Πρέπει να βιαστώ, σκέφτηκε. Δύο φορές είχαν πάρει τα παιδιά τηλέφωνο από το πρωί, για να τις το θυμίσουν. Τα παιδιά της, ο γιος της και η νύφη της, νοιάζονται τόσο πολύ για εκείνη και αυτή δεν θέλει να τα απογοητεύσει για άλλη μία φορά. Γιατί το ξέρει η κυρία Μαρία ότι τον τελευταίο καιρό τα στεναχωρεί τα παιδιά. Όλο ξεχνάει, δεν το θέλει, μα ξεχνάει. Ξεχνά πράγματα απλά, αλλά και σπουδαία.
Αχ βρε μυαλουδάκι μου πάλι λοξοδρόμησες… είπε στο εαυτό της αυστηρά.
Η βαλίτσα ήταν έτοιμη, έπρεπε μόνο να ντυθεί. Σηκώθηκε κουρασμένα, έβαλε τα καλά της, χτένισε κότσο τα άσπρα της μαλλιά και κάθισε στο σαλόνι να περιμένει. Το βλέμμα της ταξίδεψε στο μικρό της σαλόνι, αλλά κοντοστάθηκε στον μπουφέ με τις φωτογραφίες, φωτογραφίες μιας ολόκληρης ζωής. Στην πρώτη ήταν εκείνη και ο άντρας της, κρατώντας το μικρό σποράκι τους αγκαλιά. Πόσο ευτυχισμένοι φαίνονται! Και μετά άπειρες φωτογραφίες του μικρού της Αγγέλου. Ο Άγγελος τσολιαδάκι στην παρέλαση, ο Άγγελος τις απόκριες, στα γενέθλια, στο στρατό, στην αποφοίτηση και μετά σε μεγάλη ασημένια κορνίζα η φωτογραφία του γάμου του και δίπλα σε όμορφες ροζ και μπλε αντίστοιχα κορνίζες τα μικρά της εγγονάκια.
Μια ζωή… μονολόγησε, ευτυχισμένη ζωή θα μπορούσε να πει. Στο μάγουλο άρχισε να κυλά το πρώτο δάκρυ, ύστερα το δεύτερο και ξαφνικά δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει. Μακάρι να ήταν εδώ ο Άγγελος, σκέφτηκε και να με έπαιρνε μια μεγάλη αγκαλιά όπως έκανα εγώ όταν ήταν μικρός κάθε φορά που χτυπούσε. Με μια μεγάλη αγκαλιά και ένα φιλάκι στο “βαβά” όλα περνούσαν και το αγοράκι της χαμογελούσε και πάλι. Μόνο που το δικό της βαβά δεν ήταν μια γρατσουνιά στο γόνατο, αλλά στην καρδιά.
Την αγαπούσαν τα παιδιά της, το ήξερε, το ένιωθε. Δεν ήθελε να τα στεναχωρεί, αλλά τα στεναχωρούσε όλο και πιο πολύ, όλο και πιο συχνά τελευταία. Θυμάται σαν τώρα το μεγάλο σημαντικό τραπέζι του Άγγελου στο σπίτι τους, με τους υψηλούς καλεσμένους, τότε που με μια απρόσεχτη κίνηση έριξε το κρασί πάνω στο λευκό τραπεζομάντηλο. Δεν το έκανε επίτηδες. Είδε όμως την ντροπή στο βλέμμα του γιου της, παρόλο που αμέσως την δικαιολόγησε. Και ο νους της ταξίδεψε στην δική της κουζίνα, στο δικό της λευκό τραπεζομάντηλο και είδε τον Άγγελο μωρό να προσπαθεί να φάει πρώτη φορά με κουτάλι. Κρέμες πεταμένες δεξιά και αριστερά, φρουτόκρεμα σε μύτη, μάτια και μαλλιά και αυτή εκεί, να του λέει μπράβο και να τον ενθαρρύνει να συνεχίσει να προσπαθεί.
Τι περίεργο πράγμα που είναι το μυαλό μας, είπε. Να θυμάται τόσα πράγματα, τόσες λεπτομέρειες. Αν και το δικό μου, μου κάνει νερά τελευταία, είπε και γέλασε νευρικά. Μάλλον το κούρασα πολύ τόσα χρόνια, με βαρέθηκε και αρχίζει να με εγκαταλείπει. Η αλήθεια είναι ότι αρχίζει να ξεχνά, ξεχνά να βάλει παπούτσια όταν θέλει να βγει, ξεχνά να πάρει χρήματα μαζί της όταν πηγαίνει για ψώνια, ξεχνά να κλειδώσει την πόρτα όταν φεύγει από το σπίτι, μερικές φορές ξεχνά και πού είναι το σπίτι της, ακόμη και το όνομά της. Μερικές φορές ο κόσμος γύρω της θαμπώνει και μαζί του θαμπώνει και η ίδια η εικόνα της. Μοιάζει με αερικό που πλανιέται στον κόσμο. Αυτό την τρομάζει πολύ. Φοβάται μην ξεχάσει πάλι την κουζίνα ανοιχτή, όπως τις προάλλες που κόντεψε να βάλει φωτιά στο σπίτι και στην γειτονιά.
Το κουδούνι χτυπά. Είναι ο Άγγελός της. Ήρθε να την πάρει. Την φιλά γλυκά στο μάγουλο και της παίρνει από το χέρι την βαλίτσα. Της μιλά σε όλη την διαδρομή, προσπαθεί να την ησυχάσει, να την ενθαρρύνει. Της μιλά για το πόσο θα την προσέχουν όταν αυτός θα λείπει σε επαγγελματικά ταξίδια, για τους πόσους φίλους θα κάνει. Δεν τον πολυακούει. Ο νους της τρέχει στο παρελθόν και συγκεκριμένα σε εκείνη την πρώτη μέρα στο νηπιαγωγείο. Ο Άγγελος κολλημένος στα κάγκελα με το προσωπάκι του αναψοκοκκινισμένο, να της φωνάζει «Μην με ξεχάσεις μανούλα, να έρθεις να με πάρεις!». Πόσες φορές του είχε υποσχεθεί εκείνη την μέρα πως δεν υπήρχε περίπτωση να τον ξεχάσει και το μεσημέρι θα ήταν εκεί να τον πάρει πάλι στο σπίτι τους.
-Φτάσαμε, της λέει γλυκά.
-Το βλέπω γλυκέ μου. Η ταμπέλα τους βγάζει μάτι καλέ μου, λέει προσπαθώντας να αστειευτεί η κυρία Μαρία. Γηροκομείο “η ΓΑΛΗΝΗ”.
-Μην ανησυχείς μητέρα, θα έρχομαι συνέχεια. Και στις γιορτές θα έρχεσαι σπίτι μας. Είναι καλοί άνθρωποι. Θα σε προσέχουν.
-Το ξέρω καλό μου, το ξέρω, θα είμαι τέλεια εδώ. Μην ξεχνάς ότι δεν με έφερες με το ζόρι, συμφώνησα και εγώ σε αυτό. Φύγε τώρα, θα χάσεις την πτήση σου. Είμαι καλά.
Το αμάξι ξεκινά, η κυρία Μαρία κολλημένη στο κάγκελο θέλει να φωνάξει: ΜΗΝ ΜΕ ΞΕΧΑΣΕΙΣ, ΝΑ ΕΡΘΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΠΑΡΕΙΣ! Δεν το κάνει όμως.
Η ιστορία μας, θα τελείωνε εδώ κανονικά, αν δεν την είχα διαβάσει στην μικρή μου και αν δεν είχε πλαντάξει στο κλάμα. Όποτε για χάρη κάποιων μεγάλων δακρυσμένων ματιών, να πούμε ότι ο Άγγελος κράτησε την υπόσχεσή του και πήγαινε τακτικά στην μητέρα του ακόμη και όταν αυτή δεν τον θυμόταν πια.
Γεωργία Ρουλια