,

Η Ανάκριση

TW : Απαγωγή, βία, σεξουαλική βία

 

«Παρακαλώ επαναλάβετε, δεν σας ακούω καθαρά».

«Οδός Λόνγκστριτ 7, γρήγορα», η σιγανή γυναικεία φωνή έτρεμε στην άλλη πλευρά του ακουστικού.

«Τί συμβαίνει, πείτε μου».

«Με έχει κλειδώσει στο σπίτι, στο κίτρινο σπίτι στην οδό Λόνγκστριτ αριθμός 7. Είναι εδώ δίπλα μου».

«Μείνετε ψύχραιμη. Ποιος σας έχει κλειδώσει;»

«Τον λένε Μάρκ».

«Πού είναι τώρα;»

«Δίπλα μου στο κρεβάτι, τον έχει πάρει ο ύπνος. Είμαστε στο υπνοδωμάτιο», ψιθύρισε.

«Θα στείλω κάποιον αμέσως. Πείτε μου το όνομα σας παρακαλώ. Και περιγράψτε μου τον άντρα».

«Με λένε Κάθριν. Είναι ψηλός, γεροδεμένος, πολύ δυνατός».

«Είναι οπλισμένος;»

«Ναι, κυρία μου.»

«Έχει όπλο», έδωσε την πληροφορία επαναλαμβάνοντας την δύο φορές και καθησύχασε την Κάθριν ότι σε λίγα λεπτά οι αστυνομικοί θα είναι εκεί. «Μπορείτε να βγείτε από το δωμάτιο;» την ρώτησε.

«Αν πάω κάτω θα με ακούσει. Έχω λυθεί αλλά έχει κρεμάσει κουτιά μπύρας στην πόρτα και κάνουν θόρυβο αν πάω να την ανοίξω. Πρέπει να ξέρω ότι έχετε έρθει για να βγω. Φοβάμαι πολύ», έβαλε σιωπηλά τα κλάματα.

«Από το κινητό σας μας καλείτε;»

«Όχι, από το δικό του».

Κάτι μουρμούρισε αλλά δεν ακούστηκε καθαρά.

«Δεν σας ακούω αλλά δεν πειράζει. Αν φοβάστε κατεβάστε για λίγο το ακουστικό αλλά αφήστε ανοιχτό το κινητό. Σε δύο λεπτά θα είναι εκεί να σας πάρουν. Αν πιστεύετε ότι μπορείτε να βγείτε από το υπνοδωμάτιο, βγείτε τώρα και πηγαίνετε στην είσοδο του σπιτιού».

«Εντάξει. Θα περιμένω», απάντησε η Κάθριν.

Άκουσε επιτέλους τα περιπολικά να φτάνουν έξω από το σπίτι και πετάχτηκε αμέσως όρθια. Ο Μαρκ ξύπνησε ακούγοντας την πόρτα του υπνοδωματίου να κουδουνίζει και ξεκίνησε να φωνάζει έξαλλος. Εκείνη έβαλε όλη της την δύναμη να κατέβει την σκάλα και φτάνοντας στον κάτω όροφο έτρεξε στους αστυνομικούς που μπήκαν μέσα σπάζοντας την πόρτα. Ο άντρας μόλις είχε προλάβει να σηκωθεί από το κρεβάτι όταν ακινητοποιήθηκε και συνελήφθη.

 

***

 

«Πώς είναι η Κάθριν;» ρώτησε ο Μάρκ τον αστυνομικό που μπήκε στην αίθουσα ανάκρισης. Τον είδε να κρατάει ένα φάκελο και να φοράει ένα στενό κοστούμι. Πρέπει αν ήταν γύρω στα 40 αλλά με τα γκρίζα μαλλιά φαινόταν πιο μεγάλος. Είχε σοβαρή έκφραση και αυστηρά χαρακτηριστικά αλλά όταν του μίλησε διαπίστωσε ότι η φωνή του ήταν απαλή και ήρεμη.

«Είναι σε σοκ», απάντησε ο αστυνομικός. «Με λένε Κάρτερ, εσένα πώς σε λένε;» τον ρώτησε αν και ήξερε.

«Μάρκ», απάντησε ξερά.

«Θα ήθελα να μου πεις πώς γνωριστήκατε με την Κάθριν».

«Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Με αγαπάει πολύ και θέλαμε να παντρευτούμε».

«Πόσο καιρό την ξέρεις;»

«Ένα μήνα», απάντησε.

«Εκείνη είπε ότι ήθελε να σε παντρευτεί σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα ή εσύ;»

«Εκείνη αλλά άλλαξε γνώμη. Δεν ξέρω γιατί. Ήθελα μόνο να περάσουμε λίγο χρόνο μόνοι μας για να συζητήσουμε».

«Και την πήγες σε εκείνο το σπίτι;»

Ο Μάρκ κούνησε θετικά το κεφάλι.

«Ήθελε να έρθει μαζί σου;»

«Πιστεύω ναι».

«Δεν μπήκε με την θέληση της μήπως;»

«Ίσως την πίεσα λίγο», ξεφύσηξε ο Μάρκ.

«Με ποιον τρόπο;»

«Είχα ένα όπλο μαζί μου. Μετά έχασα τον έλεγχο και δεν πήγαν τα πράγματα όπως τα ήθελα».

«Εξήγησε το αυτό».

Ο αστυνόμος ήθελε να κάνει τον Μάρκ να παραδεχτεί για αρχή ότι υπό την απειλή όπλου απήγαγε την Κάθριν.

«Είπε κάποια στιγμή ότι δεν με ήθελε. Εκεί θόλωσα και την χτύπησα. Την έδεσα στο κρεβάτι».

«Βλέπω ότι το χέρι σου είναι χτυπημένο, Μάρκ».

«Ναι», κοίταξε την γροθιά του από όλες τις πλευρές, την έσφιξε και την χαλάρωσε για να διαπιστώσει ότι δεν πονούσε.

«Πώς έγινε ακριβώς;»

«Την ανέβασα στο υπνοδωμάτιο. Τα παράθυρα ήταν κλειστά και σφραγισμένα. Ήταν σκοτεινά. Όταν είπε ότι ήθελε να φύγει την έδεσα στο κρεβάτι και πήγα να κάνω ένα μπάνιο. Γύρισα και είδα ότι είχε βγάλει το κινητό της από την τσάντα της και προσπαθούσε να το ανοίξει. Μου είπε ότι δεν με θέλει και τότε την χτύπησα στο πρόσωπο. Μετά βέβαια το συζητήσαμε και τα βρήκαμε. Έπειτα κάναμε έρωτα».

«Αφού την χτύπησες ήθελε να κάνει έρωτα μαζί σου;»

Δεν απάντησε και ο Κάρτερ έκανε άλλη ερώτηση.

«Πώς ήταν η Κάθριν εκείνη τη στιγμή; Ήταν ήρεμη;»

«Όχι, έκλαιγε».

«Πόσες φορές κάνατε έρωτα;»

«Πολλές».

«Η Κάθριν μας είπε ότι ήταν μαζί σου την Κυριακή στην βιβλιοθήκη. Εκείνη την ημέρα την πήγες στο σπίτι; Ξέρεις τι μέρα είναι σήμερα;»

Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του και κοίταξε το πάτωμα.

«Τετάρτη. Την είχες δεμένη τρεις μέρες. Και δεν την άφηνες να φύγει, σωστά;»

«Ναι, την απήγαγα».

«Εξήγησε το μου αυτό. Θέλω όμως να μου πεις την αλήθεια».

Ο Μάρκ επιτέλους ανοίχτηκε και αφού ανέφερε μόνος του την λέξη «απαγωγή», περιέγραψε λεπτομερώς τις τρεις μέρες που είχε την Κάθριν αιχμάλωτη στο σπίτι.

«Την φρόντιζα, την τάιζα, καθάρισα το αίμα από τις πληγές της. Την αγαπώ και με αγαπάει. Ήθελε να είναι μαζί μου», είπε στον αστυνόμο.

«Είπες πριν ότι την απήγαγες. Υπό την απειλή του όπλου ήταν φυλακισμένη στο σπίτι. Σου ζήτησα να είσαι ειλικρινής».

Η φιλική και ψύχραιμη προσέγγιση του αστυνόμου έκανε τον Μάρκ να τον εμπιστευτεί. Χαλάρωσε την στάση του σώματος του αντιγράφοντας τον Κάρτερ. Ανακάθισε πιο χαλαρά, ίσιωσε τους ώμους, άνοιξε τα πόδια και άφησε τα χέρια του δεμένα με τις χειροπέδες να κρέμονται ανάμεσα. Πέρασαν λίγα λεπτά σιωπής.

«Ήθελα να βεβαιωθώ ότι θα είναι μαζί μου. Ότι δεν θα φύγει. Την έδεσα αλλά την έλυνα για να πηγαίνει στην τουαλέτα. Την ακολουθούσα βέβαια».

«Ήταν δεμένη όταν κάνατε έρωτα;»

«Δεν θυμάμαι».

«Προσπάθησε», επέμενε ο Κάρτερ.

«Όχι, δεν ήταν δεμένη στα χέρια με το σκοινί».

«Ήταν δεμένη σε άλλο σημείο του σώματος;»

«Νομίζω», μουρμούρισε ο Μάρκ.

«Πού και με τί ήταν δεμένη;»

«Με ένα φουλάρι στον λαιμό. Αν κουνιόταν έσφιγγα το φουλάρι».

«Πώς μπήκες στο σπίτι και σε ποιον ανήκει;»

Ο Κάρτερ ήθελε να του προσθέσει άλλη μια κατηγορία. Του απάντησε ότι δεν γνωρίζει προσωπικά τους ιδιοκτήτες αλλά ξέρει ότι επισκέπτονται σπάνια το σπίτι τα καλοκαίρια. Είχε παραβιάσει την πίσω πόρτα και είπε ότι συνήθιζε να μπαίνει από εκεί. Ο αστυνόμος σήκωσε απότομα τα μάτια του αλλά τα ξανακατέβασε και κράτησε την πληροφορία αυτή στο μυαλό του.

«Θέλω να μου εξηγήσεις πιο αναλυτικά γιατί την απήγαγες».

«Σου είπα ήδη, ήθελα να περάσω χρόνο μαζί της, την νοιάζομαι, την αγαπάω».

«Όταν αγαπάς κάποιον τον απαγάγεις;»

Ο Μάρκ μάζεψε ξανά το σώμα του ακούγοντας αυτήν την ερώτηση και τύλιξε τα χέρια του γύρω από τον κορμό του.

«Κρυώνω. Μόνο το σορτς μου φόρεσαν οι μπάτσοι. Θέλω μια μπλούζα και κάλτσες».

«Εντάξει. Θα το κανονίσω. Ήσουν γυμνός;»

«Ναι», είπε αδιάφορα.

«Και η Κάθριν…», του θύμισε ο Κάρτερ. «…κρύωνε, έτρεμε όταν την βρήκαμε», είπε και βγήκε από την αίθουσα. Επέστρεψε με μια διπλωμένη μπλούζα και ένα ζευγάρι κάλτσες.

«Ευχαριστώ», είπε διστακτικά ο Μάρκ.

«Τώρα θέλω να μου πεις αν ήξερε κάποιος άλλος ότι ήσουν εκεί με την Κάθριν».

«Όχι», απάντησε και έτριψε τα μάτια του με τα δάχτυλα του.

«Έχεις πάει ξανά σε αυτό το σπίτι με άλλη γυναίκα εκτός από την Κάθριν;»

«Με την Λόρα», θυμήθηκε ο Μαρκ.

«Ήταν φίλη σου; Πότε πήγατε εκεί;»

«Ναι, φίλη μου. Δεν θυμάμαι, πάει καιρός πια».

«Πώς είναι το επώνυμο της Λόρας και πόσο χρόνων είναι;»

«Νόουντς. Τζόουνς. Κάπως έτσι. Γύρω στα 35».

Οι συνάδελφοι του Κάρτερ που παρακολουθούσαν την ανάκριση από τις κάμερες έλεγξαν τα νέα στοιχεία στον υπολογιστή. Μισή ώρα μετά, χτύπησαν την πόρτα και ζήτησαν από τον Κάρτερ να βγει έξω. Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να επιστρέψει και βρήκε τον Μάρκ να κοιμάται με το κεφάλι ακουμπισμένο στην άκρη του ορθογώνιου τραπεζιού.

«Θέλω να μου πεις κάτι», είπε δυνατά κάνοντας τον Μάρκ να τρανταχτεί ολόκληρος. «Πότε είδες τελευταία φορά την Λόρα;».

«Δεν θυμάμαι, νομίζω την είδα πριν λίγες μέρες».

«Θυμήσου καλύτερα».

«Πριν μερικές βδομάδες. Μα γιατί με ρωτάς για την Λόρα;»

«Είναι εξαφανισμένη εδώ και ένα μήνα», είπε αυστηρά ο Κάρτερ.

«Δεν το ήξερα».

«Μάλιστα. Έχεις πάει σε αυτό το σπίτι με άλλη γυναίκα εκτός από την Κάθριν και την Λόρα;»

Ένα μήνυμα ήρθε στο κινητό του αστυνόμου: «Βρήκα νυφικό στην ντουλάπα».

Σιωπή κράτησε για πολλή ώρα. Ο Κάρτερ άλλαξε θέμα για να τον ξεκλειδώσει ξανά. Τον ρώτησε πώς ένιωθε βλέποντας την Κάθριν να είναι μαζί του φοβισμένη. Ο Μάρκ όσο μιλούσε μαζεύτηκε ξανά, θέλοντας να κάνει το ογκώδες σώμα του να μοιάζει μικρότερο. Προσπάθησε άδικα να δείξει ότι μετάνιωσε. Είπε πως ό,τι έκανε το έκανε για το καλό της.

Πέρασαν άλλες δύο ώρες και ο Μάρκ τώρα είχε χαλαρώσει τόσο, που άρχισε να τεντώνεται και να χασμουριέται.

«Πώς το σχεδίασες όλο αυτό και πόσο καιρό είχες σκοπό να την κρατήσεις εκεί;»

«Δεν ξέρω. Απλά έγινε», ανασήκωσε τους ώμους.

«Είχες σχέδιο; Θέλω μια καθαρή απάντηση με ναι ή όχι».

«Ναι, είχα».

«Συμφωνούμε ότι κάθε πράξη που υπέστη η Κάθριν ήταν ενάντια στη θέληση της;»

«Ναι».

«Τί άλλο έχεις να μου πεις για τις γυναίκες αυτές;»

«Τις αγαπούσα, τί άλλο θες να μάθεις; Ήθελα να τις φροντίσω, να τις παντρευτώ. Και η Κάτια πήγε και παντρεύτηκε άλλον».

«Ποια Κάτια;» τον διέκοψε ο Κάρτερ.

«Κάτια Μάρκες. Πήγε και παντρεύτηκε τον πρώην της».

«Πόσο καιρό ήσουν με την Κάτια;»

«Ένα ραντεβού είχαμε βγει. Στην καφετέρια της βιβλιοθήκης. Μιλήσαμε πολύ ωραία. Με είχε ερωτευτεί. Μετά δεν είχα νέα της ώσπου έμαθα ότι τα βρήκε με τον πρώην της και παντρεύτηκαν».

«Τί έκανες όταν το έμαθες;»

«Πήγα και την βρήκα φυσικά. Όταν σχολούσε από την δουλειά της. Αυτό».

«Μόνο αυτό; Την πήγες στο σπίτι μήπως;»

Ο Μαρκ προσπάθησε να αποφύγει την ερώτηση ρίχνοντας το φταίξιμο στα θύματα.

Άλλο ένα μήνυμα ήρθε στο κινητό του Κάρτερ που έλεγε ότι η Κάτια Μάρκες είχε εξαφανιστεί πριν έξι μήνες.

«Πιστεύω ότι η έρευνα μας στο σπίτι θα αποδείξει με στοιχεία ότι ήταν εκεί αιχμάλωτες εκτός από την Κάθριν, και η Λόρα και η Κάτια. Οπότε θέλω να είσαι ειλικρινής μαζί μου. Πες μου τί συνέβη σε αυτές τις γυναίκες».

«Θέλω καφέ. Μπορώ;»

Χωρίς να μιλήσει, με αναλλοίωτη έκφραση στο πρόσωπο, σηκώθηκε να του φέρει καφέ. Ο Κάρτερ δεν είχε σπάσει ποτέ πριν σπάσει εκείνον που ανέκρινε.

«Αν ξέρεις πού είναι η Κάτια, θέλω να το πεις τώρα. Έμαθα ότι είχε πρόβλημα υγείας και έπαιρνε αγωγή. Χωρίς αυτήν η ζωή της κινδυνεύει».

«Κατάλαβα», γέλασε. «Πιστεύεις ότι ξέρω πού είναι και δεν το λέω; Όπως και να έχει, έξι μήνες χωρίς τα φάρμακα της θα ήταν σίγουρα νεκρή».

«Πού είναι νεκρή;»

«Δεν ξέρω σου λέω! Απλά περάσαμε ωραία μαζί μερικές μέρες. Δεν θα γυρνούσε στον άντρα της μετά την ανεπανάληπτη εμπειρία μαζί μου. Φώναζε και παραληρούσε από την έκσταση στα χέρια μου. Θυμάμαι ότι αναγκάστηκα να την δέσω για να την ηρεμήσω. Ίσως το έσκασε, το σκέφτηκες αυτό;»

«Πού γνώρισες την Κάτια;»

«Στην βιβλιοθήκη».

Η ομάδα του Κάρτερ έψαξε αμέσως στην λίστα αγνοουμένων άλλες γυναίκες που να μπορούσαν να τις συνδέσουν με την βιβλιοθήκη της περιοχής. Ο Κάρτερ διάβασε άλλο ένα μήνυμα στο κινητό του.

«Έρικα Πίτερς»,  του είπε απότομα.

«Ω, η Έρικα, η πρώτη μου αγάπη. Πέρασε ένας χρόνος κιόλας. Γλυκιά σαν άγγελος αλλά τόσο ατίθαση, σαν άγριο άλογο. Αυτή δυσκολεύτηκε να παραδεχτεί ότι με αγαπάει. Ήταν χωρισμένη και η γνωριμία μας ήταν το καλύτερο πράγμα που συνέβη στην ζωή της. Η Έρικα ήταν η πρώτη που ήρθε στο σπίτι, ήρθε μόνη της, άρα ό,τι έγινε το ήθελε», είπε ήρεμα.

«Ακόμα και αν κάποια στιγμή σου ζήτησε να σταματήσεις;»

«Ναι, ήταν ένα παιχνίδι μας. Άρχισε να τρέχει στο σπίτι, εγώ να την κυνηγάω. Παιχνίδι. Έπεσε δυστυχώς και χτύπησε το κεφάλι της στο τραπεζάκι του σαλονιού. Δεν έφταιγα εγώ. Θυμάμαι πόσο της άρεσαν τα λουλούδια. Κάθε φορά που βρισκόμασταν στην βιβλιοθήκη, της κρατούσα ένα τριαντάφυλλο. Τα φυτέψαμε μαζί».

«Άρεσαν και στην Λόρα; Μήπως στην Κάτια;»

«Ναι σε όλες. Είναι όλες τους όμορφες σαν τα τριαντάφυλλα. Οι όμορφες νύφες μου».

«Τι εννοείς ότι τα φυτέψατε μαζί; Θέλω να μου το εξηγήσεις».

«Τίποτα, δεν εννοούσα κάτι».

«Εγώ νομίζω ότι είναι κάτι σημαντικό, Μαρκ. Ξέρεις αυτά τα κορίτσια έχουν οικογένειες. Και οι μαμάδες τους θέλουν να τις πάρουν. Να τις κλάψουν. Να τις θάψουν. Εκτός κι αν το έκανες εσύ και αυτό».

«Τίποτα δεν έκανα. Τίποτα δεν έκανα καλά», τράβηξε τα μαλλιά του και μουρμούρισε ακαταλαβίστικα λόγια.

«Μίλα πιο καθαρά. Πού είναι;»

«Είμαι άχρηστος. Έχασα τον έλεγχο. Έπρεπε να το είχα κάνει αλλιώς».

«Μάρκ, τις σκότωσες; Θέλω να απαντήσεις με ναι ή όχι».

«Ναι».

«Τις έθαψες ή τις πέταξες κάπου;»

«Δεν θυμάμαι».

«Πήγαινε με σε αυτές. Εγώ και εσύ. Πάμε!»

«Όχι!»

Ο Κάρτερ έφυγε για να συναντήσει την ομάδα του στο εγκαταλελειμμένο σπίτι. Η Κάθριν ενημερωνόταν για τις εξελίξεις της υπόθεσης, που έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις, από τις ειδήσεις. Τηλεφώνησε στον αστυνόμο από το δωμάτιο του νοσοκομείου. Θυμήθηκε ότι την μέρα που την απήγαγε μπήκαν στο σπίτι από την πίσω πόρτα αφού πέρασαν από τον κήπο του διπλανού σπιτιού, μέσα από τον σπασμένο φράχτη. Ο κήπος και το διπλανό σπίτι ήταν επίσης εγκαταλελειμμένα, γεμάτα αγριόχορτα και ξεραμένα λουλούδια. Θυμήθηκε ότι εκείνη την στιγμή ο Μάρκ την αποκάλεσε «τριανταφυλλάκι» του. Ακούγοντας αυτό, ο Κάρτερ έδωσε εντολή να πάνε όλοι αμέσως στον κήπο του γειτονικού σπιτιού.

«Πείτε μου σας παρακαλώ, αν είναι αλήθεια αυτό που σκέφτηκα», έκλαιγε που δεν μπορούσε να πιστέψει ότι βγήκε ζωντανή από αυτό το σπίτι.

«Μείνετε στην γραμμή, δεσποινίς Κάθριν, μπαίνουμε στον κήπο τώρα».

«Τί βλέπετε;» τον ρωτά με αγωνία.

«Είναι γεμάτος ξεραμένες τριανταφυλλιές».

 

 

Και τα τρία σώματα των γυναικών ξεθάφτηκαν ντυμένα με νυφικά φορέματα. Ο Μάρκ δεν είδε ποτέ ξανά τον έξω κόσμο. Πήρε και την δική του ζωή το πρώτο βράδυ στην φυλακή.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: