,

Και η σιωπή δεν υπάρχει

Η Πανδώρα κοίταζε τα δέντρα να λικνίζουν τα κλαδιά τους κάτω από τον λαμπερό ήλιο. Φωτεινά κίτρινα, πορτοκαλί και καφετιά φύλλα χόρευαν κόντρα στον καταγάλανο ουρανό. Ο άνεμος κουνούσε παιχνιδιάρικα τα χρωματιστά φύλλα πέρα δώθε, κάνοντας τις κορφές των δέντρων που έβλεπε από το παράθυρο, να μοιάζουν σαν ατίθασα κεφάλια παιδιών που τα ανακάτωνε κάποιο αόρατο χέρι.

Ένιωθε το σούσουρο των φύλλων σαν χίλιους ψίθυρους και στεναγμούς μαζί. Αισθανόταν το ξέφρενο τραγούδι των πουλιών στα κλαδιά, που όλο και αραίωναν καθώς πλησίαζε ο χειμώνας. Το τρίξιμο της τέντας που σάλευε όταν ο αέρας ήταν πιο δυνατός και τράνταζε τα σίδερα που την κρατούσαν κάνοντάς την να ακούγεται μερικές φορές σαν κλαψιάρικο μωρό. Τα περαστικά αυτοκίνητα που μούγκριζαν στο δρομάκι από κάτω, κάποιο φρενάρισμα, πιο σπάνια κάποια κόρνα. Το οξύ τράνταγμα κάποιας πόρτας που έκλεινε.

Τα κοίταζε και θυμόταν όλους αυτούς τους ήχους, γιατί τώρα δεν τους άκουγε.

Παράξενο πόση επίδραση είχε ο ήχος πάνω της. Όσο περνούσαν οι μέρες από τότε που είχε πάψει ν’ ακούει όπως συνήθως, ένιωθε την πραγματικότητα να αλλάζει διάσταση. Όταν είχε πάψει ν’ ακούει όπως συνήθως…  Ακόμα και όταν ήταν στα καλά της, δεν μπορούσε ν’ ακούει όπως όλοι οι άνθρωποι, γιατί από την μέρα που είχε γεννηθεί οι ήχοι δεν ήταν ανεμπόδιστοι για εκείνη. Ένα μέρος τους χανόταν, ιδίως στο μισοσκόταδο ή όταν οι συζητήσεις γίνονταν χαμηλόφωνα. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές μπορούσε να πείσει τους άλλους ότι άκουγε τα πάντα. Κι όχι μόνο τους άλλους, αλλά πολύ περισσότερο και τον εαυτό της.

Η επίκτητη αυτή ικανότητα, την οποία είχε αποκτήσει αρκετά αργά στη ζωή της με τη βοήθεια της τεχνολογίας, της έδινε όχι μόνον την πληρότητα, αλλά και τη ψευδαίσθηση της αιωνιότητας του ήχου. Κανακεμένη από τη βοήθεια αυτή, βούλιαζε τόσο πολύ στην κυριαρχία του ήχου, που είχε την πολυτέλεια να μην προσέχει τους θορύβους γύρω της, να τους θεωρεί δεδομένους, μέχρι και να παραπονιέται όταν γίνονταν ανυπόφοροι. Να διακρίνει ηχοχρώματα στη φωνή των άλλων και να ανιχνεύει τη διάθεσή τους μέσα από τις διακυμάνσεις της. Να ξεχωρίζει τη μουσική που της άρεσε ή δεν της άρεσε, να συλλέγει τα πολυποίκιλα κελαϊδίσματα σε ένα ιδιότυπο άλμπουμ μνήμης όμορφων πραγμάτων. Μέχρι και να απολαμβάνει τον ήχο της βροχής, ένα σμάρι από αμέτρητες χάντρες που κατρακυλούσαν σε ένα μεταλλικό λαγήνι, γαλήνιες και παιχνιδιάρικες.

Όμως το σώμα της δεν ήταν πάντα δυνατό κι όταν κατέρρεε, καμιά τεχνολογία δεν μπορούσε την πλησιάσει και να τη βοηθήσει. Και τότε από την, έστω και φαινομενικά, φυσιολογική ύπαρξή της, γινόταν κάποια άλλη. Μια διαφορετική γυναίκα. Και κυρίως, μοναχική. Δεν ήταν μόνο ότι από όλα αυτά που συνήθως αντιλαμβανόταν, είχε περιοριστεί ένα μέρος τους. Στην ουσία χανόταν ένας ολόκληρος κόσμος. Κι ήταν πως όλες τις φορές που αποκοβόταν από τον κόσμο αυτό, τότε μόνο κατανοούσε πόσο πολύ ο ήχος δέσποζε πάνω στα πάντα. Η απώλειά του την έκανε να συνειδητοποιεί ότι από ένα απλό ερέθισμα, γινόταν μια μορφή αντίληψης της πραγματικότητας και ακόμα πιο πέρα, επιδρώντας σε όλες τις διαστάσεις με αναπάντεχο τρόπο.

Γιατί μαζί με τον ήχο, έχανε την αίσθηση του χρόνου κι ένιωθε σαν να υπνοβατούσε.

Κανένα από τα όνειρα δεν έχει στ’ αλήθεια ήχους, το έχει προσέξει κανείς; Βλέπουμε ότι τρέχουμε, ότι πετάμε, ότι κάνουμε τα χίλια μύρια απίθανα πράγματα, αλλά ακόμα κι οι κουβέντες στα όνειρα είναι σαν να διαβάζει κάποιος υπότιτλους σε ταινία.

Έτσι και τώρα λοιπόν, ονειρευόταν ξύπνια. Σηκωνόταν, πλενόταν, έφτιαχνε καφέ, έβλεπε τα νέα της ημέρας διαβάζοντας υπότιτλους, έβαζε ηλεκτρική σκούπα χωρίς να καταλαβαίνει πότε ήταν ανοιχτή, παρά μόνο αν ακουμπούσε το χέρι της κι ένιωθε τους παλμούς της μηχανής που δούλευε. Μαγείρευε χωρίς να ξέρει αν ο απορροφητήρας δούλευε, βασιζόταν στο αναμμένο φως του και τον ατμό που έβλεπε να γλιστρά σαν κορδέλα προς τα πάνω. Οι ώρες φαίνονταν μόνο στην κίνηση των δεικτών στο ρολόι τοίχου ή στα νούμερα που άλλαζαν στο κινητό της. Εκεί που ίσως ο ήχος του περιβάλλοντός της την απασχολούσε με τέτοιον τρόπο, ώστε να ζει τη καθημερινότητά της με τις ώρες της, αυτό τώρα είχε χαθεί. Η μέρα διαδεχόταν τη νύχτα πριν συνειδητοποιήσει τι γινόταν κι ο χρόνος κυλούσε γλιστρώντας μέσα από τα χέρια της με έναν ονειρικό τρόπο, σαν τα λιωμένα ρολόγια του Νταλί.

Είχε χάσει όμως και την αίσθηση του χώρου. Σαν να είχε τυλιχτεί η πραγματικότητα γύρω της. Όταν είχε στραμμένο αλλού το βλέμμα της, σχεδόν διαισθανόταν το πόσα πράγματα μετακινούνταν προκαλώντας ήχους που εκείνη δεν μπορούσε να ακούσει και να αναγνωρίσει το πόσο κοντά ή μακριά συνέβαινε ό,τι συνέβαινε. Άνθρωποι που συνυπήρχαν στον χώρο γινόντουσαν αόρατοι και ισοπεδώνονταν με τους τοίχους και τα έπιπλα. Πεταγόταν μέχρι πάνω κάθε φορά που κάποιος την άγγιζε στον ώμο και ενστικτωδώς επέλεγε να κάνει δραστηριότητες με την πλάτη στον τοίχο, όπου μπορούσε. Σαν τις γάτες που ψάχνουν γωνίες για να ασφαλίσουν τα νώτα τους. Περιφερόταν σαν μια υπνοβάτισσα με τον κόσμο κολλημένο πάνω της σαν χάρτινη ταπετσαρία. Με μια σουρεαλιστική αντίληψη της πραγματικότητας, που όταν μετακινούνταν σε εξωτερικούς χώρους χρειαζόταν πάντα την αμέριστη προσοχή της, κάνοντας κυριολεκτική τη φράση «τα μάτια σου τέσσερα».

Και η ειρωνεία του πράγματος; Δεν έχανε τους ήχους ζώντας στη σιωπή, γιατί δεν βυθιζόταν σε καμία σιωπή.

Ενώ έχανε οποιονδήποτε ήχο την περιστοίχιζε και καθόριζε τον κόσμο γύρω της, τον φυσιολογικό κόσμο, παράλληλα βυθιζόταν σε αυτό που αποκαλούσε, το Εργοστάσιο. Μια πολύ μεγάλη ποικιλία αλλοπρόσαλλων ήχων από κουδουνίσματα, συριγμούς σφυρίγματα, τρίλιες, τριξίματα, σκουξίματα, μέχρι και κλαψουρίσματα που προέρχονται από το ίδιο της το σώμα. Ένα συνεχόμενο ρεσιτάλ συριγμών, βόμβων, ταμπούρλων και ηχητικών πυροτεχνημάτων, ολότελα ξένων με την πραγματικότητα.

Κι αν τύχαινε να είναι ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους, της φαίνονταν ξαφνικά λες και βρίσκονταν πίσω από ένα τζάμι με τα στόματά τους να ανοιγοκλείνουν σαν τα ψάρια και το μόνο που άκουγε ήταν ένα ποτάμι από φυσομανητά, βουητά και σειρήνες. Ήχοι που περιπλέκονταν με οφιοειδή επιδεξιότητα ανάμεσα στις λέξεις που σχημάτιζαν τα χείλη των άλλων, που τα οποία έπρεπε να ξαναθυμάται να τα διαβάζει για να καταφέρνει να αποκρυπτογραφεί τα λόγια τους. Κι όσο αγχωνόταν, τόσο πιο έντονοι οι ήχοι αυτοί. Σαν να έβλεπε τον κόσμο που κινούνταν φυσιολογικά, περπατούσε, ανάσαινε, μιλούσε, έκαμνε χειρονομίες μια καθόλα συνηθισμένη ημέρα. Μόνο που τώρα ανάμεσά τους περιπλέκονταν και συστρέφονταν ουράνιες μορφές από κινέζικους δράκοντες σε τρελές φωσφορούχες αποχρώσεις, λες κι είχε φάει κάποιο παραισθησιογόνο μανιτάρι.

Φυσικά κι είχε μάθει πώς λέγονταν οι εσωτερικοί αυτοί θόρυβοι, ήταν οι γνωστές εμβοές. Και ήξερε ότι, αντίθετα με τους εξωτερικούς ήχους, οι εμβοές ακούγονται εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Οφείλονταν είτε σε μολύνσεις των αυτιών, είτε σε φαρμακευτικές επιδράσεις, είτε ακόμα και σε κατασκευαστικές ανωμαλίες. Σε εκείνη έφταιγε η ελλιπής κατασκευή εκ γενετής και είχε χειροτερέψει εξαιτίας αυτών των χρόνιων μολύνσεων.

Δεν ήξερε τι ίσχυε για τους άλλους, αν δηλαδή και σ’ αυτούς κάποιος χτύπος της καρδιάς μπορεί να ακουγόταν ως τ’ αυτιά ή αν όλο και κάποιο σφύριγμα μπορεί να διέκοπτε την ησυχία τους. Μπορεί ο καθένας ν’ άκουγε το δικό του ορυμαγδό βοών, που μπορεί να ήταν σε κλίμακα από κοντσέρτο έως ηχητική επένδυση για θρίλερ. Κι όμως, πώς να ξέρει;  Ήταν δύσκολο να μοιραστεί ικανοποιητικά αυτή την εμπειρία της με οποιονδήποτε. Πώς να περιέγραφε κάτι που μόνο εκείνη άκουγε; Πώς να έλεγε ότι έβλεπε τον κόσμο σαν ένα βίντεο που ο κανονικός του ήχος είχε αντικατασταθεί με σουρσίματα, μουγκρητά, σφυρίγματα, αλυσίδες που σέρνονται, ραδιόφωνο με παράσιτα ή μπαλόνια που ξεφουσκώνουν ηχηρά;

Φυσικά και παρηγοριόταν από το γεγονός ότι, αργά ή γρήγορα, θα επανερχόταν στη φυσιολογική πραγματικότητα, όπως τόσες φορές στο παρελθόν. Κι αυτή τη φορά θα επέστρεφε. Όμως μέχρι τότε, τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Η κατάθλιψη συχνά φυλούσε σε μια γωνιά, σαν διακριτικός κι επίμονος παρατηρητής που πρόσμενε κάποια στιγμή αδυναμίας της για να την αδράξει στην αρπάγη της. Μάχονταν ασυναίσθητα όσο μπορούσε, με όποιον τρόπο βαστούσε. Υπήρχαν μέρες που μονολογούσε για να ακούσει έστω τη δική της φωνή, σε μια ψευδαίσθηση λογικής από το συρφετό των κακόηχων θορύβων εντός της. Πάλευε για χρόνια με τους ξέφρενους ήχους που κυρίευαν το μυαλό της, χωρίς να βρίσκει στιγμή ησυχία, πραγματική ησυχία, λίγη σιωπή.

Γι’ αυτή την πολυπόθητη σιωπή είχε την περιέργεια, αν ήξερε κανείς από τους άλλους ανθρώπους με τι μοιάζει. Η απόλυτη σιωπή. Κι όχι μόνο πώς ήταν, μα αν υπήρχε καν. Γιατί εκείνη κατά βάθος πίστευε πως η σιωπή, αυτή καθαυτή, δεν υπήρχε σαν κατάσταση, αλλά μόνο σαν έννοια. Ή σαν απουσία. Όπως το σκοτάδι δεν έχει οντότητα, αλλά αποτελεί απλώς μια απουσία φωτός. Ή όπως ο θάνατος που η οντότητά του ήταν να αποτελεί την απουσία ζωής.

Θυμήθηκε εκείνο το καταγεγραμμένο μέρος στο βιβλίο του Ρεκόρ Γκίνες, όπου ο θόρυβος δεν υφίστατο, δηλαδή καμία συσκευή εκεί μέσα δεν μπορούσε να καταγράψει ούτε ένα χιλιοστό του χιλιοστού των ντεσιμπέλ και το αποκαλούσαν, Το Πιο Σιωπηλό Μέρος στη Γη. Γνωστό επιστημονικά ως Ανηχοϊκός Θάλαμος.

Της άρεσε αυτή η περίεργα μελωδική λέξη για κάτι τόσο σιωπηλό.

Ανηχοϊκός, ο χωρίς ήχο. 

Αυτό λοιπόν, βρισκόταν στο Εργαστήριο Όρφιλντ στη Μινεσότα και στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο, δεν υπήρχε καμία ηχώ γιατί δεν υπήρχε κανένας απολύτως ήχος. Είχαν μάλιστα μετρήσει και το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που είχε παραμείνει κάποιος άνθρωπος στον θάλαμο αυτό, μέσα σε πλήρες σκοτάδι. Σαράντα πέντε λεπτά. Σαράντα πέντε λεπτά, σκέφτηκε ειρωνικά. Τι να σου κάνουν μπροστά στα εικοσιτετράωρα, όταν μου συμβαίνει εμένα; 

Εκείνο όμως που τη διασκέδασε πιο πολύ, ήταν όταν έμαθε την αιτία της αδυναμίας αυτής, ότι ένα άτομο με οξεία ακοή μπορούσε να ακούσει το ρυθμό της καρδιάς του, αλλά και οποιοδήποτε ήχο από τα εσωτερικά του όργανα.

Τι τραγωδία που δεν μένω εκεί κοντά να καθόμουν σ’ αυτό το δήθεν σιωπηλό μέρος και να τους δείξω τι ψευδαίσθηση είναι αυτή η σιωπή τους...

Για τις συσκευές μπορεί κάπου να μην υπήρχε ήχος για να καταγραφεί, αλλά για εκείνη δεν υπήρχε μέρος στη Γη, ούτε υπήρξε ποτέ κάποια στιγμή στον χρόνο που να έχει βιώσει την απουσία, έστω και μερική του θορύβου της ύπαρξής της. Για εκείνη παραδόξως, ο ήχος υπήρχε πάντα.

Και η σιωπή δεν υπάρχει.

Και εκεί, μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια, καθώς επέπλεε μέσα στο συρφετό των αλλοπρόσαλλων ήχων, φλερτάροντας με την τόσο υποχρεωτική φιλία της κατάθλιψης, είχε ανακαλύψει κάτι παράδοξο. Κάτι που εξαιτίας του, έπαψε όχι μόνο να παλεύει με τους απείθαρχους ήχους, αλλά ακόμα και να τους αποφεύγει.

Θυμήθηκε, όπως συμβαίνει με όλα αυτά τα παράδοξα, μια δασκάλα μουσικής στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού. Δεν είχε συγκρατήσει στη μνήμη της πώς ήταν δυνατόν να έχουν δασκάλα ειδικά γι’ αυτό το μάθημα την μακρινή εκείνη εποχή. Ίσως κάποια καινοτομία που κράτησε για λίγο διάστημα, όπως όλες οι αντίστοιχες καινοτομίες στην εκπαίδευση. Η συγκεκριμένη δασκάλα –καλή της ώρα όπου και να βρισκόταν τώρα– ήταν νεαρή και ευχάριστη, πάντα χαμογελαστή κόντρα σε κάθε πρόβλεψη δασκάλου της εποχής. Κυρίως όμως, είχε τον δικό της τρόπο να τραβάει το αναιμικό ενδιαφέρον των μαθητών της για την κλασική μουσική. Όσο κι αν δεν άκουγε πάντα η Πανδώρα τα μουσικά κομμάτια που τους έβαζε σε ένα κασετόφωνο να ακούσουν, είχε παραδόξως καταφέρει να ακούσει με πλήρη διαύγεια εκείνη την ιστορία που τους είχε διηγηθεί  μια φορά.

Υπήρχε τους έλεγε ένας αστικός μύθος για τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, τον διάσημο μουσικό συνθέτη που σε ηλικία μόλις τριάντα ετών είχε χάσει τελείως την ακοή του. Ο θρύλος, συνέχισε η δασκάλα τους, αφορούσε την έμπνευση για την αρχή της Πέμπτης Συμφωνίας, που ο ίδιος είχε ονομάσει ως «το χτύπημα της Μοίρας». Αυτό το γνωστό μουσικό μοτίβο του «ντί-ντι-ντι-ντά» που όλος ο κόσμος γνωρίζει πλέον. Λεγόταν λοιπόν πως ο Μπετόβεν, ήδη βαρήκοος, καθώς η σπιτονοικοκυρά του, του χτύπησε την πόρτα του δωματίου του, παρερμήνευσε τον χτύπο αυτό –και μέσα από το συνονθύλευμα με τις εμβοές του, θα πρόσθετε η Πανδώρα, όταν θυμήθηκε τη διήγηση αυτή– και εμπνεύστηκε δημιουργώντας την πασίγνωστη αυτή μουσική έναρξη.

Ίσχυε; Ποιος ήξερε; Και τι σημασία είχε; Εξαιτίας αυτού του αστικού μύθου είχε μάθει αυτό που της ήταν πλέον το πιο σημαντικό απ’ όλα… κι αν η σιωπή δεν υπήρχε για εκείνη, μέσα σ’ αυτό το χαώδες σύμπαν των σκόρπιων θορύβων, με την δική της προσπάθεια, υπήρχε κάτι άλλο. Που με υλικό κάτι τόσο εφιαλτικό σαν τους θηριώδεις ήχους εντός της, γεννούσαν κάτι πολύτιμο.

Έστρεψε το βλέμμα στα λαμπερά, φλογερά σχεδόν, φύλλα που σείονταν με το αεράκι που δεν κουραζόταν να τα πειράζει. Ο τρόπος που κινούνταν, άρχισε να συντονίζει τους άμορφους ήχους εντός της. Σαν μια χορωδία που τέλειωσε το διάλειμμά της και τώρα, λίγο απρόθυμα στην αρχή, αλλά ολοένα και πιο φιλότιμα στη συνέχεια, συνταιριαζόταν υπακούοντας στη μπαγκέτα ενός μαέστρου. Εκείνη ήταν ο μαέστρος. Άφηνε τους πρωτόγνωρους αυτούς ήχους να την κατακλύζουν, συνθέτοντας μια μουσική σύνθεση ή μια μουσική υπόκρουση για κάποια ανύπαρκτη, αλλά μεγαλειώδη ταινία. Κι η μπαγκέτα της αυτή τη φορά είχε μεταμορφωθεί σε φθινοπωρινά φύλλα που λικνίζονταν στο ρυθμό ενός πρωτόγνωρου τραγουδιού, που κανείς ποτέ δεν είχε τραγουδήσει.

Ναι, υπήρχε κάτι πιο μαγικό από τη σιωπή, που την γαλήνευε αυτές τις βουβές μέρες, διώχνοντας μακριά τη θλίψη που όλο την παραφύλαγε.

Κι αν η σιωπή δεν υπάρχει, υπάρχει η μουσική.

Ναι, υπήρχε η ολόδική της, αρμονική μουσική της ύπαρξής της.

The Two Godmothers

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: