Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, ζούσε διπλή ζωή. Οι γύρω του θεωρούσαν ότι την πολύ οξυμένη αντίληψη την είχε λόγω της ευφυΐας του. Το μυστικό του δεν το είχε μοιραστεί με κανέναν, παρά μόνον με την μητέρα του, όταν ήταν τεσσάρων ετών. Της είχε εκμυστηρευτεί τα πάντα, μα εκείνη θεώρησε πως ήταν παιδικές υπερβολές και φαντασιώσεις. Ο Σωτήρης έκανε κι άλλες προσπάθειες να εξηγήσει στην μητέρα του, με παραδείγματα, μα εκείνη τον μάλωσε άσχημα και τον διέταξε να πάψει να κρυφακούει τις συζητήσεις των μεγάλων.
Με τα χρόνια το αποδέχτηκε. Ήταν άλλωστε πολύ βολικό σε κάποιες περιπτώσεις το ταλέντο του. Τις περισσότερες ήταν χάσιμο χρόνου, μα οι φορές που άξιζε, ήταν ανεκτίμητες. 19 χρονών πια, ο Σωτήρης είχε μάθει να ελέγχει το πού θα ταξιδέψει. Πολλές φορές εξερευνούσε άλλα μυαλά, άγνωστα σε εκείνον. Απολάμβανε να τρυπώνει εκεί που κανείς άλλος δεν μπορούσε… Ξάπλωσε, χάζεψε λίγο στο κινητό του κι όταν άρχισε να γλαρώνει, έσβησε το φως κι έκλεισε τα μάτια. Λίγα λεπτά αργότερα τον είχε ήδη πάρει ο ύπνος.
Βρέθηκε σ’ έναν καταπράσινο κήπο που είχε ένα δέντρο στη μέση. Το δέντρο είχε έναν πολύ χοντρό κορμό και πρέπει να ήταν γύρω στα 10-12 μέτρα έτσι όπως το υπολόγιζε. Από το πιο χαμηλό του κλαδί ήταν κρεμασμένη μια κούνια, στην οποία καθόταν μια ξανθιά κοπέλα. Πρέπει να ήταν γύρω στα 25 με 30. Ξεκίνησε να κουνά το κορμί της μπρος – πίσω, για να δώσει ώθηση στην κούνια. Έμοιαζε σαν παιδί όταν ήταν ψηλά και γερασμένη όταν ήταν χαμηλά. Μεγάλωνε όσο η κούνια πήγαινε προς τα πίσω και γινόταν παιδί όταν πήγαινε μπροστά. Λίγη ώρα μετά, η κοπέλα, σαν παιδί, εκεί, στο ψηλότερο σημείο, κοίταξε προς τα πίσω. Εμφανίστηκε ένας καθρέφτης κι όσο η βαρύτητα την τραβούσε προς τα πίσω, τόσο έβλεπε τον εαυτό της να μεγαλώνει εν ριπή οφθαλμού. Ταλαντεύτηκε πάλι για να πάει ψηλά κι έντρομη κοίταξε πάλι προς τα πίσω. Ο καθρέφτης έδειχνε ακόμα την ίδια, από παιδί να μετατρέπεται σε μία ζαρωμένη γριούλα. Ο καθρέφτης την πλησίαζε. Δεν μπορούσε να σταματήσει να κάνει κούνια. Τα πόδια της δεν έφταναν πια το έδαφος. Κάτι την τραβούσε εμπρός και πίσω. Ο καθρέφτης πλησίαζε τόσο που η σύγκρουση θα ήταν αναπόφευκτη. ΜΠΑΜ!
Άνοιξε τα μάτια του. Είχε κιόλας ξημερώσει. Χαμογέλασε με ικανοποίηση, πήρε μια βαθειά ανάσα και πέταξε το πάπλωμα από πάνω του. Ήρθε η ώρα για τον χαμηλών τόνων Σωτήρη, που ήταν ήσυχος, ήρεμος και δεν προκαλούσε ποτέ πρόβλημα. Ευχήθηκε η μέρα του να περάσει γρήγορα, ώστε να πέσει το συντομότερο δυνατόν για ύπνο. Αυτός ήταν και ο σκοπός του∙ να γεμίζει με τόσες δραστηριότητες την ημέρα του, ώστε ο χρόνος να περνά γρήγορα και να φτάνει σύντομα το βράδυ, για να κοιμηθεί.
Έτσι κι έγινε. Μετά από μία βαρετή μέρα στην σχολή, ένα τετραωράκι στην δουλειά σερβίροντας μπέργκερ και λίγες κοινωνικές συναναστροφές, γύρισε σπίτι, έφαγε το βραδινό του και ξάπλωσε. Χάζεψε λίγο στο κινητό του, άκουσε λίγη μουσική, κι όταν άρχισαν να κλείνουν τα μάτια του, έσβησε το φως κι αφέθηκε. Τον πήρε ο ύπνος αρκετά σύντομα.
Ο Σωτήρης βρέθηκε σ’ ένα δάσος. Ένας άντρας ιδρωμένος, λαχανιασμένος, κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο. Ήταν εμφανές ότι τον κυνηγούσαν. «Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο!», μουρμούρισε και κοίταξε γύρω του. Προσπάθησε ν’ αφουγκραστεί τους ήχους γύρω του. Τίποτα δεν πρόδιδε ότι κάτι τον πλησιάζει. Κοίταξε ερευνητικά γύρω του. Το βλέμμα του έπεσε πάνω στον Σωτήρη, που στεκόταν λίγα μέτρα πιο μακριά. Για μια στιγμή ο Σωτήρης σάστισε∙ νόμισε πως ο άντρας τον έβλεπε. Ξάφνου, ένα ξερόκλαδο έσπασε. Ο άντρας τινάχτηκε ολόκληρος, πήρε μια κοφτή ανάσα και έμεινε ακίνητος. Ξεκίνησε να εκπνέει πολύ αργά, μην τυχόν και ακουστεί. Όταν πια δεν είχε άλλον αέρα στα πνευμόνια του, άρχισε να εισπνέει με τον ίδιο τρόπο, πολύ αργά. Κοιτούσε ολόγυρα για να εντοπίσει την απειλή, μα δεν έβλεπε τίποτα. Ησυχία. Ο Σωτήρης έσκυψε, πήρε ένα κλαδί στα χέρια του και ξεκίνησε να πλησιάζει προς το μέρος του άντρα. Όταν έφτασε δίπλα από το δέντρο που είχε κρυφτεί, το έσπασε. Εκείνος τινάχτηκε στον αέρα κι άρχισε να τρέχει πανικόβλητος, κοιτώντας ανά τις στιγμές πίσω του, να δει τι τον κυνηγά. Ο Σωτήρης έμεινε ακίνητος, μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη και παρακολουθούσε τον καημένο τον ανθρωπάκο να απομακρύνεται με ταχείς ρυθμούς.
Ο ήχος του ξυπνητηριού διέκοψε τον ύπνο του. Κρίμα, ήθελε να παίξει λίγο ακόμη με τον κακομοίρη. Θα φρόντιζε να τον ξαναεντοπίσει κάποια στιγμή. Σηκώθηκε, έλεγξε το σημερινό του πρόγραμμα κι άρχισε να ετοιμάζεται. Αργότερα, στην σχολή, είδε την Ελένη. Η Ελένη ήταν μια κοπέλα απίστευτα μαγνητική. Όλοι ήθελαν να είναι κοντά της. Ο τρόπος που τρανταζόταν το σώμα της καθώς ξεσπούσε σε γέλια, ήταν μοναδικός. Συχνά κοιτούσε τον Σωτήρη από μακριά και πάντα του χαμογελούσε ευγενικά. Εκείνος, άμαθος και ντροπαλός όπως ήταν, κοκκίνιζε αμέσως κι έτσι φρόντιζε να φεύγει το συντομότερο δυνατόν από το οπτικό της πεδίο.
Την ήθελε την Ελένη. Ήθελε να την κάνει δική του. Αυτός κι άλλα 500 άτομα, εντός κι εκτός σχολής. Φαντασιωνόταν συχνά ότι έπεφτε στο κρεβάτι μαζί της, παρά το γεγονός ότι είχαν ανταλλάξει μονάχα μερικά «γεια» όσες φορές είχε τύχει να πέσουν ο ένας πάνω στον άλλο. Θα την επισκεπτόταν απόψε∙ είχε καιρό να την επισκεφθεί.
Η μέρα του πέρασε με πολύ αργούς ρυθμούς. Θαρρείς και το βράδυ θα έφτανε ώρες αργότερα. Όταν επιτέλους έφτασε σπίτι, κάθισε λίγο με τους δικούς του, ίσα για να μην παραπονιούνται ότι δεν περνά χρόνο μαζί τους και μετά τράβηξε για το δωμάτιό του. Ξάπλωσε, έπιασε το κινητό στο χέρι και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να μπει στο προφίλ της Ελένης. Αφού περιηγήθηκε λίγο, κοίταξε για μία τελευταία φορά την φωτογραφία που ανέβασε με τις φίλες της. Έσφιξε τα μάτια του, καθώς κλείδωνε το κινητό του και προσπάθησε να απομνημονεύσει το πρόσωπό της. Το μεγάλο, υπέροχο χαμόγελό της, τα κατάλευκά της δόντια και τις κόκκινες μπούκλες της που έπεφταν πάνω στα μάτια της. Έμεινε να την φαντασιώνεται μέχρις ότου τον πήρε ο ύπνος.
Σκοτάδι. Μόνο το λαμπάκι από κάποια ηλεκτρική συσκευή έδινε μία ψευδαίσθηση φωτός. Οι βαθιές της ανάσες ήταν το μόνο που ακουγόταν με την συνοδεία του ελαφρού τριξίματος του κρεβατιού. Η μυρωδιά του ιδρώτα μαζί μ’ αυτήν της ένωσης δύο σωμάτων κατέκλυζε την ατμόσφαιρα. Κρυμμένος στον λαιμό της, ο Σωτήρης, μπαινόβγαινε μέσα της αργά, ρυθμικά. Εκείνη με το ένα χέρι είχε γραπώσει τα μαλλιά του και με το άλλο έμπηγε ελαφρά τα νύχια της στην πλάτη του. Άρχισε να αυξάνει τον ρυθμό. Την κοίταξε. Είχε κλειστά τα μάτια της. Άγγιξε το πρόσωπό της. Πέρασε τον αντίχειρά του απαλά πάνω απ’ τα χείλη της. Εκείνη τον δάγκωσε απαλά και γύρισε να τον φιλήσει. Ο Σωτήρης εξακολούθησε να μένει κρυμμένος στον λαιμό της Ελένης και ν’ αυξάνει ολοένα τον ρυθμό του. Ένα βογκητό ξέφυγε απ’ τα χείλη της. «Μη σταματάς…» του ψιθύρισε ξέπνοα στ’ αυτί. Ο Σωτήρης έμπαινε μέσα της πια με ορμή. Εκείνη γέμιζε από εκείνον, σφιγγόταν ελαφρά για να τον νιώσει πιο έντονα. «Μη, μη σταματάς! Μη! Μη! Μη! Ναι! Ναι! Ναι…»
Λίγα λεπτά μετά, εκείνος ξαπλωμένος ακόμη επάνω της, ένιωθε την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Την φίλησε απαλά στον λαιμό και το μάγουλο. Στηρίχθηκε στους αγκώνες του και την κοίταξε στα μάτια χαμογελώντας. Η Ελένη ξαφνιάστηκε, σαν να μην περίμενε πως όλο αυτό το έζησε με τον Σωτήρη. Της έσκασε ένα γρήγορο φιλί στα χείλη και ξανακρύφτηκε στον λαιμό της. Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε ν’ απομνημονεύσει την μυρωδιά της.
Μια αχτίδα φωτός διαπέρασε τις μισάνοιχτες κουρτίνες. Ο Σωτήρης άνοιξε τα μάτια του κι έμεινε ακίνητος να συλλογίζεται την χθεσινή νύχτα. Παράξενο. Έμοιαζε σαν όντως να τον είδε. Μπορούσε να κάνει αισθητή την παρουσία του, να επηρεάσει την πλοκή λιγάκι, αλλά κανείς δεν τον έβλεπε. Η Ελένη, όμως, έμοιαζε σαν να τον είδε. Βρε λες; σκέφτηκε. «Θα δείξει!», μονολόγησε και σηκώθηκε γρήγορα από το κρεβάτι. Σήμερα, εκτός από την σχολή και το μπεργκεράδικο, είχε να συναντηθεί και με κάποιους συμφοιτητές για να δουλέψουν μια εργασία. Το μυαλό του όμως γυρνούσε συνεχώς στο όνειρο της χθεσινής βραδιάς. Το ζούσε ξανά και ξανά. Δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται την στιγμή που τον κοίταξε. Ίσως και να τον είδε… Καινούριο ήταν αυτό;
Δεν ήξερε ότι μπορούσε να κάνει συνειδητή εμφάνιση στα όνειρα των άλλων. Χαμογέλασε… Ένας νέος κόσμος ανοιγόταν μπροστά του… Ονειρικός, θα έλεγε κανείς…!
Νίκη Τσακίρη