“Σ’ αγαπάω”, “σε νοιάζομαι”, “σε φροντίζω”, “σε σκέφτομαι”, “θέλω το καλό σου”, “θα είμαι εδώ”… Φράσεις αγάπης, φράσεις ανιδιοτέλειας, φράσεις που δύσκολα πιστεύουμε όταν λέγονται από ξένους, φράσεις που έλεγε ο μπαμπάς της Αναστασίας στην ίδια και κάθε μέρα τις αποδείκνυε με πράξεις ότι είναι αλήθεια, μέχρι που σταμάτησε να τις λέει και να τις αποδεικνύει, γιατί σταμάτησε να είναι εκεί.
Όταν η Αναστασία έχασε τον μπαμπά της, ήταν πλέον δεκαπέντε. Πέθανε σε τροχαίο, καθώς γυρνούσε το βράδυ σπίτι από την δουλειά. Η Αναστασία εκείνη την νύχτα είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ, ενώ τον περίμενε να πουν την καθιερωμένη καληνύχτα τους. Πού να ‘ξερε ότι εκείνο το βράδυ θα την ξυπνούσε το χτύπημα της πόρτας για να της ανακοινώσουν τον θάνατο του πατέρα της…
Η Αναστασία από εκείνη την νύχτα, σταμάτησε να γελάει, να βγαίνει, να περνάει καλά και να πιστεύει. Υποστήριζε πως αν υπήρχε Θεός δεν θα έπαιρνε μακριά της το μόνον άνθρωπο που αγαπούσε χωρίς αμφιβολία και όρια και πως αν οι άλλοι καταλάβαιναν την θλίψη και τον πόνο της, δεν θα της ζητούσαν συνεχώς να το ξεχάσει και να συνεχίσει τη ζωή της.
Πολλοί πίστευαν καθώς περνούσε ο καιρός, ότι η Αναστασία άρχισε να τρελαίνεται. Φήμες και λόγια την ήθελαν να μην μπορεί να διαχειριστεί την απώλεια, αφού την έβλεπαν συνεχώς δίπλα στην θάλασσα να μιλάει μόνη της και είτε να γελάει, είτε να κλαίει. Αυτό που δεν ήξεραν, είναι ότι η θάλασσα ήταν η μόνη της παρηγοριά και ό,τι της είχε απομείνει για να συνδέεται με τον μπαμπά της.
Σε εκείνο ακριβώς το σημείο, δίπλα στη θάλασσα, όπου πολλοί περαστικοί την είχαν δει να κάθεται για ώρες, εκεί πήγαινε από μικρή με τον “άνθρωπο της ζωής της” όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί. Εκεί πλέον πήγαινε μόνη της, κοιτούσε τη θάλασσα, αφουγκραζόταν τους ήχους του τοπίου, ηρεμούσε και του έλεγε ό,τι ένιωθε και ό,τι την απασχολούσε. Συνήθως ψέλλιζε πόσο της λείπει και έκλαιγε με τις ώρες. Υπήρχαν όμως και οι μέρες που ένιωθε πως το ξεπερνάει και πως όλα θα πήγαιναν καλά, μέχρι που σκεφτόταν πως δεν ήθελε να το ξεπεράσει, γιατί αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, με το πέρασμα του χρόνου θα ξεχνούσε τη μορφή του, τη φωνή του, την αγάπη του…
Μια μέρα σταμάτησαν να βλέπουν την Αναστασία σ’ εκείνο το σημείο. Τα παράθυρα στο σπίτι ήταν πάντα κλειστά και κανείς δεν την είδε ξανά κάπου τυχαία. Κάποιοι υποστήριζαν ότι πέθανε και πήγε να βρει τον πατέρα της, άλλοι ότι κλείστηκε σε ψυχιατρείο και ορισμένοι άλλοι ότι πήγε σε μια μακρινή θεία της στα ξένα.
Ό,τι κι αν έγινε, το μόνο που έμεινε από την Αναστασία ήταν μια φράση σκαλισμένη στο δέντρο δίπλα στη θάλασσα. Μια φράση που χωρούσε μέσα της όλα τα συναισθήματά της.
“Μπαμπά μου, θα ‘σαι για μένα πάντα ο ήχος των νερών”
The BluezGuest