Μάρτιος. Ψόφος. Υγρασία που έσπαγε κόκαλα. Βαρύ και ασήκωτο το κλίμα απόψε στη μονοκατοικία των δυτικών προαστίων. Όχι εξαιτίας του κατσουφιασμένου καιρού, μα διατηρούταν ούτως ή άλλως μια μουντή ατμόσφαιρα, έναν χρόνο τώρα. Θες η πανδημία; Θες η ρουτίνα; Η οικονομική στενότητα; Κρόσσια τα νεύρα του ζευγαριού. Η σχέση τους όδευε προς την παρακμή…
Η Φαίδρα, ζέσταινε το φαγητό, σιγοτραγουδώντας κάποιο μελαγχολικό ρεφρέν, όσο ο Ιάκωβος χάζευε το μεσημβρινό δελτίο ειδήσεων, με τα δύο πόδια επάνω στο οβάλ τραπεζάκι, παρά τις παρατηρήσεις της γυναίκας του. Όλα του ξίνιζαν. Οι πολιτικοί, τα κόμματα, ο καιρός, οι δημοσιογράφοι, ακόμα και το βάψιμο της παρουσιάστριας. Πολλά κοσμητικά επίθετα άκουγε το “χαζοκούτι”, όπως είθισται να το αποκαλεί. Το ζευγάρι των δυτικών προαστίων, έμενε μαζί τα τελευταία δέκα χρόνια χωρίς γάμο, παιδιά και σκυλιά. Ο Ιάκωβος δεν ήθελε, ούτε και θέλει να ακούσει για τέτοια “πράγματα”. Από την άλλη, η Φαίδρα συμβιβάστηκε με αυτό διότι πολύ τον αγάπησε. Ήλπιζε βέβαια μέσα της, πως μια ημέρα, θα άλλαζε γνώμη.
«Σιχαμένο χαζοκούτι! Σκέτο δηλητήριο είσαι πια!»
«Έλα να φάμε Ιάκωβε κι άσε προς το παρόν την γκρίνια. Δεν βαρέθηκες πια;»
Σιγά μην είχε βαρεθεί. Η τροφή του ήταν αυτή. Από τα γεννοφάσκια του γκρίνιαζε έτσι, επιβεβαίωνε σε κάθε επίσκεψη η πεθερά της Φαίδρας. Αλλά η νύφη της ευτυχώς, είχε πολλή υπομονή. «Ήρωα», την αποκαλούσε και δεν είχε άδικο. Τον τελευταίο μήνα, η Φαίδρα, άρχισε να τρώει αρκετά παραπάνω. Κοιμόταν συνέχεια κι ακόμη κι όταν σηκωνόταν από το κρεβάτι της, ύστερα από λίγη ώρα την έπιανε υπνηλία, νοιώθοντας χιλιάδες καρφίτσες να τρυπούν τα μάτια της. Χρόνο για τον εαυτό της δεν διέθετε πια. Όχι να φτιάξει μαλλί, όχι να βαφτεί και να ντυθεί όμορφα. Αυτά ήταν πολυτέλειες. Ούτε μπάνιο είχε όρεξη να κάνει. Κατάλαβε φυσικά ότι κάτι έτρεχε και έτσι την προηγούμενη ημέρα, προμηθεύτηκε από το φαρμακείο της γειτονιάς, τις καλύτερες βιταμίνες, όπως της πρότεινε ο φαρμακοποιός. Πίστευε πως μαζί με καλή διατροφή και άσκηση, σε μια εβδομάδα με δέκα ημέρες, θα γινόταν περδίκι. Το αστείο ήταν που ο άντρας της νόμιζε ότι ήταν έγκυος! Πήρε μια ταραχή, άλλο πράγμα.
Το μεσημέρι, κατέφθασε στο σπίτι η κυρία Ερμιόνη. Κυρία με κάπα κεφαλαίο. Η μητέρα της Φαίδρας. Η κυρία Ερμιόνη, πάντα ήθελε κι ήλπιζε για ένα εγγονάκι από την μονάκριβή της, μα το γνώριζε μόνο εκείνη και η ψυχούλα της. Ποτέ δεν ανακατεύτηκε. Πάντα διακριτική. Μαζί της είχε φέρει από το ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς φρέσκο γαλακτομπούρεκο και ένα τεράστιο μπουκέτο κίτρινες τουλίπες που τόσο λάτρευε η μονάκριβή της.
«Μα εσύ ανανεώθηκες! Ομόρφυνες μανούλα μου! Φτου σου μη σε ματιάσω!»
«Θα φταίνε τα καινούρια σκουλαρίκια. Δες, σου αρέσουν;»
«Μπα, ασ’ τα αυτά σε εμένα. Κάτι άλλο ευθύνεται. Εσύ λάμπεις ολόκληρη!»
Ο Ιάκωβος, έκανε ένα περίεργο μορφασμό εκείνη τη στιγμή, που ευτυχώς μόνο η Φαίδρα τον είδε, δαγκώνοντας ελαφριά τα χείλη της, μαζί με έναν αναστεναγμό. Εκείνος τις άφησε μόνες τους στο σαλόνι και χώθηκε στην κουζίνα. Βαριόταν να ακούει γυναικείες συζητήσεις και γενικά βαριόταν όλου του τύπου τις συζητήσεις. Μόνο για αθλητικά και για αμάξια τον άκουγες να πηγαίνει η γλώσσα του ροδάνι. Τσάμπα είχε γεμίσει το σπίτι με ένα σωρό επιτραπέζια παιχνίδια η Φαίδρα. Ούτε σκάκι, ούτε τάβλι! Αν τύχαινε να έρθει κάποιο φιλικό ζευγάρι επίσκεψη, με το ζόρι καθόταν να παίξει.
Δύο ώρες είχαν στη διάθεσή τους μάνα και κόρη. Και αυτό διότι η κυρία Ερμιόνη είχε ραντεβού με την ψυχολόγο της. Θα ήταν η έκτη τους συνεδρία. Εξ ού και λόγος που έδειχνε και ήταν τόσο καλά τον τελευταίο καιρό. Η αλήθεια είναι, ότι αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα. Όμως το πιο σημαντικό που την ταλάνιζε, θα το κράταγε λίγο ακόμα κρυφό από την Φαίδρα. Δεν ήταν έτοιμη να ακούσει πως ο πατέρας της, είχε εγκαταλείψει τη μητέρα της για χάρη μιας μικρότερης γυναίκας. Ούτε και πως την άφησε έγκυο. Αφού αποχαιρετήθηκαν και η πόρτα έκλεισε, της Φαίδρας της μπήκε η ιδέα να ξεκινήσει και η ίδια να βλέπει ψυχολόγο. Άλλωστε, μόνο καλό θα της έκανε. Κι αν της άρεσε, θα συνέχιζε. Ο Ιάκωβος, αφού άκουσε τη σκέψη της, γύρισε το κεφάλι από την άλλη μεριά, λες και δεν είχε ακούσει τίποτα. Η απόλυτη παγωμάρα. Ούτε ζέστη, ούτε κρύο. Μήτε ένα μορφασμό. Και η απάντηση, δεν ήρθε ποτέ. Τότε η Φαίδρα χωρίς να χάσει ευκαιρία, πήρε τηλέφωνο αμέσως την Ερμιόνη για να ζητήσει λεπτομέρειες. Μετά από πέντε λεπτά, είχε κλείσει κιόλας το ραντεβού της για το επόμενο απόγευμα. Πόσο τυχερή ένοιωθε!
Το βράδυ το πέρασε μόνη της στο κρεβάτι. Όχι δεν ήταν κάποιο είδος τιμωρίας προς εκείνη. Αυτό ήδη συνέβαινε εδώ και καιρό. Ο Ιάκωβος την απέφευγε. Πρώτον γιατί είχε πάρει δέκα κιλά και δεύτερον, διότι είχε παραμελήσει τον εαυτό της και κατά τη γνώμη του και τον ίδιο. Η μυωπία της ψυχής του δεν τον άφηναν να δει την αλήθεια. Έτσι εδώ και ένα μήνα, προσποιούταν ότι ο Μορφέας τον έβρισκε στον καναπέ, χωρίς να το θέλει. Το επόμενο πρωινό, τη Φαίδρα υποδέχτηκε ένα τεράστιο και πανέμορφο γραφείο με σμαραγδένιους καναπέδες, πανύψηλα φυτά σε όλες τις γωνίες και αναμμένα αρωματικά κεριά που εκχύλιζαν το άρωμα της βανίλιας, παρέα με άσπρες ορχιδέες. Η ζεστή και γλυκιά φωνή της Μαριάνθης, την έκαναν να αισθανθεί οικεία, σαν στο σπίτι της. Αμέσως ένοιωσε μια όμορφη χημεία. Η πρώτη αναγνωριστική τους συνεδρία, ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Και έτσι, ήρθε και η δεύτερη και η έβδομη και η ενδέκατη. Ο Ιάκωβος άρχισε να διαμαρτύρεται, βάζοντας πρόσχημα τα χρήματα. Μα η αλήθεια ήταν πως δεν άντεχε να βλέπει την Φαίδρα τόσο καλά. Μέχρι που της είπε να σταματήσει τις επαφές μαζί με εκείνη τη γυναίκα, που μόνο τα λεφτά τους ήθελε να τρώει. Η Φαίδρα δεν ήθελε να ακούσει τίποτα. Σήκωσε το χέρι, ενδεικτικό πως του απαγόρευε να συνεχίσει. Χλώμιασε, της κόπηκε το αίμα για λίγο. Δεν φτάνει που δεν είχε συμπαράσταση, δεν φτάνει που τόσο καιρό αδιαφορούσε αλλά όχι, δεν θα της έλεγε τι να πράξει.
Αγγελοκρουσμένη, πήρε τα κλειδιά του αμαξιού και έγινε καπνός. Μια ώρα οδηγούσε με τέρμα τα ηχεία. Μπαχ, συγκεκριμένα. Συντροφιά της η θάλασσα, το απέναντι ξερονήσι και ο γλάρος που έψαχνε να βρει λίγα ψίχουλα στην ακροθαλασσιά. Έβγαλε τα σπορτέξ της, περπατώντας ξυπόλητη πάνω στα βότσαλα. Πού και που, την πλήγωνε κάποιο αιχμηρό βοτσαλάκι μα δεν πτοούνταν. Είχε μεγαλύτερες πληγές. Το σπίτι της, έμοιαζε πια με φυλακή. Ούτε την ανάσα του άντεχε πια. Ο ήχος της φωνής του, σαν παράσιτα σε ραδιόφωνο, σαν βουητό πριν το σεισμό. Παραφωνία στην καθάρια και ευαίσθητη ψυχή της. Οι νύχτες πια μαρτυρικές. Είτε ανάσκελα, είτε μπρούμυτα, πλάγια ή διαγώνια, η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, έτοιμη να σπάσει. Κρύος ιδρώτας και τρέμουλο. Είχε ακούσει για τις κρίσεις πανικού, μέχρι που της το επιβεβαίωσε η Μαριάνθη. Την παρέπεμψε σε έναν φίλο και καλό γιατρό. Θα τα έπαιρνε τα φάρμακά της. Θα έκανε τα πάντα για να γίνει καλά. Ήταν αφάνταστα αισιόδοξη. Μέχρι που γύρισε σπίτι.
Το τζάκι δέσποζε αναμμένο. Ανάμεσα στα καυσόξυλα, το φωτογραφικό άλμπουμ με όλες τις στιγμές τους. Κατάχαμα, σπασμένα βάζα. Επάνω στο κρεβάτι τους, κείτονταν τα φορέματά της, που πια ήταν κουρέλια ξεφτισμένα. Το σημείωμα στη μαξιλαροθήκη, που πιο πολύ ραβασάκι έμοιαζε, ξεκαθάριζε το τελεσίδικο της σχέσης τους. Και ήταν μη αναστρέψιμο. Η μεριά της ντουλάπας με τα ρούχα του άδεια. Μόνο οι κρεμάστρες ήταν χαρούμενες. Ξαλαφρωμένες από το βάρος. Άδεια και η ψυχή της. Σιαμαίες η κατάθλιψη και εκείνη. Μα θα τα κατάφερνε. Το υποσχέθηκε στον εαυτό της. Και πέρασε ο καιρός. Και τον αγάπησε πραγματικά. Αληθινά. Παντοτινά.
Elle Kos