,

Όπως στρώσεις θα κοιμηθείς

Τα τίναξε τελικά. Ζωή σε μένα!  είπε από μέσα του ο Μίλτος, θριαμβευτικά σχεδόν, στο άκουσμα του θανάτου της γυναίκας του. Έσκασε και ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Του ανακοίνωσαν τηλεφωνικά το μαντάτο τα παιδιά του, καθώς ζούσε στην άλλη άκρη της γης. Έκαμε δήθεν τον συντετριμμένο, έτσι για να κρατήσει τα προσχήματα. Έταξε μάλιστα στα παιδιά του ότι θα έπαιρνε το πρώτο αεροπλάνο για να τους συμπαρασταθεί. Στη συγκεκριμένη παράσταση όμως έδωσε μία πολύ κακή ερμηνεία και δεν έγινε καθόλου πιστευτός. Σιγά μην πήγαινε! Τα παιδιά του τον ήξεραν πια απέξω και ανακατωτά.

Όταν ένας άντρας δεν παρίσταται στην κηδεία της γυναίκας του, με την οποία μάλιστα έχει τρία παιδιά, ε , αυτό και μόνο λέει πολλά για τον (απαίσιο) χαρακτήρα του. Έστειλε βέβαια το στεφάνι του για το θεαθήναι (και ας μην σεβάστηκε το δικό του στεφάνι), μεγάλο και επιβλητικό για την ‘λατρεμένη του σύζυγο’, που την είχε γραμμένη στα παλιά του τα παπούτσια, τόσο εν ζωή όσο και μετά θάνατον όπως απέδειξε περίτρανα. Τέτοιος ήταν ανέκαθεν ο Μίλτος, εαυτούλης και παλιοχαρακτήρας, χωρίς τσίπα πάνω του.

Δικαιολογήθηκε ότι τάχα μου δεν μπορούσε να κάνει ένα τέτοιο ταξίδι γιατί φοβόταν για την καρδιά του, μην πάθαινε τίποτα από τη συγκίνηση εν πτήσει (λες και παθαίνουν τίποτα τα αναίσθητα όντα!). Ζούσε μόνος του στην Αμερική όπου είχε στήσει την ‘επιχείρησή’ του. Μία χαρτοπαιχτική λέσχη όπου σύχναζαν όλα τα ρεμάλια της ομογένειας και όχι μόνο. Το ανφάν γκατέ του υπόκοσμου. Όπου κομπίνα και παρανομία, ο Μίλτος χωμένος μέχρι τα μπούνια. Σιγά μην ήταν η δήθεν αδύναμη καρδιά του ο λόγος της απουσίας του. Και πότε ήταν ο Mίλτος παρών; Πότε είχε θέσει σαν προτεραιότητα τη γυναίκα του, τη Χαρά, και τα παιδιά του; Ποτέ δεν είχε νοιαστεί για τίποτε άλλο εκτός από τον εαυτό του, την καλοπέρασή του και τις βρώμικες δουλειές του.

Η οικογένειά του είχε μείνει άθικτη από τη σαπίλα του Μίλτου. Χάρη στην Χαρά, που κατ’ επίφασιν έφερε αυτό το όνομα, καθώς δίπλα στο Μίλτο μόνο δυστυχία βίωνε. Με εξαίρεση τα παιδιά της που ήταν η ζωντανή απόδειξη ότι από ρόδο βγαίνει αγκάθι και απ’ αγκάθι ρόδο. Ουδεμία σχέση είχαν με τον πατέρα τους. Με νύχια και με δόντια τα προστάτεψε η Χαρά κι ας ήταν αρσενικά τα δύο μεγάλα. Ουδέποτε επέτρεψε στον Μίλτο να τα παρασύρει και να τα κάνει σαν τα μούτρα του. Γι’ αυτό όταν μπήκαν στη εφηβεία φρόντισε να τα πάρει και να φύγουν ώστε να ήταν μακριά του.

Αρχικά ζούσαν όλοι στην Αμερική. Εκεί είχε γεννηθεί και μεγαλώσει η Χαρά από μετανάστες γονείς. Σε ένα ταξίδι της στην πατρίδα, γνώρισε το Μίλτο.

Εδώ είμαστε! Η χαζοβιόλα η αμερικάνα μια χαρά θα με ξελασπώσει! σκέφτηκε το πονηρό και πανούργο μυαλό του Μίλτου καθώς πληροφορήθηκε ότι η κοπέλα είχε μία υπολογίσιμη προίκα. Άπλωσε τα δίχτυα του και κατάφερε αμέσως σχεδόν να τυλίξει σ’ αυτά τη Χαρά, που διέθετε μία καθαρή και απονήρευτη ψυχή. Έτσι την είχαν μεγαλώσει οι γονείς της, να βλέπει το καλό των ανθρώπων, κυρίως των Ελλήνων. Αφού κατάφερε να την γοητεύσει, με σύντομες διαδικασίες παντρεύτηκαν και τον πήρε μαζί της στο εξωτερικό. Οι γονείς της ήταν τρισευτυχισμένοι που η κόρη τους πήρε παιδί από την Ελλάδα και όχι αλλοδαπό και αλλόθρησκο. Γρήγορα όμως ξεδιπλώθηκε ο πραγματικός του χαρακτήρας…

Ο Μίλτος ήταν η επιτομή του τεμπέλη. Όταν πρωτοπήγε, δικαιολογήθηκε ότι δε μπορούσε να δουλέψει γιατί δεν ήξερε τη γλώσσα. Μετά η αφορμή ήταν το κλίμα που δεν τον σήκωνε. Μια χαρά την έβγαζε στους καφενέδες που σύχναζαν Έλληνες όμως. Δεν άργησε να δικτυωθεί και… παλιά μου τέχνη κόσκινο! Χαρτοπαιξία, μικροαπατεωνιές, ποτό, γυναίκες και δε συμμαζεύεται. Η Χαρά δούλευε νυχθημερόν, κομμώτρια. Αγαθό και αγνό κορίτσι καθώς ήταν, άργησε να πάρει χαμπάρι τι κουμάσι είχε παντρευτεί. Και νωρίτερα να το είχε συνειδητοποιήσει δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι, καθώς ήταν ήδη έγκυος. Γέννησε δίδυμα αγόρια και τρία χρόνια μετά έκανε και την κόρη. Οι γονείς της ήταν δίπλα της καθώς δούλευε όλη μέρα να τα φέρει βόλτα. Αυτοί ουσιαστικά μεγάλωσαν τα παιδιά. Ο λεγάμενος, στην κοσμάρα του! Το μόνο που έκανε ήταν να ζητάει λεφτά από την Χαρά για να τα τρώει και να παίζει στον ιππόδρομο και στα ‘χαρτιά’.

Ο πεθερός του υποχρεώθηκε σε τόσους γνωστούς και φίλους να τον πάρουν στη δουλειά. Όπου και να πήγαινε ή θα τεμπέλιαζε ή θα έβαζε χέρι στο ταμείο (ή στη γυναίκα του αφεντικού) ή θα έκανε σαματά. Πουθενά δεν έπιανε στάχτη. Παραπονιόταν μονίμως στη γυναίκα του ότι όλοι τον ζήλευαν και τον είχαν βάλει στο μάτι. Αυτός ήταν γεννημένος για αφεντικό, όχι για εργάτης. Πάλευε να πείσει τη Χαρά να του δώσει ο πατέρας της λεφτά για να ανοίξει δικές του ‘μπίζνες’ με σίγουρα κέρδη. Αυτός δε μπορούσε να του τα ζητήσει αλλά στη Χαρά δε θα αρνιόταν. Έτσι τουλάχιστον θεωρούσε το άδειο του κεφάλι, που θαρρούσε ότι ο πεθερός του ήταν τόσο κορόιδο που τους κόπους μιας ζωής θα τους ακουμπούσε στο χαραμοφάη το γαμπρό του, λες και δεν είχε καταλάβει τι καπνό φουμάρει, μεταφορικά και κυριολεκτικά, καθώς ο Μίλτος τα τσιγαριλίκια του τα μυρωδάτα και τα έκανε και τα εμπορευόταν άμα λάχει. Τέτοιου είδους ‘μπίζνες’ είχε ουσιαστικά κατά νου, ασχέτως αν η βιτρίνα θα ήταν άλλη. Λύσσαξε όταν ο γέρος αρνήθηκε και ‘απείλησε’ την Χαρά ότι θα τα βροντούσε όλα και θα γύριζε στην Ελλάδα. Θα τους παρατούσε όλους!

Τότε της ήρθε της Χαράς η αναλαμπή! Σιγά μην άφηνε τη βολή του στο Αμέρικα ο Μίλτος για να γυρίσει στην Ψωροκώσταινα. Όποια πέτρα και να σήκωνε στην Ελλάδα ο Μίλτος είχε χρέη. Αυτά βέβαια τα έμαθε μετά το γάμο η Χαρά, όταν οι διάφοροι ‘δανειοδότες’ ζητούσαν από αυτή την εξόφληση. Τότε παρενέβη ο πατέρας της και δεν έδωσε σε κανέναν δεκάρα τσακιστή.

