,

Ρίτα Μάγερς

Ο Ρίκι καθόταν στο γραφείο του, στο παραδοσιακό σαλόνι, όταν άκουσε έναν παράξενο ήχο στο κατώφλι του. Πνιγμένος στα χαρτιά, μιας και είχε αργήσει να παραδώσει ένα νέο σχέδιο, δεν έδωσε σημασία. Ήταν βέβαια ασυνήθιστο να ακούει άγνωστους ήχους, μιας και το μοναδικό σπίτι στον λόφο ήταν το δικό του. Τριγύρω υπήρχαν μόνο ατελείωτες εκτάσεις από λιβάδια και ο χωματόδρομος που έβγαινε στον κεντρικό δρόμο. Δούλευε από το σπίτι στο μικρό ξυλουργικό εργαστήρι που είχε δημιουργήσει στο υπόγειο. Ήταν μεγάλη ευλογία να συνεργάζεται με μεγάλο κατάστημα μιας και οι υπόλοιποι Αφροαμερικανοί δεν είχαν τέτοιες ευκαιρίες στην εργασία, παρόλο που μπορεί να ήταν το ίδιο ταλαντούχοι όπως ο Ρίκι. Έπιαναν τα χέρια του και ό,τι άγγιζε το μετέτρεπε σε αριστούργημα. Από έπιπλα μέχρι διακοσμητικά, οτιδήποτε ξύλινο, ήταν ένα μικρό όνειρο φτιαγμένο από τα χέρια του. Μόνος, στα σαραντατρία του, ένιωθε ευλογημένος που τουλάχιστον είχε μια αξιοπρεπή εργασία.

Ο ήχος γινόταν όλο και πιο έντονος και άφησε κάτω τα μολύβια του και περπάτησε αργά ως την πόρτα. Δεν ήταν κάτι που είχε ξανακούσει. Του έμοιαζε σαν έναν ήχο ανάμεσα σε ζώο και άνθρωπο. Άνοιξε διστακτικά την πόρτα και αντίκρυσε ένα μικρό καλάθι σκεπασμένο με πανιά και μια τσάντα δίπλα του. Κάτι κουνιόταν από κάτω. Ήταν ζωντανό. Κοίταξε τον χωματόδρομο και είδε ίχνη από πατημασιές. Τράβηξε το σεντόνι από την άκρη του και μια κραυγή τρόμου του ξέφυγε που έκανε το μωρό να κλαίει ακόμα πιο δυνατά.

«Χριστέ μου, τί είναι αυτό που μου έστειλες;» ξεφώνισε αναστατωμένος. «Τι θα το κάνω αυτό;» τον έλουσε κρύος ιδρώτας και έτρεξε μέσα στην κουζίνα να πιει νερό και να πάρει τα χάπια της καρδιάς. Ξαναγύρισε στο κατώφλι πιέζοντας το στήθος με την παλάμη του. «Γιατί, Κύριε; Πες μου, δώσε μου μια απάντηση!».

Και άνοιξαν οι ουρανοί και πήρε την απάντηση. Αναγκάστηκε να βάλει το καλάθι μέσα. Σαν να μην έφτανε αυτό, η βροχή έγινε καταιγίδα και το ρεύμα έπεσε. Και έμειναν οι δύο τους στο σκοτάδι.

Ξέθαψε και άναψε όσα κεριά είχε στο σπίτι και ένα από αυτά το έφερε κοντά στο πρόσωπο του μωρού και το παρατήρησε.

«Για κορίτσι μου μοιάζεις», είπε.

Είχε κατάλευκο δέρμα, μεγάλα μάτια και μερικές ξανθές τουφίτσες στην κορφή του κεφαλιού της. Μικρό ροζ στοματάκι και φουσκωτά μαγουλάκια.

«Τί κάνεις εσύ στο σπίτι ενός μαύρου;» αναστέναξε και άνοιξε την τσάντα. Δεν ήξερε σε τι χρησίμευε τίποτα από αυτά. Βρήκε ένα μπουκάλι με πιπίλα, άνοιξε το κουτί με το γάλα, διάβασε προσεχτικά τις οδηγίες και την στιγμή που το μωρό άρχισε πάλι να κλαίει, το γάλα του ήταν έτοιμο.

«Έλα, μικρό, πιες το», είπε πριν διαπιστώσει ότι δεν μπορούσε μόνο του να φάει οπότε έπρεπε να κρατάει εκείνος το μπουκάλι ενώ το μωρό ρουφούσε λαίμαργα το ζεστό γάλα.

Νωρίς το πρωί η καταιγίδα είχε πια κοπάσει. Εξαντλημένος είχε προλάβει να κλείσει λίγο τα μάτια του όταν οι αστυνομικοί χτύπησαν δυνατά την πόρτα και του ζήτησαν να την ανοίξει. Τον ενημέρωσαν ότι ειδοποιήθηκαν πως έγινε τροχαίο έξω από τον χωματόδρομο που οδηγούσε στο σπίτι του και σκοτώθηκε μια νεαρή λευκή γυναίκα. Συμπέραναν ότι έγινε το προηγούμενο βράδυ. Στο αυτοκίνητό της βρέθηκαν φωτογραφίες ενός μωρού και άρχισαν αμέσως την έρευνα εντοπισμού του. Του ζήτησαν να τους ακολουθήσει για να καταθέσει στο τμήμα.

«Όλα θα πάνε καλά, μικρό», υποσχέθηκε από μέσα του βλέποντας τους να παίρνουν το μωρό. «Θα είσαι σε καλά χέρια τώρα».

Το απόγευμα γύρισε από το αστυνομικό τμήμα και για πρώτη φορά στην ζωή του η ησυχία στο σπίτι του φάνηκε θλιβερή.

Πέρασαν έξι μήνες από την τελευταία φορά που είδε τα ματάκια εκείνου του μωρού, μέχρι ένα απόγευμα που ενώ παρακολουθούσε τις ειδήσεις είδε ξανά το πρόσωπό του. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά.

«Κοριτσάκι ενός έτους μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο κεντρικό νοσοκομείο της πόλης μας με ενδείξεις ασιτίας. Μετά από καταγγελία γειτόνων, η αστυνομία συνέλαβε τους ανάδοχους γονείς».

Πετάχτηκε από την πολυθρόνα, βούτηξε τα κλειδιά και έφυγε με το αυτοκίνητο για το νοσοκομείο. Ο αστυνομικός που φρουρούσε το δωμάτιο δεν τον άφησε να περάσει, ούτε καν τον άκουσε όταν του είπε πως ήθελε να καταθέσει αίτηση αναδοχής.

«Δεν πληροίτε ούτε ένα κριτήριο, κύριε, ζείτε μόνος, δεν έχετε καμία εμπειρία από παιδιά, είστε άνω των σαράντα, γιατί επιμένετε; Ένα λευκό παιδί θα πάει σε λευκή οικογένεια», απάντησε ξερά η υπάλληλος που καθόταν άνετα στο τεράστιο γραφείο της στο ίδρυμα, μετά τις πιέσεις του να λάβει μια εξήγηση για την άρνησή τους.

Αποκαρδιωμένος από αυτή την αντιμετώπιση, ξεκίνησε να παρακολουθεί στενά την υπόθεση του παιδιού. Όταν την έβγαλαν από το νοσοκομείο, ο Ρίκι ήταν εκεί και την κοιτούσε πίσω από το βρεγμένο τζάμι του αυτοκινήτου του. Πήγαινε καθημερινά στο ίδρυμα και προσπαθούσε να βρει κάποιον να ασχοληθεί σοβαρά μαζί του.

Κανένας δικηγόρος δεν αναλάμβανε να υπερασπιστεί έναν μαύρο άντρα που ήθελε να υιοθετήσει ένα λευκό παιδί.

Με το απόκομμα της εφημερίδας από το τροχαίο της βιολογικής μητέρας στα χέρια του, κατάφερε να εντοπίσει τους γονείς της και τον αδερφό της. Τους παρακάλεσε να επικοινωνήσουν με το ίδρυμα και να προτείνουν να πάει το παιδί στον Ρίκι Μάγερς. Δεν δέχτηκαν, αφού δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς ένας άγνωστος άντρας μπορούσε να ενδιαφέρεται για το μωρό από την στιγμή που ούτε οι ίδιοι δεν νοιάζονταν.

«Το σύστημα θα κάνει καλά την δουλειά του. Δεν θα δώσει ένα μωρό σε έναν άγνωστο μαύρο άντρα», του είπαν πριν κλείσουν την πόρτα στα μούτρα του.

Ο καιρός πέρασε και το κοριτσάκι πήγαινε από σπίτι σε σπίτι. Αυτό όμως που ένιωθε στην καρδιά του ο Ρίκι δεν θα έσβηνε ποτέ. Αντίθετα, όσο περνούσαν τα χρόνια τα συναισθήματά του ωρίμαζαν ακόμα πιο πολύ. Η θέση της ήταν στο σπίτι του. Τον διάλεξε η μητέρα του έστω και τυχαία. Τον διάλεξε να μεγαλώσει το παιδί της.

Όταν το κορίτσι έγινε τριών ετών, επέστρεψε για άλλη μια φορά στο ίδρυμα. Ο Ρίκι ζήτησε άδεια για να μπορεί να περνάει χρόνο μαζί της. Υπό επίβλεψη την συναντούσε στον προαύλιο του ιδρύματος και για μισή ώρα του επέτρεπαν να παίζει μαζί της και να της διαβάζει παραμύθια.

Μετά από έναν χρόνο συναντήσεων του επέτρεψαν να της φέρνει γλυκά και παιχνίδια. Στον ελεύθερο του χρόνο ξεκίνησε να φτιάχνει μόνος του μπισκότα και να γράφει τα δικά του παραμύθια. Πρωταγωνίστρια ήταν πάντα ο λευκός άγγελος που του έκλεψε την καρδιά. Την αγάπησε όπως δεν πίστευε ποτέ ότι μπορούσε να αγαπήσει.

Στα πέμπτα γενέθλιά της, ο Ρίκι εμφανίστηκε με μια μικρή τούρτα και ένα χειροποίητο ξύλινο αλογάκι. Η μικρή τον περίμενε στο παγκάκι δίπλα στην είσοδο και χαμογέλασε όταν τον είδε να φτάνει. Ένα ζευγάρι συνοδευόμενο από τον φρουρό κατέφθασαν ταυτόχρονα από την άλλη πλευρά. Τα ματάκια της μικρής γέμισαν δάκρυα όταν κατάλαβε ότι θα την πάρουν. Ούρλιαζε όταν την παρέδιδαν στους νέους της γονείς. Ο φρουρός πλησίασε τον Ρίκι για τον σταματήσει.

Συγκρατώντας τα δάκρυά του έφυγε αμέσως για το καινούριο δικηγορικό γραφείο που είχε ανοίξει. Ο νεαρός τολμηρός δικηγόρος δέχτηκε προς έκπληξή του να τον υπερασπιστεί στο δικαστήριο και να διεκδικήσουν την κηδεμονία της Ρίτας Γουάιλντ.

Μεγάλη ανατροπή στην δίκη ήταν η κατάθεση του φρουρού του ιδρύματος υπέρ του Ρίκι, καθώς δήλωσε ότι ένιωσε ένα απίστευτο δέσιμο μεταξύ τους την ημέρα που το ζευγάρι πήρε το κορίτσι από το παγκάκι του ιδρύματος.

«Όταν πλησίασα τον Ρίκι για να τον σταματήσω, με έβαλε μπροστά του σαν ασπίδα για να μην τον δει το κορίτσι να κλαίει και στεναχωρηθεί. Έτσι πιστεύω ότι πρέπει να είναι ένας γονιός για το παιδί του», δήλωσε τέλος ο φρουρός, αφήνοντάς τους όλους με την απορία που υπερασπίστηκε έναν μαύρο.

Τέλος στην δικαστική διαμάχη έβαλε η εξάχρονη πλέον Ρίτα Γουάιλντ. Σε μια ύστατη προσπάθεια να τελειώσουν οριστικά μαζί του, κάλεσαν το κορίτσι να τον αρνηθεί η ίδια για πατέρα της. Οι εφημερίδες λάτρεψαν τον πόλεμο που δεχόταν ο Ρίκι και το όνομά του ήταν γραμμένο σε όλες τις φυλλάδες. Ήταν ένα θέμα που μπήκε μέσω των τηλεοπτικών μέσων σε κάθε σπίτι, σε κάθε οικογένεια. Έγινε λόγος για πορείες, διαμαρτυρίες, απεργίες. Άλλοτε υπέρ του και άλλοτε κατά του.

«Όλοι οι μαύροι στο πλευρό του Ρίκι», έγραφαν.

Όλα τα αποκόμματα από τις εφημερίδες, από το πρώτο που αφορούσε το τροχαίο της μαμάς της μέχρι και το τελευταίο για την οριστική απόφαση του δικαστηρίου, τα φύλαξε μέσα σε ένα κουτί και δεν το άνοιξε ποτέ ξανά. Η Ρίτα είχε το ελεύθερο να τα μελετήσει όποτε ένιωθε έτοιμη.

Πήγε στο σαλόνι όπου ο Ρίκι ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ κρατώντας το κουτί στα χέρια της. Ήταν σχεδόν γυναίκα πια. Ίδια η μαμά της. Αδύνατη, ψηλή, κατάλευκη, ολόξανθη, με πανέμορφα μάτια. Είχε ένα γράμμα και έναν φάκελο ακουμπισμένο πάνω. Τα άφησε στο τραπεζάκι του σαλονιού και ο Ρίκι έκανε αμέσως χώρο δίπλα του για να κάτσει και καθάρισε τα γυαλιά του με ένα πανάκι.

Όσο διάβαζε σιωπηλός, η Ρίτα τον κοιτούσε αμίλητη. Κάτω από τα στρογγυλά γυαλιά του είδε να κυλάνε τα πρώτα δάκρυα από τα ρυτιδιασμένα μαύρα του μάτια. Φορούσε ένα καπέλο τζόκεϊ που το έβγαλε και το άφησε στα πόδια του αποκαλύπτοντας τα λίγα πια μαύρα του μαλλιά.

«Άνοιξες το κουτί;» διέκοψε το διάβασμα.

«Ναι», απάντησε απαλά εκείνη. «Συνέχισε», τον προέτρεψε.

«Με αγάπησες από την πρώτη ματιά, είμαι σίγουρη. Ήσουν εκεί για εμένα και πάλεψες τόσο σκληρά λες και κυλούσε το ίδιο αίμα στις φλέβες μας. Πάλεψες για εμένα! Στα εύκολα και στα δύσκολα ήσουν εκεί, μου έμαθες το σωστό και το λάθος. Κουράστηκες αλλά συνέχισες, ξενύχτησες αλλά δεν παραπονέθηκες. Μας υπερασπίστηκες όταν άκουγες όσα έλεγαν για εμάς όταν μας έβλεπαν να κάνουμε βόλτα. Κρατούσες πάντα μαζί σου τα χαρτιά της υιοθεσίας γιατί πάντα κάποιος θα καλούσε την αστυνομία επειδή θα πίστευε ότι με είχες απαγάγει. Δεν έχασες ούτε το θάρρος ούτε την ελπίδα σου. Ήσουν δίπλα μου από τότε που ήμουν μωρό ως τώρα. Μου έμαθες να κολυμπώ, να κάνω ποδήλατο, να σχεδιάζω και να μεγαλουργώ. Να πιστεύω. Να αγαπώ. Είσαι ο άνθρωπος για τον οποίο είμαι περήφανη στην ζωή μου. Είσαι ο ήρωας μου. Είσαι ο μπαμπάς μου. Σε αγαπώ. Ρίτα Μάγερς».

«Μάγερς;» ρώτησε με χέρια που έτρεμαν.

«Άνοιξε τον φάκελο. Βασικά, θα τον ανοίξω εγώ. Πήγα στο δικαστήριο κρυφά. Είναι επίσημο», χαμογέλασε.

«Πήρες το επώνυμό μου;»

«Ναι, μπαμπά μου», τον αγκάλιασε σφιχτά και ο Ρίκι φώναξε ευτυχισμένος:

«Σ’αγαπώ, κοριτσάκι μου! Όπου κι αν είμαι, όπου κι αν είσαι, πάντα θα σε αγαπώ!»

C.C.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading