,

Ψέμα στο ψέμα

“Μείνε λίγο ακόμα αν θέλεις…”

“Ξέρεις πολύ καλά πως θέλω, αλλά πρέπει να φύγω. Άλλωστε θα έρθω μάλλον και το απόγευμα” είπε με ήρεμη φωνή η Ελίνα.

“Εντάξει μωρό μου, εσύ ξέρεις” της απάντησε ο Βασίλης, καθώς την παρατηρούσε να ντύνεται καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού. Το κορμί της ήταν καλλίγραμο, παρά τις δύο εγκυμοσύνες που είχε η Ελίνα στο παρελθόν. Αυτό όμως που τον είχε κερδίσει πραγματικά και τον είχε κάνει να δίνεται ολοκληρωτικά σε εκείνη, ήταν το βλέμμα της μέσα από δύο πράσινα μάτια. Πράσινα, που όταν φωτίζονται κατάλληλα, μοιάζουν με πραγματικό κήπο.

Ήταν μεσημέρι μιας ανοιξιάτικης Δευτέρας, η τέταρτη φορά που την έβλεπε από κοντά και είχε δυνατότητα να αγγίξει και να φιλήσει τη γυναίκα που τον έκανε να ανατριχιάζει τους τελευταίους μήνες. Μια τέταρτη φορά, που μέσα του ήξερε πως θα ήταν και η τελευταία. Παρότι μιλούσαν στο τηλέφωνο καθημερινά και αντάλλαζαν άπειρα μηνύματα μέσω viber, είχαν έρθει τόσο κοντά, που ένιωθαν σαν να γνωρίζονταν για πολλά χρόνια. Μηνύματα που στη διάρκεια της ημέρας συνήθως αναφέρονταν στην παράλληλη ζωή τους και τις συνήθειες της καθημερινότητας, αλλά και μηνύματα που τα βράδια κατέληγαν σε λόγια πάθους και ηδονής. Λόγια τα οποία ο Βασίλης δεν τα έλεγε πρώτη φορά σε κάποια και ήξερε πως το ίδιο ίσχυε και για την Ελίνα κι ας του έλεγε το αντίθετο. Δεν την πίστευε πάντα. Είχε τους τρόπους του, αλλά και την εμπειρία να ψάχνει για κάθε άτομο που γνωρίζει και να βρίσκει κομμάτια από το παρελθόν του. Δεν του άρεσε καθόλου το ψέμα.

Δεν ήταν όμως καθόλου εύκολο να βρίσκονται οι δυο τους από κοντά συχνά, καθώς εκτός από την μεγάλη απόσταση, υπήρχε και ο παράγοντας της οικογένειας για τον καθένα. Δύσκολες οι αποστάσεις, δύσκολες και οι παράνομες σχέσεις, σκεφτόταν συνεχώς.

Καθώς της έδινε ένα τελευταίο φιλί, εκείνη του είπε:

“Θα τα πούμε το απόγευμα, μη φύγεις ακόμα. Σου υπόσχομαι, θα τα καταφέρουμε”.

Εκείνος της χαμογέλασε και δεν την κοίταξε καν, καθώς εκείνη έκλεινε την πόρτα πίσω της, φεύγοντας από το μικρό “παράνομο” διαμέρισμα. Μέσα του το ένιωθε εντόνως ότι δε θα την ξαναδεί ποτέ. Είχε πάντα αυτό το ένστικτο που το ακολουθούσε πιστά και τον οδηγούσε σε πολλές αποφάσεις της ζωής του. Συνήθως έπραττε σωστά ακολουθώντας το.

Μισή ώρα μετά, χτύπησε το τηλέφωνό του. Πριν καν κοιτάξει ποιος τον καλούσε, ένιωθε μέσα του πως στην άλλη άκρη της γραμμής θα είναι η Ελίνα.

“Δε θα μπορέσω να έρθω τελικά, μη με περιμένεις, προσπάθησα”.

“Εντάξει, καταλαβαίνω” της απάντησε.

Με βιαστικές κινήσεις, ο Βασίλης ετοιμάστηκε να φύγει από τον παράνομο χώρο τους. Ήθελε να φύγει από αυτή την πόλη. Δεν μπορούσε να αντέξει άλλο ένα ψέμα της. Καθημερινά του έλεγε τόσα και είχε την ικανότητα να τα στηρίζει όλα, αλλά εκείνος την καταλάβαινε σχεδόν πάντα. Λέξεις που δεν κολλούσαν. Δικαιολογίες και κουτοπονηριές της στιγμής…

Οδηγώντας το αυτοκίνητό του μόλις για λίγα μέτρα, είδε πάλι στην ταμπέλα το όνομα του συζύγου της Ελίνας. Γιατί να θέλει να βρισκόμαστε τόσο κοντά στο μαγαζί του; αναρωτήθηκε. Γιατί να μου δείχνει τόσα σημάδια καθημερινά και να με κάνει να μην την εμπιστεύομαι; Πολλά ερωτήματα κάθε φορά που την σκεφτόταν. Και τη σκεφτόταν συνέχεια.

Μια ώρα μετά, η δυνατή μουσική στο αυτοκίνητο διακόπηκε από την εισερχόμενη κλήση στα ηχεία, τα οποία ήταν συνδεδεμένα με το κινητό του. Ήταν ο καλύτερος του φίλος και ο μόνος που γνώριζε για την κατάσταση του Βασίλη.

“Τελείωσε Χάρη, όσο και αν προσπάθησα δεν κατάφερα να κρατηθώ παραπάνω μαζί της. Πάλι με κορόιδεψε”.

Ο Χάρης πήρε μια ανάσα και του απάντησε:

“Την θυμάσαι την ατάκα μας; Πάντα δεν λέμε να περνάμε καλά και όταν κάτι στραβώνει το αφήνουμε πίσω; Η ζωή είναι μικρή. Ποτέ μην ξεχνάς τι έχουμε περάσει”

“Τα ζυγίζω πάντα και το ξέρεις” του απάντησε.

“Αλλά η συγκεκριμένη μου έχει πει πάρα πολλά ψέματα. Επίσης σήμερα δεν πέρασα καθόλου καλά. Δεν ήταν σαν τις προηγούμενες φορές. Τελείωσε μέσα μου και είμαι σίγουρος γι’ αυτό”.

“Γιατί, εσύ δεν της έχεις κρύψει μια σοβαρή αλήθεια;”

“Χάρη άκου. Αυτές οι σχέσεις δυστυχώς είναι καταδικασμένες από την πρώτη ημέρα και το ξέρεις καλύτερα από εμένα. Το φτάσαμε πολύ μακριά, μετανιώνω για πολλά που έκανα μαζί της. Ακόμα και σήμερα δεν το χάρηκα, ένιωσα μέσα μου πως πλέον δε νιώθω σχεδόν τίποτα για αυτήν. Δεν μπορώ να είμαι κάπου με το ζόρι. Δεν είμαι ο εαυτός μου εδώ και καιρό μαζί της, νιώθω πως με χάνω. Πόσα σ’ αγαπώ της είπα χωρίς να τα νιώθω, αλλά τα ξεστόμισα μόνο και μόνο για να νιώσει εκείνη πιο άνετα; Αφού από την πρώτη στιγμή κατάλαβα πως ήταν κάτι που της έλειπε”.

“Έχεις δίκιο Βασίλη. Πάμε για την επόμενη. Άλλωστε η Ελίνα ήταν άλλη μια τρύπα στη ζώνη σου. Σε καμία περίπτωση από όσα μου έχεις πει, δε θα είναι εκείνη που αξίζει να τα παρατήσεις όλα και να αλλάξεις τη ζωή σου”.

Μετά από αυτές τις λέξεις ήρθε η παύση… όχι δε χάθηκε το σήμα, ούτε έκλεισαν απότομα. Το μυαλό του Βασίλη γέμισε από σκέψεις. Με όλα αυτά που συνέβαιναν, είχε σχεδόν ξεχάσει αυτό που ήταν όσον αφορούσε τις σχέσεις του, ένα μοναχικό τρένο. Ένα τρένο που ισοπέδωνε κάθε τι που βρισκόταν στο διάβα του. Έτσι τον είχε κάνει η ζωή. Σκληρό. Ήξερε και ο ίδιος πως δεν ήταν ο καλύτερος άνθρωπος. Η Ελίνα δεν ήταν ο τερματικός του σταθμός. Ήταν άλλη μια στάση. Απλά εκεί έμεινε πολύ περισσότερο από όσο έπρεπε και πίστευε ο ίδιος πως της άξιζε. Ήταν πλέον μια λεπτή κατάσταση. Υπήρχαν ιδιαιτερότητες. Τώρα έπρεπε να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο “game over”, κι ας του πάρει μερικούς μήνες ακόμα για να το εφαρμόσει. “Όλα θέλουν το χρόνο τους”. Ο Βασίλης είναι μοναδικός στο να τελειώνει τις σχέσεις με τέτοιο τρόπο, ώστε να του το ζητάει ο άλλος. Να φέρνει την κάθε γυναίκα σε τέτοιο βαθμό που να νομίζει πως ξενερώνει πρώτη. Η Ελίνα δεν ήταν ούτε η πρώτη του παράνομη σχέση, αλλά ούτε και η τελευταία. Ήταν όμως εκείνη στην οποία είχε αφιερώσει αρκετό χρόνο κι ας μην άντεχε άλλο τα ψέματά της και τον εκρηκτικό της χαρακτήρα, επειδή εκείνη δεν μπορούσε να διαχειριστεί μια κατάσταση που μπήκε και αναζητούσε, χωρίς να είναι έτοιμη γι’ αυτό.

Έπρεπε να γίνει με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην είναι πολύ επώδυνο για εκείνη. Δεν έπρεπε να θυμώσει και ούτε να φτάσει σε σημείο που να ενοχλήσει και να κινδυνεύσει να μάθει το οτιδήποτε η οικογένεια του Βασίλη. Δεν την εμπιστευόταν πια.

Έκλεισε το τηλέφωνο με τον φίλο του, άνοιξε το παράθυρο του αυτοκινήτου, άναψε ένα τσιγάρο και έβαλε δυνατά την αγαπημένη του μουσική. Οι στίχοι κατέκλυσαν το αυτοκίνητο και το μυαλό του:

I’ve exposed your lies, baby

The underneath no big surprise

Now it’s time for changing

And cleansing everything

To forget your love

My plug in baby

Crucifies my enemies

When I’m tired of giving

My plug in baby

In unbroken virgin realities

Is tired of living

Don’t confuse

Baby you’re gonna lose

Your own game

Change me

And replace the envying

To forget your love

And I’ve seen your loving

Mine is gone

Λίγες ώρες μετά, φτάνοντας στο σπίτι του, έκανε αυτό που έκανε πάντα… Άλλαξε το “τσιπάκι” μέσα του και φόρεσε πάλι το διαφορετικό του πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που πλέον δεν ήταν “μοναχικό τρένο”. Αλλά ήταν πατέρας, σύζυγος, οικογενειάρχης. Το ίδιο βράδυ έκανε αυτό που έκανε κάθε βράδυ. Κλείνοντας το κινητό του, ξάπλωσε δίπλα στη γυναίκα του που κοιμόταν ήδη, δίνοντάς της ένα φιλί. Ένας άνθρωπος χωρίς τύψεις για όσα έκανε στους γύρω του. Αυτή ήταν και η τιμωρία του τελικά. Να μη νιώθει.

Λίγους μήνες μετά, η ίδια ιστορία. Με άλλη συμπρωταγωνίστρια πια…

St

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: