«Θα μου κάνεις μια χάρη;»
Η γλυκιά φωνή της γιαγιάς Ευγενίας ακουγόταν ανήσυχη στην άλλη άκρη του ακουστικού. Ο Γιώργος σταμάτησε αμέσως την δουλειά του, για να την ακούσει πιο προσεχτικά. Την φαντάστηκε να κάθεται στο τραπέζι της κουζινούλας της και πάνω στο λουλουδάτο τραπεζομάντιλο να είναι ακουμπισμένο ένα πορσελάνινο φλιτζάνι με αχνιστό χαμομήλι. Δίπλα θα είχε ένα ασορτί πιατάκι με δύο φρυγανιές και ένα κομμάτι τυρί, τα καφέ στρογγυλά γυαλιά της, ζευγάρι με τα μελιά της μάτια, το σημειωματάριο με τα τηλέφωνα και ένα μπλε στυλό.
«Πες μου γιαγιά», απάντησε.
«Όταν σχολάσεις θέλω να κάνεις ένα δρομολόγιο για το χατήρι μου. Να πας σε ένα χωριό λίγο έξω από την πόλη, θα σου δώσω την διεύθυνση, δεν νομίζω να χαθείς», ξεφύσηξε.
«Μην ανησυχείς για αυτό».
«Και θέλω να πάρεις μια φιλενάδα μου, την κυρά Τιτίκα και να την φέρεις στην πόλη, εκεί που θέλει να πάει».
«Αυτό ήταν όλο;»
«Αυτό, παιδί μου».
«Και γιατί κλαις; Δεν είναι δα και καμιά μεγάλη χάρη αυτή που μου ζητάς».
«Δεν κλαίω, Γιώργο μου, τα κρεμμύδια του στιφάδου κοκκίνισαν τα μάτια μου».
«Αφού εσύ μαγειρεύεις από το άγριο χάραμα. Ας είναι. Θα σε πάρω τηλέφωνο το απόγευμα, να το έχεις κοντά σου. Φιλιά πολλά».
«Εντάξει, Γιώργο μου, την ευχή μου να ‘χεις».
Έκλεισαν το τηλέφωνο και έτρεξε η γιαγιά Ευγενία στον μπακάλη να πάρει κρεμμύδια για να παρουσιάσει το βράδυ και ένα στιφάδο με την πίτα που είχε φτιάξει.
Κατά το μεσημεράκι όταν σχόλασε, ξεκίνησε για το απομακρυσμένο χωριό. Τον τελευταίο χρόνο έμενε στο δικό του σπίτι. Φρόντισε να βρει ένα κοντά στης γιαγιάς του, για να την προσέχει και να τρώνε μαζί κάθε βράδυ.
Ήταν φωτεινή εκείνη η μέρα του Οκτώβρη και ίσα που φυσούσε ένα κρύο αεράκι. Σκεφτόταν ότι δεν του άρεσε που άκουσε ταραγμένη την γιαγιά του. Πάντα έκανε ό,τι μπορούσε για να είναι χαρούμενη, το ίδιο και εκείνη, δεν ήθελε να τον στεναχωρεί. Οι δύο τους ήταν σε όλη τους την ζωή. Μάνα δεν γνώρισε, έσβησε στην πρώτη του αναπνοή. Πατέρα δεν γνώρισε, όταν το έμαθε έγινε άφαντος από το νοσοκομείο.
Έτσι όταν γνώρισε η Ευγενία το μοναδικό της εγγόνι, έχασε και το μοναδικό της παιδί. Τι σκάλες έπλυνε για να το αναθρέψει, για να το ντύσει, για να το στείλει σχολείο, για να το μεγαλώσει με αξιοπρέπεια. Οι σκάλες τον έστειλαν και στις σπουδές του. Ήταν σήμερα πετυχημένος πολιτικός μηχανικός με δικό του γραφείο. Μα πάνω από όλα ήταν καλό παιδί, σπουδαίο για έναν άνθρωπο.
Τελείωσε ο ασφαλτωμένος δρόμος και έστριψε δεξιά στον χωματόδρομο. Γύρω του ξεπρόβαλαν χωράφια με ελιές, πορτοκαλιές και λεμονιές. Πέρασε το μικρό χωριό και κίνησε προς το βουνό. Σταμάτησε το αυτοκίνητο δίπλα στο μικρό πέτρινο ξωκκλήσι, όπως του είχε πει η γιαγιά του και συνέχισε με τα πόδια. Στην κορφή του λόφου εκείνου, ζούσε ο Θεός και η γιαγιά Τιτίκα. Δεν έμοιαζε για σπίτι αυτό που έμενε. Ήταν ήδη έξω η βαλίτσα της όταν την είδε να βγαίνει από μέσα. Μαυροφορεμένη, αδύνατη με μακριά ασημένια μαλλιά δεμένα σε κότσο. Έκανε με το ρυτιδιασμένο χέρι της να σύρει την βαλίτσα, αλλά ο Γιώργος την σταμάτησε.
«Άσε σε εμένα αυτή τη δουλειά κυρά Τιτίκα. Είμαι ο εγγονός της Ευγενίας. Δώσε μου το χέρι σου να σε κατεβάσω από τον λόφο».
«Σε περίμενα, σε ευχαριστώ. Θα με πας στην πόλη;»
«Θα σε πάω», κούνησε θετικά το κεφάλι του.
Έριξε μια τελευταία ματιά στο καλυβάκι της, έσφιξε τα μικροσκοπικά της χείλη, δάμασε τα δάκρυα που πήγαν να ξεφύγουν από τα μάτια της και τον ακολούθησε.
Όταν βγήκαν από το χωριό και πήραν τον δρόμο του γυρισμού, δεν άντεξε και την ρώτησε:
«Πώς ζούσες εκεί πάνω, κυρά Τιτίκα μου; Ποιος σε φρόντιζε;»
«Απλή ερώτηση, δύσκολη απάντηση», αποκρίθηκε χαμηλόφωνα. Έμεινε σιωπηλή για λίγα λεπτά. Έψαχνε μια σειρά για τις λέξεις που πλημμύρισαν το μυαλό της. Χαμός, θάνατος, μοναξιά, απομόνωση, γηρατειά. Δεν ήθελε να φορτώσει στις πλάτες του παιδιού τον πόνο της. Ποτέ δεν το έκανε με κανέναν. Δεν ήθελε να την λυπούνται. Διάλεξε μερικές κουβέντες και του απάντησε…
«Εδώ και πολλά χρόνια έχω μάθει να ζω μόνη. Ένα κοπέλι μου έστειλε ο Θεός και μου το πήρε πίσω. Ήταν καλή και όμορφη σαν άγγελος και αυτό ούτε ο ίδιος ο Θεός δεν θα το αρνιόταν. Πάει καιρός πια… Πέντε χρόνια πριν έχασα και τον άντρα μου τον Κωστή. Έφυγα από την πόλη, τι να την έκανα πια… Ήρθα σε αυτό το χωριό με αυτή τη βαλίτσα, ανέβηκα στο βουνό, βρήκα το καλυβάκι και εγκαταστάθηκα εκεί. Μόνο μία οικογένεια καταδέχτηκα να με βοηθάει. Ούτε καν την γιαγιά σου. Δεν ήθελα να ξέρει. Κάθε δεκαπέντε του μήνα που πληρωνόταν ο παπάς του χωριού, τι καλό παλικαράκι, ανέβαινε με την γυναίκα του και το μωρό και με βλέπανε. Μου φέρνανε τσάντες με καλούδια, τα φάρμακά μου και η κοπελίτσα μου συγύριζε. Μιλούσαμε, μου κρατούσαν παρέα, φρόντιζαν την ψυχή μου να μην χαθεί. Μα ούτε αυτοί κατάφεραν να με πείσουν να μείνω. Πήρα επιτέλους την σύνταξη του Κωστή μετά από θέματα γραφειοκρατίας και του είπα να πάρει τηλέφωνο την Ευγενία. Έπρεπε να φύγω…”.
Μπήκαν στην πόλη και ο Γιώργος κοίταξε το χαρτάκι με την διεύθυνση που του έδωσε.
«Ποιος είναι ο προορισμός μας;»
«Ο ανηφορικός», του χαμογέλασε.
Έφτασαν έξω από το κτήριο και άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου του. Έμεινε ακίνητος να κοιτάζει.
«Σίγουρα είναι η σωστή διεύθυνση;» την ρώτησε.
«Ολόσωστη, εδώ είμαστε. Έλα να σε φιλήσω και να σου δώσω την ευχή μου».
«Δεν νομίζω ότι κάνεις καλά», της είπε και οι υπάλληλοι την υποδέχτηκαν και την πήραν μέσα στο γηροκομείο.
Μπήκε πάλι στο αμάξι, πήρε τηλέφωνο την Ευγενία, μίλησαν λίγα λεπτά, γρήγορα και αποφασιστικά και το έκλεισαν. Έτρεξε μέσα. Την βρήκε στην υποδοχή να της ετοιμάζουν χαρτιά.
«Άκουσέ με», την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε παραπέρα. «Δύο λόγια θα σου πω. Ξέρω και εγώ από μοναξιά. Μόνο την γιαγιά μου έχω. Είναι η μόνη μου οικογένεια. Τώρα θα είναι και δική σου. Θα σε λέω γιαγιά από εδώ και πέρα. Πάρε την βαλιτσούλα σου και πάμε. Πάμε σου λέω!»
Μα πού να κουνήσει η κυρά Τιτίκα, έμεινε αμίλητη και ακίνητη, γιατί αν την τραβούσε από το χέρι άλλη μια φορά, θα έτρεχαν τα μάτια της σαν να ξεχείλιζε ποταμός.
«Βάρος», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της.
«Τι είπες; Άκουσα καλά; Βάρος; Αν είναι δυνατόν να είναι η γιαγιά μου βάρος! Προχώρα τώρα μη σε μαλώσω για αυτά τα λόγια. Πάμε σπίτι που σε περιμένει η Ευγενίτσα σου, να πάρουμε ένα τηλέφωνο και τον φουκαριάρη τον παπά με την γυναίκα του να τους πούμε τα καλά νέα να μην ανησυχούν. Πάμε σπίτι μας».
«Ποτέ δεν ξεχνάς ποιος σε αγαπά», συμφώνησε. «Η αγάπη βρίσκει πάντα τον δρόμο της».
C.C.