Τρία ζευγάρια ψηλοτάκουνες γόβες, βάδιζαν ρυθμικά στον πλακόστρωτο δρόμο. Τα καλοραμμένα φορέματα ανέμιζαν απαλά, κάνοντάς τους όλους να γυρνούν το κεφάλι στο πέρασμά τους. Φυσικά δεν είχαν καμία ελπίδα να κερδίσουν τις καρδιές των κοριτσιών, που δεν είχαν ανατραφεί πλουσιοπάροχα για να αγαπήσουν τον πρώτο τυχόντα.
Πρώτη μπήκε στην μπουτίκ η Κέιτ, κατέβασε τα Gucci γυαλιά ηλίου της στην μύτη και με το αυστηρό της βλέμμα επεξεργάστηκε τον χώρο. Από πίσω της ξεπρόβαλε η Άννα, κουνώντας πέρα δώθε την μικρή Chanel τσάντα της και δοκίμασε την σαμπάνια που τους προσέφεραν. Τελευταία και χαμογελαστή μπήκε η Ρόζι και χαιρέτισε τους υπαλλήλους που κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να τις εξυπηρετήσουν με κάθε επισημότητα.
Αρκετή ώρα αργότερα, βγαίνοντας φανερά ικανοποιημένες από την μπουτίκ, η Ρόζι φύλαγε το πορτοφόλι της στην τσάντα, όταν έπεσε πάνω της ένας νεαρός. Πρόλαβε να τον κοιτάξει μόνο για μια στιγμή πριν της ζητήσει συγγνώμη και εξαφανιστεί ανάμεσα στο πλήθος.
«Ψάξε γρήγορα τα πράγματα σου» την συμβούλεψε η Κέιτ.
«Είδατε την εμφάνισή του; Δεν ήταν τυχαίος. Αυτός ο ζητιάνος ήθελε σίγουρα να σε κλέψει» συμφώνησε η Άννα.
«Ηρεμήστε κορίτσια, ορίστε εδώ είναι όλα» ψαχούλεψε την τσάντα της. «Τίποτα δεν είναι τυχαίο, αλλά δεν σημαίνει ότι είναι κλέφτης επειδή έπεσε πάνω μου ή επειδή είναι φτωχός».
Ακούγοντας την τελευταία λέξη οι φίλες της ανατρίχιασαν.
«Γλυκιά μου είσαι πιο μικρή και τόσο αθώα» την χάιδεψε απαλά στα ξανθά μαλλιά της η Άννα. «Δεν έχουν μεγαλώσει όλοι σαν εμάς, πρέπει να μάθεις να φυλάγεσαι. Εγώ στην θέση σου πάντως δεν θα ξαναφορούσα αυτά τα ρούχα».
«Δεν πετάω Versace φόρεμα τόσων χιλιάδων ευρώ, γίνεσαι υπερβολική!»
Οι φίλες της γέλασαν, γιατί τους έκανε εντύπωση που γνώριζε την τιμή του φορέματός της. Δεν είχαν ασχοληθεί ποτέ με αυτό το θέμα.
Πηγαίνοντας για φαγητό σε γνωστό εστιατόριο απέναντι από πολυσύχναστο πάρκο, τον είδαν ξανά. Καθισμένος στο παγκάκι προσπαθούσε να φτιάξει στα γόνατά του ένα σάντουιτς με τα υλικά που πήρε από την αγορά.
«Είναι τόσο νέος» της ξέφυγε.
«Σύνελθε κορίτσι μου! Ακόμα με αυτόν ασχολείσαι; Μου χάλασε την διάθεση και τώρα μου χαλάει και την θέα. Πάμε να φωνάξουμε τον υπεύθυνο» συμφώνησαν οι φίλες της.
Όσο ήταν απασχολημένες, η Ρόζι σηκώθηκε από το τραπέζι τους και πήγε διστακτικά κοντά του. Δεν είχε ξαναδεί ζητιάνο από τόσο κοντά. Τα παπούτσια του ήταν παλιά και φθαρμένα, το παντελόνι βρώμικο, το πουλόβερ είχε τρύπες. Το αδύνατο πρόσωπό του με τα έντονα ζυγωματικά φαινόταν κουρασμένο και τα σκουροπράσινα μάτια του, όμοια με τα δικά της, ήταν το ίδιο συννεφιασμένα. Κάτω από τον μαύρο σκούφο ξεπρόβαλλαν καστανές τούφες. Πρέπει να ήταν και αυτός κοντά στα είκοσι.
«Με ένα κοστούμι θα ήταν σωστός κύριος» σκέφτηκε.
Θυμήθηκε τους γονείς της να της μιλάνε για την σωστή συμπεριφορά προς τους άλλους ανθρώπους. Να είναι πάντα ευγενική, έτσι της έλεγαν. Δεν διευκρίνισαν αν αναφέρονταν σε πλούσιους ή φτωχούς. Εκείνη με το ακριβό της φόρεμα, γιατί ήταν καλύτερη από εκείνον;
«Γειά σου, είμαι η Ρόζι» είπε απαλά.
«Γειά» της απάντησε διστακτικά.
«Πώς σε λένε;»
«Έρικ».
«Θα είσαι εδώ κοντά απόψε;»
Το ίδιο βράδυ πήγε στο πάρκο με ένα μεγάλο μπολ ζεστές πατάτες και ψητά λαχανικά. Το επόμενο βράδυ πήγε με μια πιατέλα πίτα. Με μυρωδάτη σούπα. Με τυρί, ψωμί και νερό. Με ένα καινούριο πουλόβερ. Μόνο ο σοφέρ της το γνώριζε.
Πέρασαν έτσι τρεις μήνες που μόνο αυτοί οι τρεις ήξεραν το μυστικό. Η φήμη της κοπέλας που τυλιγμένη με μεταξωτά φουλάρια άφηνε φαγητό στους άστεγους του πάρκου, απλώθηκε στην πόλη και έφτασε μέχρι και στους κύκλους των πλουσίων.
«Να μάθουμε τί μάρκα είναι τα φουλάρια της, να μην κυκλοφορούμε με τα ίδια» έλεγαν κάποιες νεόπλουτες κοπέλες.
Ακουγόταν ότι ο χειμώνας θα ήταν ο δυσκολότερος των τελευταίων ετών. Ο Έρικ ζούσε μόλις ένα χρόνο στον δρόμο και μέχρι να γνωρίσει την Ρόζι, ζητιάνευε για το καθημερινό του φαγητό, έκανε μπάνιο σε δημόσια λουτρά και έπινε νερό από την πηγή κοντά στο πάρκο. Φορούσε το ίδιο πουλόβερ, τα ίδια παπούτσια και κοιμόταν στο παγκάκι μαζί με την κουβέρτα που του έδωσαν οι διασώστες την ημέρα που τον έβγαλαν από το σπίτι του πριν καεί ολοκληρωτικά. Ήταν ο μόνος που επέζησε. Το τεράστιο σοκ του άφησε ένα ψυχικό τραύμα που δυσκολευόταν να το διαχειριστεί. Μόνος και αβοήθητος ξεκόλλησε σαν παράταιρο κομμάτι από το παζλ της κοινωνίας.
«Η κατακόρυφη πτώση της θερμοκρασίας και η ραγδαία βροχή ανησυχούν τους ειδικούς που προειδοποιούν για ισχυρή καταιγίδα και κίνδυνο πλημμύρας».
Η Ρόζι έκλεισε την τηλεόραση. Καθόταν στο πάτωμα του σαλονιού της πάνω σε αφράτα μαξιλάρια δίπλα στο τζάκι. Κοντά της, στο γυάλινο τραπεζάκι, ήταν ακουμπισμένο ένα κρυστάλλινο ποτήρι λευκό κρασί και μια ασημένια πιατέλα με τυριά, αμύγδαλα, σταφύλια και γεμιστά σοκολατάκια. Η οικονόμος την καληνύχτισε και έφυγε.
Οι ψιχάλες της βροχής έπεφταν απειλητικά στην τζαμαρία. Έκλεισε το σημειωματάριο στο οποίο σχεδίαζε την δεξίωση της επόμενης βδομάδας. Για ποιο λόγο θα γινόταν; Γιατί μπορούσαν. Διοργάνωναν στον κύκλο της διάφορα πάρτι ανά διαστήματα, για να γιορτάζουν την προνομιούχα θέση τους στην υψηλή κοινωνία.
Η Ρόζι ήταν κομμάτι της, έτσι γεννήθηκε, έτσι μεγάλωσε. Σπούδασε δύο χρόνια για να αναλάβει κάποια μέρα τις επιχειρήσεις της οικογένειας και μέχρι τότε μπορούσε να ζει την ζωή της χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα. Δεν χρειάστηκε να δουλέψει, να κοπιάσει, δεν ήταν αναγκασμένη να προσφέρει, να βοηθάει. Δεν ήταν υποχρεωμένη να είναι δημιουργική, ενεργητική, ανεξάρτητη. Δεν πείνασε, δεν είδε κανέναν να πεινάει.
Μέχρι που γνώρισε τον Έρικ. Εκείνος έγινε ο παλμός της επανάστασης που χτύπησε στην καρδιά της. Το φως της ελευθερίας που άναψε στο μυαλό της. Έγινε έρωτας που έκαιγε το αίμα της. Κάθε μικρό κύτταρο του κορμιού της, κάθε μικρή ιδέα που είχε για τον κόσμο γύρω της. Άξιζε αυτή η φωτιά την θυσία που θα έκανε; Ποια θα αρνιόταν την κοινωνική της θέση για έναν κλέφτη έρωτα; Ποια θα αντάλλαζε την κοινωνική αποδοχή για την αγάπη ενός άστεγου; Ποια θα πλήγωνε τους γονείς της για να μπορεί να αποφασίσει μόνη της για όσα θέλει να έχει στην ζωή της; Η Ρόζι το έκανε.
«Μπρας! Ετοίμασε το αμάξι. Πάμε στο πάρκο αμέσως!»
Η βροχή έπεφτε ακατάπαυστα και το αμάξι χώριζε στα δύο τις λίμνες νερού για περάσει. Όταν έφτασαν στο πάρκο, είδαν τις κοινωνικές υπηρεσίες να απομακρύνουν τους άστεγους για να τους οδηγήσουν σε ασφαλείς δομές. Ο Έρικ αρνιόταν να φύγει, παρά τον κίνδυνο της πλημμύρας που πλησίαζε, γιατί δεν του επέτρεπαν να πάρει μαζί του τον Τσίμπο, τον αδέσποτο σκύλο που ζούσε μαζί του στο πάρκο. Θα τους χώριζαν για να τον πάνε στο καταφύγιο ζώων.
«Μπείτε μέσα!» άνοιξε την πόρτα της και η καταρρακτώδης βροχή την έλουσε ενώ καθόταν στο κάθισμα της.
«Ρόζι, τι κάνεις εδώ;» σάστισε.
«Ήρθα για εσένα».
«Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Φύγε σε παρακαλώ».
«Δεν πάω πουθενά χωρίς εσένα!»
«Δεν έχω τίποτα να σου δώσω» έσκυψε από πάνω της και κρατήθηκε από την πόρτα. Έσταζε ολόκληρος από πάνω μέχρι κάτω. «Τίποτα! Με ακούς; Μόνο να σε αγαπώ μπορώ. Σε ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Δεν έχω τίποτα άλλο εκτός από αυτόν τον έρωτα!».
«Και εγώ το ίδιο και δεν θέλω τίποτα άλλο. Ελάτε! Τσίμπο, έλα αγόρι μου, μπες μέσα. Έρικ, γρήγορα σε παρακαλώ!» φώναξε και σκούπισε τα μάτια της που έσταζαν και αυτά και ας μην φαινόταν ότι ήταν από τα δάκρυα.
Το τζάκι έκαιγε και ο σκύλος ξαπλωμένος στα μαξιλάρια ζέσταινε την γούνα του. Η βροχή χτυπούσε λυσσασμένα το σπίτι. Ο Έρικ κατέβηκε από τον πάνω όροφο φορώντας ένα υπέροχο κοστούμι, ενώ οι πρώτοι καλεσμένοι άρχισαν να καταφθάνουν και να αφήνουν τις ομπρέλες τους στην υποδοχή. Η οικονόμος προσέφερε σαμπάνια σε όλους. Η Ρόζι φορώντας μια αστραφτερή ροζ τουαλέτα, περιφερόταν στον χώρο συζητώντας με τους επισκέπτες. Η δεξίωση δεν είχε τον αναμενόμενο αριθμό καλεσμένων, αλλά τουλάχιστον εμφανίστηκαν οι γονείς της. Άκουσαν με προσοχή την ιστορία του Έρικ, του έδωσαν την δυνατότητα να παρουσιάσει τον εαυτό του, διαπίστωσαν τις προθέσεις του και διέκριναν τις ικανότητές του.
Εμπνευσμένη από την Ρόζι, η εταιρεία αποκατάστασης αστέγων που θα γινόταν πραγματικότητα σύντομα, θα έδινε μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή σε όσους την είχαν ανάγκη. Οι επιχειρήσεις της οικογένειας θα προσέφεραν θέσεις εργασίας σε κάθε σημείο του πλανήτη. Υπεύθυνος όλων θα ήταν ο Έρικ. Δεν ήταν όμως ο μόνος που άλλαξε η ζωή του. Η Ρόζι βρήκε το πραγματικό νόημα της ύπαρξής της που δεν ήξερε καν ότι έψαχνε.
Εκείνο το βράδυ ανακοίνωσαν την αρχή της νέας κοινής τους ζωής και το τέλος αυτής που ήξεραν. Η αγάπη μπορεί και τα αλλάζει όλα.
C.C.