Μες τον ύπνο της, τρύπωσε η γλυκιά και ελαφρώς στριγγλιάρικη φωνή της μάνας της! Πως τα κατάφερνε αυτή η γυναίκα: «΄Αντε, ξύπνα!» ΄Ανοιξε το ένα μάτι, το φως που την τύφλωνε ήταν ελάχιστο αλλά τρύπωσε το σκανταλιάρικο απ΄ το κλειστό παντζούρι. Βάραγε ακριβώς πάνω της και ας ήταν μόνο μια ακτίνα από την λάμπα του δρόμου! Συνειδητοποίησε πως δεν είχα καν ξημερώσει. Τι της φώναζε; Α, ναι απόψε είχε το πάρτυ αποφοίτησης της στο αγαπημένο της κλαμπ. Το οργάνωνε καιρό, ήθελε να είναι όλα στην εντέλεια. Μόλις γύρισε απ΄το δουλειά, έπεσε ξερή το μεσημέρι με ρητή εντολή να την σηκώσουν κατά τις δέκα το βράδυ να ετοιμαστεί. «Ξύπνα, καρδιά μου σε παρακαλώ»! Αμάν ρε μάνα, μουρμούραγε από μέσα της και τα βλέφαρά της παρέμειναν κλειστά. Και ας την βάραγε κατακούτελα η τόσο ενοχλητική γραμμή φωτός. Ήθελε να πεταχτεί να τραβήξει την διπλή κουρτίνα και να την ξαναπέσει, να μην πάει πουθενά. Πρώτη φορά, η νύχτα την καλούσε όχι για να διασκεδάσει μα για να παραμείνει στην αγκαλιά του Μορφέα. ‘Επρεπε όμως να το πάρει απόφαση να σηκωθεί, να γίνει κούκλα, ήθελε να το γλεντήσει, το άξιζε…
Πρέπει να ξανακοιμήθηκε, η φωνή της μάνας της, την τρόμαξε τόσο που το κορμί της ασυναίσθητα τινάχτηκε ολόκληρο. «΄Ελα, γλυκιά μου, ήρθε η ώρα»! Σε λίγο θα της κορνάραν έξω από το παράθυρο να κατέβει. Τα βράδια, αργά που μελετούσε, πάντα χάζευε έξω από τις γρίλιες. Ελάχιστοι γείτονες κυκλώνανε ξανά και ξανά το τετράγωνο ψάχνοντας την τελευταία θέση πάρκιγκ. Οι αδέσποτες γάτες ξεκινάγανε το σταθερό τους δρομολόγιο, ήσυχες πια από τις βόλτες των κατοικίδιων σκύλων. Που και που κάνας πεζός έβγαζε τα σκουπίδια. Συνήθως κάποια λάμπα τρεμόπαιζε μέχρι να καεί τελείως. Σπάνια απ΄το στενό της περνούσε μια μεγάλη παρέα με τα πόδια. Αυτό περίμενε! Σήκωνε το κεφάλι απ΄τα βιβλία, κούφωνε αθόρυβα το παράθυρο και χάζευε, τι λέγανε, τι φορούσαν, αν τρεκλίζαν! ΄Επλαθε ιστορίες στο μυαλό της, έβρισκε τα ζευγαράκια, έψαχνε και τον πιο όμορφο γι΄αυτήν! Είχε μάθει απ΄έξω μέχρι και τον ήχο απ΄το μηχανάκι του ντελίβερυ που όλο και σε κάποιο διαμέρισμα κουβαλούσε αργά το βράδυ το γεύμα τους.
«Ξύπνα, Ελπίδα μου»! Έπρεπε να πιεστεί να ξεσκεπαστεί, να βγει απ΄το κουκούλι της μα λες και δεν είχε δυνάμεις. Αισθανόταν σαν να ήταν ανάσκελα σε βάλτο και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει ούτε εκατοστό του κορμιού της, αντί στο πενταμάλακο στρώμα της. Ένα γλυκό μούδιασμα σε όλο της το κορμί, δεν την άφηνε να κουνηθεί! Λάτρευε την νύχτα, λαχταρούσε να κυκλοφορήσει στον κόσμο που της χαμογελούσε απ΄την γρίλια! Όμως της ήταν αδύνατο να σηκώσει ακόμα και το χέρι της. Η μάνα της, της φώναζε συνέχεια, «Ξύπνα, καλή μου», απορούσε πως δεν είχε μπουκάρει στο δωμάτιο, να πατήσει άσπλαχνα το φως και να την τραβήξει απ΄τα πόδια. Τότε της ήρθε: της είχε πει ότι θα την πήγαινε η ίδια στο μπαρ. Θα είχε ετοιμαστεί ήδη και θα την περίμενε φαίνεται. «Ξύπνα ομορφιά μου, έχεις τόσα πολλά να κάνεις»! Με πόδια που τρέμανε, στηρίχθηκε στο πλάι και σιγά-σιγά πάτησε στο ξύλινο πάτωμα επιτέλους. Κοντοστάθηκε, άραγε να έκλεινε την κουρτίνα να τιμωρούσε το άσπλαχνο φως ή….έδωσε μία, την άνοιξε τέρμα, πάτησε το διακόπτη και έφεξε το δωμάτιό της! Τυφλώθηκε στιγμιαία, έσφιξε τα μάτια της και τα ξανάνοιξε σιγά-σιγά.
Κοίταξε γύρω της σαστισμένη, ήταν ξαπλωμένη σε κρεββάτι νοσοκομείου, με άπειρα σωληνάκια να την «στολίζουν»! Γύρισε όσο μπορούσε το κεφάλι της, ο πατέρας της έκλαιγε στην γωνία. Επιτέλους συνήλθες, έβαλε τις φωνές, έγινε φασαρία, μπαινόβγαιναν νοσοκόμες, καλέσανε τον εφημερεύοντα!
Η κούραση που ένιωθε σε μια βδομάδα υποχώρησε τελείως. Σ΄αυτό το χρονικό διάστημα, της εξήγησαν πως η πρόσκρουση ήταν πολύ δυνατή, απ΄την μεριά του οδηγού δεν έμεινε τίποτα. ΄Έναν χρόνο ακριβώς ήταν σε κώμα, ο μπαμπάς της όμως αρνήθηκε να ακολουθήσει τις συμβουλές των γιατρών. Επέμενε πως δεν τον άφηνε η γυναίκα του….
Της πήρε έξι μήνες να βγει από εκεί μέσα. Την γλύτωσε παρά τρίχα, από θαύμα της λέγαν όλοι. Αυτή ήξερε όμως…την οδήγησε ξανά στο φως η μάνα της. Φοβόταν να της πουν την αλήθεια, μα γνώριζε απ΄την πρώτη ώρα την απώλειά της, την ένιωσε βαθιά μέσα της με το που βγήκε από τον λήθαργο. Έπρεπε να συνεχίσει να ζει για χάρη της, να την κάνει περήφανη, αλλιώς η θυσία της θα πήγαινε στράφι. Το μνήμα της ήταν το πρώτο μέρος που επισκέφτηκε μόλις πήρε εξιτήριο. Η χαραγμένη ημερομηνία στην πλάκα, η τραγική επέτειος του τροχαίου, η μοιραία νύχτα του θανάτου της μητέρας της, ήταν η ίδια μέρα που αυτή «αναστήθηκε».
Μαρίτσα Καρά