,

Μικρές και μεγάλες ιστορίες αγάπης – Σταυρία

 1. Σταυρία.

Πρωτομαγιά 1944 και η Σταυρία ετοιμάστηκε από τα χαράματα για το επισκεπτήριο στο Γουδί. Πολύς ο δρόμος από την Καισαριανή μέχρι εκεί με τα πόδια. Έχει αγωνία και ανυπομονεί να δει τον Παναγιώτη της! Πώς να είναι σήμερα; Κάθε φορά της φαίνεται και πιο ταλαιπωρημένος!

Ο Παναγιώτης της μεταφέρθηκε εκεί με πολλούς συγκρατούμενούς του από την Ακροναυπλία, τον Απρίλη του ’41, με το που μπήκαν οι Γερμανοί. Απ’ ότι μαθαίναν όσοι έμειναν πίσω, κυρίως ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ, υπέφεραν διπλά από κακουχίες αλλά και από πείνα και αρρώστιες.

Στη διαδρομή άρχισε να θυμάται πως τον πρωτογνώρισε σχεδόν είκοσι δύο χρόνια πριν. Σμύρνη λίγο πριν την Καταστροφή. Εκείνη μικρή μαθητευόμενη μοδιστρούλα δεκαεπτά χρόνων στο Ατελιέ της θείας της Μαρίκας. Εκείνος στη νεοσύστατη σχολή χωροφυλακής, για τα νέα τάγματα χωροφυλακής που οργάνωνε η Νέα Ελληνική Διοίκηση.

Επισκεπτόταν ο Παναγιώτης συχνά τη θεία του που έμενε στο διπλανό τους σπίτι. Έκαναν παρέα οικογενειακώς με το νεαρό ζευγάρι που έμενε στο πίσω από το διώροφο σπίτι τους και είχαν κοινό κήπο. Έτσι ήταν τα περισσότερα σπίτια στη Σμύρνη. Εκείνος, ο αδερφός της Κώστας, το ζευγάρι και τα μεγάλα ξαδέλφια της. Όμορφες αναμνήσεις που τη στοιχειώνουν. Αναμνήσεις που σκόρπισαν όπως όλοι και όλα στη φωτιά.

Αλλά ο Παναγιώτης την έψαξε αργότερα στη Αθήνα και δεν ξαναχώρισαν. Ήταν ήδη μαραγκός, ανήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Την βρήκε μέσω των φίλων τους οι οποίοι έγιναν και κουμπάροι τους.

Έχτισαν το σπίτι τους απέναντι από το σπίτι του αδερφού της Κώστα. Τον αγάπησε πολύ τον Παναγιώτη της και την αγάπησε και εκείνος.

Δεν ένοιωσε ποτέ ότι ερχόταν πρώτα το Κόμμα κι ας ήταν η ζωή τους όλο αγώνες και αγωνίες. Μόνη στεναχώρια της που δεν έκαναν παιδί. Αγάπησαν όμως τα παιδιά του Κώστα σαν δικά τους. Ειδικά ο Ιωακείμ μεγάλωσε πιο πολύ στο σπίτι τους. Τώρα που ήταν μόνη, κοιμόταν στο σπίτι της για να έχει παρέα.

Έφτασε στο επισκεπτήριο και περίμενε στη σειρά της.

«Παναγιώτης Παπαδόπουλος». Είπε πιο θαρρετά απ’ ότι αισθανόταν. Ο δεσμοφύλακας κοίταξε ένα κατάλογο. «Μετατέθηκε!» της είπε. Και γύρισε στον επόμενο…

Η Σταυρία τα έχασε της κόπηκαν τα πόδια. Καλά που δεν είχε και το παιδί μαζί της. Έπαιρνε και τον Ιωακείμ κάποιες φορές μαζί. Έφυγε σερνάμενη. Μετατέθηκε πού; Τόσο ξαφνικά; Αυτό δεν σημαίνει πάντα μετάθεση! Μπορεί να είναι εκτέλεση, το ξέρει καλά!

Μπαίνοντας στην Καισαριανή, οι φόβοι της επιβεβαιώθηκαν! Ο κόσμος ήταν ανάστατος στο δρόμο. Εκτελούν από το πρωί της είπαν στο Σκοπευτήριο. Τα καμιόνια πάνε κι έρχονται. Κυρίως από το Γουδί!

Παναγία μου, ο Παναγιώτης της! Έτρεξε στο Σκοπευτήριο και μαζί με άλλους συγγενείς κρατουμένων, κάποια στιγμή τους επέτρεψαν να δουν τα προσωπικά αντικείμενα των εκτελεσμένων. Πέρασε ώρες ψάχνοντας, σε ένα καμαράκι που τους οδήγησαν, σωρούς από ρούχα και αντικείμενα, ελπίζοντας πάντα να μην βρει κάτι δικό του.

Με το σούρουπο, κατάκοπη, μην αντέχοντας άλλο, αντί να ανέβει σπίτι της, πέρασε ευθεία απέναντι διασχίζοντας την λεωφόρο, στο πατρικό της, το προσφυγικό σπιτάκι. Εκεί στη μάννα και στα αδέρφια της, προσπάθησε να αποδεχθεί την πραγματικότητα! Ο πατέρας της ο μαστρό- Ιωακείμ είχε λίγο καιρό που απεβίωσε. Τον εκτιμούσε πολύ τον Παναγιώτη της, τον συμπαθούσε, όπως όλοι. Πόσο θα λυπόταν για το χαμό του…

Ο Παναγιώτης, μόλις του είπαν για τη μεταφορά τους ήταν σίγουρος ότι τους πάνε για τουφέκι. Είχε προετοιμαστεί! Έβγαλε να γράψει ένα γράμμα στη Σταυρία του. Ήλπιζε να βρεθεί στα πράγματά του μετά την εκτέλεση.

Θυμήθηκε πως την πρωτοαντίκρισε, γλυκιά μικροκαμωμένη, γελαστή, καστανομάτα! Τόσα χρόνια πριν στη Σμύρνη. Δεκαεπτά χρονών! Μπήκε στην καρδιά του και δεν θα την ξεχνούσε ποτέ. Ήταν αποφασισμένος να την περιμένει να μεγαλώσει λίγο εκείνη, να σταθεί στα πόδια του και εκείνος, για να μπορέσει να τις προσφέρει ό,τι άξιζε.

Και τότε ήρθε η «Καταστροφή»! Όταν έπιασε η φωτιά στην Αρμένικη συνοικία δεν μπορούσε να τρέξει κοντά της αμέσως. Έμαθε αργότερα από τη θεία του ότι είχε βρει τρόπο η οικογένεια να φυγαδευτεί με τους Ιταλούς υπηκόους που είχαν κλειστεί την Καθολική εκκλησία. Ήλπιζε να ήταν καλά! Εκείνος με τα τάγματα χωροφυλακής έδινε μάχες όσο γινόταν στους δρόμους της Σμύρνης με τους Τσέτες, προσπαθώντας να κερδίσουν χρόνο για τους άμαχους. Χάθηκαν σχεδόν όλοι οι σύντροφοί του, λίγοι γλύτωσαν.

Μερικά χρόνια αργότερα, την βρήκε στην Καισαριανή, όπου έμεναν πολλοί Βουρλώτες, μιας και από τα Βουρλά ήταν η οικογένεια της μαμάς της.

Έγινε μαραγκός, παντρεύτηκαν και έστησαν το σπιτικό τους απέναντι από του Κώστα του αδερφού της. (Τα οικόπεδά τους ήταν μέρος της προσφυγικής αποζημίωσης που μοιράστηκαν με κλήρωση, στα δεξιά ανεβαίνοντας στην κεντρική λεωφόρο της Καισαριανής, έπειτα Εθνικής Αντιστάσεως).

Αναλογιζόταν όταν έγραφε το γράμμα, ότι της χάρισε πολύ αγάπη της Σταυρίας του, αλλά και πολύ αγωνία. Λυπόταν μόνο που θα της έδινε και μια τόσο μεγάλη λύπη. Εκείνος έχει αποδεχθεί την εκτέλεση. Έβαλε στην τσέπη το γράμμα και ανέβηκε στο καμιόνι.

Χαμένος στις σκέψεις του όπως και οι σύντροφοί του, κάποια στιγμή συνειδητοποιούν ότι απομακρύνονται από το κέντρο της Αθήνας και συνεχίζουν. Δεν έχουν στρίψει για Καισαριανή! Δεν πάνε στο Σκοπευτήριο! Αναθάρρεψε. Γρήγορα έβγαλε το γράμμα, έγραψε στο πίσω μέρος την διεύθυνση του σπιτιού τους και τυλιγμένο σε ένα πακέτο με ό,τι τσιγάρα του έμειναν, το πέταξε μόλις έκοψαν ταχύτητα. Είχε την ελπίδα να το βρει κάποιος και να το παραδώσει στην Σταυρία του.

Τρεις μέρες κράτησε η αγωνία της Σταυρίας και μετά κάποιος καλός άνθρωπος της έφερε στο σπίτι το γράμμα.

«Αγαπημένη μου Σταυρία,

Φεύγω άγνωστο για πού θα μας πάνε. Πάντως έχουμε τη γνώμη ότι μας πάνε για τουφέκι. Τίποτα δεν με λυπεί πολυαγαπημένη μου Σταυρία, μόνο που δεν μπόρεσα να σε δω ευτυχισμένη όπως εγώ ποθούσα. Όλη μου η φροντίδα και όλη μου οι πόθοι ήταν να σε δω ευτυχισμένη. Αν καμιά φορά σε λύπησα, αν καμιά φορά παραστράτησα Σταυρία μου, δεν το έκανα αυτό γιατί το ήθελα. Ό,τι και αν έκανα, το έκανα για να σε δω έστω και μια μέρα ευτυχισμένη. Πεθαίνω Σταυρία μου με το όνομά σου στα χείλη μου και για την λατρεμένη την πολυαγαπημένη μας πατρίδα.
Αν καμιά φορά φκιάσει η κατάσταση, παντρέψου Σταυρία. Θέλω να ζήσεις ευτυχισμένη.
Σε φιλώ με αγάπη,
Παναγιώτης

Δώσε τους τελευταίους χαιρετισμούς στη μητέρα και σε όλα τα αδέρφια μου και στους γαμπρούς μου και σε όλους τους συγγενείς και φίλους
Γεια χαρά Παναγιώτης»

Η Σταυρία βρήκε τρόπο να φτάσει με τη βοήθεια της οργάνωσης, στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Δομοκού που ήταν ο Παναγιώτης. Με ανδρικά ρούχα, πάνω από βουνά και δάση, τον επισκέφτηκε στη φυλακή του. Η οικογένειά της θαύμασε την δύναμη αυτού του ντροπαλού μικροκαμωμένου κοριτσιού, που είχε γίνει μια τόσο δυνατή γυναίκα.

Εκείνος αποφυλακίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1944 από το Δομοκό. Συνέχισε να είναι συνεπής στην αγάπη του για εκείνη και τους αγώνες του με όποιο τρόπο μπορούσε.

Σοφία Σαράφογλου

Απάντηση


%d