Μέχρι πριν λίγα χρόνια, η Ναυσικά ήταν η φίλη που όλοι ήθελαν να έχουν. Είχε μια φωτεινότητα μέσα της, που πρόθυμα μετέδιδε στους άλλους. Η οικογένεια και οι φίλοι της την υπεραγαπούσαν, ο αρραβωνιαστικός της την λάτρευε και οι συνάδελφοι της την σέβονταν.
Όπως πολλοί μετά το τέλος των σπουδών τους, έτσι και εκείνη δεν βρήκε θέση εργασίας πάνω στο αντικείμενο της και βγήκε στο μεροκάματο. Έμαθε γρήγορα να αντέχει την πίεση, την ορθοστασία και την αβεβαιότητα. Αλλά δεν ήταν ευχαριστημένη.
Η μικρή της αδερφή, η Στέλλα, της πρότεινε μια θέση στο πολυκατάστημα απέναντι από το τουριστικό γραφείο που εργαζόταν. Ήταν μια σταθερή θέση, σε φιλικό περιβάλλον, ιδανική για τα προσόντα της Ναυσικάς. Εργατική, κοινωνική, ευπαρουσίαστη με όμορφα ξανθά μαλλιά και χαμογελαστά μάτια.
Ένα χρόνο μετά, η Ναυσικά πήρε ρεπό για να βγει με την αδερφή της για ποτό.
«Εντάξει, δεν δουλεύω και όλα τα Σαββατοκύριακα», κούνησε αδιάφορα το ποτό της δημιουργώντας ένα μικρό κύμα μέσα στο ποτήρι της.
«Αδερφούλα, σε έχουμε χάσει».
«Όλοι τα ίδια μου λέτε, αλλά δεν θα είναι έτσι για πάντα. Δουλεύω αρκετά, αλλά είναι πολύ καλά τα χρήματα για να φύγω».
«Μέχρι πότε θα αντέξεις; Μου έλειψε να βγαίνουμε. Άσε που έχεις αδυνατίσει τρομερά», παρατήρησε η Στέλλα.
«Μέχρι να τελειώσει το δάνειο για το σπίτι. Ίσως και μέχρι τον γάμο, δεν ξέρω», απάντησε αόριστα.
«Κατάλαβα», ξεφύσηξε η αδερφή της. «Έλα κάποια στιγμή από το σπίτι να δεις τη μαμά, συνέχεια ρωτάει για εσένα».
«Έχεις δίκιο, πέρασε καιρός».
*****
Ένα χρόνο μετά, οι δύο αδερφές παντρεύτηκαν με διαφορά λίγων εβδομάδων. Η Ναυσικά όπως το είχε προγραμματίσει σε μια τελετή υπερπαραγωγή και η Στέλλα λιτά και απρόσμενα λόγω εγκυμοσύνης. Όταν ήρθε στη ζωή το μικρό της αγοράκι, η Στέλλα σταμάτησε να εργάζεται για να αφιερωθεί στην οικογένεια της. Δεν βαριόταν ποτέ στο σπίτι, ένιωθε παραγωγική ό,τι και αν έκανε. Μάθαινε στον μικρό Νικόλα να αγαπάει την τέχνη, τα βιβλία, τη μουσική, τον αθλητισμό. Ήθελε να του μεταδώσει την ομορφιά του κόσμου όπως την έβλεπε μέσα από τα δικά της μάτια. Οι σχέσεις της με την αδερφή της, που πλέον δεν χόρταινε να αποταμιεύει χρήματα και αξιολογούσε τους ανθρώπους ανάλογα με το εισόδημά τους, ψυχράθηκαν.
Όταν ο μικρός Νικόλας έγινε τεσσάρων χρόνων, ο παππούς του έφυγε από τη ζωή. Η γιαγιά του βυθίστηκε στο πένθος, η μαμά του υπέφερε σιωπηλά και η θεία Ναυσικά βασανιζόταν από τα πρώτα συμπτώματα της εγκυμοσύνης. Έτσι ήρθε στη ζωή και ο μικρός Αλέξανδρος που πήρε το όνομά του από τον παππού του.
«Και τώρα;» ρώτησε ο σύζυγος της Ναυσικάς όταν γύρισαν σπίτι με το μωρό από το μαιευτήριο.
«Τώρα θα κάνουμε ένα σύντομο διάλειμμα από την καθημερινότητα, αγάπη μου», του απάντησε και ο Αποστόλης την φίλησε τρυφερά.
Ούτε εκείνος ήθελε η γυναίκα του να σταματήσει για πολύ καιρό να δουλεύει, γιατί και εκείνος εκτιμούσε τους ανθρώπους όταν εργάζονταν. Ο στόχος να ξεπληρώσουν το στεγαστικό δάνειο είχε επιτευχθεί, το ίδιο και ο στόχος για τον γάμο τους, το ακριβό αυτοκίνητο, την πολυτελή επίπλωση του σπιτιού και την ανακαίνιση του εξοχικού. Ήταν όλα στην εντέλεια.
«Ταξιδάκι θα πάτε;» ρώτησε μια ξαδέρφη της στα πρώτα γενέθλια του Αλεξάνδρου.
«Πού χρόνος;» αναστέναξε δήθεν λυπημένη η Ναυσικά και ο Αποστόλης κούνησε το κεφάλι, όπως συνήθιζε σε ερωτήσεις που δεν τον ενδιέφεραν. Εκείνος δούλευε πλέον μαζί της σε καλή θέση σε μεγάλο Όμιλο, περίμενε άμεσα την προαγωγή του και δούλευε όλο τον χρόνο ασταμάτητα. Δεν ανησυχούσε που δεν έβλεπε τον γιο του, όταν μεγάλωνε θα καταλάβαινε ότι ο μπαμπάς του δούλευε γιατί δεν ήθελε να του λείψει τίποτα. Όπως έκανε κάποτε και ο παππούς και όλοι οι άντρες στην οικογένεια του Αποστόλη.
«Κόρη μου, λυπάμαι που στο λέω αλλά δεν μπορώ να ανταπεξέλθω άλλο. Το παιδί είναι πια στην ηλικία που τρέχει πάνω κάτω σαν τη σβούρα. Τα αρθριτικά μου με πεθαίνουν».
«Γιαγιά, νελό», ψέλλισε ο μικρός.
«Ναι, μαμά, γνωρίζω το πρόβλημα υγείας σου. Θα προσλάβω μια κουβερνάντα, μην ανησυχείς, δεν έχουμε δα και κανένα οικονομικό πρόβλημα. Αύριο το πρωί κιόλας θα σου την στείλω», είπε και έβαλε εκείνη νερό στο ποτήρι του γιου της.
«Πότε θα σταματήσεις;»
«Το ξέρεις ότι με εκνευρίζει αυτή η ερώτηση. Πριν ένα μήνα αγοράσαμε την βίλα και ξεκινήσαμε την ανακαίνιση. Έχω έξοδα και τρεξίματα. Θα έρθει ο καιρός για χαλάρωση και διακοπές και τέτοια».
«Οι πρώτες σας διακοπές, σωστά;»
«Ναι, μαμά, το ξέρεις ότι θα είναι οι πρώτες μας διακοπές. Κατάλαβα την ειρωνεία στη φωνή σου. Αν δεν ήταν η δουλειά, θα είχα καταφέρει τόσα πράγματα στη ζωή μου; Και για να σου λύσω την απορία, θα σταματήσω για να ανοίξω την δική μου επιχείρηση».
«Δεν ήσουν πάντα έτσι», δάκρυσε η γιαγιά και τράβηξε από την τσέπη του φορέματος της ένα μαντήλι να σκουπιστεί γρήγορα πριν την δει το παιδί.
«Ξέρω γιατί έχεις θυμώσει. Επειδή μου ζήτησες να βοηθήσω εκείνη τη φτωχή κοπέλα με βρεφικά είδη για το μωρό της και σου είπα όχι. Αφού έδωσε η Στέλλα! Ή μήπως επειδή δεν ήρθα στο ετήσιο μνημόσυνο του μπαμπά την προηγούμενη Κυριακή;»
«Όχι, γλυκιά μου, επειδή δεν ήρθες στη γιορτή του Νικόλα το Σάββατο το απόγευμα. Σε πήρε λέει η αδερφή σου τηλέφωνο και κοιμόσουν», άρθρωσε τις λέξεις ντροπιασμένη.
«Σε παρακαλώ πολύ, δεν θέλω να μαλώνουμε για αυτό το λόγο. Και θα σου απαντήσω γιατί δεν είμαι πια “έτσι”, τόνισε τη λέξη με στόμφο. Έκανες ένα λάθος που δεν θα κάνω εγώ. Εσύ δεν δούλευες, ήσουν συνέχεια μαζί μου, όπως κάνει και η Στέλλα με το παιδί της, αλλά δεν είχα δεύτερο ζευγάρι παπούτσια να βάλω. Όπως δεν έχει και ο Νικόλας. Τι να τους κάνει αυτούς τους γονείς το παιδί όταν φοράει κάθε μέρα τα ίδια παπούτσια;»
«Έχεις αργήσει, φύγε», είπε αυστηρά η γιαγιά και πήγε στο δωμάτιο που έπαιζε ο Αλέξανδρος.
Ήταν η τελευταία φορά που είδε τη μαμά της ζωντανή. Την βρήκε η νταντά το πρωί νεκρή στο κρεβάτι και τον Αλέξανδρο να κάθεται δίπλα της.
*****
«Παίζεις τέλεια πιάνο», θαύμασε ο Αλέξανδρος τον ξάδερφό του.
«Είναι Μπετόβεν», χαμογέλασε ο Νικόλας.
«Πω, πω, τι ωραία μουσική, πού την έμαθες;»
«Η μαμά μου την έμαθε και ο μπαμπάς με έγραψε στο ωδείο πέρσι».
«Εμένα ο μπαμπάς μου παίζει παιχνίδια στον υπολογιστή».
«Και τι μαθαίνεις;»
«Να νικάω τους εχθρούς!» γέλασαν τα αγόρια. «Σου αρέσει το γυμνάσιο;»
«Ναι, έκανα καινούργιους φίλους, μαθαίνω πολλά πράγματα, μου αρέσουν πολύ τα Αρχαία και η Ιστορία. Πήγαμε εκδρομή προχτές στο μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Πάμε στο δωμάτιο μου να σου δείξω τις φωτογραφίες;»
«Βέβαια!» είπε με ενθουσιασμό ο Αλέξανδρος. «Έχεις πάρα πολλά βιβλία στη βιβλιοθήκη σου!»
«Ναι έχω. Κοίτα εδώ. Αυτή είναι η αγαπημένη μου φωτογραφία, περάσαμε τέλεια στο μουσείο. Α! Αυτή η φωτογραφία είναι από τα γενέθλια σου πέρσι. Ήταν τέλεια η τούρτα σου, την είχα διαλέξει εγώ με τη μαμά μου».
«Έχεις πολλά άλμπουμ εδώ!».
«Αλέξανδρε!» φώναξε η θεία του από την κουζίνα. «Ήρθε η μαμά σου!»
«Είμαι στο δωμάτιο του Νικόλα!»
«Αρέσουν στην μαμά μου οι φωτογραφίες, για αυτό έχουμε τόσα άλμπουμ. Εδώ είναι το πρώτο μου ποδήλατο. Εδώ έκανα πατίνι στην αυλή της γιαγιάς Κατερίνας. Εδώ είμαστε περίπατο στην εξοχή την Πρωτομαγιά».
«Τι σου διαβάζει εδώ ο μπαμπάς σου δίπλα στο τζάκι;»
«Νομίζω κόμικς. Αλλά μου διαβάζει και παραμύθια και μυθιστορήματα και ποίηση».
«Αλέξανδρε μου τι κάνεις; Δεν θα με χαιρετίσεις; Γεια σου Νικόλα».
«Γεια σου θεία Ναυσικά».
«Γεια σου μαμά».
«Εδώ ήταν η πρώτη σου γιορτή στον παιδικό σταθμό. Κοίτα, ήσουν το αστεράκι. Εδώ έκανες τα πρώτα σου βήματα. Εγώ είμαι αυτός που σου παίζω παλαμάκια», γέλασαν δυνατά τα αγόρια.
«Εδώ είμαστε στη θάλασσα!»
«Ναι, ήταν το πρώτο σου μπάνιο. Ο μπαμπάς μου σου έμαθε να κολυμπάς. Έχω και σε ένα άλλο κουτί φωτογραφίες», πετάχτηκε ο Νικόλας και έβγαλε από το κομοδίνο του ένα μεταλλικό ορθογώνιο κουτί. «Πρώτη σου ημέρα στο δημοτικό, πρώτο σου δοντάκι», έδινε μια μια τις φωτογραφίες στον ξάδερφο του που τις κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα. «Εδώ σε ταΐζει η γιαγιά Κατερίνα με το μπιμπερό. Ήσουν γκρινιάρικο μωρό. Ακόμα θυμάμαι πώς τσίριζες όταν είχες πονόκοιλους».
Ο Αλέξανδρος κατσούφιασε.
«Μαμά, πού είσαι εσύ σε αυτές τις φωτογραφίες, γιατί δεν σε βλέπω;»
«Τα έχουμε ξαναπεί, αγάπη μου», βολεύτηκε στην άκρη του κρεβατιού η Ναυσικά. «Η μαμά δουλεύει για να έχεις όλα τα πράγματα που χρειάζεσαι. Μην κατεβάζεις τα μούτρα σου».
«Εδώ κάτι είχε γίνει και έκλαιγες», προσπάθησε να αλλάξει θέμα ο Νικόλας δείχνοντας μια καινούργια φωτογραφία. Έκατσε οκλαδόν στο πάτωμα και του την έδειξε.
«Σαν να μαλώνουμε φαίνεται», συμπλήρωσε ο Αλέξανδρος.
«Ναι, κάτι ήθελες και δεν στο έδινα. Και φώναζες “δεν θα είμαι ξανά ένα” και εγώ γελούσα γιατί ήσουν τριών χρόνων αλλά δεν το ήξερες».
«Δεν θα είμαι ξανά ένα», επανέλαβε ο Αλέξανδρος.
«Και μου είχες πει “θα μεγαλώσω και θα σου δείξω εγώ”», γέλασαν ξανά τα αγόρια χτυπώντας τα πόδια τους στο πάτωμα.
«Θυμήθηκα! Ήταν για το κέικ της θείας Στέλλας. Κοίτα φαίνεται στο πιάτο στο τραπέζι!»
«Ναι! Δεν ήθελα να μοιραστώ μαζί σου το δεύτερο κομμάτι και σου είπα ότι είσαι μικρός. Βγάζει νόημα τώρα που το σκέφτομαι. Και είπες…»
«Δεν θα είμαι ξανά ένα!» φώναξαν ταυτόχρονα τα αγόρια και ξεκαρδίστηκαν στα γέλια.
«Συγγνώμη που δεν σου έδωσα από το κομμάτι μου».
«Και εγώ συγγνώμη Νικόλα που θύμωσα, αλλά ήταν το αγαπημένο μου κέικ».
«Νόμιζα ότι το αγαπημένο σου ήταν αυτό που σου αγόραζα στη γιορτή σου», πετάχτηκε ξαφνιασμένη η Ναυσικά.
«Όχι, μαμά, αυτό δεν ήταν τόσο νόστιμο όσο της θείας».
«Αλλά ήταν από το καλύτερο ζαχαροπλαστείο της πόλης», διευκρίνισε εκείνη.
Η μικρή αδερφή του Νικόλα έτρεξε στο δωμάτιο φωνάζοντας ότι το τραπέζι είναι έτοιμο και έφυγε χοροπηδώντας.
Η Ναυσικά έπιασε τα αυτιά της. Δεν ήταν συνηθισμένη στις παιδικές φωνές. Τα αγόρια ακόμα κοίταζαν το ένα το άλλο απορημένα.
«Τι θα πει από το καλύτερο ζαχαροπλαστείο της πόλης;»
«Γλυκέ μου, θα πει ότι είναι το καλύτερο κέικ της πόλης. Για αυτό σου το αγοράζω. Όπως σου αγοράζω τα καλύτερα ρούχα, τα καλύτερα παπούτσια που κυκλοφορούν. Αυτό ήθελα πάντα για εσένα, να έχεις τα καλύτερα και αυτό όταν μεγαλώσεις θα θέλεις και εσύ για τα παιδιά σου», του εξήγησε με ήρεμη φωνή.
Ο Αλέξανδρος κοίταξε τα ρούχα του, τέντωσε το πόδι του να παρατηρήσει τα παπούτσια του και μετά κοίταξε τον Νικόλα από πάνω μέχρι κάτω.
«Ελάτε παιδιά, δεν σας φώναξε η μικρή;» ξεπρόβαλε η Στέλλα στην πόρτα του υπνοδωματίου σκουπίζοντας τα χέρια της με μια πετσέτα.
«Ναι, ερχόμαστε», σηκώθηκε η Ναυσικά από το κρεβάτι και πήγε να βγει από το δωμάτιο.
«Τα δικά του ρούχα δεν είναι τόσο καλά όσο τα δικά μου;» την ρώτησε διστακτικά ο Αλέξανδρος.
«Όχι», απάντησε και η Στέλλα κοίταξε την αδελφή της κατάματα.
«Έφτασε η ώρα που ρωτάει, Ναυσικά», της ψιθύρισε δακρυσμένη. «Να δω τι εξηγήσεις θα του δώσεις. Πέρασαν τα χρόνια, δεν είναι πια μωρό. Αλλά το θέμα είναι ότι δεν θα γίνει ποτέ ξανά μωρό. Έφυγαν τα χρόνια και δεν ξαναγυρνάνε. Κάποτε ήσουν το φως για όλους μας, μέχρι που τυφλώθηκες από τα λεφτά».
«Ναι, αλλά ο Νικόλας έχει αυτά, μαμά!» φώναξε πετώντας στον αέρα τις φωτογραφίες. Άνοιξε τα χέρια του και ενώ έπεφταν, έκλεισε όσες πιο πολλές μπόρεσε στην αγκαλιά του. «Τι θα πει καλύτερο κέικ; Καλύτερα παπούτσια;»
«Θα καταλάβεις μια μέρα», επέμεινε η μαμά του προσπαθώντας να συγκρατήσει τα νεύρα της. Κανένας δεν καταλάβαινε τις θυσίες που έκανε για το παιδί της. «Θα καταλάβεις», επανέλαβε αμετανόητη.
Ο Νικόλας έτρεξε στη μαμά του και πήγαν μαζί στο τραπέζι, στο όμορφο οικογενειακό γεύμα που είχε ετοιμάσει. Βοήθησαν την μικρή να κάτσει στην καρέκλα της και ξεκίνησαν να κάνουν την προσευχή του φαγητού.
Ο Αλέξανδρος σηκώθηκε από το πάτωμα, κοίταξε τη μαμά του και μιμήθηκε την φωνή που κάνουν τα μωρά.
«Δεν θα είμαι ξανά ένα!»
C.C.