Ο Νικόλας ένιωθε σα να στεκόταν με το ένα πόδι στο κενό πάνω από την άβυσσο και τ΄άλλο καλά στερεωμένο στη γη κι όλο κι αμφιταλαντευόταν πότε προς τη μια μεριά και πότε προς την άλλη. Πότε ένιωθε τη μαυριδερή άβυσσο να τον τραβά, να θέλει να τον πνίξει στα ανήλιαγα σπλάχνα της και πότε τη ζωή να του κλείνει το μάτι ναζιάρικα και να του ψιθυρίζει τα κατάφερες, ό,τι έγινε έγινε, άστα όλα πίσω και πάλεψε να ζήσεις, έχει πολλές χαρές η ζωή και πιο μεγάλη ετούτη! Μα τούτη η τελευταία φράση της έπεφτε πάνω του, σαν αστροπελέκι και τον τίναζε βαθιά στο υποχθόνιο σκοτάδι της ψυχής του όπου ο ταραγμένος ήχος της καρδιάς του ήταν το μόνο που άκουγε, ένα άρρυθμο δυνατό ντουπ ντουπ, ώσπου αχνά μελωδικά ξεδιπλώνονταν ως αυτόν, σα μίτος της Αριάδνης, ο ήχος μιας αδύναμης ανάσας που διακοπτόταν από ρυθμικούς ξεθωριασμένους λυγμούς. Κι εκείνος πιανόταν και σκαρφάλωνε σιγά σιγά κι επώδυνα, φορτωμένος με βαρύ φορτίο από το πηγάδι της θλίψης και σε κάθε του βήμα εκλογίκευε τον πόνο του και προσπαθούσε ν΄απαλλαχθεί από το βαρύ αυτό φορτίο. Κι όσο προσπαθούσε ν΄αποτινάξει το φόρτωμα, τόσο γαντζωνόταν με απελπισία πάνω στο ξυλιασμένο κορμί που κρατούσε αγκαλιά, με τη δικαιολογία ότι το ζέσταινε.
Η Αντιγόνη τρεμούλιασε, μισάνοιξε τα μάτια κι αμέσως τα έκλεισε ερμητικά. Ο ήχος από το μελωδικό φλοίσβισμα έφτασε ως τ΄αυτιά της κι απόρησε. Πώς μπερδεύτηκαν όλα στο νου της ένα κουβάρι; Εφιάλτες και ονείρατα γίναν ένα. Πού τελείωνε το ένα, πού ξεκινούσε τ΄άλλο; Πετάρισε τα βαριά βλέφαρα της ν΄αποσείσει την ομίχλη του ταραγμένου ύπνου, μα αμέσως το μετάνιωσε. Πού ήταν ασφαλής; Στον ύπνο ή στον ξύπνιο; Ένιωσε το σφιχταγκάλιασμα κι η καρδιά της ημέρεψε λιγάκι. “Ο πιο γλυκός εφιάλτης, να βρίσκεσαι στην αγκαλιά του άντρα που αγαπάς, σαν είσαι παντρεμένη μ΄άλλον…”, σκέφτηκε κι ανατρίχιασε.
Η φύση αδιάφορη για την εφήμερη ζωή των θνητών πλασμάτων πάνω της αποταυρίστηκε και άνοιξε τις σκούρες μπλε κουρτίνες τ΄ουρανού, για να εισβάλει λαμπρός κι ερωτύλος ο Ήλιος που ξεκούμπωνε νωχελικά το ροδόχρωμο μανδύα του. Η θάλασσα πήρε ν΄αγριεύει πάλι, καθώς ένας γλυκός ζεστός άνεμος που κατέβαινε από τα βάθη της Ανατολής, άρχισε να τη χαϊδεύει μαλακά και γαλίφικα στην αρχή, μα όλο και πιο άγρια κι επίμονα όσο περνούσε η ώρα. Τα κυματάκια που έγλειφαν τόση ώρα τη μικρή βοτσαλωτή παραλία ξεθάρρεψαν και έστελναν τις αφρισμένες γλωσσίτσες τους όλο και πιο κοντά στο ταλαίπωρο ζευγάρι που είχε κουρνιάσει σε μια κόχη του ψηλού κάθετου βράχου. Όσο κι αν ευχαριστούσαν το θεό που κατάφεραν να γλιτώσουν με μερικά επιπόλαια τραύματα και κάμποσες εκδορές και μελανιές στο σώμα, οι πληγές στην καταξεσκισμένη ψυχή τους που πυορροούσαν ασταμάτητα δεν τους άφηναν να το χαρούν. Οι δυό τους είχαν επιβιώσει από το μακελειό, που αργότερα θα γινόταν γνωστό ως η σφαγή της Φωκαίας του 1914, μα δεν ήταν ακόμα ασφαλείς⋅ βρίσκονταν κολλημένοι σ΄ένα μικρό νησάκι των μικρασιατικών παραλίων, μοναδικοί επιζώντες από το παραφορτωμένο πρόσφυγες καΐκι που πήρε νερά και βούλιαξε σα βγήκαν στ΄άνοικτά.
«Καΐκι δεν είναι αυτό;» έκανε μαλακά, παρατημένα η Αντιγόνη, καθώς κοίταγε το μικρό ιστιοφόρο ν΄αλαργεύει και τρίφτηκε μαλακά στον ώμο του Νικόλα. O Νικόλας σα να ξύπνησε από βαθύ ύπνο τινάχτηκε πάνω, έτρεξε και βούτηξε ως τη μέση στο νερό φωνάζοντας και κουνώντας τα χέρια του, μα το καΐκι ήταν ήδη μακριά. Εκνευρισμένος άρχισε να χτυπάει με τις γροθιές του το νερό μουρμουρίζοντας βρισιές, όταν διπλώθηκε από έναν δυνατό πόνο στα πλευρά. Η πληγή του είχε ανοίξει κι αιμορραγούσε. Γύρισε κατά τη μεριά που βρισκόταν η Αντιγόνη, δεν την είδε κι ένιωσε την καρδιά του να χάνει ένα χτύπο.
«Αντιγόνη!» φώναξε ξεψυχισμένα και άρχισε να τρέχει κατά ΄κει που καθόταν πριν λίγο. Τη βρήκε ξαπλωμένη μπρούμυτα στα χοντρά βότσαλα και τα μακριά κορακίσια μαλλιά της ξέπλεκα να μισοκαλύπτουν το κατάχλωμο πρόσωπό της και τα ξεραμένα χείλη της, ενώ λευκές γραμμές αλατιού από τα στεγνωμένα της δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλα της.
«Αντιγόνη», έκανε να πει, μα η φωνή του πνίγηκε στο λαιμό του. Γονάτισε δίπλα της και την πήρε στη αγκαλιά του.
«Καλά είμαι…» ψιθύρισε εκείνη και οι λέξεις γρατσούνισαν το στεγνωμένο της λαιμό. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης του ξέφυγε και την έσφιξε δυνατά πάνω του. «Νόμισα πως σ΄έχασα!», ψιθύρισε και ξαφνικά σαν όλα να καθάρισαν στο μυαλό του αναφώνησε:
«Πρέπει να φύγουμε από εδώ…».
«Σήκω, Αντιγόνη, μ΄ακούς; Σήκω!», είπε προστακτικά και την στήριξε καθώς την τραβούσε, μα η Αντιγόνη δεν κουνήθηκε.
«Πού να πάμε;» του είπε παραιτημένα. Ο Νικόλας σάστισε. Πού να πάνε; Απώθησε με κόπο την εικόνα του δίπατου σπιτιού των παιδικών του χρόνων, στην Παλαιά Φώκαια, μόνο που πια είχε ξεχαρβαλωμένες πόρτες κι ανθρώπους αγριεμένους να μπαινοβγαίνουν κουβαλώντας το βιός τους, φωτιστικά, έπιπλα, πορσελάνες και να τα φορτώνουν σε καμήλες, άγνωστο για πού. Έπειτα κοίταξε εξεταστικά τον ψηλό απότομο γκρεμό, στη βάση του οποίου είχαν φωλιάσει. Του φαινόταν αδύνατο να τα καταφέρουν να σκαρφαλώσουν ως πάνω, όχι, στην κατάσταση που ήταν. Κοίταξε και τη θάλασσα που στραφτάλιζε σα να φορούσε πούλιες⋅ μόλις εχθές τους είχε δείξει το άγριο πρόσωπό της, όταν για ώρες πάλευαν γραπωμένοι από ένα κουπί με τα κύματα και τα ρεύματα που τους έστελναν προς το ανοικτό πέλαγος, μα κι όταν πια τα κατάφεραν και πλησίαζαν προς τη στεριά, ο αγώνας τους ήταν να μην τους ρίξει πάνω στα κοφτερά βράχια που περιτριγύριζαν από τούτη τη μεριά το νησί. Τόσες μέρες στο φευγιό είχαν μόνο μια σκέψη, την Ελλάδα, μα εκείνοι είχαν κολλήσει σε ΄κείνη την έρημη παραλία, τόσο κοντά και τόσο μακριά από τον προορισμό τους. Η σκέψη του πήρε τα επικίνδυνα μονοπάτια της απελπισίας, μα σύντομα κατάφερε ν΄ανακτήσει τον έλεγχό της και να στραφεί στην αναζήτηση μιας πρακτικής λύσης. Αν πήγαιναν άκρια άκρια, προσεκτικά και τους βοηθούσαν τα ρεύματα θα τα κατάφερναν, σκεφτόταν ο Νικόλας και έπειτα είπε δυνατά με ψεύτικη σιγουριά:
«Θα μπούμε ξανά στη θάλασσα και θα πάμε ακτή ακτή ως τη μεγάλη παραλία…». Η κοπέλα τον κοίταξε κατάματα με βλέμμα σβησμένο από κάθε επιθυμία να ζήσει, άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε το τραχύ από τα γένια κι αφυδάτωση μάγουλό του. Το παγωμένο της άγγιγμα έκανε την καρδιά του να σπαρταρήσει, την έσφιξε πάνω του και την κράτησε εκεί για ώρα, φοβούμενος πως αν την αφήσει θα τη χάσει, θα φύγει και θα εξαϋλωθεί σα τις νεράιδες. Δεν θα άντεχε να τη χάσει, όχι μετά από όλα αυτά που πέρασαν για να φτάσουν ως εκεί ζωντανοί, όχι τώρα που κατάφερε να την αγγίξει, να την αγκαλιάσει, να τη σφίξει απάνω του όπως τόσες και τόσες φορές ονειρεύτηκε, όχι τώρα, που δεν είχε κανέναν άλλο, παρά μόνο αυτή…
«Μεεεεε», ακούστηκε από κάπου ψηλά και έκανε και τους δυο να στρέψουν το κεφάλι τους ξαφνιασμένοι κατά εκεί. Της Αντιγόνης της φάνηκε σαν τον διάολο, έτσι όπως το φως του ήλιου έπεφτε από πίσω από το κεφάλι του κατσικιού υπογραμμίζοντας τα μυτερά κέρατα του και τινάχτηκε πέρα φανερά ταραγμένη.
«Κατσίκι… », ψιθύρισε ο Νικόλας. Η Αντιγόνη δεν φάνηκε να καταλαβαίνει. «Κατσίκι…», επανέλαβε ο Νικόλας και έβαλε κεραμίδα το χέρι του να δει καλύτερα. «Για να ΄χει κατσίκια, θα ‘χει και νερό…» συνέχισε τον συλοϊσμό του η Αντιγόνη κι ένιωσε ακόμα πιο πιεστικό το αίσθημα της δίψας.
«Θα πάμε γύρω γύρω…», έκανε σιγά ο Νικόλας κι έκανε να την τραβήξει προς τη θάλασσα, μα η Αντιγόνη δεν του δώσε σημασία, μόνο προχώρησε αποφασιστικά προς τους γκρεμισμένους βράχους στην αριστερή πλευρά της μικρής παραλίας. Έδεσε ό,τι είχε απομείνει από την ατλαζένια φούστα της ψηλά στους γοφούς κι άρχισε να τους σκαρφαλώνει, όμοιο αγριοκάτσικο, ελέγχοντας τα πατήματά της και σταματώντας κάθε τρεις και λίγο να ελέγξει τη ζαλάδα που ένιωθε από την αδυναμία. Ο Νικόλας την ακολουθούσε με το βλέμμα κι έμοιαζε σαν να κύλησε ο χρόνος πίσω και παρακολουθούσε ένα λιανό μαυριδερό κοριτσάκι, να σκαρφαλώνει με επιδεξιότητα στον τεράστιο πλάτανο που είχαν στην αυλή του κτήματός τους, έξω από τη Φώκαια, για να κατεβάσει το τρομαγμένο γατάκι του, που είχε γαντζωθεί στον κορμό και νιαούριζε λυπητερά. «Έλα!» του φώναξε η Αντιγόνη κόβοντας την ονειροπόληση του από το φρύδι του γκρεμού. Ο Νικόλας πήρε ν΄ανεβαίνει, ενώ η Αντιγόνη του έδινε οδηγίες πού να πατήσει, αν και το τραύμα του και το ότι ήταν αμάθητος τον δυσκόλευαν πολύ. Όταν επιτέλους τα κατάφερε να βρεθεί δίπλα στην Αντιγόνη, διπλώθηκε προσπαθώντας να πάρει ανάσα πάνω στις κοφτερές πέτρες. Η Αντιγόνη στεκόταν όρθια δίπλα του και κοίταζε πέρα μακριά, βουβή. Ο Νικόλας ακολούθησε το βλέμμα της. Μαύρες τουλούπες καπνού εδώ κι εκεί ανέβαιναν και χάνονταν στο μουντζαλιασμένο ουρανό πάνω από τη Φώκαια.
Σε λίγες μέρες θα έμπαινε ο Ιούνης κι ο ήλιος κανάκευε ήδη στη ζεστή αγκαλιά του τα χώματα της Μικρά Ασίας και τους ανθρώπους της, όπως έκανε αιώνες τώρα. Αιώνες τώρα οι κάτοικοι της τέτοια εποχή φυτεύαν τα κηπευτικά τους, σκαλίζανε, ξεβοτανίζανε και ποτίζανε με τον ιδρώτα τους τα χωράφια τους, όμως εκείνες τις μέρες του 1914 κάποιοι αποφάσισαν ότι ο ιδρώτας δεν ήταν αρκετός και τα χωράφια έπρεπε να ποτιστούν, με αίμα. Όρμησαν λοιπόν με υπέρμετρο ζήλο να σκαλίζουν τα σπίτια και τα μαγαζιά απογυμνώνοντάς τα από τα υπάρχοντα τους, να ξεβοτανίζουν τα ελληνικά “ζιζάνια” και να φυτεύουν σφαίρες, μαχαιριές και τον ανίερο σπόρο τους στους ανυπεράσπιστους Έλληνες.
Η Αντιγόνη ξάφνου, σα ρούχο αδειανό, σωριάστηκε στα χαλίκια δίπλα στο Νικόλα. Δεν είχε πια δάκρυα, δεν είχε πια φωνή, δεν είχε ψυχή. Δεν μπορούσε, αδυνατούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Πώς ήταν δυνατόν; Πώς ήταν δυνατόν η Φώκαια να καίγεται; Πώς ήταν δυνατόν ν’άφησαν να γίνει τόσο κακό; Πώς ήταν δυνατόν, παρά τις διαβεβαιώσεις, να μπήκαν μέσα οι ζεϊμπέκηδες και οι Μποσνάκοι και να μην άφησαν τίποτα και κανέναν όρθιο; Τόσο αίμα, τόσος πόνος και τώρα όλα θα θαβόντουσαν κάτω από τις στάχτες σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Νόμιζε ότι η λύσσα τους θα είχε κοπάσει με τόσα χωριά που ξέκαναν και τόσα αγροτόσπιτα, ώσπου να φθάσουν εκεί. Νόμιζε πως οι χωροφύλακες θα τους σταματούσαν, μα ΄κείνοι τίποτα δεν έκαναν να εμποδίσουν το κακό. Το χειρότερο όμως ήταν ότι δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται πως έφταιγε αυτή για όλο αυτό το κακό. Αυτή που τόσες και τόσες νύχτες άυπνη αναθεμάτιζε την “τύχη” της, όπως αποκαλούσε η μάνα της τον επιβεβλημένο πλούσιο γάμο της κι έψαχνε να βρει τον τρόπο να ελευθερωθεί. Αυτή που έκανε τόσες και τόσες προσευχές να μπορούσε να τα έσβηνε όλα, τα σπίτια, τα φορέματά της, τα κοσμήματα, σα να ΄ταν η ζωή της ένα κακογραμμένο κείμενο με κιμωλία σε μαυροπίνακα και τώρα όλα είχαν όλα σβηστεί, μέσα σε λίγες μέρες, με το σφουγγάρι βουτηγμένο στο αίμα.
Για το τι έγινε αυτές τις μέρες ως την ώρα που βρέθηκε στην παραφορτωμένη βάρκα, η Αντιγόνη δεν είχε απαντήσεις. Από την ώρα που τους επιτέθηκαν οι Μποσνάκοι στο κτήμα τους, ένιωθε σα να την είχε εγκαταλείψει η ψυχή της και κοιτούσε όλη αυτή την καταστροφή σαν να ήταν χαρταετός, από ψηλά κι αποστασιοποιημένα, περιμένοντας ανά πάσα στιγμή κάποιος να κόψει το λεπτό σχοινί που την ένωνε με το πήλινο κορμί της. Ακόμα κι εκείνη την ώρα που κάθονταν και κοιτούσε τους καπνούς που φιδογύριζαν πάνω από τη Φώκαια και προσπαθούσε να κατανοήσει το τι είχε συμβεί και να φέρει στο μυαλό της όσα είχε ζήσει, αδυνατούσε. Σπαρμένες εικόνες, μυρωδιές και ήχοι χωρίς νόημα κατέκλυζαν το μπερδεμένο μυαλό της. Κραυγές. Πρόσωπα παραμορφωμένα από τον πόνο. Ένα μικρό χιονόλευκο παγωμένο χεράκι, με κοκκινωπές πιτσιλιές. Ο διάστικτος μ΄αστέρια ουρανός μέσα από τ΄άνοιγμα μιας στενής χαράδρας. Μερικές παπαρούνες δίπλα σ΄ένα σωρό με πέτρες απ΄όπου πρόβαλε ένα κομμάτι μπλε ύφασμα με κρόσια βρομισμένο με αίμα. Το ανήσυχο χλιμίντρισμα ενός αλόγου. Η αψιά μυρωδιά του αίματος. Η μικρή της αδερφή που την αγκάλιαζε και το κεφάλι της τρίβονταν σ΄ένα μπλε μαντίλι με κρόσσια. Ένα τακούνι σφηνωμένο σ΄έναν αγριεμένο από τους ανέμους και τις βροχές αιώνων βραχάκι. Η λάμψη του ήλιου πάνω σ΄ένα χαντζάρι. Ο άντρας της να την τραβολογά από το μπράτσο φωνάζοντας της κάτι που εκείνη δεν ακούει. Ένα ματωμένο χέρι ν΄ακουμπά φευγαλέα το μπούστο της και ο χρυσός σταυρός της να χάνεται στη βρόμικη χούφτα. Μια μικρή σπηλιά. Άνθρωποι να ουρλιάζουν στην παραλία της Φώκαιας προσπαθώντας να βρουν μια θέση σε κάποια βάρκα. Ο άντρας της, με τα μπαμπακένια του μαλλιά και γένια, να την κοιτά με γυάλινα μάτια. Η μάνα της… Η Αντιγόνη έκλεισε τα μάτια σφιχτά και κούνησε το κεφάλι προσπαθώντας να αποδιώξει την εικόνα, το στήθος της πονούσε. Χωρίς να το καταλάβει, τόση ώρα ούρλιαζε σπαρακτικά. Ο Νικόλας την είχε αγκαλιάσει και την πίεζε πάνω του, κάτι της έλεγε, ήρεμα και καθησυχαστικά ξανά και ξανά.
«Ησύχασε, όλα θα πάνε καλά, είσαι ασφαλής…», προσπαθούσε να βρει λόγια παρηγοριάς ο Νικόλας που ούτε ο ίδιος πίστευε και την έσφιγγε πάνω του. Τι να της πει; Κοίταζε το πέπλο καπνού που σαβάνωνε την πόλη, το πατρικό του σπίτι, τα πτώματα των αδερφών του, των ανιψιών του, των συγγενών του και πέρα μακριά, πέρα από τα βουνά που τριγύριζαν τη Φώκαια, στον κάμπο κοντά στο Γκερενκιόι το κορμί του πατέρα του αφημένο εκεί, κάτω από το γέρο πλάτανο στο κτήμα τους με μάτια διάπλατα ανοιχτά, δεν πρόλαβε ούτε καν να του τα κλείσει! Τι άλλο μπορούσε να κάνει μέσα σ΄εκείνη την τρέλα; αναρωτήθηκε ακόμα μια φορά προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα του κι έσφιξε με δύναμη πάνω του την Αντιγόνη. Είχε χάσει τα πάντα, μα είχε όλα όσα είχε ποθήσει στην αγκαλιά του και την ευχή του πατέρα του στην καρδιά του, ήταν κι αυτό μια παρηγοριά.
«Ποιοί είστε σεις;», ρώτησε μια άγρια φωνή στα τούρκικα από πίσω τους και οι δύο νέοι τινάχτηκαν πάνω ξαφνιασμένοι. Ασυναίσθητα το κορμί τους συσπάστηκε και έκαναν τα χέρια τους γροθιές. Μια ψηλόλιγνη φιγούρα με χιονάτα τσιγκελωτά μουστάκια τους κοίταζε εξεταστικά.
«Πώς βρεθήκατε εδώ; Τι γίνεται αυτού;», ρώτησε έπειτα από λίγο γνέφοντας με το κεφάλι του κατά τη Φώκαια. Κανείς τους δε μίλησε.
Ο γέρος απόρησε και μαλάκωσε κάπως τη φωνή. «Έλληνες είστε;», ρώτησε στα ελληνικά. Οι δυο τους δεν κουνήθηκαν. Ο γέρος έβγαλε ένα ασκί με νερό και τους το πρόσφερε. Η Αντιγόνη το πήρε κι έκανε να το δώσει στον Νικόλα, μα ΄κείνος της έκανε νόημα να πιεί πρώτη, χωρίς ν΄αφήνει από τα μάτια του τον γέρο. Όσο η Αντιγόνη έπινε με μεγάλες γουλιές ο γέρος ξαναρώτησε «Τι γίνεται εκεί κάτω;»
«Σφαγή…», ψέλλισε μέσα από τα δόντια του ο Νικόλας κοιτώντας τον επίμονα κι ο γέρος άνοιξε διάπλατα τα μάτια του.
«Οι Τουρκαλάδες;», ρώτησε εκείνος σα να έφτυνε τη λέξη. Ο Νικόλας έγνεψε θετικά, μα δεν έπαιρνε τα μάτια του από τον γέρο, ούτε το νερό που του πρόσφερε η Αντιγόνη.
Ο γέρος κούνησε λυπημένος το κεφάλι του, «Λυσσάξανε πάλι τα σκυλιά», μουρμούρισε κι έπειτα δείχνοντας τους ένα γαλλικό ατμόπλοιο που είχε αράξει αρόδο στ΄ανοικτά του λιμανιού γύρισε και είπε πιο δυνατά απευθυνόμενος στους δύο νέους «Από ότι είδα στέλνουν βάρκες και γυρνάνε φορτωμένες κόσμο, λες να μας βοηθάνε; Γιατί δεν τους έχω και πολύ μπιστοσύνη…». Ο Νικόλας κοίταξε εξεταστικά το ατμόπλοιο για λίγο κι είπε σκεπτικός με σιγανή φωνή,
«Είναι Γαλλικό. Σώσαν πολλούς δικούς μας, Μας έβαλαν στα σπίτια τους να μας προστατέψουν…»
Ο γέρος χάιδεψε σκεπτικός τα μουστάκια του και κοιτώντας πότε το ατμόπλοιο και πότε τα δύο νέα παιδιά δείχνοντας τους δεξιά είπε μαλακά, «Έχω μια μικρή βάρκα κρυμμένη σε μια μικρή παραλία εκεί κάτω, πάμε!» και κίνησε κατά εκεί.
Η Αντιγόνη κοίταξε τον Νικόλα διστακτική.
«Δεν έχουμε και πολλές επιλογές, πάμε!», είπε αποφασιστικά ο Νικόλας και πήρε το νερό να πιεί. Οι τρεις τους κατέβηκαν ως την παραλία, τράβηξαν τη βάρκα στο νερό και μπήκαν μέσα. Ο μπάρμπα Ζάχος έπιασε τα κουπιά και σε λίγη ώρα πλεύριζαν το ατμόπλοιο. Βάρκες με ταλαιπωρημένους, πληγωμένους και πεινασμένους ανθρώπους κατέφθαναν συνεχώς.
«Άντε παιδιά μου, συρείτε εσείς!» τους αποχαιρέτησε ο μπάρμπα Ζάχος.
«Δε θα έρθεις εσύ, μπάρμπα;»
«Και ν΄αφήσω το φάρο μου; Τραβάτε εσείς. Έχετε όλη τη ζωή μπροστά σας. Τραβάτε και να κάνετε πολλά παιδιά, να μη χαθούμε!» Κάτι έκανε να πει ο Νικόλας μα οι λέξεις κόλλησαν στο λαιμό του, μόνο κούνησε το χέρι του σε αποχαιρετισμό κι ασυναίσθητα ψαχούλεψε να βρει το χεράκι της Αντιγόνης που στεκόταν δίπλα του.
Σαν ανέβηκαν στο πλοίο κοίταξαν γύρω τους τους εξαθλιωμένους άντρες, τις γυναίκες, τα παιδιά που ήταν καθισμένοι ανακούρκουδα, ξαπλωμένοι, κουλουριασμένοι, όλοι τους σάρωναν με το τρομοκρατημένο βλέμμα τους την πόλη και τα γύρω βουνά σα να περίμεναν κάτι τρομερό να ξεχυθεί κατά πάνω τους από εκεί. Μια περίεργη ησυχία βασίλευε, πέρα από το αδύναμο νιαούρισμα των μωρών. Η ώρα ήταν πια προχωρημένη κι ο Καπετάνιος με μεγάλη στεναχώρια είχε ήδη δώσει εντολή να αποπλεύσει. Ο Νικόλας πήγε να πάρει λίγο νερό που μοίραζε το πλήρωμα στους εξαθλιωμένους ανθρώπους κι η Αντιγόνη κοίταζε γύρω της αμήχανη και φοβισμένη από αυτό τους το χωρισμό, όταν μια μικρή κραυγή έκπληξης της ξέφυγε «Πάτερ!»
Η Αντιγόνη έσκυψε πάνω από έναν κουλουριασμένο εύσωμο άντρα που φαινόταν να ψήνεται στον πυρετό. Το σώμα του ήταν γεμάτο πληγές, ενώ το δεξί του χέρι ήταν κομμένο στο ύψος του καρπού. Ο ηλικιωμένος άντρας, με τη παχιά μύτη και τα παραφουσκωμένα, άλλοτε ρόδινα, μάγουλα άνοιξε με δυσκολία τα μάτια του και προσπάθησε να εστιάσει στο πρόσωπο της.
«Αντιγόνη…», ψέλλισε και χαμογέλασε αχνά.
«Πάτερ, το χέρι σας!», είπε κι η φωνή της λύγισε
«Μικρό τίμημα μπροστά στη ζωή μου, κόρη μου», της χαμογέλασε καρτερικά εκείνος. «Οι άλλοι;» την ρώτησε κομπιάζοντας ο πάτερ προσπαθώντας να αλλάξει το θέμα και να μην ουρλιάξει από τον πόνο, καθώς η Αντιγόνη του εξέταζε το προχειροτυλιγμένο αριστερό χέρι του. Η κοπέλα σταμάτησε, τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν ανεξέλεγκτα και με κόπο συγκράτησε τα δάκρυα της. Μια σειρά γυάλινα μάτια παρέλασαν μπροστά της, σα χάντρες περάστηκαν στο λαιμό της και την έπνιγαν.
«Είναι όλοι νεκροί…», είπε και ρούφηξε τη μύτη της, μα σύντομα ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της και άρχισε να ξετυλίγει το χέρι.
«Όλοι;» είπε με δυσπιστία ο πάτερ
«Όλοι», επανέλαβε με σιγουριά η Αντιγόνη και τον κοίταξε στα μάτια, ενώ τα δάκρυα της έτρεχαν πια ποτάμι.
«Η μάνα μου, η αδερφή μου, ο άντρας μου, η Ελενίτσα, ο Σταυράκης… Είναι όλοι νεκροί».
Ο πάτερ της έγνεψε με κατανόηση. Έχοντας ζήσει όλη αυτή την παράνοια, την αναίτια απάνθρωπη αγριότητα που προκάλεσε τόσο πόνο και τόσες απώλειες σε ανθρώπινες ψυχές είχε στερέψει πια από λόγια παρηγοριάς. Η Αντιγόνη έσφιξε ασυναίσθητα το πονεμένο του χέρι κάνοντας τον να μορφάσει και έσκυψε προς το μέρος του κοιτώντας γύρω της ντροπιασμένη τους εξαθλιωμένους ανθρώπους γύρω της, τις χήρες, τα ορφανά, τις μάνες…
«Πάτερ, εγώ φταίω; Εγώ που…» μα ο πάτερ την έκοψε γνωρίζοντας καλά τα σαράκια της ψυχής της, μιας και ήταν εξομολόγος της χρόνια.
«Πολύ μεγάλη ιδέα έχεις κόρη μου, για την αφεντιά σου αν νομίζεις ότι ολόκληρος θεός έδωσε σημασία στα λόγια μιας κοπελίτσας…»
«Μα πάτερ…»
«Πάτερ Βασίλειε!» ακούστηκε η ξαφνιασμένη φωνή του Νικόλα πίσω της. Ο Νικόλας γονάτισε δίπλα της κι αγκάλιασε τον πάτερ που βόγκηξε από τον πόνο.
«Συγγνώμη πάτερ» απολογήθηκε ο Νικόλας και τραβήχτηκε σαν να κάηκε.
«Νικόλα, παιδί μου! Τι γυρεύεις εδώ; Γιατί δεν είσαι στη Σμύρνη;», είπε ξαφνιασμένος ο πάτερ κι ανασηκώθηκε με δυσκολία.
«Η συμφωνία με τον Βηλαρά για τ…», πνίγηκαν οι λέξεις στο λαιμό του κι έσκυψε το κεφάλι να μη φανεί το πάλεμα με τη συγκίνηση του.
Ο πάτερ έφερε το γερό χέρι του στον ώμο του νεαρού άντρα και τον ταρακούνησε με δύναμη. «Πολύ χαίρομαι που είστε καλά!» αναφώνησε. Οι δυο νέοι δεν τολμούσαν να τον κοιτάξουν κι ο Νικόλας πρόσφερε αμίλητος το νερό στον ηλικιωμένο άντρα.
«Σ΄ευχαριστώ, παιδί μου», είπε πίνοντας λαίμαργα κι αφού σκούπισε τα χείλη του με την ανάστροφη του χεριού του μονολόγησε «Μέχρι τώρα δεν μπορούσα να βρω ούτε ένα καλό που θα μπορούσε να βγει απ΄αυτή την καταστροφή. Κόντεψα να χάσω την πίστη μου στο θεό, μα βλέποντας σας τώρα εδώ μαζί, μου δίνει μια ελπίδα ότι ο θεός δεν τρελάθηκε κι ότι ακόμα και έπειτα από τόσο κακό, κάτι καλό θα βγει…».
«Τι λες πάτερ;» τον ρώτησε μπερδεμένη η Αντιγόνη. «Καλύτερα να ξαπλώσεις…», είπε και προσπάθησε να τον ξαπλώσει στο ξύλινο κατάστρωμα».
«Ό,τι έγινε, έγινε, θρηνήστε τους νεκρούς σας, μα μην ξεχάσετε να ζήσετε. Ο θεός σας επέτρεψε να ζήσετε, για να διορθώσει μια αδικία. Εσείς οι δυο έπρεπε εξαρχής να είστε μαζί».
«Παραμιλά από τον πυρετό», είπε η Αντιγόνη που είχε ανατριχιάσει απευθυνόμενη στον Νικόλα που καθόταν δίπλα της μουδιασμένος.
«Δεν παραμιλώ καθόλου», τη μάλωσε ο πάτερ Βασίλειος. «Ξέρω πολύ καλά τι λέω! Κι αν μπορούσα θα σας πάντρευα ετούτη κιόλας τη στιγμή!», είπε κι ανασηκώθηκε.
«Πάτερ!» έγρουξε η Αντιγόνη ανήσυχη και κοίταξε γύρω της τα πονεμένα πρόσωπα που φαινόταν πολύ πλανταγμένα, για να έχουν όρεξη να στήσουν αυτί. «Τι είναι αυτά που λες; Εγώ είμαι η γυναίκα του πατέρα του…», είπε κι έπνιξε έναν λυγμό.
«Άκου να δεις Νικόλα παιδί μου», είπε ο πάτερ Βασίλειος μη δίνοντας σημασία στα λόγια της Αντιγόνης κι έπιασε το χέρι του. «Εγώ τόσα χρόνια στο σπίτι σας μπαινόβγαινα, φίλος καλός του πατέρα σου κι όλων σας. Ξέρω ο καθένας σας τι σταυρό κουβαλάει. Κι ο πατέρας σου παιδί μου κουβάλαγε μεγάλο σταυρό για το κακό που σου κάνε. Βλέπεις δεν άργησε να καταλάβει τα αισθήματα σου για την Αντιγόνη και τα δικά της για σένα. Ούτε αυτός δεν μπορούσε να καταλάβει πώς τον καβάλησε έτσι ο διάολος και ζήτησε την Αντιγόνη, θες τα γηρατειά που του χτυπούσαν την πόρτα, θες η ανθρώπινη η αδυναμία και τα χρόνια χηρείας, το έκανε και δεν ξεγινόταν. Απ΄ όταν κατάλαβε το λάθος του όμως την Αντιγόνη δεν την ξανάγγιξε, έτσι δεν είναι Αντιγόνη;»
«Έτσι», ψέλλισε η Αντιγόνη αιφνιδιασμένη με μάγουλα κατακόκκινα.
Ο πάτερ πήρε το χέρι της και το ένωσε με του Νικόλα.
«Ο πατέρας σου ήθελε να είστε μαζί…». Ένα πικρό χαμόγελο χάραξε το πρόσωπο του Νικόλα.
«Το ξέρω πάτερ, μου το πε, λίγο πριν…» μα οι λέξεις βούλιαξαν σα πέτρα που ΄πέσε σε απύθμενο πηγάδι. Σιωπή ακολούθησε τα λόγια του. Οι δύο νέοι δεν τολμούσαν να σηκώσουν το βλέμμα τους από τα ενωμένα χέρια τους, οι καρδιές του κόντευαν να σκάσουν από το πλάνταγμα. Αυτό που χρόνια ποθούσαν τώρα τους φαινόταν αβάσταχτο μαρτύριο. Πώς να ομολογήσουν πως μέσα σε τόσο πόνο εκείνοι ήταν ευτυχισμένοι και μόνο που κράταγαν ο ένας το χέρι του άλλου; Σα να διάβασε τις σκέψεις τους ο παπάς τους είπε μαλακά,
«Αν κάτι μου δίδαξε όλη αυτή η τρέλα είναι πώς η ζωή είναι πολύ μικρή κι οι χαρές της ελάχιστες. Τρυγήστε τις σαν τις μέλισσες που ρουφούν το νέκταρ, όσο μικρές κι αν είναι. Ότι έγινε έγινε, οι νεκροί με τους νεκρούς οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, πρέπει να συνεχίσετε τη ζωή σας. Μην τους ξεχάσετε, τιμήστε τους ζώντας!», συνέχισε ο πάτερ Βασίλειος κοιτώντας πότε τον έναν και πότε τον άλλο. «Ξεγράψτε τα όλα. Κάντε μια νέα αρχή, μακριά από τον τόπο μας, όπως θα κάνουν κι όλοι αυτοί… », είπε κι έδειξε ένα γύρω τους κουβαριασμένους ξεριζωμένους ανθρώπους. «Εκεί που κανείς δε θα σας ξέρει για να μπορέσει να δηλητηριάσει τη χαρά σας και τη ζωή σας». Ο πάτερ Βασίλειος σηκώθηκε με δυσκολία κι οι δυο νέοι τον έπιασαν, για να τον βοηθήσουν, εκείνος τους ένωσε πάλι τα χέρια, τράβηξε το πετραχήλι του μέσα από το πουκάμισο του, το φίλησε και το φόρεσε με δυσκολία πάνω από τα κουρελιασμένα του ρούχα, έπειτα έκανε το σήμα του σταυρού στον αέρα και ξεκίνησε να λέει με τρεμάμενη φωνή «Ἀρραβωνίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ…».
«Και τι έκανε τότε ο παππούς, μπαμπά;» τον ρώτησε με μάτια διάπλατα ανοιχτά η Καλλιοπίτσα. Ο Νικόλας κοίταξε ένα γύρω τα ροδαλά προσωπάκια, την Καλλιοπίτσα, την Ελενίτσα, τον Σταυράκι, τον πρωτότοκο του που είχε τ΄όνομα του πατέρα του, Δημητράκη, τη Φιλιώ, τον Βαγγέλη και τον μικρό Κωστή που καθόταν στα γόνατα της μάνα του και κουνούσε πάνω κάτω τις μικρές γροθίτσες του στον αέρα και τέλος στύλωσε το βλέμμα του στα υγρά μάτια στο χρώμα του μελανιού, της Αντιγόνης που χαμογελούσε αχνά, πονεμένα. Ο Νικόλας τη χάιδεψε συμπονετικά με το βλέμμα του κι όπως κάθε βράδυ που γύριζε από τη σκληρή δουλειά του στις αλυκές, συνέχισε την ιστορία του⋅ αν και ήξερε πώς το σκάλισμα των αναμνήσεων την πόναγε, μα ήθελε μ΄αυτό τον τρόπο να κρατήσει ζωντανή την μνήμη των αγαπημένων τους ανθρώπων, να ταξιδέψει έστω και νοερά στα πατρογονικά εδάφη και να μην ξεχάσουν ποτέ τα παιδιά τους από που προέρχονται…