,

Οι θυγατέρες

Ένας χρόνος ακριβώς έκλεισε από το αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Μία και έξω. Ούτε στο νοσοκομείο δεν πρόλαβαν να πάνε τους γονείς των τριών κοριτσιών. Η Περσεφόνη, η Μαρία και η Αφροδίτη, έμειναν μόνες. Ορφανές…

Την οικογένεια Μιχαήλ με τις τρεις θυγατέρες, την αγάπησε όλη η γειτονιά, από τότε που ήρθαν από τα ξένα για μια καλύτερη ζωή. Ένας χρόνος πέρασε κι ακόμα τους πνίγει το άδικο. Όλους! Μα πιο πολύ τη Μαρία. Ήταν και εκείνη μέσα στο αμάξι τη μοιραία βραδιά, μα το καντηλάκι της δεν ήθελε να σβήσει ακόμα. Σώθηκε το κορίτσι από του χάρου τα δόντια. Του την έφερε για τα καλά. Ευτυχώς τη γλίτωσε μόνο με ένα σπασμένο πόδι και λίγα διάσπαρτα κατάγματα.

Η κυρά-Δάφνη, η αδελφική φίλη των γονιών τους, που μένει ακριβώς δυο ορόφους πιο πάνω, ακόμα δεν έβγαλε τα μαύρα. Κολλητή ήταν με τη συγχωρεμένη τη μάνα τους. Από το ίδιο πιάτο έτρωγαν. Τη μια μέρα ανέβαινε η κυρά-Χριστίνα, την άλλη κατέβαινε η κυρά-Δάφνη. Και που έκαναν οι άντρες τους παράπονα ότι βρίσκονται όλη την ώρα και χρόνο δεν είχαν για εκείνους, ούτε που ίδρωνε το αυτί τους. Δεν χρειαζόταν να χτυπήσουν τα κουδούνια. Το κλειδί ήταν πάντα στην πόρτα κρεμασμένο. Τα πάντα μοιράζονταν. Σκέψεις, πράξεις, φαγητά και πολλή αγάπη. Τώρα πια, ήταν εκείνη η μάνα για τις θυγατέρες της φίλης της. Στύλος ακλόνητος, το πυροφάνι στο σκοτάδι τους. Όσο μπορούσε…

Η Αφροδίτη, η πρωτότοκη, μέρα παρά μέρα στο νεκροταφείο την έβγαζε. Πάνω από τον οικογενειακό τάφο, να θυμιατίζει με μαύρο δάκρυ τις φωτογραφίες των γονιών της. Η Περσεφόνη από την άλλη μεριά, δεν θέλει με τίποτα να πιστέψει πως τους δύο της γονείς τους τρώει το χώμα και τα σκουλήκια. Μόνο στην κηδεία πήγε. Κι αυτό γιατί έπρεπε. Προτιμάει να τους κρατά στο χρονοντούλαπο του μυαλού της. Η Μαρία πάλι, μοιάζει να είναι σε έναν άλλο κόσμο. Σαν να μην συνέβη τίποτε. Μια μόνιμη αμνησία. Ίσως κρατά άμυνες, ίσως έτσι θέλει να δείχνει. Όταν ακούει δε τις αδερφές της να μιλούν για το συμβάν, αλλάζει κατεύθυνση και κινείται προς άλλο δωμάτιο. Και πιο συχνά στο μπαλκόνι, για να είναι σίγουρη ότι η οχλοβοή θα της αποσπάσει την προσοχή. Πότε πότε, ανάβει στα κρυφά ένα τσιγάρο που το μισοκαπνίζει κι έπειτα το πετά γρήγορα στα διπλανά κεραμίδια.

Η κυρά-Δάφνη, η δεύτερη μάνα τους, είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Πλένει, μαγειρεύει, ζαχαροπλαστεί με μεγάλη μαεστρία και συμβουλεύει πολύ. Ειδικά εκείνο το μικρό, τη Μαρία, που είναι και ατίθασο. Σαν παιδιά της τα βλέπει. Και τότε που ζούσε η μάνα τους και τώρα ένα παραπάνω. Η Αφροδίτη την μαλώνει γιατί κουράζεται πολύ και δεν πρέπει στην ηλικία της.

“Α, λίγα τα λόγια σου δεσποινίς μου! Μπορεί να είμαι εβδομήντα πέντε και κάτι φεγγάρια, μα είμαι γέρο σκαρί. Και για τις τρεις σας κάνω! “

“Εντάξει, εντάξει, μα δεν θέλω να κουράζεσαι τόσο για εμάς. Δόξα τω Θεώ, θα τα καταφέρουμε, τρεις γυναίκες είμαστε” είπε η Αφροδίτη με το μελαγχολικό της χαμόγελο.

Η αλήθεια είναι ότι η Αφροδίτη και η Περσεφόνη, εργάζονται πολλές φορές έως αργά τη νύχτα για να βγει το μεροκάματο και μια βοήθεια τη χρειάζονται. Η Μαρία είναι στο λύκειο ακόμα. Του χρόνου τελειώνει. Με τα γράμματα δεν το έχει καθόλου. Δεν τα αγαπά. Θέλει λέει να γίνει ηθοποιός. Από μικρή το θέλει και εδώ που τα λέμε, είναι μεγάλο ταλέντο. Σε πείθει για τα πάντα στο λεπτό. Όταν ήταν πέντε χρονών, πήγαινε στο μικρό βεστιάριο της μάνας της κι αφού ντυνόταν και βαφόταν, σε λίγο ακούγονταν από το δωμάτιο οι γόβες – σήμα ότι κατέφτανε η Αλίκη Βουγιουκλάκη, που άρεσε τόσο στη Μαρία – και αμέσως έπεφτε ένα εκκωφαντικό χειροκρότημα από όλους. Και να σου τα γέλια και οι χαρές…

“Αμάν βρε Μαρία, έλεος πια! Μα καλά, πότε θα συντονιστείς εδώ μέσα; Τι είμαστε εγώ και η Αφροδίτη, τα δουλικά σου;”

“Ε, τι να σου κάνω αγάπη μου, αφού είμαι μια πριγκίπισσα εγώ! Εμείς οι γαλαζοαίματοι αδερφούλα…”

Όλα τα μαξιλάρια του διθέσιου και του τριθέσιου καναπέ, εκσφεδονίστηκαν σε όλα τα σημεία του σαλονιού και μάλιστα το ένα στροβιλίστηκε ως την κουζίνα. Οι φωνές της Περσεφόνης, ακούστηκαν σε όλη τη γειτονιά. Η πίεση της ανέβηκε στα ύψη. Και ένα δίκιο το είχε. Τα ριχτάρια του καναπέ σαν πατσαβούρια, ο πάγκος της κουζίνας και ο νεροχύτης ξεχείλιζαν από πιάτα και μαχαιροπίρουνα, μαζί και το πλυντήριο που δεν απλώθηκε όταν έπρεπε. Ήταν οπωσδήποτε τσακωμένη με τις δουλειές, όπως δήλωνε κάθε φορά η μικρή Μαρία.

“Ελα βρε Περσεφόνη μου, μην την αποπαίρνεις τόσο πολύ! Περνάει δύσκολη εφηβεία και πρέπει να της συμπαρασταθούμε. Αν την πιέζουμε, πολύ φοβάμαι μην κάνει καμία απερισκεψία”, είπε η Αφροδίτη εμφανώς στεναχωρημένη και αγχωμένη.

” Ναι βρε Αφροδίτη μου, δεν αντιλέγω, μα έχει παραγίνει το κακό. Κι έπειτα, είναι σαν να μην μας υπολογίζει. Σαν να μην σέβεται τον κόπο μας. Άσε που έχει και μια γλώσσα από εδώ ως την Ουγκάντα! Τι θα απογίνει αυτό το παιδί; Οι βαθμοί της είναι χάλια, άσε που σίγουρα καπνίζει. Με το που μπαίνει στο σπίτι, έρχεται αυτή η μυρωδιά του τσιγάρου.”

Η Μαρία τις άκουγε. Ή μάλλον κρυφάκουγε, αυτή τη φορά πίσω από την μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου της. Επιτέλους, την έπιασαν τα κλάματα. Πρώτη φορά μετά από ένα ολάκερο χρόνο. Ξέσπασε. Ένιωθε. Θυμό, απογοήτευση, ενοχές. Που ζούσε αυτή, αντί για εκείνους. Που δεν πρόλαβε να τους πει “σ’ αγαπώ”. Να τους πάρει μια τελευταία αγκαλιά. Άρχισε να ξεχνάει τη μορφή τους, το ηχόχρωμα της φωνής τους, όλα τους. Κι αυτό την εξόργιζε περισσότερο από όλα. Ούτε σε όνειρο δεν είχε καταφέρει να τους δει. Με βήματα σαν της γάτας, έφτασε στο υπνοδωμάτιο των αγαπημένων της γονιών. Άνοιξε τη συρταριέρα, βγάζοντας όλα τα φωτογραφικά άλμπουμ επάνω στο κρεβάτι. Με το ένα χέρι, άλλαζε τις βαριές σελίδες και με τ’ άλλο τις χάιδευε, νοτίζοντάς τες με τα καυτά της δάκρυα. Ύστερα, πήρε από τον καλόγερο την γαλάζια νυχτικιά της μάνας και σαν την ετοιμόγεννη, έπαιρνε βαθιές εισπνοές. Και πάλι κλάματα…

” Τίποτα δεν σας νοιάζει εσάς! Μόνο με εμένα ασχολείστε, λες και φταίω εγώ για το κακό που μας βρήκε! Μήπως να πέθαινα και εγώ; Θα ήσασταν εντάξει; Τι κάνει η Μαρία, τι δεν κάνει η Μαρία. Πού πήγε, γιατί άργησε, τι θα πει ο κόσμος; Με ρωτήσατε ποτέ πώς νιώθω, αν κοιμάμαι τα βράδια, πόσο μου λείπουν, αν νιώθω ένοχη που ζω εγώ αντί για εκείνους; Ανάθεμα την ώρα που ζω!”

Η Μαρία ξέσπασε σε λυγμούς. Έπεσε στα γόνατα και κουνώντας πέρα δώθε το σώμα της, κοιτούσε το ταβάνι λες και τα έβαζε με το Θεό. Οι δυο αδερφές, την τύλιξαν στην αγκαλιά τους. Τρεις γυναίκες αδύναμες, δίχως προστάτη, μα και συνάμα δυνατές σαν το ατσάλι. Η κυρά-Δάφνη άνοιξε την πόρτα τους και αφού απόθεσε την πίτα που είχε φτιάξει, όπως την έφτιαχνε η μάνα τους, έτρεξε να τις σφιχταγκαλιάσει, προσπαθώντας να αναπληρώσει για λίγο την απουσία τους. “Μην ανησυχείτε”, τους έλεγε να κατευνάσει τη θλίψη. ” Είναι άγγελοι στον ουρανό και σας προσέχουν!”. Και πιο πολύ κανάκευε το μικρό, τη Μαρία της.

Μετά από ένα χρόνο, όλα ήταν διαφορετικά. Η Μαρία, τελείωσε το λύκειο και γράφτηκε σε μια πολύ καλή δραματική σχολή. Θα ξεκινούσε πολύ σύντομα τα μαθήματα και ήταν χαρούμενη. Η Περσεφόνη, ξανά έπιασε στα χέρια της τις τέμπερες και τους καμβάδες που τόσο πολύ λάτρευε. Μάλιστα έβαλε και μερικούς πίνακες στο διαδίκτυο και κατάφερε να πουλήσει και έναν. Γνώρισε και ένα καλό παλικάρι που θα ήθελε να την παντρευτεί αργότερα. Η Αφροδίτη, σταμάτησε να πηγαίνει τόσο συχνά στο νεκροταφείο, γιατί κατάλαβε ότι αυτό δεν την βοηθούσε στην ψυχολογία της και για αυτό το λόγο, έβαλε έναν άνθρωπο να ανάβει κάθε εβδομάδα το καντηλάκι και να κάνει λίγο καθάρισμα. Εκείνη, πήγαινε μια φορά το μήνα με μια τεράστια ανθοδέσμη αγκαλιά κι αφού τη στόλιζε, έπιανε κουβέντα. Όλα τους τα έλεγε. Μα όλα…

Elle Kos

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: