Αχιλλέα μου. Ήταν παιδάκι και τον κρατούσα από το χέρι, καθώς περπατούσαμε σε ένα μονοπάτι του Ολύμπου. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος και ο ήλιος έλαμπε ολόλαμπρος. Υπέροχοι ήχοι από το κελάηδημα κοτσυφιών και καρδερίνων χάιδευαν τα αυτιά μας, ενώ από μακριά ακούγονταν το κελάρυσμα ενός μικρού ποταμιού που έτρεχε να ενωθεί με τα υπόλοιπα ρυάκια. Ευωδιά από λουλούδια που φύτρωναν εδώ κι εκεί ηρεμούσε τις αισθήσεις και δημιουργούσε ένα αίσθημα ευφορίας και ηρεμίας. Διάφοροι θάμνοι ξεπρόβαλλαν στο δρόμο μας: Πουρνάρια, κουμαριές, σφεντάμια και φιλλυρέες ομόρφαιναν το τοπίο ακόμη περισσότερο. Ο μικρός γελούσε χαρούμενος και χοροπηδούσε καθώς περπατούσε δίπλα μου. Κάποια στιγμή τράβηξε το χέρι του από το δικό μου κι έτρεξε μπροστά. Τον φώναξα με αγωνία και τότε αυτός γύρισε τρέχοντας προς το μέρος μου τείνοντας μου με το χεράκι του ένα μικρό κλαδί που μοσχοβολούσε. Μου το έδωσε χαμογελώντας κι όταν το πήρα, διαπίστωσα ότι ήταν ένα κλαδί από ρίγανη. Κοίταξα καλύτερα και είδα ότι υπήρχαν πολλά φυτά ρίγανης που κάλυπταν, ως εκεί που έφτανε το μάτι μου, όλο το μονοπάτι που βαδίζαμε. Κοίταξα τον μικρό μου και είδα τα μάτια του που έλαμπαν και το χαμόγελο που ομόρφαινε το γλυκό του στόμα. Ξύπνησα με τη λαχτάρα να τον αγκαλιάσω και να τον σφίξω στο στήθος μου, να τον κρατήσω όσο μπορώ κοντά μου. Τα χέρια μου όμως ήταν αδειανά και αγκάλιαζαν τον αέρα. Παραδόξως όμως, η καρδιά μου για πρώτη φορά ήταν γεμάτη με ένα συναίσθημα που έμοιαζε με χαρά και σχεδόν, ελπίδα. Θυμήθηκα ότι η ρίγανη είναι σύμβολο ευτυχίας και ειρήνης κι πως όταν φυτρώνει σε τάφο, σημαίνει ότι το πνεύμα του νεκρού γαληνεύει. Το θεώρησα καλό οιωνό και καθώς η αυγή άρχισε να χαράζει και φάνηκε ο Αυγερινός πήρα τον δρόμο για τον Όλυμπο γεμάτη με αγωνία, αλλά κι αισιοδοξία.
»Βρήκα τον Δία στο ίδιο μέρος που τον είχα αφήσει. Φαινόταν κουρασμένος κι ανήσυχος. Με κοίταξε κι έβγαλε ένα στεναγμό σαν βρυχηθμό πληγωμένου λιονταριού.
̶ Σε παρακαλώ Θέτιδα, μου απεύθυνε τον λόγο, άσε τα πράγματα στη θέση τους. Έτσι είθισται να λειτουργούμε και η κανονικότητα είναι απαραίτητη για την ομαλή ροή της ζωής. Μην προκαλούμε τη μοίρα και διαταράσσουμε την ισορροπία του κόσμου. Σε παρακαλώ άλλαξε γνώμη και συμβιβάσου με τα όσα ήξερες ως τώρα. Στο κάτω κάτω οι ψυχές όλων των ανθρώπων που έχουν πεθάνει, αισθάνονται το ίδιο βάρος, όπως του Αχιλλέα. Προφανώς κανείς δεν είναι ευχαριστημένος με το θάνατό του. Γιατί να αλλάξει αυτό για τον Αχιλλέα;
»Κόπηκαν τα πόδια μου κι άρχισα να τρέμω.
̶ Τι μου λες, ω Δία; Μου μιλάς για κανονικότητα και ότι έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα; Ποιος το λέει αυτό και ποιος το αποφάσισε; Με ποιανού εντολή λειτουργούν οι μοίρες; Κι αν έτσι είναι η ζωή, όπως λες, ποιος λέει ότι δεν μπορούμε να προβάλουμε και να διεκδικήσουμε κάτι διαφορετικό; Αν έτσι είναι η ζωή, τότε κι εμείς σαν μέρος της ζωής μπορούμε να απαιτήσουμε ένα πιο δίκαιο πεπρωμένο. Και σου εξήγησα νομίζω για ποιο λόγο θεωρώ αδικημένο τον Αχιλλέα. Δεν ξέρω αν αισθάνονται όλες οι ψυχές το ίδιο βάρος του θανάτου, αλλά εμένα αυτή τη στιγμή με ενδιαφέρει η ψυχή του γιου μου. Μακάρι να μπορούσα να κάνω το ίδιο για όλους, καταλαβαίνω όμως ότι στην παρούσα φάση είναι αδύνατο. Μη μου λες λοιπόν να αφήσω τα πράγματα όπως είναι και να ζήσω με αυτό το βάρος. Λυπήσου με πατέρα των θεών και ανθρώπων και ικανοποίησε το δίκαιο, όπως πιστεύω, αίτημα μου.
»Όση ώρα μιλούσα συνοφρυωνόταν όλο και περισσότερο. Μόλις σταμάτησα έβγαλε ένα αμυδρό βογκητό κι έτριψε με το χέρι του το πρόσωπό του. Ύστερα σηκώθηκε και μου απάντησε κουρασμένα:
̶ Πήγαινε γυναίκα. Την κέρδισες την ευκαιρία σου και μακάρι να είναι ελάχιστες οι συνέπειες από την επέμβασή μου στη ροή του χρόνου. Ελπίζω να συγχωρεθώ από θεούς κι ανθρώπους. Τρέξε όμως τώρα. Τρέξε για να πας στης Στύγας τις πηγές και να φτάσεις εκεί πριν τα μεσάνυχτα. Όταν το φεγγάρι μεσουρανήσει, θα γυρίσει πίσω ο χρόνος. Μόνο εσύ θα το ξέρεις και κανείς άλλος δεν θα το καταλάβει. Πρόσεξε όμως γιατί θα έχεις μόνο μία ευκαιρία. Θα βρεθείς με το μωρό σου στην αγκαλιά σου και θα πρέπει να το βουτήξεις στα νερά προτού σε πιάσει ο Πηλέας. Πρέπει να προλάβεις να του βαπτίσεις και τα πόδια, γι’ αυτό χρειάζεται να είσαι πολύ γρήγορη κι ακριβής στις κινήσεις σου. Γιατί αλλιώς όχι μόνο δεν θα πετύχεις τον στόχο σου, αλλά και θα έχουμε διασαλεύσει το χρόνο χωρίς λόγο. Φύγε και είθε να πάνε όλα καλά.
3
»Να ‘μαι λοιπόν τώρα εδώ, αδημονώντας να γυρίσει ο χρόνος πίσω και να ξανασφίξω στην αγκαλιά μου το παιδί μου».
Η Θέτιδα σώπασε και απέμεινε να κοιτάζει με βλέμμα απλανές τα νερά που κυλούσαν από την ιερή πηγή καθώς χύνονταν από τον βράχο ορμητικά. Αυτά τα νερά που προορίζονταν για την τιμωρία των θεών, εάν επιορκούσαν ή προκαλούσαν με κάποιο τρόπο την ηθική τάξη. Άραγε η ίδια φριχτή τιμωρία θα έπεφτε και στην ίδια, για την απονενοημένη πράξη της; Δευτερόλεπτα κράτησε ο δισταγμός της. Οποιαδήποτε τιμωρία δε θα ήταν αρκετή να τη σταματήσει. Το βλέμμα της ζωντάνεψε και η ανυπομονησία πήρε τη θέση της περισυλλογής στο πρόσωπό της. Κοίταξε ξανά τη σελήνη που κινούταν αργά στον ουρανό και ξεφύσησε δυνατά. Τα μεσάνυχτα πλησίαζαν, αλλά της φαινόταν ότι τα λεπτά κυλούσαν πλέον απελπιστικά αργά κι ένιωθε μεγάλη νευρικότητα. Βύθισε ξανά το βλέμμα της στα νερά, καθώς συλλογιζόταν πώς θα ενεργούσε όταν θα γύριζε ο χρόνος στο παρελθόν. Θυμήθηκε τα λόγια του Δία κι άρχισε να υπολογίζει με ακρίβεια τις κινήσεις που θα έκανε. Δεν έπρεπε από τη συγκίνηση να χάσει χρόνο. Αν όλα πήγαιναν κατ’ ευχή, θα μπορούσε όσο ήθελε να χαρεί το παιδί της. Όχι τώρα!
Ξαφνικά οι αισθήσεις της έπιασαν μια αλλαγή στην ατμόσφαιρα. Αδιόρατη στην αρχή, που γινόταν όμως πιο αισθητή όσο κυλούσαν τα λεπτά. Το πρώτο που αντιλήφθηκε ήταν ότι η όξινη μυρωδιά των νερών της πηγής έγινε πιο έντονη. Ταυτόχρονα σχεδόν, τα νερά που κυλούσαν φάνηκε να αυξάνουν την ορμητικότητά τους, ενώ άρχισε να φυσάει ένα απαλό αεράκι στην αρχή, που εξελίχτηκε σε δυνατό άνεμο. Ένιωσε την πνοή του στο δέρμα της και γεύτηκε θαρρείς, την υγρασία που μετέφερε. Δεν κρύωνε και παραδόξως δεν αισθανόταν δυσάρεστα. Ίσα ίσα μια αγαλλίαση απλώθηκε και την τύλιξε σαν πέπλο. Είχε έρθει η ώρα; Δεν έπρεπε να επαναπαυτεί. Έφτασε η στιγμή να αλλάξει τη μοίρα και τη ροή του χρόνου; Έπρεπε να είναι σε εγρήγορση και έτοιμη να εκμεταλλευτεί τη στιγμή.
Κοίταξε με αγωνία τη σελήνη. Πώς ήταν δυνατόν; Δεν είχε ακόμη μεσουρανήσει. Ήταν κοντά στα μεσάνυχτα, αλλά ήταν αρκετός χρόνος ακόμη ο χρόνος που απέμενε. Τι συνέβαινε; Ο Δίας ήταν υπεύθυνος για όλη αυτή την αλλαγή; Ποιος θεός προκαλούσε αυτή την κατάσταση; Είχε αρχίσει ήδη η τιμωρία της, προτού προχωρήσει στην πράξη της; Άραγε οι μοίρες έμαθαν με κάποιο τρόπο την πρόθεσή της να τις ξεγελάσει; Δεν μπορεί όμως. Δεν ήταν τιμωρία. Αλλιώς δε θα αισθανόταν τόσο όμορφα, παρόλο που τα φαινόμενα είχαν ενταθεί και που βαθιά πλέον μέσα της προσπαθούσε να είναι σε ετοιμότητα για την επικείμενη δράση της. Αισθανόταν ολοκληρωμένη και με ένα αίσθημα πληρότητας. Και κάτι άλλο. Αισθανόταν αγάπη να ξεχειλίζει θαρρείς από όλο της το είναι.
Προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε όταν τον άκουσε. Έναν ήχο που διέφερε από τη βουή του αέρα που πλέον φυσούσε έντονα. Διαφορετικό από το βουητό των νερών του ποταμού, που πλέον κυλούσε με ξέφρενη ορμή. Ένας ήχος που έμοιαζε με ανθρώπινη φωνή. Ένα μουρμουρητό που σιγά σιγά δυνάμωνε και άρχισε απροσδόκητα να σχηματίζει λέξεις. Συνειδητοποίησε ότι πιο πολύ τις αισθανόταν στο μυαλό της, παρά τις άκουγε με τα αυτιά της. Δεν πρόλαβε να το επεξεργαστεί αυτό. Η πρώτη λέξη που ξεχώρισε της έκοψε την ανάσα.
Μαμά!…
Αλήθεια, οι θεοί έπαιζαν μαζί της. Ήθελαν να την αποτρέψουν και να την τιμωρήσουν για την ύβρη της. Ήταν δυνατό να είχε ξεκινήσει η αντιστροφή του χρόνου πιο νωρίς; Κι αν ναι, έπρεπε τώρα να κρατάει στην αγκαλιά της τον νεογέννητο Αχιλλέα. Τα χέρια της όμως ήταν ακόμη άδεια. Μόνο τη φωνή του άκουγε, όπως τη φώναζε όταν έτρεχε, νήπιο ακόμη, να την αγκαλιάσει με τα χεράκια του απλωμένα. Σίγουρα η αναμονή είχε πειράξει τα ήδη ταραγμένα νεύρα της και η αδιανόητη πράξη που ετοίμαζε, της δημιουργούσε ψευδαισθήσεις. Ναι, αλλά το αίσθημα ότι κάτι είχε αλλάξει εξακολουθούσε να το νιώθει και μάλιστα πιο έντονα.
Και τότε το άκουσε ξανά.
Μαμά!
Δεν άντεξε άλλο. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και οι λυγμοί ανέβηκαν από το στήθος της τόσο έντονοι, που τα πόδια της δεν άντεξαν και σωριάστηκε στο νοτισμένο χώμα. Ένας ανείπωτος πόνος νοσταλγίας και λύπης την έπνιξε και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Ξαφνικά όμως ο δροσερός άνεμος θαρρείς ζέστανε και τον αισθάνθηκε να φυσάει γύρω της και σα να την τύλιγε με την παρήγορη ζεστασιά του.
«Μην κλαις, μαμά. Ξέρω ότι πονάς για το χαμό μου, αλλά δες με, άκουσέ με, νιώσε με. Εγώ είμαι. Ο γιος σου, ο Αχιλλέας»
Ήταν αλήθεια! Έβλεπε τώρα το περίγραμμα μιας σιλουέτας, που δημιουργούσαν τα πεσμένα στο έδαφος φύλλα και που τώρα αιωρούνταν σπρωγμένα από τον αέρα που φυσούσε. Τώρα το χώρο πλημμύριζε μια αίσθηση γαλήνης, ηρεμίας και πραότητας. Μια απόκοσμη γλύκα διαχεόταν στην ατμόσφαιρα και τα νερά δίπλα της κυλούσαν πλέον γαλήνια αφήνοντας ένα απαλό κελάρυσμα να συνοδεύει τη θελκτική εικόνα. Άπλωσε τα χέρια της χαμογελώντας με λαχτάρα προς τη φυλλώδη σιλουέτα που ορθώνονταν μπροστά της.
«Γιε μου, ψυχή μου ή έχει σαλέψει το μυαλό μου ή μεταφέρθηκα δεν ξέρω με ποιον τρόπο και γιατί, στα Ηλύσια Πεδία. Νόμιζα ότι δεν θα σε ξανάβλεπα ποτέ κι ούτε θα άκουγα ξανά τη φωνή σου. Να, όμως τώρα που είσαι εδώ. Δεν είσαι απτός αλλά είσαι εσύ. Το νιώθω, το ξέρω, το ζω. Εγώ σαν μάνα αισθάνθηκα την κατάφωρη αδικία να με ισοπεδώνει. Εγώ όντας αθάνατη στερήθηκα τη μοναδική παρηγοριά μιας χαροκαμένης μάνας· να ανταμώσει το παιδί της στην άλλη ζωή. Ζούσα και κάθε ημέρα, κάθε ώρα και κάθε λεπτό της ζωής μου ήταν ένας αβάσταχτος καημός. Μου έλειπες και ήμουν ένα άδειο κέλυφος, χωρίς την παρουσία σου. Και να που τώρα αξιώθηκα να σε νιώσω ξανά. Αγόρι μου, μ’ ανάστησες!»
Γελούσε κι έκλαιγε ταυτόχρονα, αγγίζοντας απαλά τα αιωρούμενα φύλλα. Κι εκείνα την πλαισίωναν σαν αγκαλιά και θρόιζαν γεμάτα θαλπωρή στο άγγιγμά της. Η σελήνη στο μέσο του ουράνιου θόλου παρακολουθούσε ολόλαμπρη τη σκηνή, καθυστερώντας για λίγο την πορεία της προς τη δύση.
«Βλέπεις μάνα;» ήρθε στα αυτιά της ο ήχος της φωνής του. «Αν κι αθάνατη δεν κατέχεις τα μυστικά της ζωής και του κόσμου που μας περιβάλλει. Δε φταις εσύ γι’ αυτό, έτσι είναι η φύση μας. Κι ο ίδιος ο Δίας αδυνατεί να εντρυφήσει στη συμπαντική τελειότητα».
«Ο Δίας θέλησε να με βοηθήσει να αλλάξω τη μοίρα, για να σε σώσω. Να σε σώσω από μια θλιβερή και μίζερη ζωή στα Ηλύσια Πεδία. Μια ζωή που την καταριέσαι κάθε λεπτό, παρά τις τιμές που απολαμβάνεις για τον ηρωισμό σου».
«Κι ετοιμαζόσουν να διαπράξεις ύβρη, μητέρα! Δεν αξίζει η δική μου η ψυχή κάτι παραπάνω από τις άλλες ψυχές του Άδη. Γιατί λοιπόν να διαταραχθεί η φυσική ισορροπία για να σωθώ εγώ;»
«Δεν άντεχα στη σκέψη ότι υποφέρεις. Είμαι μάνα και όταν άκουσα από τον Φήμιο ότι είσαι δυστυχισμένος, ένιωσα τα σωθικά μου να ξεριζώνονται. Δεν μπορούσα να ζήσω γνωρίζοντας ότι εσύ υποφέρεις. Ναι, ήμουν έτοιμη να διαπράξω ύβρη για να σε απαλλάξω από το μαρτύριό σου. Και εξακολουθώ να είμαι έτοιμη να διαπράξω οποιαδήποτε πράξη για να σε βοηθήσω. Είσαι το παιδί μου κι αυτό σε κάνει για μένα ανώτερο από κάθε άλλον άνθρωπο ή θεό».
Το γλυκό αεράκι γύρω της έγινε πιο τρυφερό, θωπευτικό. Περίκλειε θαρρείς το σώμα της που προσπαθούσε να αγκαλιάσει τα αιωρούμενα φύλλα.
«Είσαι μάνα μου και είμαι ο γιος σου. Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Μιλάς σαν μάνα και μόνο αυτό μπορεί να αιτιολογήσει τα εγωιστικά συναισθήματα που σε οδήγησαν σε επικίνδυνες και εσφαλμένες ενέργειες. Αλλά άκουσέ με. Έδωσες βάση σε φήμες που είναι ψευδείς. Πώς πίστεψες ότι η φαντασία ενός καλλιτέχνη μπορεί να έχει λογική βάση; Ποιος θεός ή άνθρωπος μπαινοβγαίνει στον άλλο κόσμο όπως στην πόρτα του σπιτιού του; Ούτε ο Δίας δεν έχει αυτή τη δύναμη. Όχι τουλάχιστον όπως την εννοούν οι θνητοί. Πίστεψες ότι ο Οδυσσέας κατέβηκε στον Άδη, πήρε πληροφορίες από όλες τις ψυχές και γύρισε μετά έτσι απλά να συνεχίσει τη ζωή του; Ναι, πέρασε πολλές περιπέτειες. Θαλασσοπνίγηκε, έχασε όλους τους συντρόφους του κι έμεινε μακριά από πατρίδα και οικογένεια τόσα χρόνια. Μέχρι εκεί όμως είναι η αλήθεια. Το πώς κατάφερε να γυρίσει πίσω μόνο ο ίδιος το ξέρει κι οι θεοί. Στον Άδη πάντως δεν πήγε. Και ποτέ δεν του μίλησα, πόσο μάλλον να καταράστηκα τη μοίρα μου. Εδώ, τώρα πρώτη και τελευταία φορά έρχομαι να μιλήσω σε σένα. Βλέπεις κι εγώ φέρομαι εγωιστικά, γιατί είσαι μάνα μου και όπως σου είπα αυτό δεν αλλάζει. Θέλω να σου απαλύνω τον πόνο και να σε αποτρέψω από το να διαπράξεις ένα μοιραίο λάθος, μια ύβρη τελείως αχρείαστη. Δεν υποφέρω μητέρα. Δεν μετανιώνω για τη ζωή που έζησα, γιατί την έχω αφήσει πίσω μου. Από τη ζωή μου στη Γη μόνο η δύναμη του δεσμού μου μαζί σου, έχει απομείνει να με απασχολεί».
Η φωνή που ακουγόταν στο κεφάλι της άρχισε να χαμηλώνει σε ένταση. Κι όσο χαμήλωνε, τόσο πιο απαλά της χάιδευε τα αυτιά.
«Δεν μπορείς να το καταλάβεις, αλλά είμαι καλύτερα από ποτέ. Δεν είναι εύκολο να στο περιγράψω και παρόλο που είσαι αθάνατη δεν μπορείς να το νιώσεις. Πίστεψέ με όμως μάνα. Μόνο ευδαιμονία νιώθω, μόνο ελευθερία. Είμαι παντού κι από δω κι πέρα μπορείς να είσαι σίγουρη ότι δεν έλειψα και δε θα λείψω ποτέ από κοντά σου. Αν κάποτε η φυσική εξέλιξη οδηγήσει σε φθίση της αθανασίας σου, τότε θα το νιώσεις και συ. Μέχρι τότε, πίστεψε τον γιο σου και ζήσε χαρούμενη. Κι όποτε αμφιβάλλεις γι’ αυτό που έζησες αυτή τη νύχτα, κοίτα γύρω σου και θα με βρεις. Στα δέντρα, στο νερό, στα λουλούδια και στα αστέρια. Στα πουλιά, στα ζώα, στους ανθρώπους. Είμαι το σύμπαν πλέον και το σύμπαν είναι εγώ. Μην ακούς λοιπόν τις φήμες και διαδόσεις. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να γνωρίζουν οτιδήποτε υπερβαίνει την ανθρώπινη υπόστασή τους. Όσο και να το προσπαθούν είναι πέρα από τις δυνατότητές τους, λόγω της φύσης τους. Κι έτσι επιλέγουν να προσαρμόσουν το άγνωστο στα πεπερασμένα όρια της φαντασίας τους. Να χαμογελάς λοιπόν και να διασκεδάζεις με τις προσπάθειές τους. Γιατί γνωρίζεις πλέον την μοναδική αλήθεια. Ότι όσο ζεις, δεν μπορείς ποτέ να μάθεις τα άδηλα του κόσμου».
Το μουρμουρητό του αέρα έσβησε με μια τελευταία φράση να χαϊδεύει τα αυτιά της.
Σ’ αγαπάω μαμά…
Τα φύλλα ξαναέπεσαν αθόρυβα στη γη κι η Θέτιδα αποκαμωμένη ξάπλωσε επάνω τους σε μια ύστατη προσπάθεια να κρατήσει στην αγκαλιά της το παιδί της. Άκουγε πάλι το θυμωμένο βουητό των νερών και το έντονο θρόισμα των φύλλων. Όλα είχαν γυρίσει στη φυσική τους κατάσταση. Τα δάκρυα στέγνωσαν στα μάτια της και τα βλέφαρά της έκλεισαν. Ο πιο γλυκός ύπνος στη ζωή της ήρθε να ξεκουράσει το κορμί και την ψυχή της. Έτσι τη βρήκε ο Δίας που εμφανίστηκε ξαφνικά δίπλα της. Της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά και με χαμόγελο ικανοποίησης την σκέπασε με τον μανδύα του κι επέστρεψε στον Όλυμπο.
Οι αχτίδες του ήλιου που έπεφταν στα κλειστά βλέφαρά της και το μελωδικό κελάηδημα των πουλιών την ξύπνησαν μετά από ώρες. Η Θέτιδα άνοιξε τα μάτια της και τεντώθηκε νωχελικά. Κοίταξε γύρω της και θυμήθηκε πού βρίσκονταν και το τι διαδραματίστηκε το προηγούμενο βράδυ. Ένα αίσθημα ευτυχίας και ανακούφισης ένιωθε να πηγάζει από μέσα της. Ένα γέλιο ανάβλυσε αυθόρμητα από το στόμα της. Άρχισε να γελάει ολοένα και πιο δυνατά, μέχρι που δάκρυσε. Άπλωσε τα χέρια της σα να αγκάλιαζε ολόκληρη την πλάση και φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής της.
«Καλημέρα, αγόρι μου. Κι εγώ σ’ αγαπάω, γιε μου».
The Two Godmothers