,

Μαύρες γάτες

Υπήρχε κάποτε ένα χωριό, που το κατοικούσαν γάτες. Όλων των ειδών οι γάτες. Άσπρες, πορτοκαλί, καφέ, τρίχρωμες αλλά και λίγες, πολύ λίγες μαύρες.

Οι μαύρες γάτες ήταν οι πιο άγριες, δεν ζούσαν οργανωμένες στο χωριό, δεν εργάζονταν και δεν βοηθούσαν κανέναν. Μόνες τους, λίγο έξω από το χωριό, ζούσαν από το κυνήγι τους και απ’ ό,τι μπορούσαν να αρπάξουν από τις κοντινές αυλές. Σε κανέναν δεν μιλούσαν και κανένας δεν τις ήθελε.

Οι άλλες γάτες συνεδρίαζαν συχνά για το ζήτημα των μαύρων.

-Να τις διώξουμε, έλεγαν οι περισσότεροι.

-Όχι, έλεγε ο πρόεδρος, ένας τεράστιος και σοφός άσπρος γάτος. Πρέπει να βρούμε ένα τρόπο να τις εντάξουμε. Τις χρειαζόμαστε και μας χρειάζονται.

-Τα γατάκια τους πρέπει να μορφωθούν, έλεγε η όμορφη κανελί δασκάλα.

Και όλοι προσπαθούσαν να βρουν μία λύση.

Οι μαύρες γάτες είχαν και αυτές έναν αρχηγό. Έναν κατάμαυρο μονόφθαλμο γάταρο, ο οποίος ήταν σκληρός αλλά και δίκαιος. Στο πίσω μέρος του μυαλού του γνώριζε, ότι χωρίς τις άλλες γάτες δεν είχαν μέλλον, αλλά ήταν πολύ περήφανος για να κάνει κάτι διαφορετικό από τον πατέρα και τον παππού του.

Ένα πρωί η εγγονούλα του , η μικρή Blacky, ξεμάκρυνε από τη μάνα της και χάθηκε. Συναγερμός σήμανε στην κοινότητα των μαυρόγατων. Αν είχε πειράξει κάποιος τη μικρή, θα πλήρωνε με τη ζωή του.

Η μικρούλα Blacky είχε από καιρό βάλει στο μάτι το εργοστάσιο παιχνιδιών του χωριού. Ήταν μια μπαλίτσα πολύχρωμη, που την είχε ξετρελάνει, αλλά οι δικοί της δεν σήκωναν κουβέντα. Δεν υπήρχαν χρήματα για τέτοιες πολυτέλειες. Τότε η Blacky αποφάσισε να πάει στο εργοστάσιο και να ζητήσει τη μπάλα από τους υπεύθυνους. Ποιός ξέρει; Μπορεί να στεκόταν τυχερή.

Το εργοστάσιο όμως φυλασσόταν από μία πόρτα, που άνοιγε και έκλεινε αυτόματα, για να μη μπαίνουν ανεπιθύμητοι. Η κακομοιρούλα η Blacky δεν το γνώριζε και πήγε να περάσει. Τότε η πόρτα άρχισε να κλείνει και θα τη συνέθλιβε στον τοίχο. Ο φύλακας όμως, ένας καφέ νεαρός γατούλης, την είδε και έτρεξε κοντά της. Σταμάτησε αμέσως την πόρτα με το κουμπί και την πήρε στην αγκαλιά του.

-Μικρούλα μου τι ζητάς εδώ; τη ρώτησε. Είναι πολύ επικίνδυνα για μικρά γατάκια.

Η Blacky τρελαμένη από το φόβο της, δεν άρθρωσε λέξη. Μόνο κούρνιασε στην αγκαλιά του…

Ο πρόεδρος, μόλις έμαθε το περιστατικό, πήρε τη μικρή μαζί με τη μπάλα που της είχαν χαρίσει και κίνησε για την κοινότητα των μαυρόγατων.

Όταν έφτασε εκεί, τους βρήκε όλους ανάστατους. Η μάνα της Blacky έβγαλε ένα ουρλιαχτό και όρμησε να αγκαλιάσει τη μικρή της. Ο μαύρος μονόφθαλμος αρχηγός πλησίασε τον πρόεδρο, κάνοντας του νόημα για να τον ευχαριστήσει.

-Τα άδεια σπίτια στο χωριό σας περιμένουν μονόφθαλμε, του είπε.

Μην επιμένεις άλλο. Όλοι με όλους μια γροθιά και του έτεινε το χέρι. Ο μονόφθαλμος το πήρε και από όλους ακούστηκε ένα δυνατό χαρούμενο νιαούρισμα. Σε ένα μήνα όλες πλέον οι γάτες έμεναν μαζί. Άσπρες, μαύρες, κόκκινες, πορτοκαλί, πολύχρωμες. Όλες μαζί.

*Αυτά μόνο σε μια γατοκοινωνία… γιατί σε μία ανθρώπινη, η Blacky μας ακόμα ξεψυχά πάνω στην πόρτα, ενώ γύρω της σφυρίζουν αδιάφορα όλοι οι άσπροι και πολύχρωμοι γάτοι.

Εύη Πανταζή

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: