Μία φορά και έναν καιρό, σε ένα δάσος μακρινό, ζούσε μία κάμπια διαφορετική από της γης τις κάμπιες.
Ήταν τόσο μα τόσο περήφανη που θα γινόταν πεταλούδα και υποτιμούσε όλα τα άλλα ζώα που συναντούσε. Γιατί σε λίγο θα γινόταν βασίλισσα των ουρανών…
Περπατούσε μόνη της στο δάσος, με το κεφάλι της ψηλά. Κοιτούσε τα μέρη που θα επισκεπτόταν σε λίγο καιρό που θα είχε φτερά.
Όμως, μία μέρα, έτσι πως περπατά όλο καμάρι με τα μάτια καρφωμένα στον ουρανό, τσουπ, πέφτει πάνω σε ένα δέντρο! Και… γίνεται κόμπος!
Το σώμα της μπλέχτηκε, ήρθε το πάνω κάτω και δε μπορούσε να το ξεμπλέξει.
– Βοήθεια! φωνάζει, αλλά κανείς δεν την άκουσε.
Μόνο ένα μερμηγκάκι που είχε βγει για να μαζέψει φαγητό. Την πλησιάζει και της λέει:
– Τόσο καιρό σου ζητούσα να παίξουμε κι εσύ μου έλεγες ότι δεν έχεις χρόνο για τα μικρά ζωάκια της γης, αλλά μόνο για τα πλάσματα του ουρανού. Τώρα λυπάμαι, αλλά και ΄γω δεν έχω για σένα χρόνο. Κουβαλάω τροφή για την φωλίτσα μου…
Αυτά της είπε κι έφυγε… Η κάμπια, συνέχισε να ζητά βοήθεια, όμως δεν την άκουγε κανείς. Προσπαθεί να ξεμπλεχτεί, μάταια όμως.
Σαν να μην έφταναν αυτά, σε λίγο ξεκινά να βρέχει… Η κάμπια μέσα σε λίγα λεπτά, γίνεται ένας κόμπος βρεγμένος. Αυτή, η μελλοντική βασίλισσα των ουρανών.
Μόλις η βροχή σταματά, προσπαθεί να ξεμπλέξει τον κόμπο που είχε γίνει το σώμα της. Ξάφνου, συναντά ένα σαλιγκάρι…
– Βοήθεια! ψελλίζει η κάμπια, αλλά η φωνή της δεν ακούγονταν, κόμπος καθώς ήταν.
Το σαλιγκάρι, με το που την βλέπει έτσι μαλακή και αφράτη, ξαπλώνει πάνω της και παίρνει έναν υπνάκο, να ξεκουραστεί λίγο προτού ξανά ξεκινήσει τις βροχερές περιπλανήσεις του. Όταν το σαλιγκάρι έφυγε…
– Βοήθεια! ξεκίνησε πάλι, μα δεν υπήρχε ψυχή.
Σε λίγο, εμφανίζονται δύο σκιουράκια. Μόλις την βλέπουν:
– Kοίτα! λέει το ένα στο άλλο, μία μπάλα!
– Όχι… κάμπια… ακούγεται αδύναμη η φωνή της κάμπιας.
Αλλά ούτε αυτά την άκουσαν και ξεκίνησαν να την πετούν σαν μπάλα, πέρα δώθε, ώσπου πέρασε η ώρα και έπρεπε να γυρίσουν σπίτι τους για να μην τα κατσαδιάσει η μαμά τους.
Και τώρα η κάμπια ήταν κόμπος, βρεγμένη και ζαλισμένη από τα πολλά πετάγματα. Καθώς προσπαθούσε να ηρεμήσει, να σου μπροστά της ένας σκαντζόχοιρος!
– Βοήθεια! φωνάζει με το που τον βλέπει.
Όμως ο σκαντζόχοιρος δεν ακούει τι λέει η κάμπια, αλλά ακούει μία μπάλα με ήχο. Νομίζει πως η μπάλα είναι μαγεμένη. Έτσι τρομαγμένος καθώς είναι, την πλησιάζει, την τσιμπά και τρέχει να φύγει μακριά.
Η κάμπια τώρα είναι κόμπος, βρεγμένη, ζαλισμένη και…τσιμπημένη! Όλα της τα όνειρα για τις ουράνιες βόλτες της, αποτελούν ανάμνηση μακρινή.
Ύστερα από κάποια ώρα που δε ξέρει αν ήταν λίγη ή πολλή, μιας και σαν ανήμπορη καθώς είναι δεν μπορεί να κουνηθεί, ξαναπερνάει το μερμηγκάκι που την είχε πρωτοδεί μόλις είχε γίνει κόμπος.
-Βοήθεια! λέει εξαντλημένη πλέον η κάμπια.
Το μερμηγκάκι, που την βλέπει τόση ώρα μετά εκεί, την λυπάται.
– Τι χρειάζεσαι, της λέει, για να γίνεις πάλι κάμπια;
– Να μην είμαι άλλο κόμπος! του απαντά. Σε θερμοπαρακαλώ, βοήθα με να ξεκομπιαστώ!
Και έτσι ξεκινά το μερμηγκάκι, με όση δύναμη είχε, την κάμπια σιγά σιγά να ξεκομπιάζει. Και τα κατάφερε!
Η κάμπια δε μπορεί να πιστέψει στα μάτια της πως είναι και πάλι κάμπια!
– Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ, είσαι ο μόνος που νοιάστηκε για μένα. Κανείς άλλος δε μου έδωσε σημασία!
– Όπως έκανες κι εσύ παλιά δηλαδή… της απαντά το μερμηγκάκι.
– Θαρρώ πως έχεις δίκιο. Αχ, πόσο εγωίστρια ήμουν! Τι χάρη να σου κάνω καλό μου μερμηγκάκι για το καλό που μου ‘κανες;
-Τίποτα. απαντά το μερμηγκάκι. Και τώρα γεια σου, γιατί έχω πολλές δουλειές να κάνω! απαντά το μερμηγκάκι και παίρνει το δρόμο για τη φωλίτσα του
Η κάμπια, σε λίγες μέρες γίνεται πεταλούδα και πετά ψηλά στους ουρανούς. Όμως κάθε μέρα κατεβαίνει για λίγο πίσω στη γη και πηγαίνει στο μερμηγκάκι που την έσωσε.
Του πηγαίνει την γύρη των καλύτερων λουλουδιών που συναντά, για να έχει για τον χειμώνα στη φωλιά του και ποτέ της δεν ξεχνά ποιος την βοήθησε να πετάξει…
Άννα Πατσώνη