«Η κόρη μου δεν έχει καμία δουλειά! Αυτά να τα βρείτε με τον ίδιο!», τους έκοψε τόσο τη φόρα όσο και την ελπίδα να πληρωθούν κάποτε.

Υπήρχε ωστόσο μία άλλη λύση εξίσου αποτελεσματική.

«Μείνε Μίλτο εσύ εδώ. Τι να κάνεις στην Ελλάδα; Θα φροντίσω να βρεις τα χρήματα που χρειάζεσαι για την επιχείρησή σου. Όμως πρέπει να κάνουμε οικονομία. Γιατί να έχεις τόσα στόματα να ταΐζεις, τώρα στο ξεκίνημά σου; Η ζωή έχει ακριβύνει πολύ εδώ. Οι γονείς μου σκέφτονται να γυρίσουν στην πατρίδα τώρα που πήραν σύνταξη. Ανακαίνισαν το σπίτι που είχαν αγοράσει πριν χρόνια στην πρωτεύουσα και με τις συντάξεις τους θα είναι μια χαρά. Γιατί να μην στείλουμε μαζί τους τα παιδιά; Αυτοί θα αναλάβουν όλα τους τα έξοδα. Εγώ, αν θέλεις θα μείνω εδώ μαζί σου να σε στηρίξω», του πρότεινε, βέβαιη ότι θα συμφωνούσε και ότι θα την ενθάρρυνε να φύγει κι αυτή μαζί με τους υπόλοιπους.

«Τι να κάνεις εσύ εδώ; Βρες μου εσύ τα φράγκα και δεν έχω ανάγκη τη στήριξή σου. Εννοώ ότι περισσότερη ανάγκη σε έχουν τα παιδιά. Όσο και να το κάνεις άλλο η μάνα άλλο οι παππούδες», απάντησε ο Μίλτος που ήταν μανούλα στο να μπαλώνει καταστάσεις. Στο μεταξύ ήταν κατενθουσιασμένος με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα. Και τα λεφτά στο χέρι και όλοι οι υπόλοιποι στα τσακίδια. Ελεύθερος, ωραίος και φραγκάτος. Το τρίπτυχο της ευτυχίας!

Έτσι πέρασαν τα χρόνια, με το ζευγάρι να μένει χώρια. Κανείς από τους δύο δεν είχε ζητήσει διαζύγιο. Η Χαρά για λόγους ηθικής φύσεως καθώς δεν ήθελε τα παιδιά της να είναι επισήμως ‘παιδιά χωρισμένων γονιών’ ούτε η ίδια να δηλώνει ‘διαζευγμένη’. Νόμιζε ότι έτσι τα προστάτευε. Παρουσίαζε, σε μία κοινωνία που δεν τον ήξερε, τον Μίλτο σαν έναν άντρα δουλευταρά και κουβαλητή που υπέμεινε την άτιμη την ξενιτιά για το καλό της οικογένειάς του. Δεν είχε πολλά πολλά με τους γείτονες και το ‘απρόσωπο’ της μεγάλης πόλης μια χαρά βόλεψε το παραμύθι της. Η ίδια ούτε σκέψη να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Ήταν ταγμένη στα παιδιά της. Συνέχισε να δουλεύει ως κομμώτρια για να τα μεγαλώσει καθώς ο πατέρας τους δεν έδινε δεκάρα γι’ αυτά κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Ο Μίλτος με τη σειρά του, υπολόγισε ότι ένα διαζύγιο δεν τον συνέφερε οικονομικά. Θα έπρεπε να πληρώνει δικηγόρους, διατροφές και ξενοδοχείο τις λίγες φορές που ερχόταν να αλλάξει τον αέρα του στην Ελλάδα. Τον φιλοξενούσε η Χαρά, έτρωγε και έπινε τσάμπα, δεν ήταν κορόιδο να απαρνηθεί αυτά τα κομφόρ. Οι ‘επιχειρήσεις’ του , εξάλλου, απαιτούσαν συνεχή ανατροφοδότηση σε κεφάλαιο και φυσικά δεν του περίσσευαν χρήματα για τα έξοδα των παιδιών. Ίσα ίσα, όταν έμενε ταπί, ζητούσε από τη Χαρά να τον ‘διευκολύνει’ με δανεικά… και αγύριστα. Χώρια που δεν ήθελε διαζύγιο γιατί στο πίσω μέρος του μυαλού του υπέβοσκε η ελπίδα ότι η Χαρά θα πέθαινε πρώτη και ως εν ενεργεία σύζυγος θα κληρονομούσε όλη της την περιουσία καθώς ήταν μοναχοπαίδι! Υπολόγισε βέβαια χωρίς τον ξενοδόχο, καθώς όλη η περιουσία της Χαράς και των γονιών της είχαν γραφεί στα παιδιά, τα οποία είχαν πια ενηλικιωθεί.

‘Σκύλιασε’ όταν πληροφορήθηκε ότι δεν είχε να λάβει τίποτα. Μπορεί να ήταν κι αυτός ο λόγος που δε θεώρησε απαραίτητο να συνοδεύσει τη Χαρά στην τελευταία της κατοικία. Έξι μήνες μετά το θάνατό της ήρθε διακοπές στην Ελλάδα συνοδευόμενος από μία πολύ μικρότερή του γυναίκα που ήταν μάλλον στη δούλεψή του. Είχε την απαίτηση μάλιστα να φιλοξενηθεί στο σπίτι της μακαρίτισσας. Τα παιδιά του θεώρησαν ασεβή την κίνησή του και τον έδιωξαν. Το ρεσιτάλ της αναισθησίας και της απανθρωπιάς του Μίλτου, είχε βέβαια παιχτεί ενάμιση χρόνο πριν, όταν του τηλεφώνησε η Χαρά, να του ανακοινώσει τα δυσάρεστα νέα της αρρώστιας της.

«Δεν πιστεύω να μου κουβαληθείς εδώ! Και η Ελλάδα μια χαρά νοσοκομεία έχει!», της είπε με κυνισμό. «Το λέω για σένα για να μην ταλαιπωρείσαι!», πρόσθεσε μετά για να μπαλώσει κάπως την κατάσταση. Τέτοιος υποκριτής ήταν ο Μίλτος. Τα παιδιά είχαν καταλάβει το ποιόν του, παρά τις προσπάθειες της Χαράς ,τόσα χρόνια, να διατηρήσει κάποιες ισορροπίες.

Καμία σημασία, καμία συμπαράσταση στη γυναίκα του στο Γολγοθά της αρρώστιας της. Ούτε φυσικά στα παιδιά του που έβλεπαν τη μητέρα τους να υποφέρει και μέρα με τη μέρα να χάνει τις δυνάμεις της. Απών, αδιάφορος, αναίσθητος. Δεν σήκωσε καν το τηλέφωνο, έστω τυπικά, να ρωτήσει για τη γυναίκα αυτή που του στάθηκε τόσα χρόνια και του χάρισε τρία υπέροχα παιδιά.

Τον Μίλτο τον παρεξήγησαν όλοι που δεν παρέστη στην κηδεία της γυναίκας του. Για την απουσία του στο γάμο της κόρης του, δύο χρόνια μετά το θάνατο της Χαράς, του έδωσαν συγχωροχάρτι. Και να ήθελε, δεν θα μπορούσε να δώσει το ‘παρών’. Μερικές μέρες πριν, τον βρήκαν μαχαιρωμένο, για ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ένα στενό πιο κάτω από την ‘επιχείρησή’ του. Η αστυνομία δεν βρήκε τους δράστες και η υπόθεση μπήκε στο αρχείο. Κανείς από τους οικείους του δεν ενδιαφέρθηκε για την εξιχνίασή της. Ο γάμος της κόρης του δεν αναβλήθηκε, έγινε κανονικά, όπως και το συνακόλουθο γαμήλιο γλέντι. Τα παιδιά του δεν παρέστησαν στην κηδεία του και ούτε ζήτησαν τη μεταφορά της σορού στην Ελλάδα. Δεν ενδιαφέρθηκαν καν για τα διαδικαστικά της ταφής του. Ο Μίλτος όπως έστρωσε κοιμήθηκε, τόσο τον ‘ύπνο του δικαίου’, εν ζωή, όσο και τον αιώνιο ύπνο. Η στάση των παιδιών του από μία μερίδα του κόσμου θεωρήθηκε σκληρή και απάνθρωπη, καθώς ήταν ο πατέρας τους και ο νεκρός δεδικαίωται. Από άλλους, αυτούς που ήξεραν πραγματικά όσα συνέβησαν, θεωρήθηκε αναμενόμενη και αρμόζουσα στην απαίσια και αδιάφορη συμπεριφορά του απέναντι στα παιδιά του και στη μητέρα τους τόσα χρόνια.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: