,

Η Άννα

Ο Κωσταντίνος οδηγούσε μέσα στο αυτοκίνητό του, καθώς γυρνούσε από το γραφείο του ένα συνηθισμένο βράδυ Οκτωβρίου. Τηλεφώνησε στη σύζυγό του, την Άννα, με χαρούμενη διάθεση, ασχέτως αν ο ίδιος ήταν πτώμα από την κούραση της εργασίας του.

“Καλησπέρα αγάπη μου. Τι κάνεις;”

“Μαγειρεύω μωρό μου” του απάντησε.

“Μόλις έφυγα από το γραφείο κι έρχομαι προς το σπίτι μας. Θέλεις να βγούμε μια βόλτα; Ένα ποτό χαλαρά, έρχομαι και σε παίρνω χωρίς να ανέβω. Πάμε έστω κάπου κοντά, έτσι, χωρίς λόγο, για να ξεφύγουμε από τη ρουτίνα για λίγο”.

“Δεν έχω διάθεση, είμαι και κουρασμένη από τις δουλειές, τη γενική στο σπίτι και όλα αυτά. Θέλω να μείνουμε μέσα να δούμε κάποια ταινία, αν το θέλεις κι εσύ”

“Εντάξει μωρό μου, καλή η ιδέα για την ταινία αλλά αν αλλάξεις γνώμη ξανασκέψου το, έτσι κι αλλιώς έχουμε χρόνο. Έχει μποτιλιάρισμα στους δρόμους και μάλλον θα αργήσω να φτάσω πάλι”.

Κλείνοντας το τηλέφωνο και στους δύο η σκέψη ταξίδεψε στο δυσάρεστο γεγονός της μιας ακόμα αποτυχημένης εξωσωματικής που είχαν κάνει πρόσφατα. Εδώ και μερικά χρόνια προσπαθούσαν να αποκτήσουν ένα παιδί, αλλά ούτε οι εξωσωματικές είχαν κάποιο αποτέλεσμα. Δεν το συζητούσαν πολύ, καθώς ο Κωνσταντίνος δεν ήθελε να δημιουργεί στη γυναίκα του περισσότερο άγχος. Εκείνη όμως ήταν πολύ λυπημένη και μέσα της πάλευε. Δεν ήθελε ούτε η ίδια να μιλάει πολύ για αυτό. Πάλευε, όχι μόνο με την στεναχώρια των αποτυχιών που είχαν στο θέμα της προσπάθειας να μείνει έγκυος, αλλά ένιωθε πως είχε και κατάθλιψη σε αρχικό στάδιο, χωρίς να το είχε ανακοινώσει πουθενά. Το όνειρό της ήταν από πάντα να αποκτήσει πολλά παιδιά, αλλά τελικά κάτι τέτοιο – προς το παρόν τουλάχιστον – δεν ήταν εφικτό. Εκτός των άλλων, πριν ένα χρόνο σχεδόν, είχε χάσει από σοβαρή ασθένεια και τη μητέρα της εντελώς ξαφνικά, γεγονός που την έκανε πιο ευάλωτη συναισθηματικά. Σαν διέξοδο από αυτά τα προβλήματα που είχε, ήθελε μόνο να κοιμάται ώστε να μην σκέφτεται άλλο και να μη νιώθει τόσο έντονα.

Αφού κοίταξε λίγο στον καθρέπτη το ίδιο μελαγχολικό πρόσωπο που έβλεπε τελευταία, η Άννα πήγε στο κρεβάτι τους και ξάπλωσε για λίγο, αφήνοντας χωρίς έλεγχο το φαγητό στην κουζίνα. Ήταν καθημερινοί και οι πονοκέφαλοι που την ταλαιπωρούσαν τελευταία. Πήρε ένα ηρεμιστικό, ήπιε λίγο νερό από το ποτήρι που είχε μείνει από εχτές στο κομοδίνο και χωρίς να το καταλάβει αποκοιμήθηκε με το χαμηλό φωτισμό του υπνοδωματίου.

Στην άλλη άκρη της πόλης και σταματημένος σε άλλο ένα φανάρι, ο Κωνσταντίνος άναψε ένα τσιγάρο και προσπάθησε να ξεφύγει από τις σκέψεις του ανοίγοντας το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου. Ξεχνιόταν από όσα τον απασχολούσαν όταν άκουγε εκπομπές με πολιτικές συζητήσεις. Έτσι “ξέφευγε” από τα προβλήματα της δουλειάς, καθώς και τα όσα διαδραματίζονταν στο σπίτι του. Δεν του άρεσε και πολύ να είναι μόνος, με το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο και τις συνομιλίες, ένιωθε πως είχε μια παρέα μέσα σε αυτό. Τα κόκκινα φώτα από τα φρένα των αυτοκινήτων κυριαρχούσαν στο φθινοπωρινό σκηνικό έξω από το αυτοκίνητο του. Μισούσε τόσο την καθημερινή κίνηση, όσο μισούσε και τη μοναξιά.

Αρκετή ώρα μετά και αφού έφτανε κοντά στο σπίτι, σταμάτησε σε μια κάβα με ποτά, να αγοράσει ένα καλό κρασί, ώστε τουλάχιστον να δώσει ένα πιο ρομαντικό χαρακτήρα στο βράδυ που θα περνούσε στο σπίτι με την Άννα. Εκεί καθυστέρησε λίγο παραπάνω, καθώς είδε ένα κοινό τους γνωστό και αφιέρωσε λίγο χρόνο σε εκείνον για να πουν τα νέα τους.

Φτάνοντας όμως λίγα λεπτά αργότερα στο σπίτι και ανεβαίνοντας στο διαμέρισμά τους, που βρίσκεται στον τέταρτο όροφο μια νεόκτιστης πολυκατοικίας, ένιωσε μια περίεργη και άσχημη μυρωδιά να έρχεται μέσα από αυτό. Γρήγορα άνοιξε την πόρτα και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, όπου και είδε πως έβγαινε αρκετός καπνός από το φούρνο. Το φαγητό είχε ήδη καεί, αλλά ευτυχώς για λίγα λεπτά πρόλαβε το κακό, πριν να γίνει πολύ μεγαλύτερο. Κάλεσε το όνομα της γυναίκας του, αλλά εκείνη δεν του απάντησε. Έτρεξε προς το υπνοδωμάτιο και τη βρήκε να κοιμάται ξανά βαριά. Ήταν καλά, απλά κοιμόταν πάλι βαριά…

Αφού τη σκέπασε, της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και πήγε στην κουζίνα να καθαρίσει και να μαζέψει ό,τι μπορούσε από το καμένο τοπίο της κουζίνας, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί. Δυστυχώς όμως ήξερε πως αυτά εύκολα θα τα έφτιαχνε. Την κατάσταση της γυναίκας του δεν ήξερε πώς να φτιάξει πλέον.

Αφού τελείωσε με τους καθαρισμούς και έκανε ένα ντους, κάθισε στο τραπέζι μόνος του, έβαλε να πιει ένα ποτήρι κρασί και βυθίστηκε στις σκέψεις του για το πώς θα μπορούσε να βοηθήσει την Άννα. Πλέον είχε καταλάβει με όσα συνέβαιναν, πως εκείνη χρειαζόταν βοήθεια κι ας μην του είχε μιλήσει ευθέως για αυτό. Θα έπρεπε να μιλούν ανοιχτά όλοι για αυτό, για να το αντιμετωπίζουν σε αρχικό στάδιο, πριν να είναι πολύ αργά σκέφτηκε. Δεν άντεχε να χάσει τον άνθρωπο που αγαπάει όσο τίποτε άλλο. Ήταν όμως και λίγο αισιόδοξος πως όπως πρόλαβε τη φωτιά στην κουζίνα, υπάρχει ελπίδα να προλάβει ώστε μη γίνει χειρότερα η κατάσταση της γυναίκας του.

Μόλις τελείωσε το κρασί του, πήρε αγκαλιά τη γυναίκα του, ξαπλώνοντας δίπλα της στο υπνοδωμάτιο τους. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: