Η Άσπα γνώρισα τον Ορφέα ενώ ήταν ακόμα παντρεμένη με τον Παναγιώτη. Εργάζονταν σε διαφορετικά τμήματα του ίδιου υπουργείου. Η γνωριμία έγινε σε μία κοινή σύσκεψη της υπηρεσίας. Έδεσαν με την πρώτη οι δυο τους. Η Άσπα ενθουσιάστηκε αμέσως με τον Ορφέα. Αυτός με τη σειρά του ένιωσε ότι η ψυχή του έβρισκε, επιτέλους, ένα αποκούμπι. Είχαν τόσα κοινά οι δυο τους. Ήταν συνάμα τόσο διαφορετικοί. Στην ουσία ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον. Περνούσαν υπέροχα μαζί.
Ο Παναγιώτης που επίσης γνώριζε υπηρεσιακά τον Ορφέα, δεν συμμεριζόταν τη συμπάθεια της γυναίκας του προς αυτόν. Οι σχέσεις τους ήταν καθαρά τυπικές. ‘Αδελφή’ τον ανέβαζε, ‘πούσ*ρα’ τον κατέβαζε. Δεν ήθελε πολλά πολλά μαζί του. Ο Ορφέας την εισέπραττε αυτή την αντιπάθεια και ρατσιστική συμπεριφορά.
Ο Ορφέας ήταν gay. Δεν ντρεπόταν να το πει ανοιχτά, σε μία εποχή μάλιστα, τη δεκαετία των 90’s, που η κοινωνία δεν ήταν πλήρως έτοιμη να δεχτεί τη διαφορετικότητα, ούτε ήταν τόσο ‘ανεκτική’ σε αυτή (αν και στην ουσία δεν της πέφτει κανένας λόγος). Η παρέα της Άσπας και του Ορφέα έγινε πιο συχνή όταν εκείνη αποφάσισε να χωρίσει τον Παναγιώτη.
Ο Παναγιώτης…
Ο Παναγιώτης ήταν ο πρώτος σύζυγος της Άσπας. Γνωρίζονταν από τα φοιτητικά τους χρόνια. Πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις του ‘καλού γαμπρού’, σύμφωνα με τα στάνταρ της κυρά Θοδώρας, της μητέρας της Άσπας. Ο Παναγιώτης ήταν από καλή οικογένεια, μορφωμένος, ευκατάστατος και πάνω απ’ όλα ‘δεξιός’ στις πολιτικές του πεποιθήσεις. Τον ενέκριναν λοιπόν οι δικοί της.
Η σχέση του με την Άσπα ξεκίνησε ως απλή φιλία, εξελίχτηκε σε αμοιβαία συμπάθεια και κατέληξε σε – αποτυχημένο – γάμο. Η κατευθυντήρια γραμμή που είχε δεχτεί από την οικογένειά του ο Παναγιώτης ήταν αντίστοιχη με αυτή της Άσπας. Να βρει δηλαδή ένα καλό κορίτσι για σπίτι, με χριστιανικές αρχές, προικούσα, καλλιεργημένη και μακριά από ξετσίπωτες και κομμουνίστριες!
Ο Παναγιώτης ήταν ένας άβγαλτος και άβουλος νέος που τηρούσε κατά γράμμα τις οδηγίες των γονιών του. Η Άσπα, λοιπόν, καθώς πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις με τη σειρά της, ήταν η κατάλληλη νύφη. Μετά το φανταριλίκι, ετελέσθη ο γάμος με τις ευχές αμφότερων οικογενειών. Ένας γάμος που έγινε με γνώμονα τη λογική. Ο έγγαμος βίος που ακολούθησε ήταν άχρωμος, άνοστος, ανούσιος. Έλειπε εξαρχής από τη σχέση αυτή η σπίθα, το πάθος. Έστω το πάθος αυτό που εν καιρώ ξεθωριάζει και μετουσιώνεται σε βαθιά αγάπη. Τι να σου κάνει μια ‘αμοιβαία συμπάθεια’ και ένας τρόπος λειτουργίας του συναισθήματος που βασίζεται σε έναν υπολογιστικό τρόπο σκέψης; Το μαθηματικό μοντέλο λειτούργησε άψογα. Οι δύο νέοι φαινομενικά ταίριαζαν σε πολλά. Στην ουσία όμως ζητούσαν τελείως διαφορετικά πράγματα στη ζωή.
Εν τέλει, ο γάμος αυτός, μετά από κάποια χρόνια κοινής συνύπαρξης και συγκατοίκησης, κατέληξε σε ένα συναινετικό διαζύγιο με τον κλασικό λόγο της ‘ασυμφωνίας χαρακτήρων’. Παιδιά δεν υπήρχαν, ούτε λοιπόν η ανάγκη περαιτέρω επικοινωνίας. Ο καθένας τράβηξε το δρόμο του τραβώντας ένα ‘χι’ στο όνομα του πρώην συζύγου, λες και ο άνθρωπος αυτός δεν υπήρξε ποτέ. Ο χωρισμός ήταν ο τελευταίος αποχαιρετισμός, το πρώτο μεγάλο ‘Αντίο’ της Άσπας σε έναν άνθρωπο εν ζωή.
Ο Ορφέας…
Ο Ορφέας άκουσε με ανακούφιση και έκδηλη ευχαρίστηση την απόφαση της Άσπας να ‘αφήσει’ τον Παναγιώτη και να του πει το οριστικό ‘Αντίο’. Ο Ορφέας έβλεπε (όπως και πολλοί άλλοι) ότι αυτοί οι δύο ήταν αταίριαστοι και της το είχε επισημάνει μάλιστα.
Η Άσπα ήταν μια πολύ εντυπωσιακή γυναίκα με πληθωρική προσωπικότητα, δοτική , κοινωνική και έξω καρδιά! Λάτρευε το χορό, το τραγούδι, την παρέα, όπως και ο Ορφέας εξάλλου. Τι δουλειά είχε η γυναίκα αυτή δίπλα στο μίζερο και ‘μουντρούχο’ Παναγιώτη, ο οποίος ήταν σπιτόγατος, βαρύς και ολιγομίλητος, σχεδόν αγέλαστος, πέραν του δέοντος σοβαρός και μετρημένος. Αν και ζευγάρι, ο καθένας είχε τις δικές του παρέες και το δικό του τρόπο διασκέδασης και ψυχαγωγίας. Ο Παναγιώτης ήταν συνήθως κλεισμένος στη βιβλιοθήκη του σπιτιού και μονίμως διάβαζε, διάβαζε, διάβαζε. Σπανίως έβγαιναν μαζί και σπανίως ‘βρίσκονταν’ με όλες τις ερμηνευτικές διαστάσεις του ρήματος.
Κοντολογίς, ο καθένας βρισκόταν στον κόσμο του.
Ο Ορφέας δεν τον χώνευε τον Παναγιώτη. Η αντιπάθεια αυτή δεν εστίαζε στην φανερή αδιαφορία που του έδειχνε ο Παναγιώτης. Ο Ορφέας εξάλλου είχε συνηθίσει να μην ‘τον πάνε’ οι straight άντρες (τόσο οι δήθεν όσο και οι original). Απλά θεωρούσε ότι ο Παναγιώτης δεν ήταν κατάλληλος για τη φίλη του, ήταν ‘λίγος’. Στα μάτια του η Άσπα ήταν πολύ καλύτερος άνθρωπος από τον Παναγιώτη . Διέθετε χιούμορ, ποιότητα χαρακτήρα, ενσυναίσθηση, ευαισθησίες και ήταν απαλλαγμένη από ‘κολλήματα’ και προκαταλήψεις. Κυκλοφορούσε άνετα με τον Ορφέα αδιαφορώντας για το ‘τι θα πει ο κόσμος’. Ο Παναγιώτης, αντίθετα, σύμφωνα με την εκτίμηση του Ορφέα ήταν μια ‘κομπλεξάρα’ που δεν εκτιμούσε τον άνθρωπο που είχε δίπλα του. Ο Ορφέας ήταν βέβαιος ότι ο Παναγιώτης θεωρούσε την Άσπα δεδομένη. Γι’ αυτό και το καραευχαριστήθηκε όταν πήρε την απόφαση να τον εγκαταλείψει. Η θεωρία του Ορφέα δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Κεραμίδα του ήρθε του Παναγιώτη στο άκουσμα ότι η Άσπα ήθελε διαζύγιο.
Η Άσπα…
Η Άσπα έβλεπε από την αρχή ότι η σχέση δεν τράβαγε. Πριν το γάμο ακόμα. Αλλά φοβόταν τους δικούς της και τις αντιδράσεις τους έτσι και τον ματαίωνε. Έτσι προχώρησε και υπέμεινε. Τόσο χαμηλή αυτοεκτίμηση είχε τότε. Όταν ακόμα ήταν νιόπαντροι λειτουργούσαν και ένιωθαν σαν συνταξιούχοι. Η Άσπα ήταν νέα κοπέλα και ένιωθε γριά. Μετά από κάποια χρόνια, πέτρινα και χαμένα, δεν άντεξε άλλο και πήρε τη μεγάλη απόφαση αψηφώντας οικογένεια και κοινωνία. Η συντηρητική μητέρα της και τα θρησκόληπτα πεθερικά της την απέτρεψαν από τη διάλυση της σχέσης. Ο Παναγιώτης δέχτηκε την απόφαση ‘χλιαρά’, δεν φάνηκε να του έκανε ούτε κρύο ούτε ζέστη. Με την παρότρυνση των δικών του έκανε κάποιες σπασμωδικές κινήσεις να σώσει το γάμο τους (ακόμα και παιδί της πρότεινε να κάνουν!) αλλά έπεσαν στο κενό. Η Άσπα ασφυκτιούσε. Δεν άντεχε άλλο. Ήταν ή τώρα, που ήταν ακόμα νέα και είχε το περιθώριο να φτιάξει τη ζωή της όπως την ονειρευόταν, ή ποτέ. Ο Παναγιώτης τελικά το δέχτηκε. Ενδόμυχα, μάλλον κι αυτός ήθελε να πει το ‘Αντίο’, αλλά τον εμπόδιζε περισσότερο ο πληγωμένος του εγωισμός παρά η πραγματική αγάπη για τη γυναίκα του.
Με δική της πρωτοβουλία λοιπόν αυτός ο γάμος – παρωδία, επιτέλους, έληξε. Ο Παναγιώτης ήταν τόσο άβουλος και ‘βολεψάκιας’ που θα τον συνέχιζε επ’ άπειρον και ας έβλεπε ότι βρίσκονταν σε αδιέξοδο. Η τακτική εξάλλου του Παναγιώτη ήταν να αγνοεί τα προβλήματα προσδοκώντας πως δια μαγείας απλώς θα εξαφανίζονταν!
Σε όλη αυτή την ψυχοφθόρα διαδικασία ο Ορφέας ήταν εκεί, δίπλα της. Ο μόνος της συμπαραστάτης. ‘Παρών’ όταν μάζευε τα κομμάτια της διαλυμένης της ζωής. Πόσο λιγότερο περίπλοκος , ανώδυνος και οικονομικός είναι ο τερματισμός μιας σχέσης όταν δεν υπάρχει γάμος στη μέση! Η Άσπα πριν φύγει από το πατρικό σπίτι του Παναγιώτη όπου έμεναν (με τους γονείς του από πάνω), έπρεπε να ενημερώσει πρώτα δικηγόρο για την απόφασή της, να ξεκινήσει τη διαδικασία διαζυγίου, ώστε να βγει κοινή συναινέσει και όχι εις βάρος της για εγκατάλειψη συζυγικής στέγης. Δεν είχε καμία εμπιστοσύνη ούτε στον Παναγιώτη ούτε στα πρώην πεθερικά της!
Μέχρι να εκδοθεί επίσημα το διαζύγιο, η Άσπα είχε νοικιάσει ολόδικό της διαμέρισμα και συνέχιζε τη ζωή της. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε ελεύθερη! Δίπλα της ο καλός της φίλος ο Ορφέας, ο μοναδικός άντρας με τον οποίο θα έβγαινε μόνη και δε θα ανησυχούσε μήπως της την πέσει. Γιατί υπήρχαν κι αυτά. Ο πρώτος που το επιχείρησε μετά την ανακοίνωση του επικείμενου διαζυγίου ήταν ο κολλητός του Παναγιώτη και δεν ήταν ο μόνος. Καθώς η Άσπα ήταν εξωστρεφής και αυθόρμητη, ορισμένοι επιτήδειοι και λιγούρηδες λάμβαναν το λανθασμένο μήνυμα ότι ήταν και διαθέσιμη για τις εκάστοτε ορέξεις τους. Η αξιοπρέπεια της Άσπας δεν της επέτρεπε να συνάψει κανενός είδους σχέση με κανέναν από τον κύκλο του πρώην άντρα της.
Κολλητή παρέα έκανε μόνο με τον Ορφέα. Το διάστημα αυτό είχαν έρθει πολύ κοντά και η σχέση τους απέκτησε περισσότερο βάθος. Ο Ορφέας ήταν το στήριγμά της, ο επιστήθιος φίλος της, ο άνθρωπος που εμπιστευόταν, η αδελφή ψυχή της. Το ίδιο ένιωθε και ο Ορφέας που της ανοίχτηκε ακόμα περισσότερο και έπιασε το νήμα της ζωής του από την αρχή. Της μίλησε για την ιδιαίτερη σχέση που είχε με τη μητέρα του, το μοναδικό του στήριγμα στη ζωή και το τεράστιο κενό που ένιωθε μετά το θάνατό της. Για την προβληματική σχέση με τον πατέρα και τα αδέλφια του που ένιωθε ότι ντρέπονταν για εκείνον, για τον μεγάλο του έρωτα και τις ανούσιες σχέσεις που είχε κατά καιρούς συνάψει, ακόμα και για το γεγονός ότι δεν είχε ποτέ, πειραματιστεί, έστω, με τον ετεροφυλόφιλο έρωτα. Η τελευταία αποκάλυψη ήταν μια στιγμή αμηχανίας για την Άσπα. Σαν να άφηνε να εννοηθεί κάτι, ότι ήθελε να δοκιμάσει την εμπειρία αυτή. Μπορεί πάλι να ήταν η φαντασία της. Υπήρχε απειροελάχιστη περίπτωση να την είχε ερωτευτεί; Εκ πρώτοις το απέκλεισε… μάλλον.
Μετά την οριστικοποίηση του διαζυγίου, όταν είχαν πια τελειώσει όλα τα διαδικαστικά, η Άσπα πήρε την απόφαση να ζητήσει μετάθεση σε άλλη πόλη. Χρειαζόταν μια καινούργια αρχή. Μακριά από τον Παναγιώτη αλλά και από την οικογένειά της που δεν ήταν ιδιαίτερα υποστηρικτική στη φάση που περνούσε. Θα στεναχωριόταν βέβαια που θα άφηνε πίσω τον Ορφέα αλλά δεν πήγαινε και τόσο μακριά ούτε και θα χάνονταν. Τότε διέκρινε τα πρώτα σημάδια. Στο άκουσμα της μετακόμισης ο Ορφέας έγινε έξαλλος.
«Τι είπες ότι θα κάνεις; Θα φύγεις; Κι εμείς; Τι θα απογίνουμε εμείς; Εγώ είχα επενδύσει σε αυτή τη σχέση!», ωρυόταν ένας ‘άλλος’ Ορφέας πληγωμένος, προδομένος, διεκδικητικός.
Η Άσπα τα είχε χάσει. Δεν ήξερε πώς να τον ηρεμήσει και να τον συνεφέρει. Αρχικά απέδωσε το ξέσπασμα αυτό σε άλλη αιτία, τον πρόσφατο χωρισμό του από τον φίλο του. Η δική της φυγή θεώρησε ότι ήταν απλώς η αφορμή. Δεν έδωσε μεγάλη σημασία.
Την εποχή αυτή τα social ήταν σε νηπιακό στάδιο. Το κύριο μέσο επικοινωνίας ήταν το τηλέφωνο, άντε και κανένα μήνυμα. Μιλούσαν συχνά με τον Ορφέα και κανόνιζαν να βρίσκονται από κοντά τουλάχιστον ένα Σαββατοκύριακο το μήνα. Έτσι κύλησε ένας χρόνος σχεδόν. Μετά αραίωσαν τόσο τα τηλεφωνήματα όσο και οι επισκέψεις. Στο διάστημα αυτό ο Ορφέας βρισκόταν μεταξύ περιστασιακών σχέσεων χωρίς κάτι το σοβαρό. Η δε Άσπα είχε βρει τον έρωτα της ζωής της.
Ο Ορφέας δεν έδωσε και πολλή σημασία. Πίστευε ότι ήταν ένας απλός ενθουσιασμός. Στα δεκάδες καλέσματά της να βρεθούν όλοι μαζί και να γνωριστούν, ο Ορφέας δεν έδειξε ενδιαφέρον. Επέμενε να τη συναντά μόνη της. Μιλούσε κυρίως για τον εαυτό του και τα δικά του θέματα και ψιλοστραβομουτσούνιαζε όταν η συζήτηση γύριζε στο καινούργιο αμόρε της Άσπας. Για άλλη μια φορά, η Άσπα δεν παρεξήγησε τα τερτίπια του ‘κολλητού’ της.
«Ορφέα μου είμαι έγκυος!», του ανακοίνωσε τηλεφωνικά δύο μήνες μετά την τελευταία τους συνάντηση η Άσπα. «Θα επισπεύσουμε το γάμο! Σε περιμένω!», συνέχισε γεμάτη χαρά και ενθουσιασμό.
«Εύχομαι αυτός που παντρεύεσαι να σε εκτιμήσει», της απάντησε παγερά, κλείνοντάς της κατάμουτρα το τηλέφωνο.
Η Άσπα προσπάθησε αρκετές φορές να επικοινωνήσει μαζί του πριν το γάμο, στο οποίο φυσικά δεν παρέστη. Τον κάλεσε ανήμερα στη γιορτή του, αρκετούς μήνες μετά, πάλι ανεπιτυχώς.
Καθώς φαίνεται την ημέρα που του ανακοίνωσε την εγκυμοσύνη και το γάμο της αυτός κλείνοντας το ακουστικό, της είπε για πάντα ‘Αντίο’.
Το ‘Αντίο’ στον Παναγιώτη από την ίδια ήταν μια λύτρωση. Αλλά αυτό το ανεξήγητο ‘Αντίο’ του Ορφέα ήταν μία απώλεια. Της στοίχισε. Εκτός από τις αμέτρητες αναπάντητες κλήσεις της προς τον Ορφέα, είχε και αναπάντητα ερωτήματα.
Με τη σειρά της σταμάτησε τις προσπάθειες επικοινωνίας και αφοσιώθηκε στην οικογένειά της. Δεκαπέντε χρόνια μετά, η Άσπα θυμάται ακόμα τον Ορφέα με στοργή και αγάπη. Εύχεται να είναι πάντα καλά και κάποτε να ξαναβρεθούνε.